Σημειώσεις με αφορμή την ανασκαφή στην Αμφίπολη

Πολλά τα ερωτήματα σχετικά με την ανασκαφή στην Αμφίπολη. Αυτό όμως που απασχόλησε και μονοπώλησε τις συζητήσεις σε καφενεία, λεωφορεία, στις ειδήσεις ή και στα αμφιθέατρα, ήταν ένα: «Ποιος είναι ο νεκρός του τάφου;» και κατ’ επέκταση, «αποδεικνύεται επιτέλους αδιαμφισβήτητα η ελληνικότητα της Μακεδονίας για να τελειώνουμε μια κι έξω με τους σκοπιανούς που κλέβουν την ιστορία μας;» Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν χρειάζονταν, παρά μόνο για να ενισχύσουν την απάντηση, που έχει δοθεί από καιρό. Η Μακεδονία είναι ελληνική και ο Αλέξανδρος μέγας και Ελληνας.

Καλοκαίρι 2014, εξαγγελίες για νέα μέτρα, εξαθλίωση και μιζέρια κι όμως αυτό που φάνηκε να απασχολεί περισσότερο ήταν το αν ο δείκτης στο πόδι της καρυάτιδας αποτελούσε απόδειξη της ελληνικότητάς της. Η ανασκαφή αναδεικνύεται σε κρατική υπόθεση με την υπεύθυνη αρχαιολόγο και τον πρωθυπουργό να μιλούν για τον τάφο ως σιροπιαστή απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Διαδικτυακές ψηφοφορίες όπου το κοινό ψηφίζει τον επιφανή νεκρό του τύμβου, καθημερινή αναμετάδοση από τα Μ.Μ.Ε της πορείας της ανασκαφής, υποσχέσεις για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Το σόου ξαναπαιγμένο ήδη από δεκαετίες στη Βεργίνα. Το θλιβερό σίκουελ, όμως, της Αμφίπολης, μας έκανε να βεβαιωθούμε πως η δεύτερη φορά είναι πάντοτε φάρσα1.

Η ιστορία της αρχαιολογίας δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν του εθνικού κράτους. Η συγκρότησή της ως συστηματοποιημένης επιστήμης2 με αρχές, μεθόδους και δεοντολογία συμπίπτει με την ανάδειξη του νεωτερικού έθνους-κράτους μιας σχέσης που αρθρώνεται σε συγκεκριμένους μηχανισμούς και διασφαλίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Η κυριαρχία αυτή δεν είναι ποτέ μόνο βίαιη και εκδικητική επιβολή μέσω της καταστολής, είναι συγχρόνως ιδεολογική και πολιτιστική. Το έθνος έρχεται να επικαλύψει τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις που ενυπάρχουν στην κοινωνία κάτω από την ομογενοποιητική εθνική ταυτότητα, ενώ θεσμοί, πολιτικά δικαιώματα, εκπαιδευτικοί και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί επιβεβαιώνουν την ταυτότητα αυτή δημιουργώντας τα εθνικά πλέον υποκείμενα, εν προκειμένω τους Έλληνες πολίτες. Το έθνος δεν είναι απλώς μία φαντασιακή κοινότητα, καθώς υποστασιοποιείται σε μια συγκεκριμένη υλική πραγματικότητα, που μετατρέπει τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε κοινό εθνικό συμφέρον.

Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, η αρχαιολογική επιστήμη συνετέλεσε από την αρχή της στην εθνικοποίηση της κοινωνίας (ανά)παράγοντας την εθνική ιδεολογία και τους πολίτες του έθνους. Οι αναδυόμενοι εθνικισμοί του 19ου αιώνα δημιούργησαν τις μεγάλες εθνικές αφηγήσεις, τα έθνη που διεκδικούν το δικαίωμα κυριαρχίας επί της εδαφικής τους επικράτειας, κατασκευάζοντας μια προαιώνια ύπαρξη και συνέχειά τους στο χρόνο. Και αν η ιστορική επιστήμη ήταν αυτή που κατασκεύασε την αφήγηση των προαιώνιων εθνών, η αρχαιολογία ήταν αυτή που νοηματοδοτώντας τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, τα ενέταξε ως πειστήρια στην εθνική ιστορία προσφέροντας τα απτά τεκμήρια της.

Πίσω στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η ψήφιση νόμων «περί αρχαιοτήτων», η ίδρυση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, μουσείων και εφορειών, έθεσαν ως στόχο την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Τα αρχαία ερείπια, μέχρι τότε χρήσιμα ως οικοδομικό υλικό για στάβλους και σπίτια ή αντικείμενο αγοραπωλησίας, γίνονται μνημεία και εθνικά σύμβολα, αντικείμενο θαυμασμού και προστασίας από το εθνικό σώμα, ενώ απαραίτητη γίνεται η κάθαρσή τους από κάθε τι μιαρό που μαρτυρά επαναχρησιμοποίηση από “ξένους” ή μεταγενέστερους πληθυσμούς. Το έθνος σταματά να είναι απλώς ένα κατασκευασμένο δια-ταξικό συνανήκειν.·Φυσικοποιείται, αποκτά μια υλική υπόσταση, υπάρχει, αφού μπορείς να το δεις παντού γύρω σου, να το επισκεφτείς ή να το αγοράσεις σαν μαγνητάκι για το ψυγείο. Κάπου εκεί, μεταξύ ιστοριών για τα τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνικότητας του Παρθενώνα, μεταξύ «ιστορίας του ελληνικού έθνους» ή σχολικών βιβλίων ιστορίας και αρχαίων αντικειμένων στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο, η αρχαιολογία ως μηχανισμός του κράτους προσδίδει στο έθνος την υλικότητα και άρα την πραγματικότητά του.

Φυσικά, οι εθνικισμοί δεν είναι συμπαγείς και αναλλοίωτοι. Επανοηματοδοτούνται, ανακατασκευάζονται και ανατροφοδοτούνται, ώστε να τονωθεί ή να εμπεδωθεί εκ νέου η εθνική συνείδηση και να αποσπαστεί η συναίνεση από το κοινωνικό σώμα. Έτσι, η βαρβαρική αρχαία Μακεδονία του 19ου αιώνα3, μετά τον Παπαρρηγόπουλο εντάχθηκε στο σχήμα της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας, και ανέδειξε τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο σε εθνικές περσόνες. Το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονίας έχει απασχολήσει τόσο τον μακεδονικό όσο και τον ελληνικό εθνικισμό τα τελευταία χρόνια. Αυτό ήταν που ανέδειξε την υπόθεση της Αμφίπολης σε μέγιστο πολιτικό και μιντιακό γεγονός, με το Σαμαρά να επισκέπτεται την ανασκαφή και να βρίσκεται σε διαρκή συνεννόηση με την υπεύθυνη αρχαιολόγο, αλλά και ανάλογες δηλώσεις από τους αρχαιολόγους στη Μακεδονία που έκαναν λόγο για αυθαίρετες συνδέσεις του τάφου με το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας και καπήλευση της εθνικής τους ιστορίας. Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστούμε την δεοντολογία της αρχαιολογίας, είναι αξιοσημείωτο το πώς, ενώ η ανασκαφή ήταν ακόμα σε εξέλιξη και χωρίς να έχει γίνει καμία επίσημη δημοσίευση, το υλικό της δημοσιοποιούταν σε πρώτο χρόνο από τα Μ.Μ.Ε, a priori ενταγμένο στην εθνική αφήγηση. Αυτή, έστω και ανεπιτυχώς, ενσωμάτωσε την Αμφίπολη, τονώνοντας την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων. Οι ειδήσεις που έκαναν λόγο για κάποιον επιφανή νεκρό, βασιλιά, βασίλισσα ή στρατηγό, θησαυρούς και μνημειώδη τάφο, ανταποκρίθηκαν πλήρως στο συλλογικό φαντασιακό που αναζητά δικαίωση από τα σημερινά δεινά και ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας στο ένδοξο παρελθόν. Από την άλλη, οι φιλοδοξίες για την πολυπόθητη ανάπτυξη έδωσαν ελπίδες για νέες θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές ιδέες για την τουριστική εκμετάλλευση της περιοχής. Στο κάτω-κάτω, το αρχαίο παρελθόν είναι ταυτόχρονα και το εθνικό προϊόν της χώρας. Τα κάθε είδους αρχαία ερείπια, πέρα από το να αναπαράγουν τον εθνικισμό, είναι τα ίδια εμπορεύματα, είτε ως μοναδικά αξιοθέατα που συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων, είτε ως εκατομμύρια πανομοιότυπα εμπορεύματα στα gift shop των μουσείων.

Ένα παρελθόν γεμάτο με ηρωικές μάχες και στρατηγούς, μεγάλους πολιτικούς άνδρες και εθνική ενότητα ενάντια σε ξένους κατακτητές, δεν είναι το δικό μας παρελθόν. Η κυριαρχία πάνω στο παρελθόν είναι ταυτόχρονα κυριαρχία στο μέλλον, επιβολή όχι μόνο επί της μνήμης, αλλά και επί της φαντασίας επειδή δημιουργεί μια συλλογική μνήμη που δεν φαντάζεται πέρα από την διαιώνιση του παρόντος. Και γι’ αυτό, δεν μπορούμε παρά να του αντιπαραθέσουμε τη δική μας συλλογική μνήμη. Τη μνήμη που αντιτίθεται στις κυρίαρχες αφηγήσεις που πέταξαν απ’ έξω ό,τι δεν χωρούσε ή δεν βόλευε, τις καταπιέσεις, τους ανταγωνισμούς, τις μικρές και μεγαλύτερες αμφισβητήσεις. Δεν είμαστε φιλομαθείς στον κήπο της γνώσης. Η ιστορία μας ενδιαφέρει, επειδή αναζητούμε τους τρόπους που εκφράστηκε στο παρελθόν ο ανταγωνισμός και η θέληση των ανθρώπων για το ξεπέρασμα των ιστορικών συνθηκών της εποχής τους, το νήμα που διαπερνά και ενώνει τα υποκείμενα και τους αγώνες που πέρασαν με αυτούς που έρχονται.


1 Το 1977 λαμβάνει χώρα η “μεγάλη ανακάλυψη” του τάφου στη Βεργίνα που η εθνική αφήγηση απέδωσε στο Φίλιππο Β’, βασιλιά του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας και γνωστότερο ως πατέρα του μεγαλέκου. Τα ευρήματα της ανασκαφής έγιναν εθνικά σύμβολα, o Ανδρόνικος έμεινε στην ιστορία, ο «τάφος του Φιλίππου» αποτέλεσε αιχμιακό κομμάτι του ελληνικού εθνικισμού στον πόλεμο για την εθνικότητα της Μακεδονίας. Η υπόθεση της Αμφίπολης συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με αυτήν της Βεργίνας φιλοδοξώντας να αποτελέσει τη συνέχεια της. Έμμεσα ή και σαφέστερα διατυπώθηκαν θέσεις για την ταυτότητα του ένδοξου ένοικου του τάφου, ο περίβολος και άλλα ευρήματα συγκρίνονταν διαρκώς με αυτά της Βεργίνας, η ανασκαφή έπαιζε στα κανάλια καθημερινά και ο σαμαράς την ανέφερε κεντρικά στην ομιλία του στη Δ.Ε.Θ σε μια ύστατη προσπάθεια να εμφανιστεί σε μια υπόθεση εκτός της οικονομικής σφαίρας ως δυναμικός ηγέτης. Ωστόσο, η υπόθεση κατέληξε σε φιάσκο και επικρίθηκε από την ίδια την αρχαιολογική κοινότητα που κατέδειξε την εξόφθαλμη πολιτική χρήση της ανασκαφής, έστω και με καθαρά επιστημονικούς όρους περί «ουδέτερης και αντικειμενικής» αρχαιολογίας. (Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του γενικού γραμματέα της αρχαιολογικής εταιρείας, που στην παρουσίαση του έργου της για το 2014, χαρακτήρισε την ανασκαφή «άτεχνη και σκηνοθετημένη ιστορία»). Η υπόθεση της Αμφίπολης απέτυχε να αποτελέσει τη συνέχεια της Βεργίνας και να εγγραφεί με σοβαρούς όρους στην εθνική ρητορική περί ελληνικής Μακεδονίας, θυμίζοντας τη ρήση που θέλει την ιστορία, όταν επαναλαμβάνεται, αυτό να συμβαίνει πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα.

2 Το παρελθόν της αρχαιολογικής επιστήμης θα μπορούσε σύντομα να περιγραφεί ως το χόμπι ή το πάθος ευρωπαίων ευγενών που διαβάζοντας την αρχαία γραμματεία, παρακινούνταν να επισκεφτούν τους τόπους που αναφέρονταν στα έργα. Πραγματοποιούσαν περιηγήσεις, σχεδίαζαν τα αρχαία ερείπια και συχνά στην επιστροφή έπαιρναν ό,τι τους φαινόταν ξεχωριστό και το τοποθετούσαν σε αίθουσες «περίεργων αντικειμένων» στις επαύλεις τους.

3 Σύμφωνα με την εθνική αφήγηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το ελληνικό έθνος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. έμεινε διαδοχικά υποδουλωμένο στους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους βυζαντινούς και τους Οθωμανούς, μέχρι την απελευθέρωσή του το 1821. Τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ευρωπαίους ιστορικούς το 338 αποτελούσε το τέλος της αρχαίας Ελλάδας, ενώ φύλα, όπως οι Μακεδόνες και οι θράκες δεν θεωρούνταν ελληνικά. Ο Ντρόιζεν, ένας ιστορικός του 19ου αιώνα, ήταν αυτός που υποστήριξε τη συνέχεια του ελληνικού κόσμου μετά την υποταγή των πόλεων κρατών στο βασίλειο της Μακεδονίας, εφευρίσκοντας το ιστορικό παράδειγμα που θα νομιμοποιούσε τη θέση του για το μέλλον των γερμανικών κρατιδίων, την μετάβαση από τα αυτόνομα κρατίδια σε ένα παν γερμανικό κράτος. Το σχήμα αργότερα υιοθετήθηκε και από τους Έλληνες ιστορικούς και το ελληνικό κράτος που επεδίωκε την επέκτασή του στους «αλύτρωτους» τόπους, με την κατασκευή της ελληνικής ιστορίας ως μιας συνέχειας τριών χιλιάδων ετών που μετέβη διαδοχικά από τον αρχαίο και τον βυζαντινό για να φτάσει στον νέο-ελληνικό κόσμο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *