Μια προσπάθεια αποτίμησης του αγώνα αλληλεγγύης στους «5»

 Τη χρονιά που πέρασε (συγκεκριμένα από τα μέσα Νοεμβρίου του 2015 και για δύο μήνες), στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, έλαβε χώρα ένας αγώνας αλληλεγγύης σε πέντε συντρόφους από την Αθήνα, για τους οποίους είχε εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ώστε αυτοί να εκδοθούν στις αρχές του ιταλικού κράτους και να δικαστούν στα εκεί δικαστήρια για τη συμμετοχή τους στη διαδήλωση της No Expo την άνοιξη του 2015 στο Μιλάνο. Ως επίδικο του αγώνα αλληλεγγύης τέθηκε λοιπόν η μη έκδοση των πέντε συντρόφων. Περσινά ξινά σταφύλια θα μπορούσαμε να πούμε, και η αλήθεια είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από τότε μέχρι την έκδοση του δεύτερου Τυφλοπόντικα θα ήταν αρκετός λόγος το κείμενο αυτό να καταχωνιαστεί στα άδυτα κάποιου σκληρού δίσκου. Επιλέξαμε, τελικά, να το δημοσιεύσουμε, καθώς θεωρούμε πως τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται ξεπερνούν το πλαίσιο του συγκεκριμένου αγώνα και πως η επεξεργασία τους μπορεί να φανεί χρήσιμη στο μέλλον. Σχετικά με τον αγώνα θα αναφερθούμε σ’ αυτόν μόνο σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη, καθώς σαν Φάμπρικα Υφανέτ συμμετείχαμε στο εδώ κίνημα αλληλεγγύης και στις διαδικασίες του, ενώ ο αγώνας στην Αθήνα, έλαβε διαφορετικά χαρακτηριστικά και ποιότητες, τις οποίες δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε στον δικό μας απολογισμό, ελλείψει μάλιστα κάποιου συνολικού απολογισμού από την εκεί συνέλευση.

Η αλληλεγγύη στη Θεσσαλονίκη

Ο αγώνας για το μπλοκάρισμα της έκδοσης των 5 αγωνιζόμενων φοιτητών στην Ιταλία έτρεξε στη Θεσσαλονίκη από τη «συνέλευση αλληλεγγύης στους διωκόμενους για την πορεία No-Expo», στην οποία συμμετείχαν πολιτικές συλλογικότητες και καταλήψεις της πόλης, και κόσμος από τα αυτόνομα σχήματα του Α.Π.Θ. μέσω του συντονισμού αυτόνομων σχημάτων. Στους δύο μήνες που διήρκησε ο αγώνας πραγματοποιήθηκαν πολλές προπαγανδιστικές δράσεις για το άνοιγμα του ζητήματος στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κάποιες από αυτές ήταν καταλήψεις σε δημόσια κτήρια (στο Ιταλικό Προξενείο, στην  Πρυτανεία του Α.Π.Θ. και στην Ε.Σ.Η.Ε.Μ.-Θ), μικροφωνικές, παρεμβάσεις σε εκδηλώσεις, σε ραδιοφωνικούς  σταθμούς και στην Ε.Ρ.Τ., καθώς και δύο πορείες στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό δράσεων που έγιναν και των κείμενων που μοιράστηκαν, ο αγώνας δεν κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος.

Πριν ξεκινήσουμε οποιοδήποτε απολογισμό, θεωρούμε σημαντικό να δούμε  τη συγκυρία μέσα στην οποία βρισκόμασταν (και βρισκόμαστε ακόμη), καθώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο τις δυνατότητες και τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει ένας αγώνας, όσο και τα όρια που μπορεί να συναντήσει. Από την άλλη, αυτό το πλαίσιο δεν καθορίζεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, αλλά και από τους μικρούς ή μεγάλους μας αγώνες. Με άλλα λόγια, η διαμόρφωση της συγκυρίας, μέσα στην οποία ζούμε, είναι η αποτύπωση της ταξική πάλης, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Ο αγώνας αλληλεγγύης στους 5, λοιπόν, μας βρίσκει δύο μήνες πριν την ολοκλήρωση ενός χρόνου κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. Σε μια στιγμή που οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα φαντάζουν ένα μακρινό παρελθόν, όπως και οι «ελπίδες» για έξοδο από τα μνημόνια μέσα από μία σκληρή διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση μπορεί να μην πέτυχε, αλλά σίγουρα πέτυχε η ενσωμάτωση των αγώνων της προηγούμενης περιόδου[1].  Η αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων προχωρά με γοργά και σταθερά βήματα και η υποτίμηση της εργασίας μας έχει για τα καλά εμπεδωθεί. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη ύφεσης του κοινωνικού ανταγωνισμού, λοιπόν, αναπτύχθηκε το κίνημα αλληλεγγύης στους 5.

 

 Πώς (δεν) κοινωνικοποιήθηκε ο αγώνας

Στον πυρήνα κάθε κινήματος αλληλεγγύης βρίσκεται η αναζήτηση μιας ομοιότητας, που αφενός συνδέει τα υποκείμενα του αγώνα με τη συνέλευση στη βάση μίας κοινότητας, και αφετέρου επιδιώκει να τον κοινωνικοποιήσει σε άλλα κοινωνικά κομμάτια. Η αναζήτηση της ομοιότητας δεν σημαίνει πως κάνουμε αλληλεγγύη μόνο σε αυτούς και αυτές που βρίσκονται με πολύ απτό και προφανή τρόπο στην ίδια θέση με εμάς εντός της αστικής κοινωνίας. Αλλά, πως αναζητούμε να αναδείξουμε την ομοιότητα με υποκείμενα που, με τον τρόπο που οργανώνονται και μετασχηματίζονται ανάλογα με τη συγκυρία οι κοινωνικές σχέσεις εντός του αστικού κράτους, φαίνεται να είναι κάτι άλλο και διαχωρισμένο από εμάς. Να αναδείξουμε, δηλαδή, πως το Άλλο αυτό, παρόλο που μπορεί να είναι ακραία πιο υποτιμημένο ή χωρίς πολιτικά δικαιώματα, βρίσκεται στην ίδια θέση με εμάς μέσα στην αναδιάρθρωση. Η ανάδειξη της σύνδεσης αυτής και το χτίσιμο της αλληλεγγύης στη βάση της πιέζει πραγματικά την κοινωνία του κεφαλαίου. Αυτό επειδή κινείται επιθετικά, και κάποιες φορές ξεπερνά, τους διαχωρισμούς που επιβάλλονται και εγκολπώνουν τα υποκείμενα στον ορίζοντα του κράτους (είτε μέσω της ενσωμάτωσης είτε μέσω του αποκλεισμού), διαιωνίζοντας έτσι τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη, από τις πρώτες συνελεύσεις της συνέλευσης αλληλεγγύης, αναζητήθηκε η κοινή βάση, που θα συνέδεε τη συνέλευση με τους «5» στο πλαίσιο ενός συνανήκειν αφενός, και που, αφετέρου, θα προωθούσε την κοινωνικοποίηση του αιτήματος για μη έκδοση σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, ώστε να δημιουργηθεί ένα κίνημα αλληλεγγύης που θα κατάφερνε να πιέσει το κράτος.

Κάπου εκεί αναδύθηκαν εντός της συνέλευσης δύο πολιτικά σκεπτικά: το ένα που έκανε λόγο για διωκόμενους αναρχικούς αγωνιστές, και το άλλο που υπερασπιζόταν τους πέντε ως αγωνιζόμενους φοιτητές. Σημειώνουμε εδώ, πως η όλη κριτική δεν αφορά τη χρήση της μίας ή της άλλης λέξης (αγωνιστής/αγωνιζόμενος) για να φτιάξουμε το σωστό κινηματικό λεξιλόγιο. Ξεκινάμε από τις λέξεις, ώστε να αναδείξουμε τους προβληματισμούς μας αναφορικά με τα σκεπτικά που φέρουν από πίσω τους. Είναι γεγονός πως κάθε κίνημα αλληλεγγύης είναι αναγκαστικά σε έναν βαθμό προσωποκεντρικό. Υπήρχαν, δηλαδή, πέντε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία διώκονταν ατομικά από το κράτος, και που έπρεπε να μην εκδοθούν. Η υπεράσπιση των πέντε ως (αναρχικών ή φοιτητών στην Αθήνα) αγωνιστών αποτέλεσε κομμάτι της παραπάνω προσωποκεντρικής λογικής παράγοντας έναν διαχωρισμό: από τη μία τους αγωνιστές ως παγιωμένη ταυτότητα, και, από την άλλη, το κίνημα αλληλεγγύης που τους υπερασπίζεται. Εν τέλει, ως λογική, μοιάζει να μην καταφέρνει να ξεπεράσει την ίδια την πρακτική του κράτους και του αστικού δικαίου, που επιρρίπτει ατομικές ευθύνες και διώξεις διαχωρίζοντάς μας και διασπώντας τις κοινότητές μας.

Στο ξεπέρασμα αυτό έχει στραμμένο το βλέμμα η έννοια του αγωνιζόμενου. Το σκεπτικό από πίσω της προέτασσε μία λογική που ήθελε να αναδείξει πως η στόχευση αυτής της δίωξης δεν αφορούσε μόνο τους πέντε συγκεκριμένους αγωνιστές, αλλά τους αγωνιζόμενους συνολικότερα, αυτούς που εν δυνάμει μπορεί να βρεθούν και να συμμετέχουν σε μικρούς ή μεγάλους αγώνες. Ότι οι πέντε είναι κάποιοι από εμάς και δεν έχει και πολλή σημασία που είναι αυτοί και όχι κάποιες άλλες. Αυτό το δεύτερο σκέλος είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί ένας αγώνας, πράγμα το οποίο δεν συνέβη τελικά στη Θεσσαλονίκη. Το γιατί συνέβη αυτό μάλλον δεν έχει να κάνει μόνο με μία κριτική στην ταυτότητα του αγωνιστή, αλλά στην ίδια την ταυτότητα ως τέτοια, κάτι το οποίο συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική ταυτότητα του φοιτητή/εργαζόμενου/μέλους συνέλευσης γειτονιάς που προτάχθηκε στον αντίποδα.

Η σημαντικότητα της κοινωνικοποίησης του αγώνα, η επιδίωξη δηλαδή του να επιτευχθεί κάποιου είδους συνειδητοποίηση πως οι πέντε δεν είναι κάποιοι πέρα από εμάς, αλλά κάποιοι από εμάς, ήταν το πολιτικό σκεπτικό πάνω στο οποίο προτάχθηκε η υπεράσπιση των πέντε ως αγωνιζόμενων φοιτητών. Φάνηκε ωστόσο, σε συνδυασμό φυσικά με τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε και την ίδια τη ροή που ακολούθησε η συνέλευση αλληλεγγύης, πως, έστω κι έτσι, ο αγώνας απέτυχε να κοινωνικοποιηθεί πέραν της Αθήνας.

Κοιτώντας πλέον από απόσταση και προσπαθώντας να αναστοχαστούμε πάνω στην κίνησή μας αναφορικά με το κίνημα της Θεσσαλονίκης, μπορούμε να πούμε, πως η κοινωνική ταυτότητα που προτάχθηκε, πήγε να αντικαταστήσει την πολιτική, παραμένοντας ωστόσο ταυτότητα· το αποτέλεσμα δηλαδή μιας κοινωνικής κίνησης ενάντια στο κεφάλαιο που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Οι αναφορές σε κοινωνικές ταυτότητες στην πραγματικότητα ήταν αναφορές στον προηγούμενο κύκλο αγώνων (στα πανεπιστήμια, σε σωματεία βάσης και σε συνελεύσεις γειτονιάς) ενάντια στην τότε επιβαλλόμενη αναδιάρθρωση, που έχει πια παρέλθει. Σε μια περίοδο που ο ανταγωνισμός έχει αμβλυνθεί τόσο στα πανεπιστήμια, όσο και σε άλλα κοινωνικά πεδία, η επίκληση στη φοιτητική (ή σε άλλη κοινωνική) ταυτότητα φάνηκε ότι δεν είχε να δώσει και πολλά τελικά στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης της αλληλεγγύης και της σύνδεσης με άλλα υποκείμενα (ακόμα και για κόσμο που δραστηριοποιείται στα αυτόνομα σχήματα του Α.Π.Θ. ή σε συνελεύσεις γειτονιάς της Θεσσαλονίκης). Στην Αθήνα, όπου δραστηριοποιούνται οι πέντε, ενεργοποιήθηκαν οι σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα ο αγώνας να αποκτήσει όντως χαρακτηριστικά ενός πολύ δυναμικού κινήματος αλληλεγγύης. Εδώ, ωστόσο, όπου οι σχέσεις αυτές δεν υπήρχαν, η υπεράσπιση των πέντε ως αγωνιζόμενων φοιτητών, αποτέλεσε μάλλον πιο πολύ υπεράσπιση της πολιτικής συμφωνίας και γενικής εγγύτητας σε επίπεδο περιεχομένων που άφησαν οι αγώνες αυτοί. Ελλείψει κάποιας ευρύτερης κοινωνικής κίνησης, που θα μπορούσε να συνδεθεί με τον αγώνα των πέντε, η ταυτότητα, έστω και με κοινωνικό πρόσημο, δεν είχε να πει και πολλά στις κατακερματισμένες κοινότητες του σήμερα.

Η μορφή που πήραν οι διαδικασίες του αγώνα

Σε αυτό το σημείο θα σταθούμε στις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντήσαμε και στη μορφή που πήραν οι διαδικασίες μας κατά τη διάρκεια του αγώνα, χωρίς βέβαια να τη βλέπουμε αποκομμένα από τα περιεχόμενά της. Στην τελική, η όποια μορφή παίρνει μία συνέλευση, η ίδια η τροπή της διαδικασίας της, και τελικά ο ίδιος ο αγώνας, είναι απόρροια των πολιτικών σκεπτικών που εκφράζονται εντός της.

 

Μία αντικειμενική δυσκολία που αντιμετωπίσαμε ήταν το ότι δεν γνωρίζαμε την ακριβή ημερομηνία των εφετείων. Όταν λέμε «αντικειμενικές» δυσκολίες εννοούμε αυτές που ήταν αποτέλεσμα των επιλογών του κράτους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ασάφεια ήταν κομμάτι της στρατηγικής του κράτους, προκειμένου αρχικά να «μετρήσει» το κίνημα που θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια να ζυγίσει καλύτερα τις πολιτικές αποφάσεις που καλούταν να πάρει. Ταυτόχρονα, αποποιούταν μέρος της πολιτικής ευθύνης της απόφασης και το ζήτημα περιοριζόταν στη νομική του διάσταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν ξεκίνησε ο αγώνας, είχαμε την πληροφόρηση ότι το εφετείο (μέχρι και την τελευταία εβδομάδα υπήρχε η πεποίθηση ότι θα υπάρχει ένα ενιαίο εφετείο για όλους τους διωκόμενους) θα πραγματοποιηθεί μέσα σε 10 με 15 μέρες, ενώ κατά τη διάρκειά του αγώνα, κάθε εβδομάδα πληροφορούμασταν ότι θα γίνει το δικαστήριο την επόμενη. Έτσι, από τη μία, δεν μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε και να πυκνώσουμε τις δράσεις μας γύρω από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ από την άλλη, περιμένοντας ότι θα γίνει σύντομα το εφετείο, κάναμε συνέλευση δύο με τρεις φορές την εβδομάδα (με αυτές που συμμετείχαν σε αυτόνομα σχήματα να πηγαίνουν και στον συντονισμό αυτόνομων σχημάτων, που έκανε με την ίδια συχνότητα συνελεύσεις). Το γεγονός αυτό, ήταν και ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην κούραση του κόσμου και τη σταδιακή απομαζικοποιήση των διαδικασιών της συνέλευσης. Επιπλέον, ο περιορισμένος χρόνος που φαινόταν ότι είχαμε, συνέβαλε στο να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην πραγματοποίηση δράσεων και λιγότερο στο άνοιγμα του ζητήματος με ποιοτικότερους όρους.

Υπήρχαν, βέβαια, και επιλογές της ίδιας της συνέλευσης που δημιούργησαν δυσκολία στην κοινωνικοποίηση του αγώνα και συνετέλεσαν στο να μην γίνουν προσπάθειες για το άνοιγμα της συνέλευσης σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, αλλά, αντίθετα, αυτή να πάρει τη μορφή και τα χαρακτηριστικά μίας κλειστής διαδικασίας. Οι συνελεύσεις (με εξαίρεση τρεις-τέσσερις) και οι δράσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν (εκτός από τις δύο πορείες και τη συγκέντρωση έξω από το ιταλικό προξενείο), ήταν μη ανακοινωμένες, με αποτέλεσμα ο κόσμος που πιθανώς θα ήθελε να συμμετέχει σε αυτές, να μην γνωρίζει πότε γίνονται. Όλη αυτή η κλειστότητα, δεν έδωσε χώρο σε άλλο κόσμο που δυνητικά θα ήθελε να εμπλακεί. Όχι μόνο με πρακτικούς όρους (ότι δεν γνωρίζω κάποιο ραντεβού ή πότε είναι η συνέλευση), αλλά και με πολιτικούς όρους, καθώς διαιωνίζει έναν ήδη υπάρχοντα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτούς που τρέχουν τον αγώνα και γνωρίζουν, και αυτούς που παρακολουθούν εξωτερικά. Σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι η ευθύνη βαραίνει και τη δική μας συνέλευση, καθώς προχώρησε σε πρωτοβουλίες με τις παραπάνω προβληματικές.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις δράσεις αποφασίστηκαν με κλειστά κινητά. Θα επιλέξουμε να σταθούμε για λίγο σε αυτόν τον συνήθη κινηματικό αυτοματισμό, επειδή θεωρούμε ότι αυτές οι μικρές επιμέρους επιλογές είναι ενδεικτικές των πολιτικών σκεπτικών που υπήρχαν μέσα στη συνέλευση, αλλά και υπάρχουν διαχρονικά μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα.

Η απομάκρυνση των κινητών προκύπτει ως δικλείδα για τη στεγανότητα των δράσεών μας, όταν πλέον, έχει συζητηθεί το πολιτικό τους σκεπτικό και μένει να δρομολογηθεί η πρακτική τους υλοποίηση, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα να υποκλαπούν οι συζητήσεις μας από την αστυνομία. Για κάποιον λόγο, όταν η απομάκρυνση των κινητών αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση, στο τέλος ο κόσμος καταλήγει να συζητάει μόνο πρακτικισμούς. Παραλείπεται η κουβέντα για  τον κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχουν οι δράσεις μας, με ποιον τρόπο θα πιέσουν το κράτος, και γενικότερα ποιες είναι οι στοχεύσεις τους. Δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν έχει τόση σημασία τι λέμε μέσα στις συνελεύσεις, όσο ο τρόπος που αυτό ειπώνεται, δηλαδή κάτω από άκρα μυστικότητα. Έτσι, χτίζεται το φαντασιακό ότι όλος ο κρατικός μηχανισμός μας παρακολουθεί και γι’ αυτό είμαστε εξ ορισμού επικίνδυνοι, και μένει χωρίς επεξεργασία το αν η κίνησή μας, μάς καθιστά όντως επικίνδυνους.

Η επιλογή της μυστικότητας για χάρη της ασφάλειας, πέρα από θέμα διαδικαστικό, κρύβει μέσα της μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, η οποία αντιλαμβάνεται την αντιμετώπιση της καταστολής από τα κινήματα ως επιχειρησιακό ζήτημα. Είτε, δηλαδή, να κατέχουμε τα μέσα, τις ικανότητες και την τακτική με στρατιωτικούς όρους να «νικήσουμε» την αστυνομία σε επίπεδο ισχύος, είτε να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, ώστε να μην ανακαλύψουν ή να μην προλάβουν να αντιδράσουν σε μια δράση που πραγματοποιούμε.  Τελικά, η μορφή των δράσεών μας καταλήγουν να μην προκύπτουν μέσα από την πολιτική στοχοθεσία και τα περιεχόμενά μας, αλλά από το άθροισμα των επιμέρους μέτρων ασφαλείας. Αυτή η λογική αντιλαμβάνεται το κράτος μόνο ως ένα μηχανισμό πειθάρχησης και καταπίεσης, το οποίο ανεξάρτητα από τον κοινωνικό ανταγωνισμό καταστέλλει εκδικητικά όποιους αντιστέκονται.

Από την πλευρά μας, το κράτος δεν είναι απλά ένας μηχανισμός της άρχουσας τάξης, αλλά αποτελεί αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, και ως τέτοιο προσπαθεί να ενσωματώσει κάθε αγώνα με τέτοιον τρόπο, ώστε να συνεχίσει ομαλά η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Η ένταση της καταστολής από το κράτος εξαρτάται από την μορφή που έχει πάρει η ταξική πάλη στη συγκεκριμένη χώρα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Εξαρτάται από τη δυναμική των ίδιων των κινημάτων, τα περιεχόμενα που αναπτύσσουν και, τελικώς, αν καταφέρνουν να ξεπερνούν τα όρια που συναντούν. Η ένταση της καταστολής δεν αυξάνεται ντετερμινιστικά μέσα στον χρόνο ανεξάρτητα από την κίνηση μας, αλλά βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μαζί της εντός του κοινωνικού ανταγωνισμού. Οι διώξεις (ειδικά αν αυτές πραγματοποιούνται), οι εκκενώσεις καταλήψεων, οι συλλήψεις, γενικότερα η ποινικοποίηση των κινημάτων, συμβαίνουν εντός αυτής της σχέσης και ακριβώς αναφορικά με αυτήν αντιλαμβανόμαστε τους αγώνες μας και θέτουμε τα επίδικά τους.

Με το να αντικαθιστούμε, λοιπόν, τον δημόσιο χαρακτήρα των δράσεών μας με αναβαθμισμένα μέτρα ασφάλειας, ειδικά όταν δεν υπάρχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο διώξεων, δυσχεραίνουμε από μόνοι μας τον κοινωνικό συσχετισμό μεταξύ του κράτους και του κινήματος. Εσωτερικεύουμε συλλογικά τη φοβία ότι κάποιος μας καταδιώκει και υποχωρούμε στα χαρακτηριστικά μας για χάρη της ασφάλειας. Για μας, η ανοιχτότητα των συνελεύσεων και των δράσεων δεν τίθεται ως αυτοσκοπός, αλλά είναι βασική προϋπόθεση, ώστε να μπορούμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα τα περιεχόμενά μας και, ταυτόχρονα, να αναλαμβάνουμε την πολιτική ευθύνη όλων όσων κάνουμε. Είναι η μόνη εγγύηση για να εμποδίσουμε την ποινικοποίηση των αγώνων μας και να πιέσουμε για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Όχι σε μια λογική ηρωοποίησης του εαυτού μας, αλλά πολιτικής υπεράσπισης των δράσεών μας, καθώς τότε είμαστε αναγνωρίσιμοι τόσο κοινωνικά όσο και απέναντι στο κράτος.

Νίκη ή ήττα, αποτιμώντας τους αγώνες μας

Μερικές φορές έρχεται ένα σημείο, ενώ οι αγώνες φαίνεται να συναντούν τα όρια τους, όπου η κοινότητα των αγωνιζόμενων προσπαθεί να ορίσει εκ των προτέρων, την έκβαση του αγώνα που θα συνιστά ήττα και εκείνη που θα χαρακτηριστεί νικηφόρα. Για εμάς, και πέρα από τη στρατηγίστικη αντίληψη που αποτιμάει την κοινωνική κίνηση μετρώντας νίκες και ήττες, τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Οι αγώνες, πόσο μάλλον οι πολιτικοί αγώνες με ορίζοντα τα δικαστήρια του κράτους, αποτιμώνται τόσο με βάση το επίδικο της υπόθεσης, όσο και ως προς την παρακαταθήκη που αφήνουν στο κίνημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρχαν πέντε σύντροφοι που κινδύνευαν με απέλαση, και το κίνημα έπρεπε να πιέσει το κράτος, ώστε να αθωωθούν.

Το κράτος αποτελεί την αντανάκλαση, στο πεδίο της πολιτικής, των ανταγωνισμών εντός της κοινωνίας, ενώ παράλληλα παρεμβαίνει και οργανώνει τις σχέσεις εντός της. Αποτελεί αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, όπως γράφαμε. Οι αιτηματικοί αγώνες, είτε το λένε, είτε όχι, αναγνωρίζουν το κράτος (και τα δικαστήρια του) και ζητούν να διαπραγματευθούν μαζί του (νομική αναγνώριση, άδειες, αθώωση κτλ). Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική επιχειρηματολογία από την πλευρά των κινημάτων σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και στους πέντε, στοχοποιεί τις στρεβλώσεις που αναγνωρίζει σε μια έννοια δικαίου που παραμένει αστική (ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, παραβίαση ορίων κράτησης, ανθρώπινα δικαιώματα, σκευωρίες). Αυτό γιατί το κράτος από την πλευρά του, αναγνωρίζει μέσω των νομικών δικαιωμάτων τα υποκείμενα, και τους προσδίδει ένα αφηρημένο στάτους (αυτό του πολίτη), ώστε να μπορούν να διαπραγματευτούν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία. Από την άλλη, δεν μπορεί να αναγνωρίσει με τον ίδιο τρόπο το σύνολο των υποκειμένων και αναγκάζεται να αποκλείσει και να υποτιμήσει κάποιους συγκεκριμένα, όταν το απαιτεί η αναδιάρθρωση. Αυτή είναι και η βασική αντίφαση που πιέζουν τα κινήματα σε τέτοιες υποθέσεις. Τα κινήματα αλληλεγγύης πιέζουν έτσι, ώστε να πάρουν θέση, όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια της αστικής κοινωνίας, υπέρ του αιτήματός τους (επερωτήσεις βουλευτών, ανακοινώσεις ακαδημαϊκών και ελαστικότητα στη δικαστική απόφαση).Πιέζουν έτσι και το κράτος, ζητώντας αναγνώριση.

Αυτός είναι ο τρόπος που τα κινήματα μέσω των αγώνων, επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κρατική μορφής, αφήνοντας παρακαταθήκη για τους αγώνες που έρχονται, το έδαφος, το οποίο κέρδισαν (ή έχασαν)  μέσα από τα περιεχόμενα και τις μορφές τους εντός και ενάντια στο κράτος, είτε σε επίπεδο θεσμικών κατοχυρώσεων, είτε αποκτώντας/χάνοντας κοινωνική νομιμοποίηση. Επομένως, τα περιθώρια που έχει κάθε κίνημα να ξεδιπλωθεί, και η καταστολή ή οι διώξεις που ασκεί το εκάστοτε κράτος από την άλλη, δεν είναι θέσφατα. Είναι αντικείμενο και αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού.

Κάπως έτσι, πολιτικοί φορείς, που κεφαλαιοποίησαν τον προηγούμενο κύκλο αγώνων, βρίσκουν βήμα σε τέτοιες περιπτώσεις. Συχνά, μάλιστα, για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στη βάση και την ηγεσία τους, να διατηρήσουν το αγωνιστικό προφίλ τους. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, φρέσκος τότε στην εξουσία, στον απόηχο των κινημάτων που κατέληξαν να ζητούν εθνική ανεξαρτησία απέναντι στα ξένα συμφέροντα, εμφανίστηκε σαν υπεύθυνο κράτος που μεριμνά για τους πολίτες του˙ που απέναντι στις διεθνείς πιέσεις, θα προστατέψει πρώτα τα συμφέροντα τους, διατηρώντας έτσι την εθνική του κυριαρχία και, επομένως, τον πρώτο λόγο για την απόφαση.

Πολύς κόσμος προβληματίστηκε, μαζί και εμείς,  με την παρουσία μελών των αστικών κομμάτων ως μαρτύρων υπεράσπισης στο δικαστήριο. Αυτό από τη μια φαντάζει λογικό με βάσει όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ότι δηλαδή, οι κινήσεις αυτές προσπαθούν να επηρεάσουν το σύνολο της κοινωνίας να πάρει θέση στη διαπραγμάτευση με το κράτος. Από την άλλη, θα έλεγε κανείς ότι, από θέση, επιδιώκουμε να συγκρουόμαστε με το κράτος και να προκρίνουμε αδιαμεσολάβητους αγώνες ή τέλος πάντων, να περιορίζουμε τη διαμεσολάβηση του κράτους. Εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση: Δεν αποσκοπούμε απλά στο να αντικαταστήσουμε τη διαμεσολάβηση του κράτους με τη διαμεσολάβηση μιας πολιτικής θέσης, λιγότερο ή περισσότερο αδιάλλακτης, στους αγώνες μας. Το ζήτημα της διαμεσολάβησης είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, μιας και αυτό που διαμεσολαβείται είναι οι σχέσεις.  Μπορεί για παράδειγμα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις αγώνα, μια υπερασπιστική γραμμή να είναι η ίδια στο δικαστήριο, αλλά να έχει προκύψει με τελείως διαφορετικό τρόπο στην κάθε περίπτωση μέσα από τις διαδικασίες του κινήματος.

Υπό αυτό το πρίσμα, εκεί βρίσκεται το δεύτερο διακύβευμα μιας αποτίμησης τέτοιων αγώνων: Στο κατά πόσο κατάφεραν να μετασχηματίσουν τις σχέσεις που υπήρχαν πριν, όταν ξεκινούσαν・ να αφήσουν μια κληρονομιά μεγαλύτερης ευελιξίας στο να εμπλέκονται τα υποκείμενα, και η συμμετοχή τους  να μην γίνεται επειδή εγκαλούνται εξωτερικά・ να υπάρχουν λιγότερα πράγματα που βρίσκουν έτοιμα  ή τους επιβάλλονται, και περισσότερα να αυτοδημιουργήσουν.

Το ζητούμενο, λοιπόν, πέραν της ικανοποίησης των αιτημάτων, για μας, είναι το κατά πόσο καταφέραμε στον όποιο βαθμό την αναδιάταξη των σχέσεων και των  προηγούμενων συσχετισμών, κερδίζοντας ως κίνημα χώρο για το από δω και πέρα απελευθερώνοντας δυνατότητες για τους επόμενους αγώνες μας. Από τη σκοπιά αυτή, ο αγώνας των πέντε, παρόλο που μπλόκαρε την έκδοσή τους, δεν κατάφερε να δώσει αυτήν την ώθηση στις κοινότητες των αγωνιζόμενων για την αναθεώρηση των όρων που θέτει το ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού.

[1]Για μια αναλυτική περιγραφή και ανάλυση του προηγούμενο κύκλου αγώνων και των ορίων του βλ. Τυφλοπόντικας 1, «Την πάσα ελπίδα αφήσατε όσοι περνάτε».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *