Αμερική – Γερμανία, mutatis mutandis

Τελικά κάναμε λάθος! Γράφαμε, πριν ένα χρόνο περίπου: (…) Χωρίς να θέλουμε να οικειοποιηθούμε μπούρδες περί «επανάληψης της ιστορίας», θα λέγαμε ότι η τότε πραγματικότητα αντιστοιχεί σε πολλά με τη σημερινή (και διαφέρει σε άλλα τόσα). Οι Η.Π.Α. και το Ν.Α.Τ.Ο. περισσότερο μοιάζουν με ξεχασμένα τέρατα του παρελθόντος, πλέον το μένος των αντιιμπεριαλιστών (αριστερών και αναρχικών) κατευθύνεται προς Γερμανία μεριά. (…)[1]. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Ποιος είναι ο ξενοδόχος; Μα ποιος άλλος από τον Barack Obama, του οποίου η επίσκεψη στην Αθήνα τη 15η του Νοέμβρη του ’16, έδωσε την ευκαιρία να ξαναζωντανέψουν φαντάσματα του παρελθόντος και οι αντιιμπεριαλιστικές κορώνες να βαρέσουν κόκκινο. Και για να δέσει το γλυκό, να σου και η επέτειος του Πολυτεχνείου δυο μέρες μετά – άλλη μια ημερομηνία που ξεκλειδώνει τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού εδώ και 42 χρόνια με επιτυχία. Το μόνο που δεν έλειπε ήταν οι αφορμές, λοιπόν, ώστε εκείνο το διήμερο ο καθένας να παίξει το ρόλο του όσο καλύτερα μπορούσε: άλλος να τεστάρει τo επίπεδο της στρατιωτικοποίησής του στο δρόμο, κάποιος άλλος να εκτονώσει «αυθόρμητα» την οργή του, κάποιοι άλλοι να καλέσουν τις κάμερες για μία σύντομη μηντιακή σύγκρουση με τις δυνάμεις της αστυνομίας κλπ κλπ.

Εμάς, από την άλλη, κάτι μας βρώμαγε στην όλη ιστορία. Κάτι τα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», κάτι οι επιγραφές «έξω αι Η.Π.Α.» πάνω σε ιερές κολώνες, κάτι τα συνθήματα περί αυτοδιάθεσης των λαών,  περί μονοπωλίων και ιμπεριαλισμών, όλα μας έδειχναν ότι η ιστορία που πάει να στηθεί το διήμερο 15-17 Νοέμβρη ’16 θέλει να επαναλάβει με κακόγουστο τρόπο αντίστοιχα κακόγουστες επιλογές του παρελθόντος. Δεν μπορούσαμε παρά να λείπουμε, συνειδητά, από κάθε έκφραση «λαϊκής δυσαρέσκειας» που στήθηκε (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις) εκείνες τις μέρες. Ανεξάρτητα αν αυτή η δυσαρέσκεια ντύθηκε με μαυροκόκκινη, κόκκινη ή σκέτη μαύρη στολή. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, ξανά[2], τους λόγους αυτής μας της επιλογής.

Ν.Α.Τ.Ο. go home

Πριν περάσουμε στην κριτική ανάλυση των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων όπως αυτές εμφανίζονται είτε με αφορμή τις προδοσίες των «εντολοδόχων» του Δ.Ν.Τ. είτε την επίσκεψη του εκάστοτε «πλανητάρχη», θα πρέπει να κάνουμε μία απαραίτητη στάση στο ζήτημα αντιαμερικανισμός. Η παρένθεση αυτή είναι απαραίτητη όχι μόνο γιατί με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να κάνουμε κάποιες ενδιαφέρουσες συγκρίσεις με την πιο πρόσφατη, μαζική έκφραση αντιιμπεριαλισμού που στοχοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Γερμανία, αλλά γιατί έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον το να ερευνήσεις ποια είναι εκείνα τα (πολιτικά) αντανακλαστικά που ενεργοποιούνται αυτόματα και με τόσο άμεσο και αβίαστο τρόπο στο άκουσμα, και μόνο, λέξεων όπως «Η.Π.Α.», «N.A.T.O.» κλπ. Αυτό που μας ενδιαφέρει, στην προκειμένη, είναι να βρούμε εκείνες τις στιγμές που δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς μία εθνική ιδεολογία (ο αντιαμερικανισμός στην προκειμένη) λειτουργεί ως τέτοια, δηλαδή ως μία διαδικασία ομογενοποίησης των ταξικών αντιθέσεων. Μία διαδικασία που, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν είναι απλά αποτέλεσμα άσκησης της κρατικής εξουσίας, αλλά παράγωγο μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στις κοινωνικές διεργασίες που συμβαίνουν εντός ενός συνόλου και τις επιβαλλόμενες διαδικασίες της κυριαρχίας[3].

Ξεκινώντας από το λόγο της αριστεράς, η καταγγελία της «αμερικανοκρατίας» εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο του αντιδυτικισμού. Η μεταπολεμική ελληνική εμπειρία αποτελεί ένα ακόμα κεφάλαιο στην ιστορία της ξένης επικυριαρχίας που εγκαινιάζεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Στις σχετικές αναφορές η αμερικανοκρατία εμφανίζεται συστηματικά ως η συνέχεια της γερμανικής κατοχής, η δε δράση της αριστεράς ηρωοποιείται με αναφορά την πραγματική πατριωτική αντίσταση απέναντι και στους δύο κατακτητές[4].

Όσον αφορά στο δεξιό ακροατήριο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Μετεμφυλιακά, φιλοαμερικανισμός και αντικομμουνισμός τείνουν σχεδόν να ταυτίζονται, πράγμα που οφείλεται τόσο στην επικράτηση του εθνικιστικού μπλοκ, όσο και στην υπαρκτή εμπλοκή των Η.Π.Α. στα εσωτερικά της χώρας από το Δόγμα Truman και μετά[5]. Παρ’ όλα αυτά, ο φιλοαμερικανισμός κλονίζεται πρωτίστως από τον ίδιο τον εθνικισμό με χαρακτηριστικό σημείο καμπής το ζήτημα του κυπριακού και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τη δεκαετία του 1950 (που οδηγούν σε αντιαμερικανικές εξάρσεις ακόμη και τα πλέον έγκυρα έντυπα της δεξιάς). Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή την καταψήφιση, από πλευράς Η.Π.Α., της προσφυγής της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. για το θέμα της Κύπρου, πυροδοτούνται μεγάλες διαδηλώσεις που θα καταλήξουν και σε συγκρούσεις με τους μπάτσους. Αν και οι διαδηλώσεις αυτές πολλές φορές πήραν το χαρακτήρα μίας νεολαιίστικης έκρηξης και ανοιχτής σύγκρουσης με την αστυνομία, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι, τουλάχιστον αρχικά, θεωρήθηκαν αγώνες «νόμιμοι» ακόμα και στα πλαίσια του εμφυλιοπολεμικού κράτους της δεξιάς.  Η «νομιμοποίηση» αυτή δεν οφειλόταν σε τίποτα άλλο πέρα από τις ισχυρές δόσεις αντιαμερικανισμού (και αντιαγγλισμού, σ’ αυτήν την περίπτωση) και εθνικής ανεξαρτησίας που διαπερνούσαν τις κινητοποιήσεις αυτές πέρα ως πέρα. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι ο αριστερός πατριωτικός λόγος (κυρίως μέσω της Ε.Δ.Α. και της νεολαίας της) όχι μόνο αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις αυτές, αλλά συνέβαλε ώστε αυτές να εκληφθούν ως κομμάτι της μαζικής αντιιμπεριαλιστικής υποκειμενικότητας που μορφοποιούνταν, εκείνα τα χρόνια, στις δυτικές μητροπόλεις. Εντάσσοντας την Κύπρο στη μακρά αλυσίδα των εθνικοαπελευθερωτικών/αντιαποικιακών αγώνων της εποχής, η ελληνική αριστερά όχι μόνο βρήκε το δικό της «Βιετνάμ», αλλά απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το πώς αυτοί οι αγώνες μπορούν να εξυπηρετήσουν τις επεκτατικές βλέψεις ενός κυρίαρχου κράτους.

Η δεύτερη, χρονικά, στιγμή που ο «αμερικάνικος δάκτυλος» θα ξαναχρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό σχήμα είναι στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Μια ελληνική αριστερά που απέτυχε σε τεράστιο βαθμό να προβλέψει και να αντιδράσει στο πραξικόπημα του ’67, δεν βρήκε καλύτερο τρόπο από το να κατηγορήσει τις Η.Π.Α. και τις γεωπολιτικές τους βλέψεις από το να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του ταξικού ανταγωνισμού και της κρίσης της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων για να ερμηνεύσει αυτό το επταετές «διάλειμμα» από την κανονικότητα της δημοκρατίας. Μία μικρή παρένθεση, σ’ αυτό το σημείο: δεν αρνούμαστε την πιθανή ύπαρξη/εμπλοκή των νατοϊκών δυνάμεων μέσω της επιχείρησης «Κόκκινη Προβιά»[6] στο απριλιανό πραξικόπημα ή και πρωτύτερα. Αυτό που αρνούμαστε, όμως, είναι να δεχθούμε μία αστυνομική αντίληψη της ιστορίας που λέει ότι χούντα, πολιτική κρίση, αλλαγές κυβερνήσεων και κρίσης πειθάρχησης, όλα σχεδιάστηκαν και ήρθαν εις πέρας από τη C.I.A. και τους πράκτορες της.  Λέμε, δηλαδή, ότι πριν τους «ξένους πράκτορες», υπάρχουν και οι κοινωνικές αντιθέσεις. Περισσότερα για τη συνωμοσιολογική πλευρά του αντιιμπεριαλισμού αργότερα στο κείμενο. Κλείνει η παρένθεση.

Η «προδοσία» της Κύπρου λίγα χρόνια αργότερα θα κάνει ακόμα πιο έντονες τις αντινατοϊκές ρητορείες, αυτήν τη φορά από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Ο αντιαμερικανισμός της Μεταπολίτευσης, καθότι διαπερνά τις κομματικές και ιδεολογικές διαιρέσεις, αναγνωρίζεται από τη μία ως στοιχείο της εθνικής ενότητας και από την άλλη ως στοιχείο ρήξης και αφύπνισης των παρουσιαζόμενων ως υγειών δυνάμεων του έθνους. Τι πιο βολικό, για μία δεξιά που εξαγνιζόταν μέσω της διαδικασίας της Μεταπολίτευσης, να «χρεώσει» τις επεκτατικές της αποτυχίες σε κάποιους δικτάτορες-μαριονέτες της Washington. Τι πιο βολικό, για μία αριστερά που μόλις τώρα νομιμοποιούνταν πολιτικά και κοινωνικά, να δώσει γνήσια πιστοποιητικά πατριωτισμού μιλώντας για ξενόδουλες κυβερνήσεις και προδομένα λαϊκά συμφέροντα. Βλέπουμε, δηλαδή, στο μεν αριστερό λόγο τον αντιαμερικανισμό να ταυτίζεται με την «εθνεγερσία» (και να επιδιώκει τη συσπείρωση όλου του έθνους μέσω της κάθαρσης από τα προδοτικά στοιχεία), τη δε Ν.Δ., αμήχανα, να συμπορεύεται με αυτόν για να αποσιωπήσει την πρόσφατη (βίαιη και αυταρχική) ιστορία της, προσπαθώντας να γίνει ελκυστικότερη και να ισορροπήσει τη συγκυρία, τις εσωκομματικές της εξελίξεις και την εγχώρια κομματική αντιπαράθεση. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ο αντιαμερικανισμός  μετατρέπεται πλέον και με τη βούλα σε εθνική, ομογενοποιητική πολιτική ιδεολογία. Για να μετατραπεί σε επίσημη εθνική ιδεολογία θα έπρεπε να περιμένουμε την έλευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήδη από τις απαρχές του, εκπροσωπούσε αυτό που με λίγα λόγια μπορούμε να ονομάσουμε «αριστερά του έθνους-κράτους και του κεφαλαίου». Τα συνθήματα για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, οι καταγγελίες για πατριδοκαπηλία εκ μέρους της «αντιδραστικής» δεξιάς και η υιοθέτηση των κλασικών αντιιμπεριαλιστικών θέσεων περί «κέντρου» και «περιφέρειας» όχι μόνο αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς η εθνική ιδεολογία μπορεί να φορέσει αγωνιστικό πρόσημο, αλλά αποτελούν και κάποια από τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά του πατριωτικού αριστερού λόγου που παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα (βλέπε αντιμνημονιακό μπλοκ). H περίφημη «αλλαγή» του 1981 εμφανίζεται ως το τέλος και η δικαίωση μιας μακράς πορείας του λαού που ξεκινά το 1944 και αναφέρεται σε τρεις περιόδους ορόσημα για το χώρο της αριστεράς και του κέντρου (1945-1946, 1950-1952, 1963-1965). Μιας πορείας που είχε παραμείνει ανολοκλήρωτη τις περιόδους αυτές λόγω της επέμβασης των «ξένων δυνάμεων» που εμπόδισαν τις «δημοκρατικές, λαϊκές δυνάμεις» να πραγματώσουν την Αλλαγή[7]. Ο αντιαμερικανισμός επιτελεί τη λειτουργία της οικοδόμησης μιας συνεκτικής εθνικής αφήγησης που στηρίζεται στην υποβάθμιση του εσωτερικού εχθρού έναντι του εξωτερικού και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο επιστρατεύεται στρατηγικά από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση.

Αξίζει, σ’ αυτό, το σημείο, να επιμείνουμε λίγο ακόμα στο πώς ο αντιαμερικανισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατάφερε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του δημόσιου λόγου του, δηλαδή του λαϊκισμού. Στην περίπτωση, λοιπόν, του μεταπολιτευτικού παπανδρεϊκού λαϊκισμού, ο λαϊκισμός (ως λόγος που στρέφεται ενάντια σε άλλους) στρεφόταν εναντίον του αμερικανικού παράγοντα και της αμερικανικής πολιτικής και λειτουργούσε ως αντιαμερικανισμός. Πέραν όμως αυτού, ο λαϊκισμός του Παπανδρέου εκτεινόταν και σε ένα ευρύτερο πεδίο «κλήσης κατά» με διαχωριστικές και πολεμικές συνδηλώσεις. Στρεφόταν εναντίον του κατεστημένου της δεξιάς (δεξιού status quo), των διεφθαρμένων ελίτ (αντιελιτισμός) και των προνομιούχων. Κοινό σημείο του λαϊκιστικού αυτού πεδίου ήταν ή άμεση ή έμμεση διασύνδεσή του με τον αντιαμερικανισμό. Στην κουλτούρα αυτού του λόγου κυριαρχεί η συνωμοσιολογική σκέψη και η συνωμοτική ερμηνευτική των γεγονότων που ως ερμηνευτικά σχήματα έχουν το εξαιρετικό προνόμιο να διαθέτουν ταυτόχρονα ερμηνευτική αξία, εκλογικευτική διάσταση  και  κατηγορητική ισχύ. Οι Η.Π.Α. θεωρήθηκαν με μια απλουστευτική προσέγγιση ως ο κατεξοχήν εχθρός που εξύφαινε συνωμοσίες προκειμένου να πλήξει το ελληνικό έθνος, καταργώντας τη δημοκρατία και υποστηρίζοντας την τουρκική επιθετικότητα. Το ερμηνευτικό σχήμα που δαιμονοποιούσε τις Η.Π.Α. ήταν απλό και κατανοήσιμο, είχε ικανοποιητική εξηγητική πληρότητα και γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους διαδόθηκε ευρύτατα στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού, με αποτέλεσμα την όξυνση του αντιαμερικανισμού. Η συνωμοσία των Η.Π.Α., επίσης, προσέλαβε έκτοτε τον χαρακτήρα αντανακλαστικού σε τέτοιο βαθμό που όποια πέτρα και να σήκωνες, υπήρχε ένας Αμερικάνος πράκτορας από κάτω ως απόλυτη εξήγηση των πάντων. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, πλέον στη δεκαετία του 1980 να υπάρχουν κάποια γεγονότα για να μιλήσει ο ιδιότυπος αυτός κυβερνητικός αντιαμερικανισμός για παρέμβαση, αλλά το δόγμα του λειτουργεί ως ένα σταθερό ερμηνευτικό πλαίσιο για την απόδοση νοήματος στα γεγονότα. Με άλλα λόγια ως ένας παραμορφωτικός καθρέφτης για την ερμηνεία των πάντων μέσω της καθ’ έξιν δαιμονοποίησης ενός παντοδύναμου εξωτερικού εχθρού.  Θα λέγαμε ότι, εν τέλει, ο αντιαμερικανισμός κάνοντας ένα λογικό άλμα λέει το εξής: οι Η.Π.Α. έκαναν αυτό, άρα οι ΗΠΑ είναι αυτό. Άρα αν συμβαίνει αυτό, το έκαναν οι Η.Π.Α. και σε βάθος χρόνου μόνο αυτό θα πράττουν γιατί αυτό είναι.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα την αποσύνδεση του αντιαμερικανισμού από τον κομμουνισμό και τα (όποια) όρια που έθετε στην απήχησή του. Στα πλαίσια της περιόδου αυτής ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα μετασχηματίζεται και διεισδύει σε μεγάλο βαθμό στο χώρο της δεξιάς (κεντρο- και ακρο-). Οι έρευνες του Ε.Κ.Κ.Ε. (1990, 1996, 2004) δείχνουν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο αντιαμερικανισμός είναι στοιχείο της ιδεολογικής ταυτότητας μεγάλης μερίδας οπαδών της Ν.Δ. και του ΛΑ.Ο.Σ. Εγκαινιάζεται, έτσι, ένας νέος αντιαμερικανισμός που, απαλλαγμένος από τον φιλοσοβιετισμό, έχει πλέον μια πολιτική συνιστώσα επικεντρωμένη σε πτυχές της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. και μία πολιτισμική κριτική που εστιάζει στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής». Πρώτη φορά, λοιπόν, σαφώς ο αντιαμερικανισμός γίνεται ο συνδετικός κρίκος για το ενιαίο μέτωπο αριστεράς και δεξιάς, για την εθνική συμφιλίωση. Φτάνει, λοιπόν, η Καθημερινή στις 22/04/1999, αναζητώντας αγωνιωδώς ένα δεύτερο πόλο που θα εξισορροπεί την ισχύ των Η.Π.Α., να γράφει: «Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα στρατοπέδευαν στο Βερολίνο, μπορεί η μισή Ευρώπη να γνώρισε την καταπίεση, διαφύλαξαν όμως την ειρήνη. Τώρα η «μοναχική υπερδύναμη» οδηγεί τους λαούς στον πόλεμο και την αλληλοσφαγή». Η αντιαμερικανική, αυτή, στροφή της Ν.Δ. συμπίπτει με την περίοδο που είναι στην αντιπολίτευση (1996-2004). Χαρακτηριστικά, ο αντιαμερικανισμός προωθείται σε μια σειρά διαφορετικών ζητημάτων καταδεικνύοντας, έτσι, τη λειτουργικότητα και την προσαρμοστικότητά του στην εθνική συσπείρωση και την πολιτική αντιπαράθεση με λαϊκίστικους, πάντα, όρους. Φτάνει, έτσι, ο Ελεύθερος Τύπος στις 12/09/2005 να εγκαλεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για κάλπικες ρητορείες όσον αφορά το σύνθημα που γαλούχησε γενεές στην Ελλάδα, «φονιάδες των λαών… ». Κι ας μην ξεχνάμε ότι στα πλαίσια του αντιαμερικανισμού της δεξιάς κυκλοφορεί και η ρητορεία περί σχεδίου δολοφονίας του Καραμανλή από πράκτορες της C.I.A. λόγω των σχέσεων που ανέπτυξε με τη Ρωσία.

Εν κατακλείδι, αν ο φιλοαμερικανισμός της δεξιάς στην Ελλάδα αποτελεί ιδεολογική συνέπεια του εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου, στη συνέχεια ο αντιαμερικανισμός της αποτελεί τμήμα των συνεπειών του τέλους του. Ο αντιαμερικανισμός είναι ενσωματώσιμος από το δεξιό λόγο και μάλιστα η δεξιά διεκδικεί τις δάφνες του γνήσιου εκφραστή του παρ’ όλες τις θεωρητικές αντιφάσεις στις οποίες μπορεί να οδηγείται διότι έτσι συσπειρώνει το έθνος απέναντι σε έναν μακρινό εχθρό αμβλύνοντας τις ταξικές διαφορές στο εδώ και στο τώρα[8]. Αποτελεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα καθοριστικό πεδίο συνάντησης και κοινής σύμπλευσης με την ελληνική αριστερά, άλλωστε η δεκαετία του ’90 βρίθει παραδειγμάτων όπου συνθήματα, σύμβολα και πολιτικά προτάγματα έφεραν κοντά «άσπονδους εχθρούς και αιώνιους αντιπάλους».

Μία χαρακτηριστική, τέτοια, στιγμή αποτελεί η Κρίση των Ιμίων του 1996, όταν εκείνο το περίφημο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη έδωσε το πράσινο φως σε όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να αγωνιστούν για το ποιος είναι ο πιο πατριώτης απ’ όλους. Η Συμφωνία της Μαδρίτης που θα ακολουθήσει το 1997 και η υπόθεση της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 την επόμενη χρονιά θα εμφανιστούν επίσης ως ζητήματα ενός παντοδύναμου αμερικάνικου σχεδιασμού και ξενοδουλείας/εθνοπροδοσίας του Σημίτη (χαρακτηριστικό το σύνθημα «Σημίτη-ρουφιάνε-Αμερικάνε» που δονούσε τα συλλαλητήρια της εποχής).

Αν υπάρχει, όμως, μία χρονιά εκείνης της δεκαετίας που σχεδόν εξ ολοκλήρου να αφιερώθηκε στις αντιαμερικανικές κορώνες, αυτή ήταν το 1999. Ξεκινάμε με τη 16η Φλεβάρη του 1999, μέρα την οποία ο ηγέτης του P.K.K., Abdullah Ocalan, «παραδόθηκε» από την ελληνική κυβέρνηση στην τουρκική. Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει μαζικές διαμαρτυρίες τις επόμενες μέρες (πορείες, συναυλίες από «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες κλπ) που θα βάλουν στο στόχαστρο (ξανά) τον «προδότη» Σημίτη, τους παντός καιρού υπευθύνους Αμερικανούς και (φυσικά) το τουρκικό κράτος. Και αν τα παραπάνω περιεχόμενα μοιάζουν ολίγον τι «δεξιόστροφα», αυτό δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, αυτός ήταν και ο λόγος που στις διαδηλώσεις εκείνων των ημερών με άνεση χωρούσαν και ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., αλλά και οπαδοί της Χρυσής Αυγής.

Μένουμε στο 1999 και τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στον Πόλεμο του Κοσόβου. Αν στην περίπτωση των Ιμίων και του Ocalan ο ρόλος των Αμερικανών ήταν, κατά κάποιον τρόπο, «σκιώδης» αλλά καθοριστικός (σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων πατριωτών), στην περίπτωση του Κοσόβου δεν υπήρχε χώρος για αναστολές. Τα νατοϊκά στρατεύματα που έπρεπε να περάσουν από τη Θεσσαλονίκη, οι «αδελφοί Σέρβοι» που βομβαρδίζονταν και ο «σφαγέας» Clinton που αποσταθεροποιούσε τα Βαλκάνια για να πριμοδοτήσει τον αλβανικό και τουρκικό εθνικισμό, κατάφεραν να λειτουργήσουν ως εκείνα τα ενοποιητικά στοιχεία που άλλους τους κατέβασαν στο δρόμο με βυζαντινές σημαίες (καθώς η Σερβία θεωρήθηκε πολιτιστικός στόχος λόγω θρησκεύματος), άλλους τους έκαναν να μαζεύουν  τρόφιμα για να σταλούν στο Κόσοβο και άλλους να ανοίξουν το σπίτι τους για να φιλοξενήσουν κάποιο παιδί από τη Σερβία. H επίσκεψη του προέδρου των Η.Π.Α. λίγους μήνες αργότερα (Νοέμβρης του ’99) έμεινε στην ιστορία ως η στιγμή που τα αντιιμπεριαλιστικά σχήματα που κατασκευάζονταν όλο τον προηγούμενο καιρό «αυτο-επιβεβαιώθηκαν» μέσω της σύγκρουσης (και της καταστολής τους) στο δρόμο. Ο α/α χώρος (πέραν μιας αισχράς μειοψηφίας που αντιπαρατέθηκε στον αριστερό, πατριωτικό λόγο) για άλλη μία φορά ήταν παρών.

Τελευταία, μέχρι στιγμής, λαμπερή στιγμή του ντόπιου αντιαμερικανισμού αποτελούν οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του 2003 με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ. Παρόλο που δεν ήταν λίγες εκείνες οι φωνές (εκ μέρους του ανταγωνιστικού κινήματος) που προσπάθησαν να απομυστικοποιήσουν τη φύση του πολέμου, τις αιτίες και τις στοχεύσεις του, οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί έκαναν και πάλι τη δουλειά τους (π.χ. κλείνοντας τα σχολεία και κατεβάζοντας τους μαθητές στον δρόμο ή βάζοντας σηματάκια της ειρήνης στο πέτο των παιδιών στις παρελάσεις) ώστε σαν νούμερο ένα εχθρός να θεωρηθεί, ξανά, το κράτος των Η.Π.Α.

Κλείνοντας τη σύντομη, αυτή, ιστορική επισκόπηση μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι ο αντιαμερικανικός λόγος, όπου εκδηλώθηκε, είχε τα εξής τρία κοινά θέματα: πρώτον, την περιστολή της εθνικής κυριαρχίας από τον ηγεμονικό μεταπολεμικό ρόλο των Η.Π.Α.· δεύτερον, τη διαφωνία με τις Η.Π.Α. σε επιμέρους ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και τρίτον, την αντίδραση απέναντι στο αμερικάνικο κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο, που κωδικοποιείται στην έννοια του αμερικανισμού. Πίσω από αυτά, κρύβονται οι έννοιες της απειλής, της εχθρότητας και της υποδούλωσης. Διόλου τυχαία, τέλος, οι φορείς της αντιαμερικανικής σκέψης αισθάνονται αλληλέγγυοι προς συλλογικότητες που αλληλοσυνδέονται με μια υποτιθέμενη κοινή κληρονομιά εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς της Δύσης κατά κύριο λόγο.

Γυρνώντας, λοιπόν, στο σήμερα και την επίσκεψη του Barack Obama στην Αθήνα δυο μέρες πριν τη φορτισμένη επέτειο του Πολυτεχνείου, επιστρέφουμε και στο ερώτημα που διατυπώσαμε στην αρχή του κειμένου: τι ήταν αυτό που ώθησε το σύνολο της αριστεράς (και ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου) να επενδύσει ξανά στα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού; Πιστεύουμε ότι η απάντηση είναι προφανής, έστω και με τη συνοπτική καταγραφή που κάναμε παραπάνω. Ο λόγος είναι ότι η αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία έχει γίνει, πλέον, κομμάτι της εθνικής/λαϊκής αφήγησης. Λίγη σημασία έχει το ποιο κράτος/πρόσωπο θα δεχτεί τα βέλη της αντιιμπεριαλιστικής κριτικής, αν αυτό θα είναι η Γερμανία και τα κατοχικά της χρέη ή οι Η.Π.Α. και οι κυριαρχικές της βλέψεις στη Μεσόγειο. Σημασία έχει ότι οι θεωρίες της εξάρτησης, ο τριτοκοσμισμός και οι ρητορείες για τις 2-3 πολυεθνικές ή τα κράτη  που «κάνουν κουμάντο», θεωρήθηκαν (και θεωρούνται ακόμα) εργαλεία που μπορούσαν εύκολα και αβίαστα και να ερμηνεύουν τις σχέσεις εξουσίας και να συσπειρώσουν κόσμο «έξω» από πολιτικές διαδικασίες. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος (τον αντιιμπεριαλισμό σαν θεωρητικό/πολιτικό εργαλείο) θα μιλήσουμε αμέσως μετά, όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος, ένα μικρό σχόλιο: όντως, υπήρξαν εποχές που τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα παρήγαγαν μαζικά αριστερές, αντιιμπεριαλιστικές φαντασιώσεις. Αυτές οι εποχές περάσανε ανεπιστρεπτί, και η διαπίστωση αυτή δεν βασίζεται απλά και μόνο στα αριθμητικά ποσοστά των ανθρώπων που επέλεξαν να στηρίξουν τις αντιαμερικανικές διαδηλώσεις της 15ης Νοέμβρη 2016. Περισσότερο βασίζεται στη διαπίστωση ότι εάν υπήρχε ποτέ ένα ανατρεπτικό στοιχείο σε κάποιες από αυτές τις ιδεολογίες, αυτό ήταν ότι προσπαθούσαν να σπάσουν το φράγμα που χώριζε κάποιον αντιαποικιακό αγώνα στη Μέση Ανατολή με έναν ταξικό αγώνα στη μητρόπολη μιας δυτικής πρωτεύουσας. Εννοούμε, με λίγα λόγια, ότι αν ποτέ «δούλεψαν» τα αντιιμπεριαλιστικά ιδεολογήματα, αυτό συνέβαινε μόνο όταν υπήρχε και ένα επίδικο εδώ, όχι μόνο ένα θέαμα εκεί. Δυστυχώς, όμως, με σιγουριά πλέον μπορούμε να παραδεχτούμε ότι το θέαμα έχει γίνει ο βασικός παρανομαστής των πολιτικών διαδικασιών και ερμηνειών.

Αντιιμπεριαλισμός reloaded (ξανά και ξανά… μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας)

Υποστηρίξαμε ότι ο πρόσφατος αντιαμερικανισμός που αναθερμάνθηκε δεν αποτελεί ένα πισωγύρισμα της ιστορίας, ούτε μία αντίφαση εν μέσω γενικευμένου αντιγερμανισμού, αλλά μία ακόμα απόδειξη των αντιιμπεριαλιστικών αντανακλαστικών της αριστεράς και του αναρχικού χώρου που έχουν γίνει βασικό κομμάτι της πολιτικής τους ατζέντας. Με βάση τις παρατηρήσεις που κάναμε παραπάνω και παίρνοντας υπόψη τα συμπεράσματα που είχαμε διατυπώσει στο προηγούμενο τεύχος του Τυφλοπόντικα, θα προχωρήσουμε, παρακάτω, στην καταγραφή κάποιων χαρακτηριστικών που βλέπουμε να μοιράζονται οι αντιιμπεριαλιστικές αφηγήσεις μέσα στα χρόνια, αποδεικνύοντας, έτσι, την κοινή φύση των αφηγήσεων που τη μία στιγμή μπορεί να στοχεύουν στη Merkel και την άλλη στις Η.Π.Α.

Το πρώτο τέτοιο χαρακτηριστικό είναι το εθνικό/διαταξικό πρόσωπο της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας. Δεν εννοούμε μ’ αυτό μόνο το ότι ο αντιιμπεριαλισμός είναι μία ιδεολογία που διατρέχει όλο το πολιτικό σώμα, από την αριστερά μέχρι τη δεξιά, όσο το ότι στο κέντρο της ανάλυσης του βρίσκεται το διαταξικό υποκείμενο του «λαού» και των συμφερόντων του, συσκοτίζοντας, έτσι, τις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού. Οι κοινωνικές αντιθέσεις, η έμφυλη βία, ο ταξικός ανταγωνισμός εξαφανίζονται από τον ορίζοντα για να δώσουν τη θέση τους στον ενοποιητικό λόγο περί «ισχυρών» και «ασθενέστερων» κρατών. Αν ψάχνει κάποιος το σημείο συνάντησης των ΑΝ.ΕΛ. με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αν κάποιος αναρωτιόταν πριν κάποια χρόνια πώς γίνεται οι αφίσες της Πατριωτική Συμμαχίας και της Κ.Ο.Ε. να διαφέρουν μόνο στην επιλογή χρώματος, η απάντηση είναι ακριβώς αυτή, η υιοθέτηση του κυρίαρχου λόγου του εθνικού κράτους ενάντια στην παγκόσμια κυριαρχία.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που ανιχνεύσαμε κοινό και στον πρόσφατο «αντιγερμανισμό» και στον παλιό καλό αντιαμερικανισμό είναι ότι δεν μιλάμε για απλές πολιτικές ιδεολογίες της αριστεράς, αλλά για κυρίαρχες λαϊκές ιδεολογίες. Ξαναγυρνάμε, λοιπόν, στο ερμηνευτικό σχήμα που αναφέραμε και παραπάνω, αυτό της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ των ιδεολογιών που παράγονται στο εσωτερικό της κοινωνίας και των διαδικασιών που θεσμοθετούνται και επιβάλλονται από τα πάνω. Βλέπουμε, δηλαδή, τον αντιγερμανισμό/αντιαμερικανισμό να μετατρέπονται σε ένα εγγενές στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας, να γίνονται το πεδίο όπου δεν συναντιέται απλά η αριστερά με τη δεξιά, αλλά η τηλεόραση με τους τηλεθεατές της, οι πολιτευόμενοι με τους ψηφοφόρους τους, οι αγώνες του παρελθόντος (με ένα άρωμα νοσταλγίας και χαμένης αθωότητας) με αυτούς του παρόντος και του μέλλοντος. Μιλάμε, ουσιαστικά, για ιδεολογίες που πλέον επενεργούν με συγκεκριμένο τρόπο στο θυμικό μιας διευρυμένης μάζας της ελληνικής κοινωνίας, αποτελώντας κομμάτι της εθνικής της συνείδησης.

Το τρίτο σημείο που θα σταθούμε, είναι αυτό της χρήσης του αντιιμπεριαλισμού ως εργαλείο νομιμοποίησης της αριστεράς στο πατριωτικό ακροατήριο. Είναι γνωστό ότι με το τέλος του εμφυλίου η αριστερά (δηλαδή το Κ.Κ.Ε.) βρέθηκε ηττημένη και με τη ρετσινιά του «προδότη του έθνους» πάνω της (εαμοβούλγαροι, ζήτημα της Μακεδονίας παλιότερα κλπ). Ο αντιιμπεριαλιστικός λόγος, λοιπόν, δεν οφειλόταν μόνο στη σύμπλευση με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κινήματα (και κόμματα) της εποχής, αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο «απεμπλοκής» από ένα τυραννικό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν. Οι κατηγορίες για προδοσία και ξενοκίνητα συμφέροντα απλά αντιστρέφονταν, τονίζοντας την εμπλοκή των «Μεγάλων Δυνάμεων» (Μεγάλη Βρετανία, Η.Π.Α. κλπ.) και διεκδικώντας τις δάφνες της πραγματικής πατριωτικής δύναμης ενάντια στην ξενόδουλη ολιγαρχία της δεξιάς. Μιλάμε, δηλαδή, για δύο ερμηνευτικά σχήματα που καταφάσκουν εξίσου στην εθνική ενότητα, αφού αυτή θεωρείται η «κανονική», ομαλή ροή των πραγμάτων και η όποια εκτροπή της (π.χ. ένας εμφύλιος πόλεμος) ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιων «ξένων». Έχει αρκετό ενδιαφέρον, σ’ αυτό το σημείο, να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε και την αργοπορημένη ανακάλυψη των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων από ένας μέρος του αναρχικού χώρου. Δεν πιστεύουμε, λοιπόν, ότι κάποιοι απλά ξαναδιάβασαν τον Lenin και πείστηκαν για το ορθό των επιχειρημάτων του, αλλά ότι η στροφή αυτή είναι μία αντίστοιχη προσπάθεια «νομιμοποίησης» μέσα στο κοινωνικό πεδίο. Σε μία περίοδο ύφεσης αγώνων, όπου τίποτα πλέον δεν φαίνεται αρκετό για να βγάλει τον κόσμο στον δρόμο, δεν είναι περίεργο που κάποιοι ψάχνουν τις κοινωνικές τους αναφορές μέσα στην αρένα του λαϊκισμού. Δυστυχώς, όμως, το πλήρωμα του χρόνου χάθηκε. Μπορεί ο αντιγερμανισμός να έχει σφραγίσει ανεξίτηλα την εποχή που ζούμε κι αγωνιζόμαστε, αλλά η κοινωνική του δυναμική φαίνεται να εξαντλείται στο να φέρει τον (όποιο) ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην εξουσία ή να ψηφίζει ΟΧΙ σε εθνικά δημοψηφίσματα στήριξης της διαπραγματευτικής θέσης του ελληνικού κεφαλαίου.

Ένα άλλο προβληματικό στοιχείο των αντιιμπεριαλιστικών ιδεολογιών είναι ότι μέσω των θεωριών εξάρτησης ταυτίζονται με το δόγμα της ανάπτυξης. Αν κάποιο κράτος είναι «ασθενέστερο» από κάποιο άλλο και καταπιέζεται, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την εθνική συστράτευση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας και ανταγωνισμό των άλλων αγορών. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στο ότι «έχουμε καπιταλισμό», αλλά στο ότι «δεν έχουμε καλό καπιταλισμό», στο ότι κάποιες πλουσιότερες χώρες μας εμποδίζουν να εκσυγχρονίσουμε το κράτος, να ορθολογικοποιήσουμε τους θεσμούς μας, να αυξήσουμε τον εθνικό μας πλούτο κλπ. Κατά αυτό τον τρόπο, όχι μόνο ο αντιιμπεριαλισμός καταφάσκει στην κρατική οντότητα, αλλά υποβιβάζει το κοινωνικό ζήτημα σε ζήτημα διαχείρισης της εκμετάλλευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ανέβηκαν στην εξουσία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ρίχνοντας ένα μεγάλο βάρος της πολιτικής τους ατζέντας σ’ αυτήν τη θέση, θέση σύμφυτη όλων των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Θα κλείσουμε αυτήν την παράθεση των κοινών χαρακτηριστικών  αντιαμερικανισμού και αντιγερμανισμού με μία αναφορά στο στοιχείο της συνωμοσιολογίας. Παρότι η εν λόγω θεματική ίσως μοιάζει γραφική, πλέον, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των αντιιμπεριαλιστικών ιδεολογιών εδώ και χρόνια. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει, αφού ο ίδιος ο αντιιμπεριαλισμός ανέκαθεν σχηματοποιούσε τον εχθρό ως κάτι μακρινό και ανίκητο, ως κάτι που δεν εδρεύει στις καθημερινές μας σχέσεις και τον κοινωνικό πόλεμο, αλλά στο ομιχλώδες τοπίο της γεωπολιτικής και των διακρατικών συγκρούσεων. Πολύ εύκολα, λοιπόν, ένας μακρινός εχθρός που δεν βλέπεις ποτέ, μπορεί να πάρει και τη μορφή ενός «σκοτεινού κέντρου», και κοινωνικές διεργασίες που θα έπρεπε να ερμηνεύονται ως απόρροια συμφερόντων και συγκρούσεων στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα ραδιουργιών και εξωτερικών σχεδιασμών. Με άλλα λόγια, τις συνθήκες που ζούμε ενώ θα έπρεπε να τις βλέπουμε ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και των σχέσεων εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονται στην εκάστοτε συγκυρία, η συνωμοσιολογία τις ανάγει σε σχέσεις εξάρτησης και τις μυστικοποιεί ως τέτοιες. Και, σαν ακόλουθο, για την απομυστικοποίηση τους δεν αρκεί η συλλογική ευφυΐα, αλλά χρειάζονται ειδικές ικανότητες…

Επίλογος

Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε με αφορμή την επίσκεψη του Obama και τις αντιδράσεις των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τις καταβολές του αντιαμερικανισμού (δηλαδή της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας με την πλατύτερη απεύθυνση στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια), την πορεία του μέσα στα χρόνια και τους λόγους που αυτός, ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής παρέμβασης από τον αριστερό και τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να βρούμε εκείνα τα κοινά σημεία στις «αντιγερμανικές» ρητορείες των τελευταίων χρόνων της κρίσης και στον παραδοσιακό αντιαμερικανικό λόγο, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα σχετικά με την ίδια τη φύση του αντιιμπεριαλισμού –αναλλοίωτη προς όποιον κρατικό σχηματισμό και να στοχεύει. Αποφύγαμε να αναλύσουμε τον αντιιμπεριαλισμό σαν εργαλείο γεωπολιτικής και ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, όχι γιατί αυτή η πλευρά δεν υπάρχει, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι συσκοτίζει την κίνηση των υποκειμένων που καθημερινά δρουν και αγωνίζονται[9].

Η αιτία που επανερχόμαστε στο θέμα του αντιιμπεριαλισμού και στο δεύτερο τεύχος του Τυφλοπόντικα δεν είναι κάποια παθολογική μας εμμονή με το θέμα ή κάποιος άτυπος πολιτικός ανταγωνισμός. Είναι απλά η πραγματική μας αγωνία, σαν πολιτικά υποκείμενα, όταν βλέπουμε τις ιδεολογίες αυτές να δυσχεραίνουν ολοένα και περισσότερο την όποια απελευθερωτική προοπτική υπάρχει μέσα στο ριζοσπαστικό χώρο. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα που κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες αναζητούν σε αυτά τα πολιτικά πεδία ένα σημείο αναγνωρισιμότητας στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η αφέλεια τού να πιστεύεις ότι η απουσία καθημερινών αγώνων δεν οφείλεται στο πώς έχουν διαρθρωθεί οι κοινωνικές σχέσεις μετά και την εκλογή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά στο ότι λείπει μία συγκροτημένη, «αποφασισμένη» μειοψηφία που θα εφορμήσει στα οχυρά του εχθρού. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η αφέλεια τού να πιστεύεις ότι ο λόγος που δεν έχεις πείσει τον κόσμο μέχρι σήμερα για το δίκαιο των επιλογών σου, είναι η έλλειψη «σοβαρών αντιπροτάσεων» που θα πείσουν, τελικά, ένα στημένο ακροατήριο που αναζητά έτοιμες λύσεις (νομίζουμε ότι η πορεία της ρεφορμιστικής αριστεράς, από την αρχή του 20ου αιώνα ήδη, έχει δείξει πού οδηγεί αυτή η ιστορία). Θα συμφωνήσουμε, ωστόσο, ότι η χρήση του εκάστοτε λόγου διαμορφώνει και την αντίστοιχη πολιτική υποκειμενικότητα. Εκεί που κάποιοι βλέπουν κράτη, κάποιοι άλλοι βλέπουν σχέσεις. Εκεί που κάποιοι βλέπουν πρόσωπα, κάποιοι άλλοι βλέπουν ανθρώπους. Το προς τα πού θα γύρει η ζυγαριά, μένει να το δούμε.

Υποσημειώσεις:

[1] «Σημειώσεις για λέξεις, εικόνες και κοινότητες», μία έκδοση της Ομάδας Βιβλιοθήκης της Φάμπρικα Υφανέτ, Ιούνης 2016

[2] Δεν είναι η πρώτη φορά που, σαν συλλογικότητα, καταπιανόμαστε με το θέμα του αντιιμπεριαλισμού. Ενδεικτικά βλέπε «… την είδα απόψε λαϊκά…», Τυφλοπόντικας #01 ή ακόμα καλύτερα την έκδοση «Ένας είναι ο εχθρός» (2007).

[3] Ξεφεύγει και από τους σκοπούς του κειμένου, αλλά και από τις γνώσεις μας, μία αναλυτική αναφορά σε όλα τα στάδια από τα οποία πέρασε η αντιαμερικανική ιδεολογία μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Αρκούμαστε, μέχρι στιγμής, σε μία συνοπτική καταγραφή των στιγμών εκείνων που έδωσαν στην εν λόγω ιδεολογία τα βασικότερα χαρακτηριστικά της.

[4] Ενδεικτικά ο Ριζοσπάστης στην 42η επέτειο ίδρυσης του Ε.Α.Μ. κυκλοφορεί με τίτλο (28.09.1983) «Τότε οι Γερμανοί, σήμερα οι Αμερικανοί» (από την αρχή των μνημονίων, θα προσθέσουμε εμείς, «ξαναμανά οι Γερμανοί»).

[5] Το Δόγμα Truman διατυπώθηκε το 1947 από τον τότε πρόεδρο των Η.Π.Α., Harry Truman, και είχε σαν σκοπό την αποτροπή της ένταξης Ελλάδας και Τουρκίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, κάτι που οδήγησε στην ένταξη τους στο Ν.Α.Τ.Ο. πέντε χρόνια αργότερα. Θεωρούμε σημαντικό να σημειώσουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι σε αντίθεση με τις συνήθεις αριστερές μυθολογίες περί «αμερικανοκρατίας», εμείς προκρίνουμε μία ανάγνωση της ιστορίας που λέει ότι ο όποιος εξωτερικός παρεμβατισμός πάντα συνέβαινε σε κοινή σύμπλευση με τους εσωτερικούς συσχετισμούς που είχε επιτύχει (ή σκόπευε να επιτύχει) η  ντόπια αστική τάξη.

[6] Με το όνομα «Κόκκινη Προβιά» έχει γίνει γνωστό το σκέλος εκείνο της νατοϊκής επιχείρησης “Stay behind” (που είχε στηθεί με σκοπό την εμπόλεμη αντίδραση σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί επιχειρούσαν να καταλάβουν χώρες του δυτικού μπλοκ) που έδρασε στην Ελλάδα.

[7] Έθνος, 17.10.1983, σ.14

[8] Σχετικά με τη σύγκλιση αριστεράς και δεξιάς στον αντιαμερικανισμό, είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Philippe Roger για το γαλλικό αντιαμερικανισμό, ο οποίος εμφανίζει επίσης διακομματικό και διαπαραταξιακό χαρακτήρα. Εκεί, παρατηρείται ένα παράδοξο το οποίο έχει να πει πολλά για την εργαλειακότητά του: η Γαλλία δεν συγκρούστηκε ποτέ με τις Η.Π.Α. σε κάποια πολεμική αναμέτρηση και δεν ανέπτυξε σχέση εξάρτησης. Παρόλα αυτά, στη Γαλλία ο αντιαμερικανισμός είναι εντονότερος απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η έννοια του Αμερικανού εχθρού είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα ισχυρή παρά την απουσία μίας πολεμικής σύγκρουσης των δύο πλευρών ή κάποιου σαφούς γεγονότος που θα πυροδοτούσε τη γέννηση μιας τέτοιας τάσης και θα την έτρεφε.

[9] Παρ’ όλα αυτά κι αυτή η πλευρά έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον να αναλυθεί, αν μη τι άλλο γιατί πολλές φορές δείχνει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που δείχνουν οι διάφορες θεωρίες εξάρτησης (βλέπε κεφαλαιακή επέκταση της Ελλάδας στα Βαλκάνια τη δεκαετία του ’90, η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. τη δεκαετία του ’80, η απόφαση του ελληνικού κράτους να αποχωρήσει [έστω και για ένα διάστημα] από το Ν.Α.Τ.Ο. όταν ένιωσε τα συμφέροντα του στο Αιγαίο να συγκρούονται με αυτά των συμμάχων της, η χρήση του κουρδικού ζητήματος ως πίεση προς την Τουρκία τη δεκαετία του ‘90 κ.ά.).

Βιβλιογραφία:

Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης #35

Επιστήμη και Κοινωνία #28

Θέσεις #02

Θέσεις #09

Κατσαρός Στέργιος (2000), Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης, Μαύρη Λίστα

Σημειώσεις της Στέπας #04

Συλλογικό (2005), Εισηγήσεις των ανοικτών συνελεύσεων των μητροπολιτικών συμβουλίων, χειμώνας 2004-καλοκαίρι 2005

Συλλογικό (2007), “ένας είναι ο εχθρός…”-έθνος, αντιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα, Ομάδα ενάντια στον εθνικισμό-Κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ

Συλλογικό (2011), Τα μυστικά του βούρκου (β μέρος: 1922-1974), εκδόσεις Αντισχολείο

Συλλογικό (2015), Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, εκδόσεις Θεμέλιο

Συλλογικό (2016), Σημειώσεις για λέξεις, εικόνες και κοινότητες, Ομάδα Βιβλιοθήκης της Φάμπρικα Υφανέτ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *