Για τα γεγονότα της 6.12.14, την αντι-βία, την καταστολή & την αλληλεγγύη

Η νίκη ανήκει σε εκείνους που θα μπορέσουν
να σπείρουν την αταξία χωρίς να την αγαπούν.
Καταστασιακή Διεθνής, νο 1, 1958.

[I]

Σάββατο 6/12/2014, λίγο μετά τις 14:00. Στην Τσιμισκή, κι ενώ η πορεία βρισκόταν στο ύψος περίπου της Αγίας Σοφίας, κάποιοι επιλέγουν να πετάξουν έναν πυρσό σε κατάστημα που εκείνη την ώρα λειτουργούσε κανονικά και ήταν γεμάτο εργαζόμενους και πελάτες. Κόσμος από την πορεία αντιδρά άμεσα, σβήνοντας την φωτιά, σπάζοντας τα τζάμια του καταστήματος για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της ασφυξίας και βοηθώντας τον κόσμο να βγει έξω.

[II]

Αυτό δεν είναι νουάρ μυθιστόρημα, ούτε ανταπόκριση του Σόμπολου για το δελτίο των οκτώ και μισή: δεν ψάχνουμε να ταυτίσουμε το πρόσωπο του δράστη. Δεν θα ψάξουμε προβοκάτορες ή και χρήσιμους ηλίθιους. Το ζήτημα είναι πώς πετιέται ένας πυρσός σε ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο τέσσερα χρόνια μετά τη Marfin. Το πρόβλημα είναι η εγωπαθής πολιτική αντίληψη που δεν αναζητά στους γύρω της συνοδοιπόρους, αλλά βλέπει γύρω της μόνο εχθρούς. Είναι η στάση εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους θεματοφύλακες της επανάστασης, αυτοπροσδιορίζονται ως οι ειδικοί της βίας και ενδιαφέρονται περισσότερο για τη θεαματική τους αναπαράσταση παρά για το τι ακριβώς παράγει η δράση τους. Είναι ο φετιχισμός της βίας που εκφράζεται ως ένας αυτοαναφορικός βολονταρισμός αποθεώνοντας τη μορφή ως περιεχόμενο. Είναι η αντιδιαλεκτική ανάγνωση του κόσμου που ταξινομεί εν τέλει τους ανθρώπους σε δυο στεγανές-συμπαγείς κατηγορίες: οι εξεγερμένοι και οι ρουφιάνοι, αυτοί δηλαδή που «αξίζει να πεθάνουν για κάτι ανώτερο» και αυτοί που απλά «τους αξίζει να πεθάνουν». Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το προφανές, λοιπόν, οι ίδιες χειρονομίες επαναλαμβάνονται και επειδή κάποιοι δεν επιλέγουν να τις αντιπαρατεθούν. Μια στάση που θα μπορούσαμε να την πούμε και έμμεση πολιτική υπεράσπιση. Το ίδιο υποστηρίξαμε και το 2010.

[ΙΙΙ]

Δεν θέλουμε ήρωες. Πολεμάμε για να ζήσουμε, όχι για να πεθάνουμε. Δεν συγκρουόμαστε εξατομικευμένα, αλλά πολεμάμε συλλογικά γιατί δεν αντέχουμε να νιώθουμε μόνοι. Συμμετέχοντας κι εμείς στην πορεία μπήκαμε στο ZARA για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που κινδύνευαν από τη φωτιά. Κι είναι απλό. Δεν χωράμε δίπλα σε αυτούς που βλέπουν μια πολυεθνική στο πρόσωπο ενός εργαζόμενου και καταδικάζουν ως υπαίτιους για την ήττα μας τους πελάτες της. Με την αριθμητική δεν τα πηγαίναμε ποτέ καλά και με τη μετρησιμότητα κάθε τύπου έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς. Συνεπώς, οι πρακτικές που με την άνεση που μόνο το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο διαθέτει συμψηφίζουν βιτρίνες και ανθρώπινες ζωές, θα μας βρίσκουν μπροστά τους. Η κοινωνική αντι-βία είναι μια από τις μορφές με τις οποίες εκφράζονται οι αγώνες μας και δεν προκύπτει ως μια αφηρημένη βολονταριστική επιλογή, αλλά ως μια πρακτική αναγκαιότητα που επιτάσσουν οι καταστάσεις σε ολόκληρο το κίνημα, όχι σε μια αυτάρεσκα εξεγερσιακή πρωτοπορία. Ενάντια σε πασιφισμούς και λενινισμούς κάθε είδους, επιμένουμε να μην αντιμετωπίζουμε την αντι-βία ως ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι των αγώνων, των ταραχών και των εξεγέρσεων. Όταν αποφασίζουν να συγκρουστούν -τη στιγμή που ασκούν έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση- οι αγωνιζόμενοι δρουν συλλογικά και στοχευμένα, όχι εξατομικευμένα και άκριτα.

[IV]

Για να τελειώνουμε και με αυτό. Η καταστολή δεν είναι εκδικητική μανία ενός προσωποποιημένου κράτους. Είναι κομμάτι της στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης, της αναδιάρθρωσης που έχει πια για τα καλά περάσει από πάνω μας και έχει κονιορτοποιήσει τα όποια ψήγματα ψευδαισθήσεων «δικαιοσύνης» ή «δημοκρατίας». Δεν περιμένουμε να μας σώσουν οι νόμοι τους, επειδή ακριβώς ξέρουμε ότι είναι οι νόμοι τους, και το κράτος ως αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης ακολουθεί πορεία ανάλογη του κοινωνικού συμβολαίου τα τελευταία χρόνια. Η εντατική και βίαιη απαξίωση της ζωής είναι άλλη μια στιγμή της αναδιάρθρωσης που στέλνει στα σφαγεία της τα πιο υποτιμημένα και κοινωνικά αποκομμένα τμήματα του προλεταριάτου. Στη συγκρουσιακή διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, το κράτος επιστρατεύει νομοθετικές ρυθμίσεις, μπάτσους, παρακρατικούς, φασίστες και δημοσιογράφους και με μια αστείρευτη δημιουργικότητα στο θάνατο στήνει πογκρόμ, στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές μέσα στις φυλακές, απεργοσπαστικούς μηχανισμούς. Έχοντας στερέψει από εναλλακτικές μοιράζει ξύλο, σπέρνει σύγχυση με δακρυγόνα και θέαμα και δολοφονεί επιδεικτικά από τα σύνορα ως τα κέντρα των πόλεων, για να καταστήσει σαφές πως η ανθρώπινη δραστηριότητα θα συνεχίσει να υπάρχει μόνο σαν ένας σωρός εμπορευμάτων. Το μήνυμα το έχουμε πάρει, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα αφήσουμε να απλωθεί πάνω μας η σκουριά της κοινωνικής ειρήνης: σημαίνει πως ούτε περιμένουμε επιείκεια ούτε παραπονιόμαστε γι αυτό. Αντιθέτως, θέλουμε να πολεμάμε την καταστολή κι αυτό συνεπάγεται να πολεμάμε κάθε στιγμή σε κάθε σημείο την κοινωνική σχέση που την κινητοποιεί και τη μεταχειρίζεται. Όταν οχυρωνόμαστε σε μια αντικατασταλτική ρητορική, έχουμε ήδη μπει, παίξει και χάσει στο παιχνίδι. Γιατί η νίκη τους είναι να περιοριζόμαστε στην άμυνα. Εμείς αντίθετα, έχουμε διαλέξει το πώς κινούμαστε μέσα στην κόλαση που κατοικούμε καθημερινά. Είπαμε να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.

[V]

Η αλληλεγγύη δεν είναι απλά μια λέξη δίπλα στις άλλες. Η αλληλεγγύη δεν είναι φιλανθρωπική ή συναισθηματική εκδήλωση. Δεν είναι ένα κινηματικό ισοδύναμο που ανταλλάσσεται και κυκλοφορεί ανά περιστάσεις. Είναι η συλλογική ανάληψη πολιτικής ευθύνης για τις πράξεις που φορτώνουν ποινικές ευθύνες σε κάποιες από μας διαχωρισμένα. Είναι η αντίσταση στη διάσπαση της κοινότητας των αγωνιζομένων. Για όλα τα παραπάνω λοιπόν,

η αλληλεγγύη μας στους συλληφθέντες της 6/12

είναι δεδομένη.

Φάμπρικα Υφανέτ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *