Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε

Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε
Dante, Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση

Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές του Γενάρη που μας πέρασε, τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή Μ.Μ.Ε επαναλαμβάνεται μια τρομαγμένη ή ενθουσιώδης (κατά περίσταση) επωδός: η Ελπίδα έρχεται στην Ελλάδα, η Ελπίδα πάει να αγωνιστεί στην Ευρώπη, η Ελπίδα νίκησε. Νιώθουμε την ανάγκη να μοιραστούμε μια συζήτηση που διεξάγεται στη συνέλευση της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ κι έχει να κάνει με την κρατική μορφή και την αριστερή διαχείρισή της. Πριν όμως μπούμε στο ζουμί, μια απαραίτητη διευκρίνιση. Η Ελπίδα, πήγε στην Ευρώπη το 1979 για την Ελλάδα, και όχι, δε νίκησε, αλλά το εθνοκίτς άσμα «Σωκράτη εσύ Super Star» κατετάγη 8ο.

{Μια βιαστική περιοδολόγηση για το πώς φτάσαμε στο σήμερα}

[2008 – 2010] Τα παιδιά ενός επίμονου Δεκέμβρη

Το Δεκέμβρη του 2008 ένας μπάτσος δολοφονεί στα Εξάρχεια τον 16χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Αυτή ήταν η αρχή μιας σειράς ταραχών που άμεσα διαχύθηκαν τόσο μέσα στην πόλη της Αθήνας όσο και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα. Η εξέγερση που εκτυλίχθηκε άσκησε έμπρακτη κριτική στο εμπόρευμα, επιτέθηκε στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους, κατάφερε να διαρρήξει τις πολιτικές ταυτότητες και εμπλούτισε τα περιεχόμενα του ανταγωνιστικού κινήματος θέτοντας ζητήματα γενικευμένης κριτικής στο Υπάρχον. Οι αόρατοι και οι δίχως μέλλον σε μια συγκυρία που τα όνειρα κοινωνικής καταξίωσης γκρεμίζονται, βγήκαν στο προσκήνιο όχι απλά ως φοιτητές, μαθήτριες, εργαζόμενες στην επισφάλεια, άνεργοι και μετανάστες δεύτερης γενιάς. Αφήνοντας στην άκρη τις ταυτότητες –τις παγωμένες μορφές μιας κοινωνικής κίνησης του παρελθόντος που γεννήθηκαν μετά την ήττα– συγκροτήθηκαν ως κοινότητες αγώνα με μια άρνηση στο κέντρο τους: την άρνηση της σχέσης κεφάλαιο1. Αυτή η άρνηση του διαχωρισμένου και κατακερματισμένου Είναι (με όλες τις διακυμάνσεις του)2 αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης που συνοδεύτηκε από μια δημιουργικότητα στο ανταγωνιστικό πεδίο και την αναγνώριση ενός συλλογικού εμείς με ανάγκες και επιθυμίες. Αναδύθηκε λοιπόν στο κέντρο της συζήτησης ένα μη-υποκείμενο που είτε η εργασιακή συνθήκη (κύκλοι επισφάλειας/ ανεργίας) είτε η πολιτειακή τους ύπαρξη (μετανάστες χωρίς χαρτιά, παιδιά μεταναστών γεννημένα στην Ελλάδα που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων) το έχει εγκλωβίσει μεταξύ ενσωμάτωσης και αποκλεισμού ή καλύτερα στην ενσωμάτωση στον κοινωνικό ιστό δια του αποκλεισμού από έναν «κανονικό» ρόλο (δουλειά & μισθός με βάση την παρελθούσα κοινωνική συμφωνία).

[2011 – 2012] Αντίσταση στο μνημόνιο: περιθώρια κι όρια

Το κίνημα ενάντια στη λιτότητα που σχηματοποιείται αυτήν την περίοδο φάνηκε να απειλεί ακόμα περαιτέρω το καθεστώς συσσώρευσης στην Ελλάδα δημιουργώντας γενικές απεργίες, γενικευμένα συγκρουσιακές διαδηλώσεις και το κίνημα των πλατειών. Όμως αυτό το κίνημα συνάντησε τα εσωτερικά και εξωτερικά όρια του. Όρια, που έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο και τη μορφή που πήρε το κίνημα της «αγανάκτησης». Διότι, αυτό που εμφανίστηκε σαν απαξίωση των μορφών διαμεσολάβησης και ενσωμάτωσης της ταξικής πάλης, όπως τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, κατέληξε σε μια λαϊκίστικη προσωποποίηση των ευθυνών σε κακούς διαχειριστές και αντί να ξεπεράσει τα όρια της πολιτικής ως διαχωρισμένης δράσης, εγκλωβίστηκε στα όρια της πολιτικής διαμεσολάβησης. Η δημόσια εκδήλωση δυσαρέσκειας με την ιδιότητα του πολίτη και το κάλεσμα για δημοκρατία (με διάφορα προσδιοριστικά επίθετα) συσκότισε το περιεχόμενο των αγώνων ενάντια στην αναδιάρθρωση και κατόρθωσε να εμφανίσει τα ζητήματα κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών μορφών ως ζητήματα πολιτικής διαχείρισης και πολιτικής λύσης. Και μάλιστα εθνικής πολιτικής λύσης. Αυτή η τόσο μικρή φράση έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της αναδιάρθρωσης. Δεν είναι τυχαίο που οι πολιτικοί σχηματισμοί που κλήθηκαν να υποστηρίξουν τη συνέχισή της είτε έπαιξαν ρόλο μέσα στις πλατείες (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) είτε προσπάθησαν και κατόρθωσαν να εκπροσωπήσουν την κοινωνική τάση που σχηματίστηκε εκεί (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή). Το ποικιλόμορφο, διαταξικό και μαζικότατο κίνημα των πλατειών πυροδότησε μια ιστορική παραγωγική διαδικασία στην οποία όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, αλλά αυτό που προέκυψε ήταν συγκεκριμένο. Το ζήτημα της κατάργησης των διαμεσολαβήσεων της αξίας (όπως αυτό είχε τεθεί έμπρακτα το Δεκέμβρη του 2008) θάφτηκε και κινδυνεύει πια να χαθεί από τη συλλογική μνήμη, ενώ το ζήτημα της επιβίωσης του «εθνικού» κεφαλαίου και των μικροεπιχειρήσεων κατόρθωσε να φέρει στο προσκήνιο την ανάληψη της εξουσίας από μια πατριωτική διακυβέρνηση «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου.3 Ο κεντρικός ρόλος Συριζαίων στις πλατείες και τα αντίστοιχα τηλεπαράθυρα είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν κεντρικά θέματα η εθνική ανεξαρτησία, η αντίσταση στη γερμανική κατοχή, τα «μερκελάκια» και άλλα τέτοια ωραία πατριωτικά και κεντρικής πολιτικής ζητήματα, ενώ ζητήματα καθημερινότητας όπως το κόψιμο του ρεύματος από τη Δ.Ε.Η ανάγονταν μεθοδικά σε νομικά πλαίσια και λύσεις4 και εντάσσονταν σε μια ατζέντα κοινωνικών αγαθών και δικαιωμάτων όχι όλων αλλά των πολιτών. Η παραδοσιακή πατριωτική αριστερά στην Ελλάδα συγκροτήθηκε ενάντια στις «ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις» υποκαθιστώντας το ταξικό περιεχόμενο των αγώνων με το σχήμα της εθνικής αντιπαράθεσης και καθιστώντας τον εαυτό της το μόνο πραγματικό εκφραστή των αληθινών συμφερόντων του λαού-έθνους (σε αντίθεση με την ξενόδουλη αστική τάξη). Κι εκεί ακριβώς είναι που συναντιέται ο πατριωτισμός της αριστεράς με την παραδοσιακή λαϊκή εθνικιστική δεξιά: το εθνικό κράτος και η ενίσχυση της κυριαρχίας του εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση για τον αυτοκαθορισμό ενός λαού και την κοινωνική απελευθέρωση, προσδένοντας την κοινωνική αλλαγή στο άρμα του καπιταλισμού. Τοιουτοτρόπως, αντί να αρθρώνεται μια κριτική στην καπιταλιστική σχέση, δαιμονοποιούνται οι ακραίες μορφές της και παράγονται σχήματα που μέσα από την άρνηση και την εναντίωση στο «μεγάλο» κεφάλαιο, τις «μεγάλες» καπιταλιστικές χώρες, τα πανίσχυρα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ντόπια πλουτοκρατία καταφάσκουν σε έναν εντόπιο καπιταλισμό με μια κρυφή ελπίδα για μια αιώνα σοσιαλδημοκρατία.

[2012 – 2014] Γεύση δακρυγόνο και τα μάτια στην κάλπη

Η Κυριακή 12 Φλεβάρη 2012 ήταν το κύκνειο άσμα του κινήματος ενάντια στη λιτότητα. Η βία των πολιτικών της λιτότητας που διαπέρασε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες τις έβγαλε μαζικά στο δρόμο. Εκεί συνδυάστηκε ο παλιός με το νέο κόσμο, οι παλιοί με τους νέους τρόπους έκφρασης της άρνησης. Από τη μία η τεράστια συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το κτίριο της βουλής που σα να απευθυνόταν σε ένα νεοκενσυανό κράτος πίστευε ότι η μαζικότητά της ήταν επαρκής για να υποχωρήσει η κυβέρνηση. Αυτό το κράτος όμως, σε αυτή τη φάση της αναδιάρθρωσης, είχε πάρει άλλο δρόμο. Η κατεδάφιση της κοινωνικής πρόνοιας και το άνοιγμα του πεδίου στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η μετακύλιση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε εμάς και τα στρατιωτικά μέτρα στη διαχείρισή της, δεν αφήναν περιθώρια για παρανοήσεις. Από την άλλη, οι διάχυτες ταραχές στο Σύνταγμα είχαν στη μήτρα τους μια αντίφαση. Η συμμετοχή στις συγκρούσεις με την εμπροσθοφυλακή του κεφαλαίου που λέγεται αστυνομία ήταν μαζική. Το ίδιο ίσχυε και για την πολιτική υποστήριξη των συγκρούσεων από το σώμα της συγκέντρωσης. Παρόλο που η επίθεση στους κατασταλτικούς μηχανισμούς είναι μια αρχή για το πρακτικό ξεπέρασμα του διαλόγου με το κράτος και παρά τις αντικρατικές και αντικαπιταλιστικές φιλοδοξίες κάποιων συμμετεχόντων σε αυτές, οι συγκεκριμένες επιλογές της στρατηγικής και της τακτικής αυτής τη σύγκρουσης άλλο δείχνουν. Η επίθεση στη βουλή τη βραδιά ψήφισης των μέτρων λιτότητας υπογραμμίζει τη βασική αδυναμία των ταραχών και των εξεγέρσεων να ξεπεράσουν τον προσανατολισμό τους προς το κράτος. Κι αυτήν την κατεύθυνση προς το κράτος τη μοιράζονταν με την αμυντική συγκέντρωση στην πλατεία που περιγράφηκε πρώτη. Ο κόσμος λοιπόν, είδε την ψήφιση των μέτρων σαν έναν απτό στόχο που μπορούσε να κατακτήσει από το κράτος κι έτσι βγήκε στο δρόμο και έπαιξε όλα του τα χαρτιά. Αποφάσισε τι πρέπει να κάνει το κράτος, διάλεξε τα μέσα να το εξαναγκάσει προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά δεν το κατόρθωσε. Κι έτσι παρόλα τα δημιουργικά ξεπεράσματα που μπορεί να πραγματοποιήθηκαν η κίνηση των ανθρώπων παρουσιάστηκε ως μια έκκληση για μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της φτώχειας. Η ήττα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η εμπέδωση της καταστολής στη συλλογική μνήμη οδήγησε την αναδιάρθρωση της κρατικής μορφής να πάρει μια στροφή προς την ακόμα πιο στρατιωτική διαχείριση της πάση θυσία επιστροφής στην εργασία με ολοένα και χειρότερους όρους· κάπου εδώ επιστρατεύεται και η Χρυσή Αυγή που κλήθηκε να επιβάλει την καπιταλιστική ομαλότητα εκεί που το κράτος δεν έφτανε ή δεν είχε την κοινωνική νομιμοποίηση να το κάνει ανοιχτά. Όταν πλέον η δημοκρατία κατέστη κοινωνικά και θεσμικά νομιμοποιημένη να εφαρμόζει φασιστικές λογικές και πρακτικές και με αφορμή τη δολοφονία ενός Έλληνα αντιφασίστα από τα μέλη της ΧΑ, το ισχυρό κράτος την έστειλε στη φυλακή και ο ΣΥΡΙΖΑ έτρεξε να καρπωθεί αυτήν την υπεραξία. Και τα κατάφερε.

[2015] Πάμ’ πλατεία;

τίποτα πια μη με ρωτάτε

δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το φεγγάρι

έχω κομάρα – κι είν’ αργά

θα φύγουν ένα-ένα τα γκαρσόνια

ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά

τι ησυχία που ακολουθεί

τι ησυχία…

κι αυτό το Σύνταγμα

σα να μην είναι πια πλατεία

Κ. Ταχτσής, Καφενείο Το «Βυζάντιο»

Η αναδιάρθρωση του κράτους και η αλλαγή της κυβέρνησης είναι λοιπόν μια αποτύπωση του προηγούμενου κύκλου αναδιάρθρωσης και των αγώνων ενάντια σε αυτήν. Οι τάσεις που προσπάθησαν να αντιθέσουν την κίνηση των από τα κάτω στην κίνηση του κεφαλαίου με τη συλλογική άρνηση πληρωμών, τις αυτομειώσεις και τις επανασυνδέσεις των κομμένων ρευμάτων δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων που εγκλωβίστηκαν στα όρια της ανάθεσης και στη λογική της διαμεσολαβημένης από το κράτος άρνησης πληρωμών με τη μορφή της διαγραφής του χρέους. Με άλλα λόγια, το μαγαζί έκλεισε για να ανοίξει σε κεντρικότερο δρόμο. Ο κόσμος δε χρειάζεται να πάει στην πλατεία για να αγωνιστεί πια, έβαλε την πλατεία (ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ) στη βουλή να διαχειριστεί την κατάσταση και να διαπραγματευτεί με τους εταίρους. Πάει πλατεία βέβαια, αλλά για να στηρίξει την κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση με τους Ξένους που επέβαλαν το επαχθές και επονείδιστο χρέος. Η ιδεολογική δημιουργία μιας φαινομενικής κοινότητας με την ένωση απέναντι σε εξωτερικούς οχτρούς έχει όνομα: έθνος. Στην κεντρική πολιτική σκηνή άλλωστε περνάνε γρήγορα οι φράσεις και τα πολιτικά προγράμματα και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ενδυματολογικές προτιμήσεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να φορέσουν γραβάτα στη βουλή. Μοιάζει να έχει πιο πολύ σημασία το ότι γράφουν πιο καλά στις κάμερες παρά τα όσα λένε.Η αισθητικοποίηση του πολιτικού πάει ακόμα παραπέρα, αφού οι διαπραγματεύσεις σε Eurogroup και συνόδους κορυφής εναποτίθενται στο «θρίαμβο της θέλησης» του Βαρουφάκη που έκανε τον Ντάισελμπλουμ να λακίσει και τσίτωσε τόσο τους Γερμανούς που ήθελαν να αντικατασταθεί με κάποιον άλλο στις διαπραγματεύσεις γιατί προκαλεί σύγχυση.

[Κρίση και αναδιάρθρωση της κρατικής μορφής] Omnia mutantur, nihil interit

Αντιλαμβανόμαστε το κράτος βασισμένοι σε μια διαλεκτική της μορφής και του περιεχομένου της ταξικής πάλης. Αφετηρία της κατανόησής μας είναι η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στη διαδικασία της παραγωγής, δηλαδή η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Με αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο λοιπόν, αντιμετωπίζουμε το κεφάλαιο ως μια σχέση ταξικής πάλης και το κράτος ως αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Ως μια στιγμή ενός τρόπου κυριαρχίας δηλαδή, που βρίσκεται στο κέντρο της διαλεκτικής της οργανωτικής και καταπιεστικής πλευράς της εργασίας μέσα στο κεφάλαιο. Το κράτος δεν είναι επομένως ένα απλό επιτελείο της άρχουσας τάξης που εκφράζει τα συμφέροντά της, ούτε ένα εργαλείο που αν έρθει στα χέρια μας μπορούμε να το στρέψουμε προς όποια κατεύθυνση θέλουμε εμείς. Αυτό σημαίνει ότι δε βλέπουμε το κράτος να υπάρχει σε μια διαχωρισμένη σφαίρα της πολιτικής, όπου αρκεί η πολιτική βούληση της κυβέρνησης για να παρθούν «κομμουνιστικά» μέτρα. Με άλλα λόγια, το κράτος δεν είναι ουδέτερο και από τη στιγμή που είναι μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό, η ανάγκη συνέχισης της καπιταλιστικής σχέσης βάζει ευθύς εξαρχής περιορισμούς στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Από την άλλη, δε σημαίνει ότι το αντιλαμβανόμαστε σαν ένα τσιμενταρισμένο κομμάτι μιας αντίστοιχης οικονομικής σφαίρας, σαν ένα συλλογικό –θεσμοθετημένο καπιταλιστή που δρα πάντα προς τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί θα του αποδίδαμε έτσι μια δύναμη που δεν θα μπορούσε κανείς να κατέχει (με δεδομένους τους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων), αλλά και γιατί μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά αφαιρεί τη δυναμική της ταξικής πάλης από την εξίσωση και μας επιφυλάσσει ένα ρόλο απλού θεατή μιας ντετερμινιστικής διαδικασίας. Όπως και να έχει, αφού το κράτος προκύπτει από τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, η συνέχιση της ύπαρξής του ως μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων εξαρτάται από την αναπαραγωγή του καπιταλισμού.

Η κρίση ως μια στιγμή μπλοκαρίσματος της καπιταλιστικής συσσώρευσης πάει αγκαζέ με την αναδιάρθρωση. Και η αναδιάρθρωση είναι μια οικονομική, πολιτική και ιδεολογική συνάμα διαδικασία ταξικού ανταγωνισμού με σκοπό την αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Η παραγωγή αξίας συνάντησε κωλύματα από την ανυποταξία και την απειθαρχία μας στους χώρους της δουλειάς, από την αντίσταση στην υποτίμηση της αξίας της εργασιακής μας δύναμης, αλλά και από την απαξίωση των μηχανισμών μεσολάβησης της ταξικής πάλης από το κράτος (συνδικαλιστικές ηγεσίες, πολιτικά κόμματα). Αυτή η συχνά σπασμωδικά και συγκεχυμένα εκφρασμένη συνολική αμφισβήτηση της σχέσης κεφάλαιο, ταρακούνησε και το καθεστώς συσσώρευσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτό ρυθμίζεται. Από τα όρια λοιπόν που συνάντησε ο προηγούμενος κύκλος αναδιάρθρωσης ξεπηδά πάντα το καινούριο καθεστώς: από ένα «κράτος πρόνοιας» στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με/χωρίς σοσιαλδημοκρατικό μανδύα, από την τεχνοκρατική διαχείριση του κράτους σε δικομματικές τρικομματικές κυβερνητικές συνεργασίες, από την είσοδο της ΧΑ στη βουλή και την ακροδεξιά στροφή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ. Το νέο μοντέλο πρέπει να ενσωματώνει την αντίδραση στο παλιό, για να εξασφαλιστούν οι συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου και να σταθεροποιηθεί μακροχρόνια η δυνατότητα κέρδους.Το κέρδος δεν είναι κάτι αόριστο που υπερίπταται ή κάτι εξωτερικό, διαχωρισμένο από εμάς. Αντιθέτως, προκύπτει από εμάς και υπάρχει επειδή μας εμπεριέχει· είναι με άλλα λόγια μια στιγμή της σχέσης κεφάλαιο, της σύγκρουσης κυριαρχίας –αγώνα.

[και τώρα κάτι τελείως διαφορετικό] η ρεάλ πολιτίκ θεωρία των σταδίων και

η ρύθμιση της φτώχειας

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ανεργία φτάνει στο 27%, ενώ στους νέους η ανεργία αγγίζει το 50%. Έχουν καταργηθεί οι συλλογικές συμβάσεις, οι μισθοί –όπου δεν αντικαταστάθηκαν από επιδόματα ανταποδοτικής εργασίας –έχουν μειωθεί τρομακτικά5, έχουν ιδιωτικοποιηθεί διάφορες κρατικές υπηρεσίες και πλάι στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς έγιναν και ανάλογες μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια που ως σύγχρονα εργοστάσια της εκπαίδευσης την τροφοδοτούν με εξειδικευμένο προσωπικό. Ομοίως και στα νοσοκομεία, που οι περικοπές στον προϋπολογισμό άγγιξαν το 25%, έκλεισαν κλινικές και μειώθηκαν τα κρεβάτια, ενώ ταυτόχρονα με την εφαρμογή εισιτηρίου πετάχτηκαν έξω τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας. Με το κρατικό χρέος στο 176% του ΑΕΠ λοιπόν, εύλογα πηγάζει το ερώτημα, πώς διάολο θα γίνει η ρύθμιση της φτώχειας μας;

Ας ξεκινήσουμε από το πώς δε θα γίνει. Οι βερμπαλισμοί του παρελθόντος έχουν εγκαταλειφθεί και τη θέση τους κατέλαβε μια πιο ρεάλ πολιτίκ με ολίγη από lifestyle της άρνησης. Η ακύρωση των μνημονίων, το «καμιά θυσία για το ευρώ» και η περιβόητη «εθνικοποίηση των τραπεζών» είναι πια εκτός ατζέντας. Αυτό όμως δεν αποτελεί μομφή ως προς την αλλαγή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ ένα αντικαπιταλιστικό αριστερό κόμμα, αλλά από τη δημιουργία του αντιλαμβανόταν την ύπαρξη του ως μια μετωπική συμμαχία, ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ενταγμένη στο κοινοβουλευτικό σύστημα αντιπροσώπευσης και σύμφωνη με τους «όρους του παιχνιδιού». Κι αφού το ρόλο του στις πλατείες τον περιγράψαμε, αρκεί να αναφέρουμε τα παραδείγματα του ξεπουλήματος της απεργίας των δασκάλων ενάντια στην αξιολόγηση το 2013 από την ελεγχόμενη από το ΣΥΡΙΖΑ ΕΛΜΕ ή τη συμμετοχή μεγαλοστελεχών του στο ξεπούλημα της απεργίας των γιατρών το 2007, για να καταλάβουμε και το ρόλο που επιδίωκε μέσα στις κοινωνικές συγκρούσεις. Άλλωστε, η ίδια η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ –και του κομματιού που διαδηλώνει για να υποστηρίξει την κυβέρνηση στις «διαπραγματεύσεις»– περί μονοπωλίων μετατοπίζει τη συζήτηση από την ουσία του κοινωνικού ανταγωνισμού σε μια αντιπαράθεση μεταξύ ελεύθερου ανταγωνισμού και μονοπωλίων. Βέβαια, μόνο οι πολιτικά αόμματοι θα μπορούσαν να αρνηθούν την τάση συγκέντρωσης –συγκεντροποίησης των ατομικών κεφαλαίων με σκοπό την απόκτηση ευνοϊκότερης θέσης μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και την εξασφάλιση ενός υψηλότερου κέρδους από το μέσο. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα διάφορα κεφάλαια, ως ατομικά-μεμονωμένα κεφάλαια, συγκροτούνται σε συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο· κι ο ελεύθερος ανταγωνισμός αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό και προϋπόθεση αυτής τη συγκρότησης. Τα μονοπώλια λοιπόν, δεν είναι το αντίθετο του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά μια μορφή ατομικού κεφαλαίου όπως αυτή διαμορφώνεται στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με τη λάθος αφετηρία της κατανόησης του μονοπωλίου, ως μιας επιχείρησης που μονοπωλεί την αγορά, οδηγούνται σε πύρινες ανακοινώσεις για πλουτοκρατία και μονοπώλια της cocacola, της Aegean και της DIGEA που αποτελούν ένα νοητικό βραχυκύκλωμα και ξεχνούν(;) να βάλουν στο κέντρο τον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνεται και όλη η συζήτηση περί των παραδειγμάτων επανάστασης στα κράτη της λατινικής Αμερικής που εμπνέουν το ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο). Η ρητορεία ενάντια στα μονοπώλια είδαμε εκεί να προσλαμβάνει εθνικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά από τις κυβερνήσεις Τσάβες και Λούλα. Έτσι, τα «σοσιαλιστικά» κράτη όπου γίνονταν εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων δε φάνηκε να δημιουργούν κανένα πρόβλημα στον καπιταλισμό ως κοινωνική σχέση. Τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι αν απουσιάζει η κεντρικότητα του αγώνα ενάντια στη σχέση κεφάλαιο, εύκολα ο αγώνας μπορεί να διολισθήσει σε έναν αγώνα για αληθινή/ άμεση/ πραγματική δημοκρατία ή να εξελιχθεί σε μια διαμάχη μεταξύ διαφορετικών εκδοχών του καπιταλισμού (προοδευτικός -αντιδραστικός, δυτικός- κινέζικος).

Οι μέχρι τώρα κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτικές του πώς θα επιχειρήσει να συνεχίσει την αναδιάρθρωση. Από τις πατάτες χωρίς μεσάζοντες/ με πολιτική οικονομία, στην αλληλέγγυα οικονομία κι από τα κοινωνικά ιατρεία στα αυτοδιευθυνόμενα εργοστάσια έστησε ή ηγεμόνευσε διάφορες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης που τις διαπερνούσε όλες η ίδια προβληματική: αντί να συγκροτούνται μέσω κοινοτήτων αγώνα και να τροφοδοτούν συνεχώς τη σύγκρουση με το Υπάρχον, διακατέχονταν από μια λογική διαχείρισης και ικανοποίησης αναγκών, μια λογική παραίτησης από τους αγώνες άρνησης της κοινότητας του κεφαλαίου και κατάφασης σε μια αυτοδιαχείριση της φτώχειας και υποκατάστασης της χαμένης κρατικής πρόνοιας. Διόλου απίθανο λοιπόν, διάφορες τέτοιες μορφές, απογυμνωμένες πλήρως από τα όποια ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά τους, να λειτουργήσουν ως ένας επίσημος εθελοντικός βραχίονας του κράτους πρόνοιας. Αν θέλαμε να προχωρήσουμε σε ακόμα πιο διεστραμμένα σενάρια, θα βλέπαμε η στελέχωση των κοινωνικών ιατρείων να γίνεται πλέον και με voucher για εργαζόμενους στο χώρο της Υγείας. Για να μην τους δίνουμε ιδέες και αφού δεν διεκδικούμε το ρόλο του προφήτη της ιστορίας, σταματάμε τις υποθέσεις μας εδώ. Όπως και να έχει όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να δημιουργήσει την εντύπωση υλοποίησης ενός μεταβατικού προγράμματος, ενός προγράμματος που ό,τι κι αν είναι δεν θα το λένε μνημόνιο. Και σε αυτό έχει την υποστήριξη μιας μερίδας αστών οικονομολόγων και ενός κομματιού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που πιστεύει ότι πρέπει να σταματήσει η λιτότητα και οι περικοπές δημοσίων δαπανών, και στη θέση τους να παταχτεί η φοροδιαφυγή και να γίνουν επενδύσεις που θα επιφέρουν ανάπτυξη.

[για τους αγώνες του σήμερα] ένα άτομο, μία ψήφος | μία κυβέρνηση -ένας λαός;

Να εγκλωβιστούμε σε μια λογική αριστερής αντιπολίτευσης απουσία άλλων; Να απορροφηθούμε σε στείρους ακτιβισμούς με τη λογική του «τώρα που μας παίρνει»; Να δώσουμε περίοδο χάριτος πεισμένοι από το εναλλακτικά καπιταλιστικό πρόγραμμα διαχείρισης και τις αγαθές προθέσεις των συριζαίων; Να οξύνουμε την αντίφαση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για να τον ωθήσουμε αριστερότερα ή στη διάσπαση; Να συνεχίσουμε σα να μην έχει αλλάξει τίποτα;

Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν που ούτε λίγο ούτε πολύ μας παρουσιάζεται ότι το σύγχρονο ΕΑΜ τα βρίσκει με τον αντίστοιχο ΕΔΕΣ για να τα βάλουν με τους ξένους και στην οποία lgbtq οργανώσεις βρέθηκαν να στηρίζουν μια κυβέρνηση με τύπους που ξερνάν τον ομοφοβικό οχετό τους δημοσίως6, δεν μπορούμε ούτε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, ούτε να παρακολουθούμε ως θεατές τις εξελίξεις. Πρέπει καταρχάς να προσπαθήσουμε να διαυγάσουμε το περιεχόμενο της δικής μας κίνησης και να βάλουμε στο κέντρο της την ουσία αυτού του κόσμου. Τα μαγαζάκια της πολιτικής διαμεσολάβησης των κοινωνικών συγκρούσεων έχουν γίνει πλέον κοτζάμ εμπορικά κέντρα και θα προσπαθήσουν ακόμα περισσότερο να απογυμνώσουν τις μορφές κοινωνικής αντίστασης από τα επιθετικά τους περιεχόμενα και να τις καταστήσουν κομμάτι της διαχείρισης της κρίσης. Θέλουν τα περιεχόμενα και οι δομές μας να είναι γυάλινες: χωρίς γεύση και οσμή, διάφανες ελλείψει περιεχομένου και εύθραυστες. Κόντρα στις λογικές των καιρών που είτε επιτάσσουν την εθνική συναίνεση στα πλαίσια μιας «σοσιαλδημοκρατικής» διακυβέρνησης, είτε βραχυκυκλώνουν, αν δεν μπορούν να ετεροκαθοριστούν από την άγρια καταστολή, να αφουγκραστούμε τις στιγμές κοινωνικής απειθαρχίας. Κόντρα στις λογικές της ισότητας των παραχωρημένων δικαιωμάτων, που επιδιώκουν να διασπάσουν τις κοινότητες αγώνα σε διαχωρισμένα άτομα να προτάξουμε την από κοινού δραστηριότητά μας ενάντια στην κοινότητα του κεφαλαίου. Δεν είμαστε αυτοί που θα χώσουν επαναστατική θεωρία στα κεφάλια των αγωνιζόμενων, για να διαλύσουν την «ψευδή» τους συνείδηση· οι κοινότητες αγώνα αναπτύσσουν τη θεωρία τους πάνω στις εμπειρίες αγώνα και το ξεπέρασμα αυτού του κόσμου δεν είναι ζήτημα εναλλακτικής διακυβέρνησης, αυτο-κυβέρνησης ή ζήτημα θεσμών. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν αναπαράγει διαρκώς μόνο το υλικό προϊόν αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις, τις μορφές με τις οποίες συγκροτείται κι έτσι, τα αποτελέσματά του φαίνονται το ίδιο μόνιμα σαν προϋποθέσεις τους και το αντίστροφο. Πέραν της δημοκρατίας και ενάντια στην αριστερή διαχείριση λοιπόν, να εστιάσουμε την κριτική μας στις μορφές με τις οποίες συγκροτείται ο καπιταλισμός και να τους επιτεθούμε. Για την καταστροφή της κρατικής μορφής, της έμφυλης κυριαρχίας και του έθνους όπως αυτά συγκροτούνται (και συγκροτούν τον) στον καπιταλισμό.

Υ.Γ 1: Ενώ γράφονταν αυτές οι τελευταίες γραμμές φάνηκε πως επήρθε συμφωνία στο Eurogroup. Συμφωνία που επιχειρεί να κρατήσει τα προσχήματα της αλλαγής με μια λεκτική ντρίπλα, όπου με απαράμιλλη ευρηματικότητα η τρόικα και το μνημόνιο απλά μετονομάζονται. Η παράταση της δανειακής σύμβασης είναι η συνέχιση του Μνημονίου με άλλο όνομα, και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η συνέχιση της αναδιάρθρωσης με άλλα μέσα.

20/02/2015

Φάμπρικα Υφανέτ


1 Με τον όρο ταυτότητα Ο Gilles Dauvé στο «Ξεγυμνώνοντας την Ηθική» αναφέρεται στο αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κίνησης ενάντια στο κεφάλαιο που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, μιας και η κοινότητα του κεφαλαίου δεν ανέχεται την ύπαρξη καμιάς κοινότητας που στρέφεται πραγματικά εναντίον του χωρίς να απαντήσει. Η ταυτότητα τότε είναι η παγωμένη μορφή της κοινωνικής σχέσης που γεννήθηκε μετά την ήττα, και ως τέτοια εξυπηρετεί την επέκταση της ήττας, με φορέα τον ίδιο τον ηττημένο. Όσο μια ταυτότητα γίνεται σημείο εκκίνησης κάποιου αγώνα ή κάποια στοιχεία της πλουτίζουν το περιεχόμενο ενός αγώνα, αλλάζει το ίδιο το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή η ταυτότητα δημιουργήθηκε και πάγωσε, αποδομείται και αυτή η ίδια, χάνεται η αυτοαναφορικότητα που εμπεριέχεται σε αυτήν ως δομικό στοιχείο του διαχωρισμού, και επεκτείνεται μέχρι την ίδια της τη διάλυση μέσα στην κοινότητα του αγώνα.

2 Οφείλουμε μια επεξήγηση, τόσο εδώ που μιλάμε για την άρνηση του διαχωρισμού, όσο και πριν που αναφέρουμε τις κοινότητες αγώνα ενάντια στη σχέση κεφάλαιο. Στο σημείο αυτό περιγράφουμε μια σειρά αγώνων, με κάποια χρονική απόσταση από τότε. Σε αυτήν την περίοδο λοιπόν εντοπίζουμε μια ποιοτική διαφορά. Όμως δε θεωρούμε ότι ήταν αποτέλεσμα μια ιδεολογικής ή συνειδητής πολιτικής επιλογής σώνει και ντε· δε θεωρούμε δηλαδή ότι ένα πρωί ξύπνησε ο κόσμος και αποφάσισε ότι θα πολεμήσει το κεφάλαιο. Τα κινήματα και οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτά, εναντιώνονταν στη σχέση κεφάλαιο άλλοτε μοριακά κι άλλοτε συνολικά, δημιουργώντας την ιστορία τους στις υπάρχουσες συνθήκες μέσα από μια πληθώρα τακτικών και στρατηγικών επιλογών.

3 Αυτό δε σημαίνει ότι το κίνημα των πλατειών ζητούσε «σοσιαλδημοκρατία εδώ και τώρα», αλλά ότι η ήττα των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του και η ενσωμάτωση (όπως δείχνουμε και παρακάτω) δημιούργησε μια κοινωνική πραγματικότητα.

4 Η πάγια τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της υποβάθμισης της ζωής ήταν η προσπάθεια να κερδηθούν παραχωρήσεις μέσα στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων του πολίτη. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα του τι σήμαινε αυτό στην πράξη, το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς που έμπαινε (και συνεχίζει να μπαίνει) από ένα κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ το μετέφραζε σε μια διεκδίκηση ελεύθερης μετακίνησης για τους άνεργους από τη διεύθυνση του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών. Και άνεργοι για το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι μη έχοντες εργασία, αλλά οι θεσμικά άνεργοι, δηλαδή οι κάτοχοι κάρτας ανεργίας. Κι έτσι απλά, ένα συνολικό αίτημα, γίνεται μερικό και για λίγους.

5 οι μισθοί μειώθηκαν κατά 25% στον ιδιωτικό τομέα και κατά 30-40% στο δημόσιο.

6 Bλέπε π.χ τον Νίκο Νικολόπουλο (Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και Γενικός Γραμματέας της Κ.Ο. των ΑΝΕΛ) και τις διάφορες δηλώσεις του: «Από την Ευρώπη των Εθνών-Κρατών, στην Ευρώπη των …. πουσταριών» & «η ομοφυλοφιλία είναι ψυχοπαθολογική εκτροπή […] η προσπάθεια κοινωνικής αποδοχής της είναι βλάσφημη πράξη που υπονομεύει την κοινωνική φύση».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *