Χρόνος, πειθαρχία κι ο πόλεμος εναντίον τους

«Να κηρύξουμε τον πόλεμο στον χρόνο!», διακήρυττε μία περίεργη αφίσα στους τοίχους της Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο του 2019. Κι αν κάποιοι απόρησαν με την επιλογή ενός τέτοιου συνθήματος (αντί ενός πιο συνηθισμένου τύπου «να πάρουμε πίσω τον κλεμμένο χρόνο»[1]), τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φαντάζονται: πίσω από το συγκεκριμένο σύνθημα, δεν κρύβεται τίποτα άλλο από την ίδια την καθημερινή ζωή –και τις συγκρούσεις που αυτή εμπεριέχει. Ο «πόλεμος στον χρόνο» είναι η αντίσταση ενάντια στην εντατικοποίηση και το άγχος των υφιστάμενων ρυθμών ζωής· η αμφισβήτηση των γονεϊκών, αλλά και προσωπικών, προσδοκιών που στριμώχνονται ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει»· ο αγώνας ενάντια στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας και τον μαρασμό του ελεύθερου, δημιουργικού χρόνου. Ο «πόλεμος στον χρόνο» είναι μία κουβέντα για το ίδιο το κίνημα, την πολιτικοποίηση και πώς αυτή εκλαμβάνεται σε σχέση με τις απαιτήσεις της ηλικίας των υποκειμένων, μία συζήτηση για το νόημα της επανάστασης της καθημερινής ζωής σ’ αντιπαράθεση μ’ ένα αιώνιο «μετά» της αριστεράς.

Κομμάτι της προσπάθειας ώστε ν’ ανοιχτούν με συστηματικό τρόπο τα παραπάνω ζητήματα, ήταν και η εκδήλωση «Χρόνος, πειθαρχία κι ο πόλεμος εναντίον τους» που διεξήχθη στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ τον Φλεβάρη του 2020. Η ημερομηνία λογικά θα μείνει στην ιστορία –κι αυτό όχι λόγω της συγκεκριμένης εκδήλωσης φυσικά. Όπως γνωρίζουμε όλοι και όλες, λίγες μόλις μέρες μετά εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι ζωές των περισσότερων από εμάς (αν όχι όλων) ν’ αλλάξει σε τρομακτικό βαθμό. Αποτελεί τραγική ειρωνία, ότι τη μία μέρα συζητάγαμε θεωρητικά περί χρόνου, εργασίας, πειθαρχήσεων κλπ, και την επόμενη ήρθαμε αντιμέτωποι με αυτό που κάποιοι ονόμασαν «παύση» του χρόνου, κι άλλες «fast forward», με την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση που έμοιαζαν να επαναπροσδιορίζουν τις έννοιες του «ελεύθερου» χρόνου, του 8-ώρου και του διαλείμματος, καθώς και μ’ ένα σωρό άλλους καινούριους κανονισμούς και διατάξεις που επανανοηματοδότηταν την εργασιακή και διαπροσωπική μας συμπεριφορά, την υποκειμενική μας αντίληψη για το χρόνο κ.ά. Έναν ολόκληρο χρόνο μετά, η (προφορική) εισήγηση της συγκεκριμένης εκδήλωσης και η συζήτηση που ακολούθησε ίσως και να μοιάζουν ξεπερασμένες από την ίδια την πραγματικότητα, μιας κι αυτές περιορίστηκαν σε συγκεκριμένες θεματικές, όπως το πώς και για ποιους λόγους ιστορικά άλλαξε η αντίληψη των ανθρώπων για τον χρόνο –εστιάζοντας κυρίως στη μετάβαση από τον κυκλικό στον γραμμικό χρόνο που γνωρίζουμε όλοι σήμερα, στα πλαίσια της μετάβασης, δηλαδή, στο σημερινό, βιομηχανικό, καπιταλιστικό μοντέλο. Γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη της βιομηχανικής[2] κοινωνίας έφερε και μία βαθιά αναδιάρθρωση των εργασιακών συνηθειών –καινούριες πειθαρχίες, καινούρια κίνητρα, καινούριοι ρόλοι. Αυτό που θέλαμε να εξετάσουμε πριν έναν χρόνο ήταν το σε ποιο βαθμό όλα τα παραπάνω συνδέονται με τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χρόνο. Πώς αυτό επηρέασε την πειθαρχία στους εργασιακούς χώρους αλλά και υπόρρητα τις καθημερινές δραστηριότητες. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μία ελαφρώς επεξεργασμένη εκδοχή της εισήγησης της εκδήλωσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αλλαγές που έφερε ο Covid-19 στις ζωές μας – κάτι που, από τη μία, μπορεί να το κάνει ελλιπές μέχρι ένα σημείο, από την άλλη, μπορεί να είναι η αφορμή που χρειαζόμαστε, ώστε στο άμεσο μέλλον να ξαναπιάσουμε το ζήτημα κι από άλλες σκοπιές…

Ξεκινώντας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτό που χαρακτήριζε παλιότερα κοινωνικά σύνολα, ήταν η αντίληψη ενός κυκλικού, και όχι γραμμικού χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, αν με την έννοια του γραμμικού (ή αφηρημένου) χρόνου εννοούμε μία ανεξάρτητη μεταβλητή που συνεχώς προοδεύει ομοιόμορφα (μία ακολουθία σταθερών μονάδων), ο κυκλικός χρόνος έχει στη βάση του μία εξαρτημένη μεταβλητή· εξαρτημένη από διάφορες συναρτήσεις γεγονότων: επαναλαμβανόμενους φυσικούς κύκλους (μέρες, σεληνιακοί κύκλοι, εποχές), περιοδικότητες (ο κύκλος των ποιμενικών εργασιών, το λεγόμενο «ρολόι – κοπάδι»), έργα ή διαδικασίες της ανθρώπινης ζωής (π.χ. τα αγροτικά ή και οικιακά καθήκοντα) κλπ. Πρωταρχικό ρόλο θα παίξoυν οι καθορισμοί που επιβάλλουν οι ρυθμοί της φύσης: ο ρυθμός των παλιρροιών για τους ψαράδες και όσους έπρεπε να ταξιδέψουν στη θάλασσα[3], οι βροχοπτώσεις για τους αγρότες, οι ζωικοί αναπαραγωγικοί μήνες για τους κτηνοτρόφους.

Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας αποτέλεσε και ο ιδεολογικός μηχανισμός της θρησκείας –κι αυτό μ’ έναν διττό τρόπο. Από τη μία (και μιλώντας σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο) πρέπει ν’ αναφερθούμε στις λεγόμενες «κανονικές ώρες» της εκκλησίας (horae canοnicae), δηλαδή εκείνον τον τρόπο μέτρησης του χρόνου που βασιζόταν πάνω στις διάφορες εκκλησιαστικές λειτουργίες και τα κατάλοιπά του φαίνονται ακόμα και σήμερα[4]. Στα μεσαιωνικά μοναστήρια, για παράδειγμα, η χρονική πειθαρχία ήταν πολύ αυστηρή: οι μοναχοί δίνανε μεγάλη έμφαση στην ακρίβεια, ώστε να οργανώνουν τις προσευχές και τις εργασίες τους, τις ώρες του φαγητού και του ύπνου, κι αυτό φαίνεται, ότι μακροπρόθεσμα έπαιξε κι έναν ρόλο στη βελτίωση των τεχνικών μέτρησης του χρόνου. Από την άλλη, η εγκαθίδρυση της θρησκευτικής (και ειδικά της χριστιανικής) αφήγησης στον δυτικό κόσμο είχε ως αποτέλεσμα και την υιοθέτηση για πρώτη φορά της γραμμικής αντίληψης του χρόνου. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια από πλευράς της χριστιανικής θεολογίας, ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνδέσεις με το παρελθόν, διεκδικώντας τη συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προσδίδοντάς της στοιχεία αιωνιότητας, για να νομιμοποιηθεί η θρησκευτική εξουσία στο παρόν. Σημαντικότερο διακύβευμα, ωστόσο,  αποτέλεσε η κυριαρχία στο μέλλον μέσω στης χριστιανικής εσχατολογίας και της εγκαθίδρυσης σχημάτων προσμονής ενός καλύτερου μέλλοντος, με τελικό ορίζοντα την ημέρα της κρίσης. Η πίστη, δηλαδή, στο παρόν ενισχύεται μέσω της υπόσχεσης ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα εκπληρωθεί η διαρκής προσμονή της  δευτέρας παρουσίας, της μεταθάνατον ζωής, της αποκάλυψης, του παραδείσου κλπ, δομώντας, έτσι, μία γραμμική αντίληψη του χρόνου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, θα πρέπει ν’ ανοίξουμε μία παρένθεση:

Σε διάφορες από τις περιπτώσεις, στις οποίες αναφερόμαστε, υπήρχε ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στο «κοσμικό» ημερολόγιο και το ημερολόγιο της εξουσίας (και δη της θρησκευτικής εξουσίας). Από τη στιγμή που η πολιτική εξουσία έπρεπε να συνδεθεί/ταυτιστεί με τη θρησκευτική εξουσία, έγινε απαραίτητο να κωδικοποιηθούν και οι ήδη – υπάρχοντες μύθοι, να κατασκευαστεί, δηλαδή, μία γενεολογική αλυσίδα που συνέδεε κατευθείαν τον βασιλιά με τον μυθικό προπάτορα. Έτσι, γεννήθηκαν οι «ιστορίες των βασιλέων» (η πρώτη μορφή γραπτής ιστορίας) και ο χρόνος έγινε μία υπερβατική αρχή, κωδικοποιημένος σε κανόνες, με την έννοια ότι, από τη μία, νομιμοποιούσε την κάθε εξουσία (δηλαδή έδινε μία ιδεολογική στήριξη σ’ αυτούς που εμφανίζονταν ως οι αυθεντίες της γνώσης, οι κάτοχοι της ιστορίας), κι από την άλλη,  ρύθμιζε την καθημερινή ζωή π.χ. θεσπίζοντας κανόνες, ώστε ο κάθε θεός ή επί γης αφέντης να λατρεύεται με τον σωστό τρόπο, στο σωστό μέρος, τη σωστή χρονική στιγμή. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι θεσμοί που διατηρούν την εξέλιξη αυτού του χρόνου, διαχειρίζονται κάτι που αφήνει σχεδόν αμετάβλητο το υπόβαθρο της κοινωνίας, καθώς ο χρόνος της εξουσίας είναι διαχωρισμένος από άλλους τρόπους συλλογικής οργάνωσης του χρόνου που επικρατούσαν με την επαναλαμβανόμενη αναπαραγωγή της βάσης της κοινωνικής ζωής. Κλείνει η παρένθεση.

Η κοινή συνισταμένη σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, και σημαντικός διαφοροποιητικός παράγοντας σε σχέση με σήμερα, είναι ότι, αν σήμερα πιστεύουμε ότι τα διάφορα γεγονότα εμφανίζονται μέσα στον χρόνο, τότε υπήρχε μία αντίληψη ότι τα γεγονότα είναι αυτά που δομούν και καθορίζουν το χρόνο –γεγονότα που μπορούσαν να περάσουν στη συλλογική μνήμη και επηρεάζαν και την καθημερινή ζωή. Οι διάφορες τοπικές γιορτές και τα πανηγύρια, η τέλεση των θρησκευτικών  καθηκόντων, η παρατήρηση των φυσικών φαινομένων και η σύνδεση τους με τις καθημερινές ασχολίες, ήταν στοιχεία που όχι μόνο προσδιόριζαν χρονικότητες, αλλά είχαν τη δύναμη να διαμορφώνουν το ίδιο το πλαίσιο αναφοράς – τον κόσμο γύρω μας[5]. Έτσι, υπήρχε «καλός» και «κακός» χρόνος, «ιερός» και «μη ιερός», η ρύθμιση και μέτρηση του οποίου επηρεαζόταν άμεσα από την επίδραση μίας σειράς χρονικών σημείων, που σηματοδοτούσαν την τέλεση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.

Ένα δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω περιπτώσεων, είναι ότι ο χρόνος μετριόταν σε μεταβαλλόμενες, και όχι σταθερές, μονάδες, από την άποψη ότι αυτός οριζόταν σύμφωνα με τη διάρκεια της ημέρας, που με τη σειρά της καθοριζόταν από την ανατολή και τη δύση του ηλίου –στιγμές μεταβλητές ανά την εποχή. Αυτός ο τρόπος μέτρησης του χρόνου, δηλαδή με μεταβλητές μονάδες, κυριαρχούσε και ήταν κοινό γνώρισμα στην αρχαία Ελλάδα και τη ρωμαϊκή περίοδο, στον ισλαμικό κόσμο και την Ινδία ή την Κίνα, καθώς και στη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι και τον 14ο αιώνα –όταν και ο γραμμικός χρόνος ως ιστορικό φαινόμενο αρχίζει να κυριαρχεί, με τα πρώτα δημόσια ρολόγια σε εκκλησίες και πλούσιες πόλεις να σηματοδοτούν αυτήν τη μετάβαση.

Το ερώτημα που θέλουμε να εξετάσουμε στην προκειμένη, είναι γιατί γεννήθηκε αυτή η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της έννοιας του χρόνου. Κι εδώ, λοιπόν, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε εξετάζοντας τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων: πιο συγκεκριμένα, η ιστορική καταγωγή της γραμμικής έννοιας του χρόνου θα πρέπει να αναζητηθεί στην προϊστορία του καπιταλισμού (τον ύστερο Μεσαίωνα[6]) και να ιδωθεί σε συνάφεια με την εξάπλωση των καθορισμένων από το εμπόρευμα κοινωνικών σχέσεων και της μισθωτής εργασίας –γεγονότα που το καθένα με τον τρόπο του συνετέλεσε στην ανάπτυξη της αστικής ακρίβειας και της ορθολογικοποίησης της καθημερινής ζωής.

Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει μία σημαντική παρατήρηση σ’ αυτό το σημείο: η εξάπλωση και η ηγεμονία των ρολογιών και της πειθαρχίας τους δεν ήταν η αιτία της εμφάνισης του γραμμικού χρόνου –αυτός  δεν οφειλόταν στην τεχνολογική ανάπτυξη. Μάλλον το αντίθετο συνέβη: η ίδια η εμφάνιση του μηχανικού ρολογιού πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα σε μία κοινωνική διαδικασία –την οποία με τη σειρά της ενδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό, βέβαια. Με άλλα λόγια, ισχυριζόμαστε ότι τέτοιου είδους αλλαγές πρέπει να κατανοούνται κοινωνικά και όχι ως ένα απλό, «ουδέτερο» αποτέλεσμα της τεχνολογίας ή της επιστημονικής εξέλιξης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που άπτεται του θέματος μας, μας βοηθάει να καταλάβουμε περισσότερο αυτό το σημείο: η Κίνα, σ’ αντίθεση με τη μεσαιωνική Ευρώπη, είχε εφεύρει από νωρίς ένα σύστημα υδρορολογιών που μπορούσαν να μετρήσουν σταθερές, και όχι μεταβλητές, ώρες. Ακόμη, μηχανικά ρολόγια από τη Δύση εισήχθησαν στην Κίνα στα τέλη του 16ου αιώνα. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις η γνώση και η τεχνική αυτή αφορούσαν αποκλειστικά την αυτοκρατορική αυλή (θεωρούνταν ακόμη και κάτι σαν «παιχνίδια») και δεν είχαν καμία κοινωνική επίδραση στην οργάνωση της καθημερινής ζωής –δεν είχαν καμία πρακτική σημασία. Ούτε η ζωή, ούτε η εργασία στην Κίνα οργανώθηκαν πάνω στη βάση σταθερών χρονικών μονάδων ή δεν κατέληξαν να οργανωθούν έτσι εξαιτίας της εισαγωγής του μηχανικού ρολογιού. Αυτό έγινε πολύ αργότερα για άλλους λόγους. Μία αντίστοιχη περίπτωση ισχύει και για την Ιαπωνία: ακόμα και μετά την εισαγωγή του μηχανικού ρολογιού, οι Ιάπωνες κατάφεραν να το τροποποιήσουν, ώστε αυτό να δείχνει τις παραδοσιακές, μεταβλητές ώρες. Η υιοθέτηση, τελικά, των σταθερών ωρών στα τέλη του 19ου αιώνα, ήρθε ως αποτέλεσμα ενός συνολικότερου προγράμματος που προσπάθησε να προσαρμόσει τη χώρα οικονομικά, κοινωνικά και επιστημονικά στο καπιταλιστικό μοντέλο.

Τι συνέβη, λοιπόν, στην Ευρώπη την περίοδο που μελετάμε; Ποιο ήταν το καινούριο μοντέλο και πώς κυριάρχησε επί του παλιού;

Πρώτα απ’ όλα, αυτό που συνέβη ήταν μία αλλαγή κυριαρχίας. Αναφέραμε πριν ότι τα πρώτα μέρη που χρησιμοποίησαν ευρέως τις δυνατότητες του ρολογιού για να οργανώσουν με πειθαρχία την καθημερινή ζωή (για διαφορετικούς λόγους το καθένα) ήταν οι πόλεις και τα μοναστήρια. Ωστόσο, το σύστημα των σταθερών ωρών που γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκε μόνο στις πόλεις, με την εκκλησία να ενδιαφέρεται μεν για τη μέτρηση του χρόνου, αλλά χωρίς να έχει σκοπό να αλλάξει το παλιό σύστημα των μεταβλητών («κανονικών») ωρών. Οι πόλεις, από την άλλη πλευρά, καμία ανάγκη δεν είχαν για τη διατήρηση αυτού του συστήματος, κι έτσι μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν πλήρως την εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού εισάγοντας ένα νέο σύστημα ωρών. Μπορούμε να πούμε, δηλαδή, ότι αυτή η αλλαγή συνδέεται με τη μετάβαση από μία εκκλησιαστική σε μία αστική διαίρεση του χρόνου· από το χρόνο της εκκλησίας στο χρόνο των εμπόρων –μία αλλαγή που συνδέεται με την άνθιση της ανερχόμενης αστικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές πόλεις οι καινούριοι πύργοι – ρολόγια ανεγέρθηκαν απέναντι από τα καμπαναριά των εκκλησιών, συμβολοποιώντας έτσι τη βίαιη απόσπαση της ηγεμονίας που μέχρι τότε ανήκε στην εκκλησία, από μία νέα κοινωνική τάξη που έπαιρνε σιγά – σιγά τον πολιτικό, αλλά και κοινωνικό, έλεγχο των πόλεων. Γιατί όταν λέμε ότι αυτή η νέα μορφή χρόνου εδράζεται στις νέες, εμπορευματικές κοινωνικές σχέσεις, δεν εννοούμε μόνο την εμπορευματική παραγωγή (για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω), αλλά και την εμπορευματική κυκλοφορία (οργάνωση των δικτύων, διάρκεια των ταξιδιών, οργάνωση της καθημερινότητας γενικά κλπ.). Κάποιοι από τους ρόλους των δημόσιων ρολογιών, για παράδειγμα, ήταν να χτυπάνε κάθε βράδυ στις 20:00 και κάθε πρωί στις 04:00, ώστε ο εργαζόμενος πληθυσμός να καταλαβαίνει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να αποσύρεται και να ξυπνάει προς όφελος μίας υγιούς οικιακής οικονομίας και μεγαλύτερης εργασιακής απόδοσης –σ’ αντίθεση μ’ ό,τι γινόταν μέχρι τότε που η εργασιακή ημέρα οριζόταν από την ανατολή και τη δύση του ηλίου. Άλλες φορές σηματοδοτούσαν το άνοιγμα και το κλείσιμο διαφόρων αγορών, ανήγγειλαν διάφορες συναθροίσεις, σηματοδοτούσαν τη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας ή την ώρα μετά από την οποία απαγορευόταν το σερβίρισμα αλκοόλ κλπ.

Αλλά ας εστιάσουμε στον παράγοντα που διαμόρφωσε τον τρόπο αντίληψης του χρόνου όσο κανένας άλλος –αυτόν της μισθωτής εργασίας. Μέχρι τότε, ο κυρίαρχος τρόπος μέτρησης του χρόνου σε αγροτικές ή χωριάτικες και οικιακές βιοτεχνίες ήταν ένας τρόπος μέτρησης «με βάση τη δουλειά που πρέπει να γίνει». Μία βασική παρατήρηση γι’ αυτόν τον τρόπο αντίληψης του χρόνου, είναι ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «εργασία» και «καθημερινή ζωή» δεν ήταν τόσο έντονος –αυτά εμπλέκονταν. Η εργάσιμη μέρα μπορούσε να επιμηκυνθεί ή να επιβραδυνθεί ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ η σύγκρουση ανάμεσα στο «δουλεύω» και το «περνάω τη μέρα μου» δεν εμφανιζόταν τόσο έντονη. Σκιαγραφείται, δηλαδή, ένας ακανόνιστος ρυθμός παραγωγής, χωρίς συγχρονισμό, γεγονός που προκαλούσε τους θρήνους των ηθικολόγων και των ορθολογιστών του 17ου και 18ου αιώνα[7]. Από εκεί προέρχεται και η συνήθεια εκείνων που ήταν κύριοι της δραστηριότητάς τους να εναλλάσουν τη σκληρή δουλειά με την απραξία, εκεί γεννιέται η έφεση στην τεμπελιά και το χουζούρι, ο θεσμός της Τσαγκαροδευτέρας, η επιμονή στον εορτασμό λαϊκών ή θρησκευτικών γιορτών που ήταν η αφορμή για απόδραση από την εργασία κλπ. Μιλάμε, δηλαδή, για μία αντίσταση στην εργασιακή και χρονική πειθαρχία, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα λαϊκά έθιμα, τα παιχνίδια και οι γιορτές ήταν τα πρώτα πράγματα που δέχτηκαν την κατά μέτωπο επίθεση από τους εξυμνητές της εργασίας[8].

Όλα τα παραπάνω μπαίνουν σε βαθιά κρίση από τη στιγμή που κάνει την εμφάνιση του ο μισθωτός εργάτης. Παρ’ όλο που για κάποια χρόνια και σε κάποιες περιοχές, μεγαλοκαλλιεργητές ακόμη μετρούσαν τη δουλειά που περίμεναν από τους μισθωτούς τους σε «ημέρες», γρήγορα έγινε κατανοητό ότι ένας ακριβής υπολογισμός είχε ανάγκη μία όλο και πιο λεπτομερή χρονική κατάτμηση. Εδώ, πλέον, ο χρόνος γίνεται χρήμα, ο εργοδότης πρέπει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο των εργαζομένων κι αυτός να μην χαραμίζεται, γιατί το καθοριστικό δεν είναι η δουλειά που πρέπει να γίνει, αλλά η ίδια αξία του χρόνου. Ο χρόνος δεν «περνάει», πλέον, αλλά ξοδεύεται, και οι μισθωτοί αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα ποιο μέρος του χρόνoυ αφιερώνεται στα αφεντικά τους και ποιο για τους ίδιους. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από εκείνη τη στιγμή η μετακίνηση προς τις σταθερές χρονικές μονάδες ήταν δυνητικά παρούσα· από τη στιγμή, δηλαδή, που η σταθεροποιημένη και κανονικοποιημένη εργάσιμη μέρα (αποσυνδεδεμένη πια από τον ημερήσιο κύκλο) συστάθηκε ιστορικά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πρώτες μεγάλες, βιομηχανικές ενδυματοπαραγωγικές μονάδες του 14ου αιώνα, σηματοδοτούσαν μία τομή. Αυτές οι βιομηχανίες δεν παρήγαγαν πρωταρχικά για την ντόπια αγορά, όπως οι περισσότερες μεσαιωνικές «βιομηχανίες», αλλά (μαζί με τη βιομηχανία μετάλλου) ήταν οι πρώτες που μπλέχτηκαν στην παραγωγή μεγάλης κλίμακας για εξαγωγή. Οι τεχνίτες που αναφέραμε πρωτύτερα πουλούσαν ό,τι παρήγαγαν, αλλά στην υφαντουργία π.χ. υπήρχε πλέον ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους εμπόρους υφασμάτων (που διένειμαν το μαλλί στους εργάτες, συγκέντρωναν τα φτιαγμένα ενδύματα από τους τελευταίους και τα πουλούσαν) και στους εργάτες, πολλοί από τους οποίους ήταν καθαροί μισθωτοί, κατέχοντας μόνο την εργατική τους δύναμη.

Τότε είναι που για πρώτη φορά (κι ακριβώς λόγω του αναβαθμισμένου ρόλου που κατέχει πλέον η παραγωγικότητα στις εργοστασιακές μονάδες) η εργασιακή διαδικασία αναγκάζεται να πειθαρχηθεί και να κανονικοποιηθεί και με εργαλείο τον χρόνο, το ρολόι. Όσο για το πώς κατάφεραν τα αφεντικά να επιβάλλουν αυτήν την «υγιή οικονομία χρόνου» στα εργοστάσια και τα εργαστήρια; Σ’ αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιήθηκε μία πλειάδα τρόπων όπως τα μισθολογικά κίνητρα, το χτύπημα της κάρτας, ο χρονομέτρης, η βία του επιστάτη, η μηχανολογική αναδιάρθρωση κ.ά. Το ίδιο δημιουργικοί, βέβαια, στάθηκαν και όσοι ήταν προορισμένοι να υπομείνουν όλα τα παραπάνω, όπως μαρτυρά και το παρακάτω άρθρο – απόσπασμα από τη Διάταξη για την Επίβλεψη των Νόμων των Χυτηρίων Crowley του 17ου αιώνα:

Μετά από πληροφορίες ότι ορισμένοι υπάλληλοι ήταν τόσο ανέντιμοι ώστε να κάνουν το ρολόι που χτυπάει τη λήξη της δουλειάς να πηγαίνει μπροστά με τη βοήθεια βαριδίων, και να κάνουν το ρολόι που χτυπάει την ώρα που ξαναπιάνουν δουλειά να πηγαίνει πίσω με τη βοήθεια άλλων βαριδίων, […] δια τούτο διατάσσω, κανένα πρόσωπο, για κανένα λόγο, να μη παίρνει υπ’ όψη του κανένα άλλο ρολόι τοίχου ή χεριού εκτός από το ρολόι του Επιστάτη[9].

Ξεχωριστό ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν όχι μόνο οι τρόποι με τους οποίους επιβλήθηκε αυτή η πειθαρχία, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους αυτή εσωτερικεύτηκε από τα υποκείμενα. Με άλλα λόγια, ισχυριζόμαστε ότι οι άνθρωποι πριν βρουν τα χρήματα ν’ αγοράσουν ρολόγια, είχαν ήδη αποκτήσει ένα εσωτερικό, ηθικό ρολόι. Κι ανοίγοντας αυτήν τη συζήτηση, δεν μπορεί κανείς να μη μιλήσει για τη λεγόμενη πουριτανική ηθική. Μία ηθική που λειτούργησε ως επιταχυντικός συντελεστής για την εμφάνιση του καπιταλισμού, βοηθώντας τόσο στην ποιοτική διαμόρφωση του, όσο και στην ποσοτική εξάπλωση του.

Αυτό που κατάφερε να κάνει ο προτεσταντισμός (αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι και το στοιχείο της ιδεολογίας μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στη μετατόπιση αντιλήψεων και τρόπων συμπεριφοράς), ήταν να μεταφέρει το μοναχικό ασκητισμό στην καθημερινή ζωή –μέσω της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ατόμου προς τον κόσμο. Μέχρι τότε, η έννοια του επαγγέλματος (εάν υπήρχε τέτοια), ο καθημερινός μόχθος, η «βιοπάλη», ήταν υλικά πράγματα, μη πνευματικά, ουδέτερα, αν όχι απόδειξη ματαιδοξίας ή και πανουργίας σε κάποιες περιπτώσεις. Με τον προτεσταντισμό η εργασία πλέον συστήνεται ως μία εξωτερική έφραση της αδελφικής αγάπης· ένα μέσο το οποίο όχι μόνο λειτουργεί προληπτικά για τυχόν πειρασμούς, αλλά μετατρέπεται σε ειδικό, μοναδικό σκοπό της ζωής γενικά.

Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πουριτανική ηθική εκφράστηκε με δύο τρόπους: στην πρώτη περίπτωση, λειτούργησε ως μία υπενθύμιση της σύντομης διάρκειας της επίγειας ζωής και της βεβαιότητα για την έσχατη κρίση –συνδέοντας, με λίγα λόγια, την τεμπελιά, την άνεση και την ηδονή με τα καζάνια της κόλασης. Σ’ αντίθεση με τον καθολικισμό (στον οποίο υπήρχε η δυνατότητα συγχώρεσης, άφεσης αμαρτιών και ανακούφισης), ο προτεσταντισμός καταδίκαζε τον άνθρωπο σε μία ανελέητη μοίρα, η οποία δεν υποσχόταν καμία ανταμοιβή για ώρες απερισκεψίας ή αδυναμίας. Μερικές «καλές πράξεις» δεν μετρίαζαν τη ζωή του, το χρέος του ήταν μια ζωή καλών πράξεων συνδυασμένων με συστηματικό τρόπο. Ο κύκλος «αμαρτία – μετάνοια – τιμωρία – ανακούφιση», αντικαθίσταται από  μία συνεπή, ρυθμιστική μέθοδο που διαλύει τον απρογραμμάτιστο και ασυστηματοποίητο χαρακτήρα της ζωής[10].

Ο δεύτερος τρόπος ήταν οι πιο ωμές και άμεσες παραινέσεις για τη σωστή διαχείριση του χρόνου, δηλαδή μονότονη και ανιαρή ηθικολογία. Δεν επιτρέπεται ο εφησυχασμός της ιδιοκτησίας, η χαλάρωση, η απόλαυση του πλούτου που συνοδεύεται από οκνηρία και τους πειρασμούς της σάρκας, αλλά αν κανείς θέλει να ελπίζει για τη χάρη του θεού, πρέπει να δρα συνεχώς, χωρίς σπατάλη χρόνου. Η ζωή είναι πολύ μικρή κι ακριβή, μας λέει ο προτεσταντισμός, ώστε να ξοδεύεται σε πολυτέλειες ή σε περισσότερο ύπνο απ’ ό,τι χρειάζεται –όλα αυτά είναι απόλυτα καταδικαστέα, γιατί σε κάθε χαμένη ώρα χάνεται και εργασία για τη δόξα του θεού[11].

Κλείνοντας αυτήν την επισκόπηση της καταγωγής της σημερινής έννοιας του χρόνου, αξίζει να επιχειρήσουμε να συνδέσουμε αυτήν τη (φαινομενικά, ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος) συζήτηση με το τώρα. Και η αλήθεια είναι ότι η αναδρομή που μόλις κάναμε, μας δίνει αρκετά εφόδια για κάτι τέτοιο.

Αναφέραμε πριν, όταν διαπραγματευόμασταν τον ακανόνιστο ρυθμό παραγωγής που χαρακτήριζε τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ότι η διάκριση μεταξύ «ελεύθερου» και «μη ελεύθερου» χρόνου ήταν κάτι άγνωστο, ότι η εναλλαγή μεταξύ της απραξίας και του μόχθου έμοιαζε κάτι το φυσικό, κι ότι ο πολύπλευρος χαρακτήρας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ήταν μία αναγκαία συνθήκη, όταν ο καταμερισμός της εργασίας ακόμα δεν είχε πάρει τις διαστάσεις που έχει σήμερα. Με την ορθολογικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, όλα τα παραπάνω τέθηκαν υπό αμφισβήτηση: ο διαχωρισμός της ημέρας σε εργάσιμη ή μη αυστηροποιήθηκε και κανονικοποιήθηκε, οι καθημερινές, συλλογικές ασχολίες τεμαχίστηκαν και εξατομικεύτηκαν, και το σταθερό ωράριο έγινε η νέα έννοια που καθόριζε με συστηματικό τρόπο τον χρόνο «απασχόλησης» των εργαζομένων. Κι όμως, μήπως οι παραπάνω περιγραφές φαντάζουν «ουτοπία» για ένα σημαντικό μέρος των εργαζομένων τα τελευταία (πολλά) χρόνια; Αν αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι ούτως ή άλλως για την πλειοψηφία των γυναικών ο χρόνος στο σπίτι είναι απλά ο χρόνος υλοποίησης της εργασίας της αναπαραγωγικής σφαίρας[12], μήπως δεν βιώνουμε πολλοί και πολλές από εμάς, εδώ και καιρό, μία «επιστροφή» (αυτήν την φορά, όμως, με τους όρους που θέτουνε και συμφέρουνε τα αφεντικά) στην εργασιακή μη κανονικότητα, τα «σπαστά» ωράρια και τις πληρωμές «με το κομμάτι»; Δεν περιγράφουμε τίποτε άλλο από αυτό που κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες παλιότερα ονομάσανε επισφάλεια[13], προσπαθώντας να ορίσουνε εκείνες τις εργασιακές συνθήκες που ξανακάνουνε τη διάκριση ανάμεσα στη «δουλειά» και τη «ζωή» όλο και πιο δυσδιάκριτη. Αυτή τη φορά, όχι γιατί εμείς επιλέγουμε το πότε και για ποιον θα δουλέψουμε και πότε θα ξεκουραστούμε, αλλά επειδή υπάρχει ο εκβιασμός του να δουλεύεις part-time, να είσαι σπίτι σου και παρ’ όλα αυτά να πρέπει να βρίσκεσαι σε μία συνεχή εγρήγορση γιατί το κινητό μπορεί να χτυπήσει κι αυτό να σημαίνει «δουλειά», η σύμβαση σου να λέει ότι πληρώνεσαι για «αυτό» και για «εκείνο» και παρ’ όλα αυτά το αφεντικό σου να απαιτεί να κάνεις και το «άλλο» και το «παράλλο».

Πάνω σ’ αυτό, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί το εξής: πριν εισαχθούν τα συγκεκριμένα εργασιακά μοντέλα ως απάντηση των αφεντικών στους μαζικούς εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του ’70, από την πλευρά της απείθαρχης νεολαίας κάτι τέτοιο ήταν το ζητούμενο. Μία από τις μορφές εξέγερσης του νεανικού προλεταριάτου εκείνης της εποχής ήταν ακριβώς ο χλευασμός της βιασύνης και της αξίας που έδιναν στον χρόνο οι γονείς τους, η άρνηση της εργασιακής ασφάλειας και της «σταθερής και μόνιμης δουλειάς», η ανάπτυξη των ιδεών περί αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου κλπ[14]. Φυσικό ήταν να μην αργήσουν να εμφανιστούν και τα ιδεολογήματα εκείνα που, στηριζόμενα στην άποψη ότι η ιδεολογία της ηθικής της εργασίας συνέβαλε (ως ένα βαθμό, τουλάχιστον) στο να ξεπεράσει τη σπάνη του παρελθόντος ο βιομηχανοποιημένος κόσμος, ήλπιζαν ότι αυτή η ηθική που δίνει αξία στον χρόνο θα καταρρεύσει αυτόματα όταν το βιοτικό επίπεδο (προφανώς, ενός συγκεκριμένου μέρος της κοινωνίας) ξεπεράσει έναν α’ βαθμό. Ιδεολογήματα που σαρώθηκαν από την πραγματικότητα τα επόμενα χρόνια, όταν κομμάτια αυτών των νεολαιίστικων αρνήσεων κατάφεραν να ανανεώσουν με δραματικό τρόπο βιομηχανίες διασκέδασης, να γεννήσουν μαζικές κουλτούρες και ιδεολογίες, να ντύσουν νέα καταναλωτικά πρότυπα μ’ έναν αέρα ριζοσπαστικότητας και τζάμπα επανάστασης κλπ.

Το πρόβλημα, στην προκειμένη, έγκειται στο εξης: το ζήτημα δεν είναι πώς θα καταναλώσουμε τον περισσευούμενο/ελεύθερο χρόνο μας, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε με τις ζωές μας, εάν μας δινόταν αυτός ο -μη διευθυνόμενος από άλλους- χρόνος. Εάν συνεχίζουμε να δίνουμε στον χρόνο αυτήν την αξία χρήσης, τότε πολύ εύκολα θα καταλήξουμε να αναζητάμε λύσεις για το πώς αυτός μπορεί να αξιοποιηθεί με τους τρόπους που περιγράψαμε λίγες γραμμές πιο πάνω. Αν, από την  άλλη, αρνηθούμε αυτήν τη λειτουργική χρήση του χρόνου, τότε ανοίγονται μπροστά μας κάποιοι άλλοι δρόμοι: δρόμοι που οδηγούνε σε μέρες που γεμίζουν τα κενά τους με πιο πλούσιες κοινωνικές και συντροφικές σχέσεις, με διαδικασίες αυτοαξιοποίησης κ.ά.

Ένας ακόμη παράγοντας που ανοίγει αυτήν τη συζήτηση μεταξή παρελθόντος και παρόντος, αφορά το ζήτημα της εσωτερίκευσης της πειθαρχίας. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα αφεντικά στις περιόδους που ερευνήσαμε, ήταν εκείνοι οι πληθυσμοί που, ενώ προλεταριοποιούνταν βίαια και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δυσκολεύονταν να υιοθετήσουν μία εργασιακή ηθική και πειθαρχία λόγω άλλων σχέσεων (κοινωνικών) που υπερτερούσαν: μιλάμε για ανθρώπους, για παράδειγμα, των οποίων οι δεσμοί με τις οικογένειες και τα χωριά τους ήταν πολύ στενοί, με αποτέλεσμα μόνο μερικά και αποσπασματικά να αισθάνονται ότι «εμπλέκονται» στη ζωή του εργοστασίου. Κι αν μία τέτοια εικόνα μας φαίνεται αρκούντως ρομαντική και μακρινή, ας μην απομακρυνθούμε ιδιαίτερα (χρονικά και τοπικά) από το σήμερα: το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι ίσχυε και για όσες προλεταριακές γειτονιές είχανε ξεμείνει κατά τη δεκαετία του ’70 στη γειτονική Ιταλία. Τα κινήματα αυτομείωσης που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο, δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εάν δεν υπήρχε ο συνδυασμός δύο σημαντικών παραγόντων: εργατικές επιτροπές από τη μία (που αρνούνταν να κόψουν το ρεύμα σε νοικοκυριά που αφήνανε απλήρωτους λογαριασμούς), συνελεύσεις γειτονιάς από την άλλη (που αρνούνταν συλλογικά να πληρώσουν τα αυξημένα τιμολόγια)[15]. Αυτοί οι «δύο κόσμοι», όμως, δεν ήταν ξένοι μεταξύ τους, αλλά μέρη ενός αδιαίρετου συνόλου: οι εργαζόμενοι που δούλευαν στα Μ.Μ.Μ. ή τις εταιρείες ηλεκτρισμού, ήταν τα ίδια άτομα που μετά το σχόλασμα της βάρδιας τους θα γυρνουσαν στις ίδιες γειτονιές με τους συναδέλφους τους, οι «μπαταχτσήδες» ήταν γνώριμα πρόσωπα από τα διπλανά διαμερίσματα και οι ζωντανές μνήμες των συλλογικών αντιστάσεων ακόμα δεν είχαν δώσει τη θέση τους στην κοινωνική αμνησία της εξατομίκευσης και των ατομικών προσδοκιών – πράγμα που έκανε και πολύ πιο εύκολη τη σύνδεση και ανάπτυξη αγώνων σε διάφορα κοινωνικά πεδία. Ένα διακύβευμα, δηλαδή, που βλέπουμε, είναι πώς θα αποδομήσουμε πρώτα απ’ όλα εμείς οι ίδιοι στις συνειδήσεις και τα μυαλά μας αυτήν την πειθαρχία, τον ανταγωνισμό, την ταύτιση με την επιτυχία και την εργασία που μας επιφυλάσσει αυτός κόσμος. Προφανώς, μία «επιστροφή στο παρελθόν» είναι εκτός συζήτησης –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καλούμαστε κι εμείς να συνθέσουμε από την αρχή στοιχεία που μπορεί να έχουν αναφορές από το παλιό κι από το καινούριο, από μία μνήμη, αλλά κι από σχέδια. Αν κάποια στιγμή μάθαμε να ξοδεύουμε μεθοδικά την ενεργητικότητα μας και να καταπιέζουμε την ικανότητα μας να αφαιρούμαστε με τον πιο αυθόρμητο τρόπο, είναι ένα διακύβευμα το πώς θα αποκτήσουμε ξανά αυτήν την ικανότητα.

Βιβλιογραφία

Berneri, C (2017), Ο χριστιανισμός και η εργασία, Ελευθεριακή Κουλτούρα

Debord, G (2010), Η κοινωνία του θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη

Polcaro, V.F. (2013), The concept of time, from Palaeolithic to Newtonian physics (άρθρο)

Postone, M (2020), Αφηρημένος χρόνος, κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ

Thompson, E.P. (2018), Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

Weber, M. (2006), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Gutenberg

Λιάκος, Α. (2011), Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία, Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Εκδόσεις Πόλις.

Πολάνυι, Κ. (2007), Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες

Τόμσον, Ε.Π. (1994), Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Νησίδες

[1] Αυτή η επιλογή δεν έγινε τυχαία. Η διαφοροποίηση των δύο συνθημάτων κατά κάποιον τρόπο δηλώνει και μία άτυπη διαφορά ανάμεσα στην αντίσταση στον χρόνο και στην αντίσταση στον περιορισμό του χρόνου. Όπως θα δούμε και παρακάτω στο κείμενο, αυτή η διαφοροποίηση συμβολίζει και μία ιστορική μετατόπιση στην ίδια την κίνηση των προλετάριων: από μία αρχική, συνολική άρνηση της αντίληψης του αστικού χρόνου, στους μετέπειτα αγώνες για τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας – αφού η κυριαρχία της πειθαρχίας του χρόνου ήταν πλέον κάτι αδιαμφισβήτητο πάνω στις ζωές τους.

[2] Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ πολλοί συνηθίζουν να δίνουν σε έννοιες τύπου «εκβιομηχάνιση» κλπ. μία ουδέτερη, αποκλειστικά τεχνολογική σημασία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για διαδικασίες κοινωνικές, που περιλαμβάνουν τρόπους διακυβέρνησης, σχέσεις ιδιοκτησίας, θρησκευτικούς θεσμούς κ.ά. Αυτό που μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε, στην προκειμένη, δεν είναι οι αλλαγές στις κατασκευαστικές τεχνικές που έφεραν αλλαγές στο συγχρονισμό της εργασίας και στον τρόπο μέτρησης του εμπειρικού χρόνου, αλλά το πώς οι άνθρωποι έζησαν αυτές τις αλλαγές, πώς αντιστάθηκαν ή αποδέχτηκαν αυτήν τη μετάβαση.

[3] Σε μία μαρτυρία του 1845 διαβάζουμε ότι το Δικαστήριο του Ναυαρχείου λειτουργούσε διαρκώς «γιατί οι ξένοι, οι έμποροι και οι ναυτικοί γενικά είχαν να κάνουν με τους ανέμους και τις παλίρροιες και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν, χωρίς βαριές απώλειες και χωρίς σοβαρές καταστροφές, σε αυστηρά καθορισμένα ωράρια λειτουργίας των δικαστηρίων» (Ε.Π. Τόμσον “Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός”, Νησίδες, 1994). Bλέπουμε, δηλαδή, πώς η διευθέτηση του κοινωνικού χρόνου σ’ ένα λιμάνι ακολουθούσε τους ρυθμούς της θάλασσας.

[4] Βλέπε, για παράδειγμα, τις ώρες των ακολουθιών στην ορθόδοξη εκκλησία (1η, 3η , εσπερινός κλπ.) ή τον τρόπο μέτρησης του 24ώρου στο Άγιο Όρος που ακόμα ακολουθεί τη βυζαντινή ώρα, η οποία σηματοδοτείται από την ανατολή και τη δύση του ηλίου και μετακινείται ανά την εποχή.

[5] Σήμερα θεωρείται αυτονόητο ότι την άνοιξη έρχονται τα χελιδόνια ή ότι οι σολωμοί μεταναστεύουν το φθινόπωρο. Η προσέγγιση που περιγράφουμε στο κείμενο, θα έκανε μία κρίσιμη αντιστροφή: η άνοιξη έρχεται όταν έρχονται τα χελιδόνια, και έχουμε φθινόπωρο επειδή βλέπουμε τους σολωμούς να ανεβαίνουν το ποτάμι.

[6] Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι μπορεί να λέμε ότι ο γραμμικός χρόνος εμφανίστηκε στον ύστερο Μεσαίωνα, αλλά αυτός γενικεύτηκε πολύ αργότερα. Όχι μόνο η αγροτική ζωή συνέχισε να κυβερνάται από τους ρυθμούς των εποχών, αλλά ακόμα και στις πόλεις, ο γραμμικός χρόνος αφορούσε μόνο τις ζωές των εμπόρων και τον (σχετικά μικρό για αρκετά χρόνια) αριθμό των μισθωτών. Επιπλέον, να έχουμε υπόψη και ότι ο γραμμικός χρόνος παρέμεινε τοπικός χρόνος για αιώνες – το ότι μεγάλες περιοχές μοιράζονται τον ίδιο χρόνο είναι μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη. Γενικά η εξέλιξη και παγίωση του γραμμικού xρόνoυ ως η κυρίαρχη μορφή χρόνου είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη και παγίωση του καπιταλισμού ως μορφή ζωής. Έγινε όλο και περισσότερο επικρατούσα, όσο η εμπορευματική μορφή γινόταν η κυρίαρχη δομική μορφή της κοινωνικής ζωής στο πέρασμα των χρόνων. Χαρακτηριστικό, επίσης, αποτελεί ότι την περίοδο της νεωτερικότητας ο καθορισμός του χρόνου υπόκειται σε διακρατικές ρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα οι ζώνες ώρας ή το θερινό/χειμερινό ηλιοστάσιο, οι οποίες απαιτούν μία αρκετά διευρυμένη συνεννόηση με σκοπό αφενός τη ρύθμιση του χρόνου ή της ώρας, αλλά και τον συντονισμό όλων των ανθρώπων σε ένα ενιαίο σύστημα μέτρησης. Όσον αφορά το τελευταίο, μπορούμε επιπλέον να παρατηρήσουμε την πλήρη αυτοματοποίηση της ρύθμισης της ώρας, μέσω του αυτόματου – διαδικτυακού συγχρονισμού των τηλεφώνων και λοιπών συσκευών μας, η οποία συνεπάγεται πλέον την αδυναμία να ξεγλιστρήσουμε από τον χρόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ότι πλέον δικαιολογίες όπως «το ρολόι μου πάει πίσω» για να αργήσουμε στη δουλειά ή το μάθημα μοιάζουν βγαλμένες από άλλη εποχή.

[7] Τον Οκτώβριο του 1782, εκτός από την ύφανση δούλευε και στον θερισμό και στο αλώνισμα. Τις βροχερές μέρες, ύφαινε οχτώμιση με εννιά γυάρδες· […] στις 23, δουλεύει «έξω» μέχρι τις 3, υφαίνει δυο γυάρδες πριν το ηλιοβασίλεμα, και «το βράδυ μπαλώνει το σακάκι του». Στις 24 Δεκμβρίου, «ύφανα δυο γυάρδες πριν από τις 11, στοίβαξα τα κάρβουνα, καθάρισα το ταβάνι και τους τοίχους της κουζίνας και άπλωσα την κοπριά μέχρι τις 10 το βράδυ». […] στις 18 Ιανουαρίου 1783, διαβάζουμε: «Δούλεψα στο χτίσιμο ενός στάβλου για ένα μοσχάρι· έπειτα, βρήκα τα κλαδιά τριών δέντρων που έκλειναν το δρόμο, τα κόψαμε και τα πουλήσαμε σήμερα στον Τζων Μπλάγκμπρο». Αυτά έγραφε στο ημερολόγιο του ένας μεθοδιστής, κτηματίας υφαντής το 1782 (τα αποσπάσματα πάρθηκαν από το Ε.Π. Τόμσον, «Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός», Νησίδες, 1994).

[8] Σ’ αυτό σημείο, μία απαραίτητη διευκρίνιση: με την αναδρομή αυτή που κάνουμε, δεν θέλουμε να δείξουμε ότι ένας τρόπος ζωής είναι προτιμότερος από κάποιον άλλον, ή ότι και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες οι άνθρωποι δεν υπόκεινταν σε άλλες πειθαρχίες· έμφυλες, ηλικιακές, οικογενειακές, θρησκευτικές. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι, ότι όλες αυτές οι αλλαγές ήταν πεδία συγκρούσεων. Δεν ήταν απλά ένα ζήτημα τεχνολογικών αναδιαρθρώσεων, αλλά ζητήματα εκμετάλλευσης και αντίστασης στην εκμετάλλευση. Τέτοιες διαδικασίες υποβόσκουν καμουφλαρισμένες κάτω από τις ονομασίες «ανάπτυξη», «πρόοδος» κλπ.

[9] Ε.Π. Τόμσον «Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός» (Νησίδες, 1994).

[10] Ένας φρόνιμος και έξυπνος χριστιανός θα πρέπει να τακτοποιεί τις δουλειές του με τέτοια τάξη, ώστε κάθε μια να έχει την καθορισμένη θέση της και το σύνολο να μοιάζει μ’ ένα ρολόι ή μ’ έναν οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό, όπου όλα πρέπει να δουλεύουν καλά και να βρίσκονται στη θέση τους, εξηγούσε ο Οδηγός του Χριστιανού το 1673 (Ε.Π. Τόμσον «Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός», Νησίδες, 1994).

[11] Που έχουν, όμως, το μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι, και από τι μέταλλο είναι φτιαγμένη η σκληρή καρδιά τους, ώστε να μπορούν να παίζουν και να χαραμίζουν αυτόν τον Χρόνο, αυτόν τον τόσο σύντομο χρόνο, αυτόν τον αναντικατάστατο χρόνο που τους δόθηκε για να εξασφαλίσουν την αιώνια σωτηρία της ψυχής τους;, αναρωτιότανε ο ίδιος Οδηγός που αναφέραμε πριν (ό.π.).

[12] Εδώ δεν εννοούμε τίποτα διαφορετικό από τη φροντίδα των παιδιών, το διάβασμα για το σχολείο τους, το μαγείρεμα γι’ αυτά και τον σύζυγο, μέχρι και το να βάζεις πλυντήριο 12:00 το βράδυ γιατί έχει πιο φτηνό ρεύμα. Βλέπουμε ότι η οικιακή εργασία, ως άμισθη εργασία που εκτελείται ως επί το πλείστον από τα γυναικεία υποκείμενα, προσομοιάζει πολύ έντονα στην κατάσταση της επισφάλειας. Ουσιαστικά δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, μεταξύ υποχρέωσης και επιλογής, μιας και η ρευστοποίηση του χρόνου και η διαρκής εργασία είναι σύμφυτη με την ύπαρξη της αναπαραγωγικής εργασίας.

[13] Πριν αρκετά χρόνια, είχε γίνει μία συστηματική προσπάθεια από συντρόφους και συντρόφισσες στην πόλη της Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο) να αναλυθεί και να επικοινωνηθεί το ζήτημα των επισφαλών εργασιακών σχέσεων μέσα από το σχηματισμό συλλογικοτήτων, την οργάνωση εκδηλώσεων και την έκδοση έντυπου λόγου. Όποιος/όποια ενδιαφέρεται, μπορεί να τσεκάρει: το 4ο τεύχος της επιθεώρησης Τα Μάτια του Πλήθους με γενικό τίτλο «Επισφάλεια?», την μπροσούρα «Εργασία, κίνημα στα πανεπιστήμια, επισφάλεια» της Συνέλευσης Ενάντια στην Επισφάλεια που κυκλοφόρησε το 2007, το περιοδικό Στάση που κυκλοφόρησε συνολικά 4 τεύχη την περίοδο ’08 – ‘10, καθώς και διάφορα κείμενα της επιθεώρησης Black Out. Επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και το βιβλίο του Αμπντέλ Μαμπρουκί, «Η γενιά της επισφάλειας», που εκδόθηκε συλλογικά από τις ομάδες Βιβλιοφρικάριος, Το Ρεπό, Σωματείο Σερβιτόρων και Μαγείρων, Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου και Νομάδες Αντιρροής το 2007. Βλέπε και https://precarity.blogspot.com/.

[14] Μία από τις ιστορικές φιγούρες της ιταλικής αυτονομίας, ο Franco Berardi Bifo, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο αυτήν την αντιστροφή: Θυμάμαι πως μία από τις ισχυρές ιδέες του κινήματος της αυτονομίας τη δεκαετία του ’70 ήταν η ιδέα ότι «η επισφάλεια είναι καλό πράγμα». Η επισφαλής εργασία είναι μια μορφή αυτονομίας από τη σταθερή και μόνιμη εργασία, που κρατά μια ζωή. Τη δεκαετία του ’70 πολλοί άνθρωποι συνήθιζαν να δουλεύουν για λίγους μήνες, μετά να ταξιδεύουν, και να ξαναγυρνούν για λίγο στη δουλειά. Αυτό ήταν δυνατό την εποχή της σχεδόν πλήρους απασχόλησης και μιας γενικότερης εξισωτικής κουλτούρας. Αυτή η κατάσταση επέτρεψε τους ανθρώπους να δουλεύουν για δικό τους συμφέρον και όχι για το συμφέρον του κεφαλαίου, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να λειτουργήσει για πάντα. Έτσι η νεοφιλελεύθερη επίθεση της δεκαετίας του ’80 θα αντέστρεφε το συσχετισμό δυνάμεων.

Η απορρύθμιση και η ελαστικοποίηση της εργασίας ήταν το αποτέλεσμα και η αντιστροφή της αυτονομίας των εργατών. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι πρέπει να γίνει σήμερα, στην εποχή της πλήρως ελαστικοποιημένης εργασίας, πρέπει να καταλάβουμε πως επετεύχθη η καπιταλιστική ιδιοποίηση της κοινωνικής επιθυμίαςΕπισφάλεια?», Τα Μάτια του Πλήθους #04, 2006).

[15] Για μία ενδεικτική ματιά στα πεπραγμένα του κινήματος της ιταλικής αυτονομίας, βλέπε Ομάδα Βιβλιοθήκης Φάμπρικα Υφανέτ «Φαντάσου ένα κίνημα» (2015). Συγκεκριμένα για τα κινήματα αυτομείωσης: Πρωτοβουλία από κατάληψη Κτήματος Πραποπούλου «Το σπίτι των κλεφτών-Τρία κείμενα για το κίνημα της αυτομείωσης στην Ιταλία τη δεκαετία του ‘70» (2009) και κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ «Εμπειρίες από το κίνημα αυτομείωσης στην Ιταλία την δεκαετία του ‘70» (2010).

Η κατασκευή των μεταναστών ως απειλή για την εθνική ασφάλεια

Προκειμένου να κατανοήσουμε τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί για τους χιλιάδες μετανάστες και τις μετανάστριες που βρίσκονται ή προσπαθούν να περάσουν από/στην Eλλάδα, θα πρέπει να σταθούμε σε κάποια σημεία που θεωρούμε κομβικά, επειδή καταφέρνουν να συμπυκνώσουν τις αλλαγές που συντελούνται στο πέρασμα του χρόνου.  Άλλωστε, έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που μιλήσαμε μέσα από αυτό το έντυπο για το λεγόμενο «μεταναστευτικό», οπότε μία συνοπτική περιοδολόγηση κρίνεται αναγκαία, γνωρίζοντας, φυσικά, ότι είναι δύσκολο να αποφύγουμε τα χρονικά μπρος – πίσω.

Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τη διαδοχή του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ στην κρατική ηγεσία.  Παρότι, ήδη από τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι κατευθύνσεις στην κρατική διαχείριση των μεταναστών, θα λέγαμε πως η κυβέρνηση της ΝΔ επιτάχυνε τις εξελίξεις και αυτό είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί. Όσο μας ενδιαφέρει δηλαδή, να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε τη συνέχεια του κράτους, παρά τις αλλαγές στο πολιτικό προσωπικό, άλλο τόσο προσπαθούμε να έχουμε τη διαύγεια να αναγνωρίζουμε τις μετατοπίσεις που αυτές σηματοδοτούν. Προτιμάμε, λοιπόν, να μην οχυρωθούμε πίσω από μια επίφαση αντικρατισμού που διακηρύττει ότι «τίποτα δεν άλλαξε – ο εχθρός είναι ακόμα εδώ», αλλά να ερευνήσουμε πώς ένα νέο καθεστώς ενσωματώνει την κριτική στο προηγούμενο.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που επιδίωξε η κυβέρνηση της ΝΔ, ήδη προεκλογικά, ήταν να ταυτίσει τον μεταναστευτικό πληθυσμό με μια εν δυνάμει απειλή για την εθνική ασφάλεια[1]. Αυτή η  ρητορική δεν αποτελεί κάτι καινούριο, αντιθέτως, θα λέγαμε, ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιδεολογικής φαρέτρας κάθε έθνους – κράτους που σέβεται τον εαυτό του. Αξίζει, όμως, να αναλυθεί για άλλη μια φορά, ακριβώς επειδή η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να επενδύσει κεντρικά σε αυτή, καθιστώντας την το βασικό επικοινωνιακό σχήμα, στη βάση του οποίου θα δικαιολογούσε την πολιτική της. Πέρα, όμως, από το να προοικονομεί την κρατική πολιτική, το σχήμα αυτό παρουσιάζει έξτρα ενδιαφέρον, γιατί την ίδια στιγμή, αντανακλά τη συντηρητική μετατόπιση που συντελείται κοινωνικά.

Η ταξική πάλη ως ριζικά ανασφαλής διαδικασία

Σε αυτό το σημείο και προκειμένου να προχωρήσουμε, προϋποτίθεται μια μίνιμουμ συμφωνία:  όταν το κράτος μιλάει για ασφάλεια, εννοεί την ομαλή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Το πρόβλημα που καλείται να διαχειριστεί είναι ότι η διαδικασία αυτή είναι εγγενώς ανασφαλής, καθώς προκύπτει από την ταξική πάλη, τη διαρκή σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Στη σύγκρουση αυτή δεν υπάρχει προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Και οι δύο πλευρές προσπαθούν συνεχώς να διασφαλίσουν τους καλύτερους δυνατούς όρους για την αναπαραγωγή τους, με την έκβαση των γεγονότων να παραμένει συνεχώς ανοιχτή. Αυτή η ενδεχομενικότητα, ο χώρος δηλαδή για το απρόβλεπτο, είναι που μπαίνει στο στόχαστρο της κρατικής πολιτικής της ασφάλειας. Αυτό που προσπαθεί να εξαλείψει, είναι η πιθανότητα να προκύψει μια τάση αμφισβήτησης της καπιταλιστικής σχέσης.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η διαχείριση της ανασφάλειας δεν αποτελεί ένα πρόβλημα μόνο απ΄ την πλευρά του κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού. Αντιθέτως, ορίζει και τους δύο πόλους της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας. Πέρα από την αβεβαιότητα των αφεντικών για τα κέρδη τους και το άγχος των κυβερνήσεων για την εφαρμογή της πολιτικής τους, ορίζει και τη διαβίωση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Το αίσθημα της ανασφάλειας είναι κοινωνικά διαδεδομένο και αποτυπώνεται σε διάφορες όψεις της καθημερινότητας.  Πολλοί είναι αυτοί, που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει, αν θα έχουν ή αν θα μπορέσουν να βρουν δουλειά για να τα βγάλουν πέρα, να πληρώσουν νοίκια κλπ. Την ίδια στιγμή η μοναξιά κυριαρχεί, οι φίλοι αποξενώνονται και οι υποχρεώσεις πληθαίνουν.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ανάγκη των υποκειμένων για ένα αίσθημα σταθερότητας και σιγουριάς είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Όσο αυτό το αίσθημα δυσκολεύεται να παραχθεί μέσα από τις κοινότητες αγώνα, την αμεσότητα και την αλληλεγγύη, οι περισσότεροι στρέφονται στο κράτος προκειμένου να το εκπληρώσει, καθώς αυτό γίνεται αντιληπτό ως εκφραστής του «γενικού συμφέροντος».  Αυτή η απώλεια/εκχώρηση του ελέγχου των ανθρώπων πάνω στους όρους διαβίωσης τους, συμβάλει στην εμφάνιση της πολιτικής σφαίρας ως διαχωρισμένης από την υπόλοιπη κοινωνία αλλά και ως το μέρος όπου μπορούν να επιλυθούν τα προβλήματα που δημιουργούνται στην κοινωνική/ οικονομική ζωή.  Στη σφαίρα αυτή, το κράτος αναγνωρίζει τα άτομα ως αφηρημένα αστικά υποκείμενα και παρουσιάζει τις μεταξύ τους ανταγωνιστικές σχέσεις και την ανισότητα που δημιουργείται, ως σχέσεις ελεύθερης ανταλλαγής και τυπικής ισότητας απέναντι στον νόμο. Κάπως έτσι, το αρχικό διακύβευμα, αυτό της δημιουργίας ενός αισθήματος σιγουριάς και σταθερότητας μέσα στην συγκρουσιακή συνθήκη αναπαραγωγής του καπιταλισμού, παύει να είναι κάτι που μπορεί να βρεθεί αναμεταξύ των ανθρώπων, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αλληλοσχετίζονται  και μετατρέπεται σε κάτι εξωτερικό και διαχωρισμένο από αυτούς, σε κάτι που πρέπει να επιβληθεί ή να παραχωρηθεί: στο καθεστώς «νόμος και τάξη» ή στο «δικαίωμα στην ασφάλεια».

Αυτό που δεν αλλάζει, όμως, είναι το γεγονός ότι οι παροχές του κράτους (η πρόνοια, τα δικαιώματα κλπ) είναι συγκεκριμένες, δε φτάνουν για όλους. Ο καπιταλισμός συνεχίζει να παράγει συνεχώς πληθυσμούς που περισσεύουν. Τα ίδια τα δικαιώματα προϋποθέτουν τη διάκριση ανάμεσα σε δικαιούχους και μη: προκειμένου κάποιοι να τα απολαμβάνουν, κάποιοι άλλοι πρέπει να αποκλείονται. Ο φόβος για τον Άλλο εμφανίζεται, σε αυτό το σημείο, μεσολαβημένος από την πρόσβαση στο κράτος και την προστασία του. Η μεσολάβηση αυτή μεταφράζεται σα μια ένταση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό του πληθυσμού, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο τους φυλετικούς διαχωρισμούς. Κάπως έτσι, οι ντόπιοι είναι καχύποπτοι απέναντι στους μετανάστες γιατί «τους παίρνουν τα επιδόματα», αποτελούν βάρος για το δημόσιο σύστημα υγείας, η αναπαραγωγή τους συνολικά αποτελεί μεγάλο κόστος για τους φορολογούμενους, «δεν χωράνε» κλπ. Τα επιχειρήματα αυτά αποδεικνύουν με τον πιο κυνικό τρόπο, ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει αντιληφθεί ότι «η πίτα δεν φτάνει για όλους» και είναι αποφασισμένο να κάνει τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει. Ο προσανατολισμός του κοινωνικού αιτήματος για ασφάλεια προς το κράτος επιφέρει τη σταδιακή εθνικοποίηση του ζητήματος. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι που θα αποκλειστούν και θα στοχοποιηθούν ως υπεύθυνοι, είναι οι μετανάστες και οι μετανάστριες.

Οι ρατσιστικές επιτροπές κατοίκων και το συμφέρον τους

Αν μας ενδιαφέρει να δούμε λίγο πιο προσεκτικά τις διεργασίες εθνικοποίησης που συντελούνται στο κοινωνικό πεδίο, θα πρέπει αναγκαστικά να σταθούμε στις δεκάδες ρατσιστικές επιτροπές κατοίκων που αντέδρασαν στο πλάνο μετεγκατάστασης μεταναστών στην ενδοχώρα. Ποιοι είναι, λοιπόν, όλοι αυτοί που βγήκαν να διαδηλώσουν κατά των μεταναστριών στα νησιά και αλλού και τι τους κινητοποιεί; «Το χρήμα!» είναι η ενστικτώδης απάντηση. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι αυτός ο κόσμος κινείται γύρω από το χρήμα κι αυτή η διαπίστωση δε λέει ποτέ ψέματα. Έτσι και δω, μοιάζει να συλλαμβάνει ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Μικρά και μεγάλα αφεντικά, ξενοδόχοι, επιχειρηματίες και τοπικοί άρχοντες βγαίνουν στους δρόμους ωρυόμενοι προκειμένου, είτε να διαπραγματευτούν με το κράτος για περισσότερα κονδύλια «στήριξης της τοπικής κοινωνίας», είτε για να φοβερίσουν τους μετανάστες να δουλέψουν για ψίχουλα, είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, να διασφαλίσουν ότι οι εικόνες των εξαθλιωμένων μεταναστριών δε θα υποτιμήσουν το τουριστικό προϊόν που προσφέρουν.

Για όλους αυτούς, λοιπόν, τα κίνητρα είναι ξεκάθαρα και οι σκοποί γνωστοί. Το ερώτημα, όμως είναι, τι δουλειά έχει δίπλα τους η ταλαιπωρημένη ντόπια εργατική τάξη; Μήπως δε βλέπει ότι η υποτίμηση των μεταναστ(ρι)ών που παζαρεύεται, θα συμπαρασύρει στον πάτο και την αξία της δικιά της εργατικής δύναμης; Πρόκειται για έλλειψη συνείδησης ή για προδοσία; Ή μήπως δεν υπήρχαν εργάτες στις συγκεντρώσεις; Για να θέσουμε το ερώτημα αλλιώς, αυτό που μας απασχολεί είναι: Γιατί σε κάποιους το υλικό συμφέρον παρουσιάζεται μπροστά τους ως τέτοιο, καθαρά και ξάστερα, ενώ σε κάποιους άλλους εμφανίζεται παραμορφωμένο ως ιδεολογία; Προκειμένου να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο τι απαντήσεις προσφέρει στους ανθρώπους η κοινότητα του έθνους, αλλά και το πώς συγκροτείται αυτή η κοινότητα.

Έχουμε ισχυριστεί και στο παρελθόν ότι, πέρα από προπαγάνδα των αφεντικών και εργαλείο επιβολής της κοινωνικής ειρήνης από τη μεριά του κράτους, η εθνική ιδεολογία αποτελεί για πολλούς, ένα καταφύγιο σιγουριάς και σταθερότητας μέσα στο συγκρουσιακό και επισφαλές περιβάλλον αναπαραγωγής της ταξικής κοινωνίας. Από τη μία, λοιπόν,  η τραυματική εμπειρία των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων προκύπτει άμεσα από την καθημερινότητα  των υποκειμένων. Από την άλλη, τα στηρίγματα που αναζητούν κατασκευάζονται μέσα στο πέρασμα των χρόνων, με τρόπο που αποκρύπτει την ιστορία τους.  Η «γλώσσα που μιλάμε», ο «κοινός μας πολιτισμός», η αίσθηση της εντοπιότητας και τα «σύνορά μας»  κρύβουν από πίσω τους διωγμούς πληθυσμών και απαγορεύσεις, τη βία της πρωταρχικής συσσώρευσης και τη διάλυση κοινοτήτων για την καλύτερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Αυτές οι καπιταλιστικές λειτουργίες, μέσω της συνεχούς επανάληψης καταλήγουν να αντικειμενοποιούνται και να εμφανίζονται στην επιφάνεια της κοινωνικής ζωής σαν να ήταν από πάντα εκεί, σα να προέκυψαν «φυσικά». Μια σειρά από «αυτονόητα συμπεράσματα»  και «αυτοεκπληρούμενες αλήθειες» που μας διαχωρίζουν από / αποκλείουν τους Άλλους και κυκλοφορούν ανάμεσα μας με την μορφή της λαϊκής γνώσης, αποτελούν την πρώτη ύλη για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Το ότι «μας παίρνουν τις δουλειές» ή ότι «ο μεγαλέξανδρος ήταν έλληνας»  μοιάζει με  κάτι που, υποτίθεται, το ξέρουν όλοι κι αυτό αρκεί. Μέσα στα χρόνια κάποιες νέες αφηγήσεις έρχονται να αντικαταστήσουν κάποιες παλιές και να προστεθούν δίπλα στις σταθερές: σήμερα, είναι λίγοι αυτοί που ακόμα ισχυρίζονται πως οι λευκοί έχουν μεγαλύτερο εγκέφαλο από τους σκουρόχρωμους και περισσότεροι αυτοί που θεωρούν ότι οι δεύτεροι «δεν πλένονται αρκετά».

Θα λέγαμε λοιπόν πως οι παραπάνω αφηγήσεις δεν συνιστούν απλά ψέματα που δημιούργησε το κράτος και τα αφεντικά για να μας παραπλανήσουν (αν και συμμετέχουν ενεργά στη διάδοση και την αναπαραγωγή τους), αλλά είναι προϊόν της συνολικής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές εμφανίζουν συνεχώς τα αποτελέσματα τους ως προϋποθέσεις τους, δημιουργώντας ένα υπόστρωμα από κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες που προδιαθέτουν τη σκέψη και τις επιλογές των ανθρώπων.

Γιατί τα λέμε, όμως, όλα αυτά; Γιατί επιμένουμε, ότι η εθνική ενότητα είναι παγίδα; Μήπως μας έχουν πιάσει ευαισθησίες για τους καημένους τους ρατσιστές; Σε αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι βρισκόμαστε αρκετά μακριά από προσεγγίσεις που αντιλαμβάνονται τον ρατσισμό ως στρέβλωση, προκατάληψη ή οπισθοδρομικό κατάλοιπο μιας, κατά τα άλλα, ουδέτερης οικονομίας που στοχεύει στην πρόοδο. Επίσης, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι η λύση στο πρόβλημα βρίσκεται στην «καλύτερη ενημέρωση των ρατσιστών», ούτε στην «επιμόρφωση των φασιστών». Ο ρατσισμός έχει πράγματι υλική βάση, αρκεί να μπορούμε να τη συλλάβουμε και πέρα από μια στενά εννοημένη «οικονομία». Στην προσέγγιση αυτή, θα πρέπει να μην υποτιμήσουμε το στάτους που αποκτούν τα άτομα μέσα από τη συμμετοχή τους στην κοινότητα του έθνους, εννοώντας, το συμβολικό κεφάλαιο που προκύπτει μέσα από την οριζόντια αλληλοαναγνώριση όσων λογίζονται ως ομοεθνείς. Ένα στάτους ικανό να ανασύρει τα άτομα από το περιθώριο της ασημαντότητας και της ανυποληψίας και να τους προσδώσει μια κάποια αναγνώριση και νόημα. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον ρόλο των μακεδονικών συλλαλητηρίων στη διαμόρφωση των (μετέπειτα) ρατσιστικών επιτροπών κατοίκων.

Από τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, στο κυνήγι μεταναστών

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που, πριν μερικά χρόνια, ισχυρίστηκαν ότι τα μακεδονικά συλλαλητήρια θα ξεφούσκωναν γρήγορα, διακρίνοντας σε αυτά έναν παροδικό τόνο. Ο ισχυρισμός αυτός θεμελιωνόταν στη διαπίστωση της απουσίας υλικών συμφερόντων που να συνέχουν τους συμμετέχοντες. Η κίνηση τους έγινε αντιληπτή ως «σκέτη ιδεολογία» και η εστίαση μετατοπίστηκε στις μεθοδεύσεις και την προπαγάνδα της -αντιπολιτευόμενης τότε- ΝΔ. Τα αίτια αναζητήθηκαν σε σκιώδεις φιγούρες, που κρύβονταν πίσω από τη διοργάνωση τους και «κινούσαν τα νήματα».  Παραμερίστηκε το γεγονός ότι πλήθος κόσμου κατέβαινε επίμονα στον δρόμο για καιρό, συγκρότησε σχέσεις εμπιστοσύνης, συγκρούστηκε με την αστυνομία, κατάφερε να αποσπάσει την κοινωνική νομιμοποίηση του «αντικαθεστωτικού» και απέκτησε μια κοινή ιστορία με τα δικά της σημεία αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, η εθνική κοινότητα συγκρότησε εκ νέου το πλαίσιο αναφοράς της και έκανε ευκολότερη την ταυτοτική της αναπαραγωγή. Ο ερμηνευτικός της χαρακτήρας, που εξηγεί τον κόσμο και τα δεινά του, συναρθρώθηκε με τον δεοντολογικό, που υποδεικνύει στα άτομα τι πρέπει να κάνουν, έως ότου η εθνική κοινότητα να αποκτήσει υλικές προεκτάσεις.  Σταδιακά, οι μητροπολιτικές μαζώξεις των ελληνόφρονων στα μεγάλα αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Αθήνα), που στόχευαν την κεντρική πολιτική σκηνή (Λευκός Πύργος, Βουλή), έδωσαν τη θέση τους σε διάσπαρτες μικρότερες επιτροπές κατοίκων, που συγκροτούνταν περισσότερο στη βάση του τοπικού (επαρχιακά χωριά, γειτονιές, σχολεία). Ο λόγος των συμμετεχόντων μετατοπίστηκε από μια πιο φαντασιακή σύλληψη του έθνους, που διεκδικούσε γενέτειρες αυτοκρατόρων και σύμβολα του παρελθόντος, σε μια πιο υλική, που μιλούσε για υποβάθμιση των γειτονιών, πλήγμα στον τουρισμό, κλεμμένες δουλειές και εγκληματικότητα[2].

Αυτό που παρατηρούμε, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια είναι μια εθνικοποίηση του κοινωνικού ζητήματος, αντίστοιχη με αυτήν που προηγήθηκε της εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνη την περίοδο, ήταν τα κινήματα αυτομείωσης που μετατράπηκαν σε επιτροπές για τη διαγραφή χρέους, η κριτική στην πολιτική ως διαχωρισμένη σφαίρα που εξέπεσε σε καταγγελία για την κακοδιαχείριση, η αμφισβήτηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων που κατέληξε σε προσκόλληση γύρω από την διακρατική κατανομή ισχύος, η ελπίδα που ντύθηκε ρεάλ πολιτίκ διαχείριση. Σήμερα, και ενώ η καπιταλιστική αναδιάρθρωση έχει κάμψει την αγωνιστική διάθεση του προλεταριάτου, η συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια άρχισε να κατευθύνεται πλέον ενάντια σε όποιον αμφισβητούσε τα βασικά στηρίγματα που παρείχαν μια αίσθηση σταθερότητας και συνοχής: στους μετανάστες που αλλοίωναν τον πολιτισμό μας, τους gay και τους περίεργους που υπονόμευαν την οικογένεια, όσες κλείνουν τους δρόμους διασαλεύοντας την τάξη, την Τουρκία που απειλεί την πατρίδα μας κλπ.

Από τον «υβριδικό πόλεμο» στον Έβρο, στις «υγειονομικές βόμβες» επί covid-19.
Διαδρομές της κρατικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής

 Αν το έδαφος για την αυστηροποίηση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής προλειάνθηκε μέσα από τη ρητορική της ασφάλειας, τα γεγονότα στον Έβρο και τα νησιά, που έλαβαν χώρα τον Φλεβάρη του ‘20, ήταν αυτά που επισφράγισαν σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο την αλλαγή της κρατικής διαχείρισης. Αναφερόμαστε στην κίνηση χιλιάδων μεταναστ(ρι)ών που προσπάθησαν να περάσουν στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας και την απάντηση του ελληνικού κράτους που έστειλε τον στρατό και την αστυνομία προκειμένου να την αναχαιτίσει.

Το τι συνέβη είναι λίγο – πολύ γνωστό. Στον Έβρο τα σώματα ασφαλείας μοίρασαν απλόχερα ξύλο και δακρυγόνα, ενώ πραγματοποίησαν δεκάδες επαναπροωθήσεις και τουλάχιστον 3 δολοφονίες[3]. Δίπλα τους βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές πολίτες που έσπευσαν να συνδράμουν στην υπεράσπιση των συνόρων: από ντόπιους ρατσιστές μέχρι οργανωμένους φασίστες και από κυνηγετικούς συλλόγους μέχρι επιχειρηματίες που διοργάνωναν συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης για τους «φαντάρους στα σύνορα». Την ίδια στιγμή «αγανακτισμένοι κάτοικοι» σε νησιά, όπου υπήρχαν camp μεταναστών, προχώρησαν σε πογκρομ, τραμπουκισμούς εργαζομένων σε δομές και συγκρούσεις με την αστυνομία, ζητώντας την απομάκρυνση των μεταναστριών. Από την πρώτη στιγμή, τα μήντια ενθάρρυναν το πολεμικό σκηνικό που στήθηκε και μέσα από την ασταμάτητη κάλυψη των γεγονότων οργάνωσαν και γιγάντωσαν το θέαμα της «υπεράσπισης της πατρίδας μας». Αυτό που δημιουργήθηκε στη δημόσια σφαίρα, ήταν ένα ασφυκτικό κλίμα εθνικής ομοψυχίας, μέσα στο οποίο τα περισσότερα κόμματα πήραν θέση υπέρ των στρατο-αστυνομικών επιχειρήσεων, στο όνομα της ασφάλειας του έθνους. Με αυτόν τον τρόπο, η βία κατά των μεταναστών νομιμοποιήθηκε ως η πιο ενδεδειγμένη πολιτική στάση και κάθε διαφορετική άποψη θάφτηκε κάτω από τις ιαχές του μίσους.

Φυσικά, όπως κάθε κρατικά οργανωμένο θέαμα, έτσι και αυτό, χρειαζόταν την κατάλληλη εικονοποιία προκειμένου να καταστεί εύληπτο κοινωνικά και να καθηλώσει τον ντόπιο πληθυσμό. Η εικονοποιία αυτή βρέθηκε τελικά, στην αναπαράσταση του εθνούς – κράτους ως σώμα και των μεταναστ(ρι)ών ως φορέων του covid-19[4]. Στα πλαίσια αυτής της αναπαράστασης, το έθνος – κράτος αποτελεί το υγιές σώμα, που μάχεται να εμποδίσει την είσοδο μικροοργανισμών και επικίνδυνων ιών, οι οποίοι ενδέχεται να αλλοιώσουν την ομοιογένεια του. Οι μετανάστες από την άλλη, παρουσιάζονται ως μολυσματικοί, ξένοι και παραβιαστές των ορίων του σώματος. Το διακύβευμα προφανώς είναι το εθνικό σώμα να παραμείνει αμόλυντο, γι’ αυτό η προσπάθεια εξασφάλισης αυτής της συνθήκης χαρακτηρίζεται «πυρετώδης» και διεκπεραιώνεται από το ανοσοποιητικό σύστημα, τον ειδικό μηχανισμό άμυνας του οργανισμού. Ο εχθρός εισβάλλει και το σώμα αντιλαμβάνεται το ξένο στοιχείο, εκκινώντας όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, ώστε να το απομακρύνει και να καταφέρει να παραμείνει (εθνικά) συγκροτημένο. Στην προκειμένη, οι μετανάστ(ρι)ες αποτελούν τα εξωγενή στοιχεία, καθώς δεν προσομοιάζουν πολιτισμικά στα άτομα εντός της επικράτειας του έθνους – κράτους: μιλάνε διαφορετική γλώσσα, έχουν άλλη θρησκεία και συνήθειες, έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος[5]. Αναπόφευκτα, η διαδικασία διατήρησης της ομοιογένειας εντός της επικράτειας, λαμβάνει πολεμικά χαρακτηριστικά και οι «μέσα» παλεύουν ενάντια στον «εξωτερικό εχθρό» με όλα τα μέσα που έχουν. Η αναπαράσταση του σώματος ως έθνος – κράτος είναι αρκετά διαδεδομένη κοινωνικά, καθώς το κράτος έχει φροντίσει να μας υποβάλλει σε αυτήν, ήδη, από νεαρή ηλικία.

Αν στην παραπάνω εικόνα προσθέσουμε και τις λεζάντες που αποκάλυπταν τον «υβριδικό πόλεμο με την Τουρκία»  και «τη στρατηγική του Ερντογάν», μπορεί κανείς να καταλάβει, πώς το μίγμα που δημιουργήθηκε στόχευε κατευθείαν στο θυμικό του μέσου πατριώτη: περιελάμβανε σύγκρουση με τον προαιώνιο εχθρό, παραβίαση συνόρων, αλλοίωση πληθυσμού και υγειονομικό κίνδυνο! Στοιχεία δηλαδή ικανά να προκαλέσουν εθνικιστικό παροξυσμό και να συστρατεύσουν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας πίσω από την κρατική πολιτική. Στη δημόσια σφαίρα οι μετανάστριες παρουσιάστηκαν για άλλη μια φορά ως πιόνια σε μια γεωπολιτική σκακιέρα και όπλα στα χέρια του Ερντογάν, ενώ αποσιωπήθηκε τελείως η εμπρόθετη κίνηση τους να υπερβούν τα σύνορα και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Η όλη σύγκρουση που εκτυλίχθηκε, συρρικνώθηκε επικοινωνιακά, προκειμένου να χωρέσει στα στενά πλαίσια ενός διακρατικού ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Βέβαια, ακόμα και οι αποκλειστικά γεωπολιτικές αναλύσεις που στοχοποιούσαν το τουρκικό κράτος, ξεχνούσαν επιμελώς να αναφέρουν, πως η Ελλάδα κράτησε μια αντίστοιχη στάση στην Ειδομένη το ’15, ενώ ο υπουργός άμυνας Καμμένος έκανε δηλώσεις σε παρόμοια κατεύθυνση[6].

Μιλώντας για γεωπολιτική, η κατάσταση στον Έβρο φάνηκε να εκτονώνεται με την παρέμβαση της ΕΕ, η οποία ανακοίνωσε αναπροσαρμογή της συμφωνίας με την Τουρκία και έναρξη των διεργασιών για το νέο «Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» (επικυρώθηκε τον Σεπτέμβρη του ’20), προκειμένου να επιτευχθεί η «δίκαιη κατανομή ευθύνης και αλληλεγγύης». Την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κατευνάσει τους ντόπιους ρατσιστές, υποσχόμενη ότι θα διοχετεύσει στις τοπικές κοινωνίες, μέρος των 700 εκατομμυρίων που συμφώνησε να λάβει από την ΕΕ. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την κατάσταση που διαμορφώθηκε ως εξής: το ελληνικό κράτος συνεχίζει να βρίσκεται δεσμευμένο σε συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία και καλείται να αντισταθμίσει τον ρόλο του ως κράτος – σύνορο και τόπος διαλογής των μεταναστευτικών «ροών», με τα οικονομικά ανταλλάγματα που απολαμβάνει.

Όπως όλα τα κράτη, έτσι και το ελληνικό, γνωρίζει καλά, ότι η θυματοποίηση και η εγκληματοποίηση αποτελούν δυο εναλλασσόμενες και συμπληρωματικές όψεις της διαχείρισης των μεταναστών. Στην παρούσα φάση προσπαθεί να ανακτήσει όσον δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο του μεταναστευτικού πληθυσμού, με όσον δυνατόν μικρότερο κόστος[7]. Γενικότερη κατεύθυνση αποτελεί αυτό που έχει περιγραφεί ως «ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού», δηλαδή η παρανομοποίηση ενός μεγάλου μέρους των μεταναστριών και η ύπαρξη τους ως φθηνό και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό, χωρίς καμία αναγνώριση. Στον Έβρο είδαμε τις δύο όψεις της διαχείρισης να συνυπάρχουν με αντιφατικό τρόπο. Τη μια στιγμή οι μετανάστ(ρι)ες αποτελούσαν «άβουλες μάζες στα χέρια του Ερντογάν», χωρίς όνειρα και επιθυμίες που τους παρακινούσαν να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή και την επόμενη ήταν εισβολείς που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τον στρατό[8] και υγειονομικές βόμβες που έπρεπε να περιοριστούν.

Η ταύτιση των μεταναστών με υγειονομική απειλή, έγινε κάτι παραπάνω από δεδομένη, νομιμοποιώντας κοινωνικά την περιθωριοποίησή και τον αποκλεισμό τους από κάθε κοινωνικότητα και αξιοπρεπή διαβίωση. Τα σύνορα έκλεισαν, οι μετακινήσεις ελέγχονταν, ο εγκλεισμός κανονικοποιήθηκε. Η προτροπή για υπεύθυνη τήρηση μέτρων προστασίας έμοιαζε γελοία, αν γνωρίζε κανείς τι συμβαίνει στις δομές κράτησης μεταναστών. Τη στιγμή που για τους έλληνες πολίτες ο συνωστισμός αποτελούσε ισχυρό παράγοντα υπερμετάδοσης του ιού, τα camps των μεταναστριών κλείδωσαν το ένα μετά το άλλο, ενώ επιβλήθηκε απαγόρευση εισόδου και εξόδου στα περισσότερα από αυτά[9]. Την πρώτη ανακοίνωση αναστολής εξόδου από τα camps συνήθως διαδέχονταν και μια δεύτερη η οποία αύξανε την περίοδο ισχύος της επ’ αόριστον. Ξεκινώντας με το camp της Ριτσώνας, σιγά σιγά κι άλλα camps ανέστειλαν τη μετακίνηση εντός/εκτός τους: Μαλακάσα, Κουτσόχερο, Νέα Καβάλα, Κρανίδι[10].

Στα νησιά, τα camps μετατράπηκαν σε κέντρα κράτησης, δίχως να διαφαίνεται κάποιος ορίζοντας χαλάρωσης των μέτρων (δήμαρχοι και τοπικοί επιχειρηματίες ζήτησαν την παράταση της καραντίνας για τα camps, ώστε να κυλήσει όσο καλύτερα γίνεται η επερχόμενη τουριστική περίοδος) και οι ουρές, στις οποίες πρέπει να στηθούν οι μετανάστριες για την όποια παροχή, όλο και πλήθαιναν (ουρά για ρούχα, ουρά για φαγητό, ουρά για μπάνιο, ουρά για «ειδική άδεια εξόδου», ουρά για ATM που τοποθετήθηκαν μέσα στα camps). Στις «άσκοπες μετακινήσεις» μεταναστών οι μπάτσοι απαντούσαν με πρόστιμα κι η υγειονομική τους επίβλεψη βρέθηκε στα χέρια του στρατού και του ΕΟΔΥ.

Εντέλει, το πρώτο κύμα πέρασε, ακολούθησε το ελληνικό καλοκαίρι που ο τουρισμός κινήθηκε, στον βαθμό που επέτρεπαν οι νέες συνθήκες και το δεύτερο κύμα βρήκε τους μετανάστες στην ίδια άθλια θέση. Άλλωστε, όπως και για μια σειρά από άλλα ζητήματα, , τα ευρωπαϊκά κράτη στα πλαίσια της διαχείρισης του κορονοϊού, φρόντισαν να επαναορίσουν τα νομικά τους πλαίσια και να αναδιαμορφώσουν ισχύουσες διαδικασίες.  Οι διαδικασίες ασύλου πάγωσαν, καταργήθηκε η χορήγηση ασύλου για ανθρωπιστικούς σκοπούς (με αναδρομική ισχύ από 01/01/2020[11], φτιάχτηκαν κλειστά κέντρα κράτησης και εντάθηκαν όλο και περισσότερο, πέρα από τις κρατήσεις, οι επαναπροωθήσεις.  Τα παιδιά των μεταναστών πετάχτηκαν στην ουσία εκτός της εκπαίδευσης και οι εξώσεις από τα προγράμματα στέγασης έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο. Στις πιο πρόσφατες εξελίξεις (Απρίλιος 21), το κράτος ανακοίνωσε ότι θα διαχειρίζεται το ίδιο τα στεγαστικά προγράμματα και η απάντηση στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί είναι να φτιάξει ακόμα περισσότερα camps και «χώρους υποδοχής». Την ίδια στιγμή ανακοίνωσε την περικοπή του μηνιαίου επιδόματος για όσους αιτούντες ασύλου δεν διαμένουν στις κρατικές δομές και προχώρησε στην περαιτέρω περίφραξη των camps.

Bye Bye Moria

 Παρά το ζοφερό σκηνικό που διαμορφώνεται, οι μετανάστες δεν έπαψαν να κινούνται. Μπορεί τα κράτη να κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να ελέγξουν πλήρως την κίνηση τους, αλλά πάντα κάτι τους διαφεύγει, πάντα η επιθυμία των μεταναστριών για μια καλύτερη ζωή βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τον έλεγχο. Οι αγώνες τους, λοιπόν, δεν εξαφανίστηκαν, καθώς οι ίδιοι εφευρίσκουν συνεχώς νέους τρόπους να αντιστέκονται, επιδιώκοντας την ανατίμηση τους. Συνεχίζουν να διασχίζουν τα σύνορα, διεκδικούν τους δημόσιους χώρους (βλ. Πλατεία Βικτωριας), αρνούνται να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματα τους, καταλαμβάνουν κτήρια για να μείνουν, οργανώνονται και διαδηλώνουν μέσα και έξω από τα camps. Αν όμως πρέπει να σταθούμε σε κάποιο γεγονός που συμπυκνώθηκε η σύγκρουση της κρατικής διαχείρισης με τις επιθυμίες των μεταναστών, αυτό θα ήταν η εξέγερση και η καταστροφή του camp της Μόριας.

Στη Μόρια ζούσαν 13.000 άνθρωποι, μέσα σε άθλιες συνθήκες, σε ένα χώρο που προοριζόταν για 3.000.  Η λειτουργία της, εκτός των άλλων, ήταν και συμβολική. Αποτελούσε ένα παράδειγμα φρίκης εντός της ελληνικής επικράτειας, που δρούσε αποτρεπτικά προς όσους μετανάστες σκεφτόταν να διασχίσουν τα ελληνικά σύνορα. Έδινε, δηλαδή, μια εικόνα του «τι τους περιμένει», άμα ερχόντουσαν στην Ελλάδα[12].  Στις 8 Σεπτέμβρη του 2020, λοιπόν, το μεγαλύτερο και πιο απάνθρωπο camp, μιας πολιτικής που έχει ανάγει τα camps ως κεντρικό εργαλείο ελέγχου και διαλογής του μεταναστευτικού πληθυσμού, κάηκε ολοσχερώς κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης που διήρκησε αρκετές  μέρες. Η εξέγερση ξεκίνησε με τον εμπρησμό του camp και συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες γύρω από τα αποκαΐδια του, καθώς οι πρώην κάτοικοι του συγκρούονταν με την αστυνομία αρνούμενοι να μεταφερθούν σε νέα δομή[13].

Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που οι μετανάστες βαζαν φωτιά στις φυλακές τους, προκειμένου να αποκτήσουν ορατότητα. Το συγκεκριμένο γεγονός, όμως, δεν έγινε αντιληπτό με το ίδιο τρόπο από τους «μέσα» και τους «έξω», ούτε καν μεταξύ όσων στέκονται στο πλευρό των μεταναστών. «Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην βιωμένη εμπειρία ενός μεγάλου κομματιού του ντόπιου πληθυσμού και σε όσους ζουν στα camps. Υπό αυτό το πρίσμα, η φωτιά στη Μόρια μοιάζει παράλογη, όπως και όλες οι εξεγέρσεις, όπως και όλες αυτές οι στιγμές που οι άνθρωποι δείχνουν στην πράξη ότι δε βολεύονται με ψίχουλα, δεν προσδοκούν  σωτήρες, δε συνομιλούν με την εξουσία και βάζουν φωτιά στην μιζέρια τους.», γράφαμε στην αφίσα που κυκλοφόρησε λίγο μετά την εξέγερση. Ήταν επόμενο μια τέτοια «παράλογη»  κίνηση να επανανοηματοδοτηθεί συστηματικά ως κάτι εντελώς διαφορετικό. Εμπρησμός από φασίστες, ενέργεια μιας μειοψηφίας διαμενόντων στο camp, φυλετικές διαμάχες, πράκτορες, ΜΚΟ, κι η λίστα συνεχίζει. Τι κι αν η κραυγή «Bye – bye Moria» αντηχούσε γύρω από το κέντρο κράτησης την ώρα που αυτό καιγόταν, όλα τα σενάρια φάνταζαν πιο πιθανά από μια εξέγερση που θα κατέστρεφε τη Μόρια, πιο πιθανά από μια συλλογική κίνηση των έγκλειστων μεταναστ(ρι)ών.

Για τις προοπτικές συνάντησης ντόπιων – μεταναστών

Επιλέξαμε να αναφερθούμε στην εξέγερση στη Μόρια, γιατί επανέφερε με επιτακτικό τρόπο την διερώτηση γύρω από τα περιθώρια που υπάρχουν για την δημιουργία κοινοτήτων αγώνα ντόπιων και μεταναστών. Όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου, έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μιλήσαμε για το λεγόμενο «μεταναστευτικό» μέσα από αυτό το έντυπο. Με αυτό κατά νου, θα θέλαμε να επισημάνουμε κάποια πράγματα που μεσολάβησαν και δυσκόλεψαν την επικοινωνία ντόπιων – μεταναστριών.

Το πρώτο έχει να κάνει με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον τρόπο με τον οποίο αφομοίωσε/ ξήλωσε τα δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης των αλληλέγγυων. Ένα υπολογίσιμο τμήμα του κόσμου που συμμετείχε σε τέτοια δίκτυα (νομικής στήριξης, ιατρικής φροντίδας, σίτισης, μαθημάτων) μετέφερε τη δράση του σε ΜΚΟ, οι οποίες ενεπλάκησαν με τη διαχείριση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Αν και στο παρελθόν έχουμε ασκήσει κριτική σε αυτήν την κατεύθυνση του κινήματος (ως συμπληρωματική του κράτους πρόνοιας), θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το κενό που δημιουργήθηκε στη νέα συνθήκη είναι μεγάλο. Η περίοδος του «φιλάνθρωπου» ελληνικού κράτους και της οικονομίας των ΜΚΟ έχει παρέλθει[14] και το μόνο που έχει απομείνει για τους μετανάστες είναι οι φυλακές, οι απελάσεις και η καταστολή. Τα δίκτυα αυτά, απαντούσαν με άμεσο τρόπο σε κάποιες από τις ανάγκες των μεταναστριών και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μια πρώτη συνάντηση και γνωριμία, ακόμα κι αν δεν έθεταν ευθέως την προοπτική κάποιου (κοινού) διεκδικητικού αγώνα. Μπορούμε, ίσως, να ισχυριστούμε, ότι κατά την διάρκεια της πανδημίας covid-19, κάποια νέα δίκτυα δημιουργήθηκαν. Το δεύτερο σημείο, που δεν μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από το πρώτο, είναι η απουσία τόπων συνάντησης μεταξύ ντόπιων και μεταναστών. Οι τόποι  αυτοί περιορίστηκαν με την αυστηροποίηση της κρατικής πολιτικής. Οι εκκενώσεις καταλήψεων μεταναστών και αλληλέγγυων, η δημιουργία νέων camps όπου στοιβάζονται πλέον οι μετανάστες, η αστυνόμευση και η εκδίωξη τους από τους δημόσιους χώρους, ήταν μερικές από τις πολιτικές που ενέτειναν αυτό το πρόβλημα.

Για μας, η δημιουργία νέων δικτύων και τόπων συνάντησης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να συζητιούνται και να φανερώνονται τα επίδικα αγώνα που μπορεί να υπάρχουν. Η διαχωρισμένη πολιτική αλληλεγγύη στους μετανάστες έχει δείξει τα όρια της στην σημερινή συγκυρία.  Μέσα από την καθημερινή τριβή και την συνάντηση πέρα από τις στενά εννοημένες πολιτικές διαδικασίες, δίνεται η ευκαιρία για το χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και αγώνα. Από το μπλοκάρισμα εξώσεων μέχρι την πρόσβαση στα νοσοκομεία, από την διεκδίκηση χαρτιών διαμονής μέχρι και το σταμάτημα των απελάσεων, η αλληλεγγύη στις μετανάστριες δεν γίνεται να περιορίζεται σε μία αντιφασιστική ταυτότητα ή σε 2-3 κείμενα ή αφίσες αλλά απαιτεί σχέσεις αγώνα που να αλλάζουν πραγματικά τη ζωή.

[1]  «Η κατάσταση στα νησιά είναι δραματική. Εξετάζουμε τις προσφυγικές και μεταναστευτικές εισροές και υπό το πρίσμα των δυνητικών απειλών για την ασφάλεια της χώρας».  Νίκος Παναγιωτόπουλος, υπουργός εθνικής άμυνας, 24/9/19

[2]Οι ρατσιστικές επιτροπές κατοίκων, λοιπόν, εκφράζουν μια διαφορετική εκδοχή του εθνικού συμφέροντος σε σχέση με την κυρίαρχη αφήγηση που δίνει η κυβέρνηση και προσπαθούν μέσω της επίκλησης στο έθνος και την ελληνικότητα να επιτύχουν μια πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση από το κράτος. Η κυβέρνηση, από την άλλη, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις κινήσεις, παρουσιάζοντας τις ως ακραίες, προκειμένου να εμφανίσει την αντιμεταναστευτική πολιτική της ως ψύχραιμη και μετριοπαθή στάση.

[3] Οι επιβεβαιωμένες δολοφονίες ήταν αυτές των Nadera Almonla και Muhammad al-Arab από τη Συρία, καθώς και του Muhammad Gulzari άπό το Πακιστάν.

[4] Στις 27 Φλεβάρη 2020 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε πως «Το μεταναστευτικό τώρα αποκτά μια νέα διάσταση, καθώς στις ροές προς την Ελλάδα περιλαμβάνονται άνθρωποι από το Ιράν  -όπου είχαμε πολλά κρούσματα κορονοϊού- και πολλοί διερχόμενοι από το Αφγανιστάν».

[5] Οι ντόπιοι, φαίνεται να φοβούνται όλο και περισσότερο, ότι σιγά σιγά θα βρεθούν στην πλέον υποτιμημένη θέση που βρίσκονται οι μετανάστριες. Να φοβούνται δηλαδή, την πιθανότητα να μετατραπούν κι αυτοί σε πλεονάζοντα πληθυσμό, που η ζωή του δεν έχει καμία αξία. Η συνείδηση ότι οι ζωές όλων γίνονται όλο και περισσότερο αδιάφορα στατιστικά νούμερα, διαμορφώνει ένα θολό πεδίο, όπου η υποτίμηση και εκμετάλλευση των μεταναστών, φαντάζει ως δυνατότητα ανατίμησης της ζωής των ντόπιων. Έτσι, στρώνεται ο δρόμος προς την εθνική καθαρότητα/ανωτερότητα μέσω του διάχυτου ρατσισμού.

[6] «Αν οι εταίροι – πιστωτές προσπαθήσουν να χτυπήσουν την Ελλάδα, τότε η ελληνική κυβέρνηση θα αναστείλει τη συνθήκη «Δουβλίνο ΙΙ» και θα στείλει τους μετανάστες που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος στο Βερολίνο».

https://www.skai.gr/news/politics/kammenos-an-i-eyropi-xtypisei-tin-ellada-stelnoume-tous-metanastes-v

[7]Το κράτος, πλέον, ασκεί όλο και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω σε φιλανθρωπικές δομές και Μ.Κ.Ο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι δομές αυτές αποτέλεσαν τμήμα μιας «οικονομίας της φιλανθρωπίας» που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια, περιλαμβάνοντας πολλούς παίκτες (δημόσιο, ιδιώτες, Μ.Κ.Ο., Ε.Ε.) και τονώθηκε κυρίως με ευρωπαϊκά κονδύλια. Αναμενόμενα, καθώς τα χρήματα περιορίστηκαν, το κράτος προωθεί μια αυστηρότερη διαχείριση. Με την αναδιάρθρωση που λαμβάνει χώρα, πολλές Μ.Κ.Ο. απομακρύνονται, ενώ πολλές από τις δραστηριότητες τους περνάνε στο κράτος.

[8]Άλλωστε, ήδη από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, το ελληνικό κράτος έχει φροντίσει να εναρμονίσει το Δόγμα του ελληνικού στρατού με αυτό των ισχυρότερων κρατών του πλανήτη και ορίζει πλέον ξεκάθαρα το ζήτημα της ασφάλειας ως «οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα».

(«Οι υπερεθνικοί κίνδυνοι και οι ασύμμετρες ή υβριδικές απειλές, δημιουργούνται από τον θρησκευτικό φανατισμό, την τρομοκρατία, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, τη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής καθώς και τις περιβαλλοντικές καταστροφές ή και δολιοφθορές. Οι πληροφοριακές επιχειρήσεις και οι απειλές από συστήματα που βασίζονται στη χρήση του διαστήματος και του διαδικτύου (κυβερνοπόλεμος) συμπληρώνουν το τοπίο των σύγχρονων ασύμμετρων απειλών»

«Οι παραπάνω παράμετροι συνθέτουν ένα πολύπλοκο και ιδιόμορφο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον, τόσο σε στρατηγικό όσο και σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, ταξινομούν αντίστοιχα τις απειλές και δημιουργούν τη νέα αντίληψη της απειλής, η οποία εκλαμβάνεται ως οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο ή αντιτίθεται στα εθνικά συμφέροντα.») σε παρένθεση το δόγμα για να το διαβάσετε – μπορεί να φύγει.

Πλάι στους κλασσικούς ορισμούς του εξωτερικού εχθρού εισάγεται, λοιπόν, η έννοια της ασύμμετρης – υβριδικής απειλής. Έτσι, από τη μια, ο ποινικός κώδικας ενσωματώνει το στρατιωτικό δόγμα, απ’ την άλλη, ο στρατός αναλαμβάνει αρμοδιότητες που δεν είναι αυστηρά στρατιωτικές. Τα όρια που χωρίζουν την κανονικότητα από μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα.

[9]Ενδιαφέρον έχει η εστίαση της κρατικής ρητορικής στην έννοια της «ευπάθειας» και την ανάγκη μέριμνας από πλευράς των πολιτών (μέσω της ατομικής τους ευθύνης προφανώς), για την προστασία των ευπαθών μελών της κοινότητας. Φυσικά, εδώ, δεν προκύπτει κάποια αντίφαση από τη μεριά του κράτους, καθώς οι μετανάστριες δεν αποτελούν μέλη της εθνικής κοινότητας, πόσο μάλλον ισότιμα. Παρ’ όλα αυτά, οι συνθήκες στις οποίες διαβιούν, όπως επίσης και η κατάσταση στην οποία βρίσκονται εξαιτίας του ταξιδιού τους, τους καθιστούν κάτι παραπάνω από ευάλωτους απέναντι σε έναν ιό ο οποίος μπορεί να έχει πολύ κακή έκβαση. Εάν οι μετανάστριες κολλήσουν, πέρα από την ίδια την εξέλιξη της ασθένειας προκύπτει και το ζήτημα πρόσβασης στην περίθαλψη, σε μια συγκυρία όπου το σύστημα υγείας είναι διαλυμένο και η χορήγηση ΑΜΚΑ δυσχερής.

[10]Στην περίπτωση του τελευταίου, μετά από τυχαίο έλεγχο σε μετανάστρια που βρέθηκε θετική, άλλοι 150 μετανάστες βρέθηκαν θετικοί με αποτέλεσμα να τεθούν σε καραντίνα στο ξενοδοχείο που ήδη βρσίκονταν, επί 6 μήνες, στοιβαγμένοι/ες. Η διαπλοκή έθνους – φύλου δε σταματάει να ξετυλίγεται απειλητικά, αυτή τη φορά στοχοποιώντας μετανάστριες, αξιοποιώντας τη ρητορική της διασποράς του ιού μέσω της σεξεργασίας. ΜΜΕ και τοπική κοινωνία, σπεύδουν να στήσουν στον τοίχο, για άλλη μια φορά, το μολυσματικό ξένο γυναικείο υποκείμενο, που μέσω της εργασίας του αποτυπώνει τις έκλυτες πτυχές της γυναικείας φύσης, ενώ ταυτόχρονα μολύνει το αγνό ντόπιο αρσενικό στοιχείο που έχει μόνο καλές προθέσεις.

[11]Βλπ. μπροσούρα 02.20-06.20, 4 μήνες κρατικής και όχι μόνο επίθεσης, 4 μήνες αγώνων μεταναστ(ρι)ών, από τη συνέλευση StopWarOnMigrants.

[12] Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στα πλαίσια της κρατικής διαχείρισης των μεταναστών, τα camps δεν έχουν μόνο πειθαρχικό και παραδειγματικό ρόλο. Δεν είναι, δηλαδή, απλά το μέρος όπου οι μετανάστ(ρι)ες μαθαίνουν να φοβούνται και να αποδέχονται τη μοίρα τους ως φτηνό και παρανομοποιημένο εργατικό δυναμικό. Την ίδια στιγμή αποτελούν τόπους διαλογής των μεταναστευτικών ροών. Λειτουργούν σαν ένα φίλτρο που ξεκαθαρίζει το ποιοι θα πάνε για άσυλο και ποιοι όχι, ποιοι είναι αρτιμελείς και υγιείς για να ενταχθούν στην παραγωγή, ποιες συγκαταλέγονται στα «γυναικόπαιδα» που χρήζουν έξτρα προστασίας, ποιοι είναι «ταραχοποιοί», κλπ. Η τοποθέτηση τους έξω από τις πόλεις ενισχύει των αορατοποίηση των μεταναστριών και τον διαχωρισμό τους από τον ντόπιο πληθυσμό. Παράλληλα, αποτελούν έδαφος συναλλαγών και δημιουργίας μιας παραοικονομίας, ενώ, όπως έχουμε δει πολλές φορές, είναι και το μέρος απ’ όπου ξεπηδάνε αγώνες και εξεγέρσεις.

[13] Η δημιουργία του νέου ΚΥΤ στον Καρά Τεπέ της Λέσβου ανακοινώθηκε λίγα 24ωρα μετά την φωτιά στη Μόρια. Οι εικόνες που αποτυπώθηκαν αντανακλούν  τη μεταναστευτική πολιτική εν μέσω πανδημίας: ΜΑΤ μπροστά,  πιο πίσω γιατροί (μόνο για covid test) και γύρω – γύρω  φράχτες. Το νέο (κλειστό) κέντρο κράτησης έχει δημιουργηθεί σε ένα πρώην πεδίο βολής, χωρίς να έχει καθαριστεί από τα βλήματα που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός στρατός, με τις μετανάστ(ρι)ες να στεγάζονται σε τέντες και όλο το camp να πλημμυρίζει όταν βρέχει.  Υποτίθεται ότι το Καρά Τεπέ θα αποτελέσει προσωρινή εγκατάσταση, μέχρι την δημιουργία του νέου ΚΥΤ που έχει προαναγγελθεί για το 2021, αν και η μίσθωση της έκτασης για 5 χρόνια, υποδεικνύει το αντίθετο.

[14] Στα κείμενα Μετανάστευση, ανθρωπισμός και ιδιότητα του πολίτη και ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ή αλλιώς, γιατί δεν είναι καθόλου παράλογο να είσαι ταυτόχρονα δίπλα και απέναντι στις μετανάστριες που μπορούν να βρεθούν στο τεύχος 2 του Τυφλοπόντικα, επιχειρείται ένας απολογισμός της κρατικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής της περιόδου2015-2016.

Οι νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές και οι κινήσεις εναντίον τους

Ι. Πολιτικές αστικής ανάπλασης

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε όλο και περισσότερες  αλλαγές να υφίστανται οι πόλεις στον αστικό ιστό τους, από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μέχρι και τα μικρότερα αστικά κέντρα. Μικρές ή μεγάλες αναπλάσεις, πεζοδρομήσεις σε κομβικούς άξονες, έργα μεταφορών, πλακοστρώσεων και φωτισμού σε πολυσύχναστους εμπορικούς δρόμους και φαντεζί διαγωνισμοί και επεμβάσεις για πολιτιστικούς χώρους (πχ Νιάρχος, αποθήκες λιμανιού Θεσσαλονίκης).  Οι αλλαγές αυτές υποστασιοποιούνται μέσα από το αίτημα για την αξιοποίηση των άδειων κτιρίων, τις αναπλάσεις γειτονιών, την καθαρότητα των κέντρων, τον διωγμό και την περιθωριοποίηση όσων δεν χωράνε στο μοντέλο της παραγωγικότητας, την αύξηση της τουριστικοποίησης και άλλα πολλά. Παράλληλα, σε μια συγκυρία οξυμένων αντιθέσεων, όπως είναι αυτή που ζούμε σήμερα, γίνεται ακόμα πιο προφανής η στόχευση αυτών και τα ιδιαίτερα συμφέροντα που διαφαίνονται, όπως επίσης και οι σημαντικές ελλείψεις και παραβιάσεις του δημόσιου χώρου στο όνομα του κέρδους.

Η γενικότερη χωροταξία της πόλης επηρεάζεται από ένα σύνολο παραγόντων και φορέων (πχ πολίτες, κράτος, δημοτική αρχή, επενδυτές) μέσα από τους οποίους παράγονται χωρικοί συσχετισμοί, άμεσα συνδεδεμένοι με τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Μέσα από τις θεσμοθετήσεις και την οργάνωση της πολεοδομίας της κάθε περιοχής, διαμορφώνονται όλες εκείνες οι παράμετροι που αφορούν την οργάνωση της πόλης και κατ’ επέκταση την κίνηση και ζωή των πολιτών μέσα σε αυτήν. Μεταξύ άλλων οργανώνεται και ένα δίκτυο χρήσεων γης, το οποίο περιλαμβάνει τις περιοχές προς κατοίκηση, τους κοινόχρηστους χώρους, τις κοινωφελείς υπηρεσίες, τους δρόμους κ.ά. και ορίζει το ποιοτικό περιβάλλον για τις συνθήκες ζωής μέσα στην πόλη. Οι θεσμοθετήσεις και οι παρεμβάσεις μέσα στις πόλεις, βέβαια, δεν είναι «στο κενό», αλλά αναπαράγουν και προωθούν  τα εκάστοτε συμφέροντα και πολιτικές, αλλά και τις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις. Αναπαράγουν, για παράδειγμα, την κοινωνική ταξική διαστρωμάτωση με χωρικούς όρους στο εσωτερικό των πόλεων, τη δημιουργία δηλαδή, πλούσιων και φτωχότερων περιοχών. Οι πλουσιότερες περιοχές, που μπορεί να ταυτίζονται με τα σύγχρονα αστικά κέντρα αποτελούν το επίκεντρο της αστικής ζωής και του εμπορεύματος, είναι γεμάτες με εστιατόρια και μαγαζιά και τα ενοίκια για μόνιμη κατοικία είναι απλησίαστα. Ανάλογα με το εισόδημα και την ασχολία του ο καθένας, έχει πρόσβαση στη στέγαση σε συγκεκριμένο κομμάτι της πόλης γύρω από το οποίο κατασκευάζεται και ένας συγκεκριμένος καταναλωτισμός. Αντίθετα, στην περιφέρεια των κέντρων και σε βιομηχανικές περιοχές μπορούν να βρεθούν φτηνά σπίτια για οικογένειες κατώτερων οικονομικών στρωμάτων, που συνεισφέρουν λιγότερο στην καταναλωτική αγορά, και για το εργατικό δυναμικό, που απαιτείται για την παραγωγή και την αναπαραγωγή του εμπορεύματος. Συχνά μάλιστα, προβλέπονται ειδικές περιοχές για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι μετανάστες που ζουν σε απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές ώστε να έχουν τη μικρότερη δυνατή αλληλεπίδραση με τους ντόπιους και να μην ταράσσεται ούτε στο ελάχιστο η κοινωνική ομοιογένεια. Άλλωστε η μορφή που παίρνουν τα camps μεταναστών είναι τέτοια ώστε να λειτουργούν ως άτυπες αυτόνομες πόλεις[1], με σκοπό να κοπεί κάθε σύνδεση με το αστικό κέντρο και τον ντόπιο πληθυσμό.

Επιπλέον, κάθε φορά που μια περιοχή κρίνεται ως εμπορικά αξιοποιήσιμη, αυτή θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται και να αλλάζει για να καλύψει τις ανάγκες της αξιοποίησής της. Οι αναπλάσεις, ο εξευγενισμός και οι περιθωριοποιήσεις αποτελούν κάποια μέσα για την αναβάθμιση μιας περιοχής και την υπόδειξη ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Λόγου χάρη, ο σχεδιασμός σύγχρονων πλατειών και κοινόχρηστων χώρων που επιβάλλει τη μείωση στα παγκάκια και την αύξηση της φωταγώγησης, πολλαπλασιάζει τις κάμερες και την αστυνόμευση και κατασκευάζει πεζόδρομους για να απλώνονται τα καφέ, δημιουργεί ένα περιβάλλον συνεχούς, ελεγχόμενης κίνησης που γυρνάει γύρω από τον καταναλωτισμό.

Φυσικά, οι αλλαγές στην πόλη δεν αποτελούν μία πρωτοτυπία του ελληνικού κράτους, ούτε αυτής της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι οι εκτοπισμοί των περιθωριοποιημένων κομματιών της κοινωνίας από τα κέντρα των πόλεων και η επιβολή του δόγματος της τάξης και της ασφάλειας εφαρμόζεται με επιθετικότερους όρους. Η μεταβολή του χαρακτήρα των πόλεων αποτελεί μία σύνθετη και διαρκή διαδικασία εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων αστικών πολιτικών.

Η μεταβολή του αστικού τοπίου ξεκίνησε ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες με την εφαρμογή της κεϋνσιανής πολιτικής, τις κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομών, κοινωνικής κατοικίας, πρόνοιας κλπ. Ενώ από το ‘80 και μετά λαμβάνουν χώρα η αποκέντρωση του κράτους και οι περικοπές των κρατικών δαπανών, οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών, η προβολή και ο ανταγωνισμός των πόλεων και η υιοθέτηση των πολιτικών της λεγόμενης «επιχειρηματικής πόλης» (entrepreneurial city), στην οποία αποκτά όλο και σημαντικότερο ρόλο η αποκαλούμενη «πολιτισμική επιχειρηματικότητα» (culturepreneur) για την προσέλκυση επενδύσεων.

Στο οικονομικό σύστημα που διαμορφώθηκε και μέσω της παγκοσμιοποίησης και το άνοιγμα των αγορών από τη δεκαετία του ’80 και μετά, έρχονται στο προσκήνιο οι πόλεις, που παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των χώρων τους και αποτελούν κόμβους των παγκόσμιων δικτύων, λειτουργώντας εκτός των άλλων και ως κέντρα εξειδικευμένων λειτουργιών (αγορές, υπηρεσίες, προσωπικό) και τόποι συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά και  εργασίας λόγω της τεράστιας μετακίνησης πληθυσμού από την επαρχία. Καθώς η συσσώρευση είναι βασικός στόχος, αλλά και τρόπος αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος η οικονομική ανάπτυξη των πόλεων είναι ζωτικής σημασίας. Τα εθνικά κράτη και οι κυβερνήσεις προβάλλουν τις πόλεις «αστέρια» τους  στα πλαίσια του ανταγωνισμού των πόλεων έτσι ώστε αυτές να αναρριχηθούν ψηλά στις λίστες, προσελκύοντας επενδύσεις και συσσωρεύοντας πλούτο. Ο τρόπος και η διαδικασία ανταγωνισμού ως παράγωγα των οικονομικών μετασχηματισμών διαμορφώνονται επίσης με γνώμονα τις εξειδικευμένες υπηρεσίες και έτσι για την κάθε πόλη αναζητούνται όλα εκείνα τα ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά που να της προδίδουν αυτή τη μοναδικότητα και αναφορά.

Οι παραπάνω εξελίξεις εκφράζονται με τις πολιτικές «εξευγενισμού» (gentrification), του λεγόμενου «city branding» και της «δημιουργικής πόλης» (creative city). Συνέπεια των παραπάνω πολιτικών αποτελεί μεταξύ άλλων η αύξηση των τιμών γης, τα μεγάλα αναπτυξιακά αστικά πρότζεκτ, τα περίκλειστα εμπορικά κέντρα – mall, οι ειδικές οικονομικές ζώνες, η ελαστικοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η επιτήρηση των δημόσιων χώρων, η ιδιωτικοποίηση της στέγασης, οι πολιτικές αύξησης των ενοικίων και η εκτόπιση «μη επιθυμητών» πληθυσμιακών ομάδων.

Τα κέντρα των πόλεων είναι αυτά που υπόκεινται συνήθως στις περισσότερες και στις μεγαλύτερες διαδικασίες αναπροσαρμογής λειτουργώντας ως η «τακτοποιημένη» βιτρίνα,  καθώς όσο πιο ελκυστικό είναι το κέντρο της πόλης με όρους ανάπτυξης τόσο πιο βέβαιο είναι το ενδιαφέρον για επενδύσεις. Διαμορφώνεται λοιπόν, η εικόνα των πόλεων εντελώς συνδεδεμένη με τον καταναλωτισμό και αποστειρωμένη από τα κοινωνικά ζητήματα – το αποτύπωμα των οποίων επιχειρείται με κάθε τρόπο να εξαφανιστεί. Έτσι, η δημιουργία μιας ελκυστικής πόλης συνδέεται άμεσα με πρακτικές αστικού εξευγενισμού καθώς σε ένα κέντρο πόλης με πνοή ανάπτυξης δεν υπάρχει χώρος για εικόνες φτώχειας, μετανάστευσης, αντίστασης και εξέγερσης και απομακρύνονται είτε μέσω της βίας και καταστολής, είτε μέσω της αύξησης των τιμών και των ενοικίων, κοινωνικές ομάδες και πληθυσμοί που δεν ταιριάζουν στα πρότυπα της επιχειρηματικής πόλης.

Η διαδικασία του εξευγενισμού (gentrification), αποτελεί μία από τις κυρίαρχες παγκόσμιες τάσεις αστικού μετασχηματισμού της κοινωνικής σύνθεσης μιας περιοχής μιας πόλης. Οι θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία του εξευγενισμού είναι πολλές, ωστόσο δεν θα αναλυθούν διεξοδικά σε αυτό το κείμενο.

Αρχικά, επιτελείται μια διαδικασία απαξίωσης των πιο υποβαθμισμένων περιοχών, που δημιουργεί χάσμα μεταξύ της πραγματικής γαιοπροσόδου[2] και αυτής που δυνητικά μπορεί να αποκομισθεί. Η διαφορά αυτή έχει ως αποτέλεσμα επενδύσεις του real-estate κεφαλαίου, σε ακίνητα και γη στις περιοχές αυτές και στη συνέχεια αύξηση των ενοικίων και σταδιακή μεταβολή των κοινωνικών συσχετισμών στην περιοχή, εφόσον πρόσβαση στα ενοίκια έχουν μονάχα άτομα ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Παράλληλη είναι, και η  νομοθετική και  πολεοδομική επέμβαση του κράτους, για παράδειγμα χαρακτηρίζοντας περιοχές ως ιστορικές και διατηρητέες ή επιλέγοντας την ανάπλαση συγκεκριμένων γειτονιών ενσωματώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ταυτόχρονα, τεράστιος είναι και ο ρόλος του πολιτισμικού κεφαλαίου που συγκροτείται γύρω από τη διαδικασία του εξευγενισμού, είτε μέσω της διαχείρισης της κατανάλωσης και διασκέδασης στις περιοχές αυτές, είτε μέσω της εμπλοκής όσων είναι φορείς του πολιτισμικού – συμβολικού κεφαλαίου[3] (καλλιτέχνες, διανοούμενοι, designers, κ.ά.) και διαθέτει τις πολιτισμικές και καταναλωτικές του αξίες στη συγκρότηση μιας εναλλακτικής κοινότητας, που επιλέγει να διασκεδάσει, να κατοικήσει, να εργαστεί και να καταναλώσει, σε περιοχές υποβαθμισμένες ή σε εργατικές συνοικίες, εντείνοντας τη διαδικασία του εξευγενισμού.

Τις τελευταίες δεκαετίες ο όρος «εξευγενισμός» λόγω της έντονης κριτικής που του έχει ασκηθεί, φαίνεται να αντικαθίσταται από τη ρητορική για τη λεγόμενη «δημιουργική πόλη» (creative city), τη «δημιουργική οικονομία» (creative economy) και την αναδυόμενη «δημιουργική τάξη» (creative class). Πιο συγκεκριμένα, η «δημιουργική τάξη» που συμπεριλαμβάνει τα άτομα τα οποία φέρουν υψηλό επίπεδο γνώσεων, ικανοτήτων και άρα συμβολικού κεφαλαίου, καλούνται να παρέχουν καινοτόμες λύσεις σχετικά με τη διαμόρφωση της πόλης. Η ανθρώπινη ευφυΐα και η δημιουργικότητα, οι επιθυμίες και η φαντασία αξιοποιούνται και διαμορφώνουν τον κοινωνικό χώρο. Επομένως, η δημιουργική πόλη χαρακτηρίζεται από τα τρία Τ «Technology, Talent, Tolerance» (τεχνολογία, ταλέντο, ανεκτικότητα) τα οποία εφόσον συνυπάρχουν καταφέρνουν να προσελκύουν εναλλακτικούς – δημιουργικούς ανθρώπους, να παράγουν καινοτομία και να προσελκύουν επενδύσεις.

Στην προσπάθεια δημιουργίας ακόμα παραγωγικότερων και καινοτόμων πόλεων, εφευρέθηκε η ιδέα των «έξυπνων πόλεων» (smart city) που αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση όλων των παρεχόμενων υπηρεσιών, τη σύνδεση όλων των δραστηριοτήτων και των ανθρώπων μιας πόλης μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Οι «έξυπνες πόλεις» έχουν αναρίθμητα πεδία εφαρμογής πχ στη ρύθμιση της κυκλοφορίας, στην ενεργειακή διαχείριση κτιρίων, στη μέτρηση της ρύπανσης, στη φωταγώγηση των δρόμων, στη διαχείριση των απορριμμάτων και της ανακύκλωσης. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν  και τη διευκόλυνση στην ενημέρωση των πολιτών για οτιδήποτε συμβαίνει από τις ελεύθερες θέσεις πάρκινγκ έως και μια πυρκαγιά σε κάποιο σημείο, εφόσον αυτοί είναι συνδεδεμένοι στο ηλεκτρονικό δίκτυο της πόλης. Δηλαδή, όλες οι δραστηριότητες ανήκουν σε ένα ελεγχόμενο δίκτυο που είναι υπεύθυνο για την ομαλή λειτουργία τους και ανιχνεύει οτιδήποτε εμποδίζει τη λειτουργία αυτή. Μετά από τον πλήρη έλεγχο των δραστηριοτήτων, σειρά έχουν και οι άνθρωποι, που καταγράφεται συνεχώς που βρίσκονται, με αφορμή το αίτημα για ασφάλεια,  πχ σε περίπτωση σεισμού. Ενώ, την ίδια στιγμή στις «έξυπνες πόλεις» βλέπουμε τις πολλαπλές κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο να διατηρούνται αλλά και να αναπαράγονται.

Ακόμα πιο έντονα γίνονται όλα αυτά σε περιόδους κρίσης όπως έχουμε δει και μάλιστα,  γίναμε μάρτυρες ορισμένων από αυτών των διαδικασιών εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Το κεφάλαιο σε συνθήκες κρίσεων επιστρατεύει απροκάλυπτα όσα όπλα έχει στη διάθεσή του κάνοντας ακόμα πιο έκδηλες τις προθέσεις του και έτσι όλα τα φαινόμενα που περιγράψαμε παραπάνω παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως η καθαρότητα των κέντρων με τον διωγμό και την περιθωριοποίηση όσων δεν χωράνε στο μοντέλο παραγωγικότητας, η αύξηση της τουριστικοποίησης κλπ. Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που είδαμε ήταν το δημιούργημα του Μεγάλου Περιπάτου στην Αθήνα. Παρακολουθήσαμε εκατομμύρια ευρώ να εξανεμίζονται για χάριν  της
μετατροπής του κέντρου της πόλης σε βιτρίνα κατανάλωσης και τουρισμού,
με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μία κατάσταση που «πετάει» εκτός όσους
και όσες δεν χωράνε στην καλογυαλισμένη εικόνα της. Προκαλώντας δυσφορία
και αγανάκτηση σε καθημερινή βάση, για εκατοντάδες χρήστες της
περιοχής. Εν τέλει, ελλείψει ενός πιο συγκροτημένου σχεδίου, φάνηκε να αποτυγχάνει το πλάνο του Μεγάλου Περιπάτου αφού δεν αντιμετωπίστηκε θετικά από κανέναν. Όλα αυτά σε μια περίοδο που τα νοσοκομεία γέμιζαν με αμείωτους ρυθμούς και οι υγειονομικοί έκαναν έκκληση για μέτρα προστασίας όπως γάντια και μάσκες, για περισσότερες ΜΕΘ, προσλήψεις εργαζομένων ή και άνοιγμα δομών που είχαν κλείσει, αλλά φυσικά, βρισκόμασταν πριν το άνοιγμα της καλοκαιρινής σεζόν, οπότε και έπρεπε να παρουσιαστεί μια πιο ελκυστική «ευρωπαϊκών» προτύπων μητρόπολη με μεγάλα πεζοδρόμια και ποδηλατοδρόμους. Με πρόσχημα τα υγειονομικά μέτρα και πρότυπα, προτάσσουν την καθαρότητα με άλλους όρους, αυτήν που δεν χωρά τη διαφορετικότητα, αντίσταση ή περιθωριακότητα. Στο παραπάνω πλαίσιο βρίσκεται και η περίπτωση ανάπλασης του Λόφου του Στρέφη στην Αθήνα με την απευθείας ανάθεσή της σε εταιρία χωρίς ούτε την τυπική διαδικασία της διαβούλευσης ή του διαγωνισμού και ενώ  η συμμετοχή του Δήμου θα είναι σε μεγάλο μέρος των εργασιών. Αυτό που επιχειρείται στην ουσία είναι για άλλη μια φορά η μετατροπή τμήματος της πόλης σε εμπορεύσιμο προϊόν και τουριστική ατραξιόν αγνοώντας τις ανάγκες και επιθυμίες των κατοίκων, μετατρέποντας έτσι για παράδειγμα τη γειτονιά των Εξαρχείων από γειτονιά συνάντησης αγώνων σε εναλλακτικό τουριστικό προϊόν.

ΙΙ.  Thessaloniki: many stories, one heart

Οι πολιτικές αυτές φυσικά έχουν εφαρμοστεί και στο ελληνικό παράδειγμα τις τελευταίες δεκαετίες, με την πόλη της Θεσσαλονίκης και τη θητεία του πρώην δήμαρχου να αποτελούν «πρότυπα» εφαρμογής των πολιτικών αυτών. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί μια ακόμη πόλη, που στα πλαίσια της ανάπτυξης προωθούνται σχέδια ανάπλασης και αναπροσαρμογής που όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνουν την κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης, αλλά και δυσχεραίνουν πολλές φορές την καθημερινότητα των κατοίκων της. Έχουμε δει επομένως ουκ ολίγες φορές γειτονιές στο κέντρο της πόλης να μετασχηματίζονται και να χάνουν τον προηγούμενο χαρακτήρα τους, γεμίζοντας εναλλακτικά μπαρ και φωτεινές βιτρίνες. Ακολουθώντας τη χαρακτηριστική διαδικασία οι γειτονιές αυτές υποβαθμίζονται και χαρακτηρίζονται συχνά ως επικίνδυνες, έπειτα γίνονται επενδύσεις στα χαμηλού κόστους ακίνητα, στη συνέχεια αναπλάθονται γεμίζοντας νέες επιχειρήσεις, εναλλακτικά μαγαζιά και καλλιτεχνικά στέκια και κατοικούνται από άτομα της μεσαίας ή ανώτερης τάξης που μπορούν να επωμιστούν το υψηλό πλέον κόστος των ενοικίων και τέλος εκδιώκονται όλες όσες δεν χωρούν στο εμπορευματοποιημένο πλέον περιβάλλον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εξευγενισμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελούν η βιοκλιματική ανάπλαση της Βαλαωρίτου – η οποία ακολούθησε τη σταδιακή μετατροπή της από βιοτεχνική και εμπορική περιοχή σε χώρο αναψυχής–   η κατασκευή της νέας παραλίας ως ένας καθαρός τόπος φιλόξενος για οικογένειες και τουρίστες, το λιμάνι ως κέντρο του φεστιβαλικού παροξυσμού ή η ανάπλαση της περιοχής της Ικτίνου στην οποία απουσιάζει πλέον οποιοδήποτε ίχνος από παγκάκι ή πεζούλι αποτρέποντας τα «στοιχεία» νεανικής υποκουλτούρας να αράζουν όπως έκαναν προηγουμένως. Φυσικά αυτό δεν απέτρεψε τον κόσμο από το να χρησιμοποιεί τον δημόσιο χώρο για «άραγμα» παρά μόνο τον μετακίνησε στον διπλανό προαύλιο χώρο της εκκλησίας που έχει μεγαλύτερη έκταση. Ως πιο πρόσφατα παραδείγματα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το έργο εκκαθάρισης της περιοχής του Βαρδάρη με το κυνήγι και τις καθημερινές συλλήψεις εργατριών του σεξ προκειμένου να «καθαρίσει» η Νέα Δυτική Είσοδος της πόλης και να εδραιωθεί το νέο «redlight district» που προώθησε ο απερχόμενος δήμαρχος Μπουτάρης πίσω από τα σφαγεία. Ή ακόμη την ανάπλαση περιμετρικά των βυζαντινών τειχών που επιτεύχθηκε μέσα από τον διωγμό των άστεγων από τη Μελενίκου και το γκρέμισμα  ορισμένων καστρόπληκτων σπιτιών[4].

Βλέπουμε επομένως, ότι κεντρικό κομμάτι του εξευγενισμού των πόλεων αποτελεί η περιθωριοποίηση όλων εκείνων που κρίνονται ως μη παραγωγικοί και βρώμικοι, όλων εκείνων που χαλάνε την εικόνα της πόλης και την αισθητική της κατανάλωσης, όλων εκείνων που δεν χωράνε στην κυρίαρχη αφήγηση και την καθαρότητα. Το αίτημα για ασφάλεια υποστασιοποιείται και μέσα στο αστικό πεδίο με αποτέλεσμα οι μετανάστ(ρι)ες να πετιούνται εκτός του κέντρου των πόλεων σε απομονωμένα camps, οι εργάτριες του σεξ να διώκονται και να μεταφέρονται σε προκαθορισμένες ζώνες αγοραπωλησίας σεξ, οι χρήστες ουσιών να μεταφέρονται διαρκώς σε άλλες περιοχές και οι μικροπωλητές να κυνηγιούνται. Βέβαια, οι διαδικασίες εκτοπισμού και εξευγενισμού δεν καταφέρνουν σχεδόν ποτέ να ολοκληρωθούν στο σύνολό τους, καθώς περιθωριοποιημένα κοινωνικά κομμάτια μετακινούνται διαρκώς και καταφέρνουν να επαναοικειοποιούνται διαφορετικά μέρη του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Για παράδειγμα, για χρόνια στην πλατεία Αριστοτέλους οι χρήστες ουσιών  απομακρύνονται και επιστρέφουν, το καπάνι αποτελεί (ακόμα) μία από τις πιο φθηνές αγορές της πόλης που συχνάζει φτωχός κόσμος και ανάμεσά της βρίσκονται συχνά παρανομοποιημένοι μετανάστες μικροπωλητές, ενώ στο δυτικό κέντρο ανοίγουν όλο και περισσότερα μαγαζιά και στέκια μεταναστών.

Οι πλατείες φωτίζονται ως μέτρο ενάντια στην παραβατικότητα και οι περιπολίες των μπάτσων αυξάνονται. Οι πιο πρόσφατες αναπλάσεις και πεζοδρομήσεις στη Θεσσαλονίκη όπως αυτή της Αγίας Σοφίας βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση προωθώντας απροκάλυπτα τον καταναλωτισμό. Σε μια πόλη που έχει σημαντική έλλειψη ελεύθερων δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου και ειδικά στον κεντρικό της τομέα, οι όποιες αναπλάσεις συνεχίζουν να βασίζονται στην εμπορική χρήση του δημόσιου χώρου. 

Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η νέα διαφημιζόμενη ανάπλαση της ΔΕΘ για τη Θεσσαλονίκη. Με έναν εντελώς απροκάλυπτο τρόπο, μέσω φωτογραφικών διαγωνισμών και νέων χωρικών ρυθμίσεων, ετοιμάζουν για πώληση ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης σε τιμή «κόστους». Η προώθηση της ανάπλασης της ΔΕΘ και της οικονομικής ανάπτυξης της κρύβει από πίσω νέες διαδικασίες εξευγενισμού, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, ευνοϊκές ρυθμίσεις και κέρδη για τον αγοραστή και για άλλη μια φορά εις βάρος του δημόσιου χώρου και των κατοίκων της πόλης. Το σχέδιο προβλέπει μια σειρά από επεμβάσεις επιχειρηματικού χαρακτήρα μεταξύ των άλλων και ένα πολυτελές ξενοδοχείο και συνεδριακό κέντρο, με ταυτόχρονη κατεδάφιση ορισμένων ιστορικών κτιρίων της πόλης. Και όλα αυτά σε μια περιοχή που, σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις, είναι προορισμένη, για μητροπολιτικό πάρκο! 

ΙΙΙ. Come to Greece για να τη βρεις  

Για να επιτευχθεί ο εξευγενισμός δεν φτάνουν μονάχα οι αναπλάσεις και οι διώξεις. Αντίθετα, πρέπει να βρεθεί το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο μιας πόλης που θα μπορεί να την καταστήσει ανταγωνιστική και να την κατατάξει στις διάφορες λίστες με διεθνείς προορισμούς. Φυσικά ο τουρισμός δεν είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην Ελλάδα, αλλά τα πρώτα βήματά του μετράνε ήδη από την αρχή του αιώνα (αρχικά μέσα από τις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος επισκέψεις ευρωπαίων αστών και λίγο αργότερα (1929) με την προσπάθεια οργάνωσης του εθνικού οργανισμού τουρισμού (ΕΟΤ). Ωστόσο, ο μαζικός τουρισμός, στη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα, άρχισε να αναπτύσσεται λίγο μετά τον Β’ ΠΠ. Το ελληνικό κράτος βλέποντας τη διεθνή άνοδο του τουρισμού κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες φρόντισε να επενδύσει στον τομέα αυτό, εκμεταλλευόμενο κυρίως τις παραλίες, το φυσικό περιβάλλον, αλλά και το «ένδοξο» παρελθόν. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση τόσο του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού τουρισμού, καθιστώντας τη χώρα έναν από τους βασικούς καλοκαιρινούς προορισμούς. Τα ελληνικά νησιά βούλιαζαν από τουρίστες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι έρχονταν μαζικά με την υπόσχεση της θάλασσας, του ήλιου, του ξεφαντώματος και του greek kamaki. Έκτοτε, η οικονομία της χώρας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και την ανάπτυξη όλων των υπηρεσιών που μπορούν να καταναλωθούν από τους τουρίστες, αποτελώντας μάλιστα τα τελευταία χρόνια το ¼ του ΑΕΠ[5].

Ωστόσο, φαίνεται πως δεν αρκεί ο τουρισμός κατά τη θερινή σεζόν, καθώς τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια να επεκταθεί η τουριστική περίοδος καθόλη τη διάρκεια του χρόνου και να αναπτυχθούν νέοι τομείς δραστηριοτήτων (πχ αγροτουρισμός, εναλλακτικός, πολιτισμικός, θρησκευτικός, μαγειρικός και ό,τι-άλλο-θες τουρισμός). Οι παρεχόμενες τουριστικές υπηρεσίες εξειδικεύονται ολοένα και περισσότερο, στοχεύοντας στην ικανοποίηση και των πιο απαιτητικών γούστων και την επέκταση σε νέες πιο εξειδικευμένες αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε και το λεγόμενο city break, δηλαδή, οι σύντομες διακοπές σε μία πόλη σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου. Βέβαια, για να μπορέσει μία πόλη να εισέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό, πρέπει να βρεθεί και να λανσαριστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της.

Μέσα από τη διαδικασία του λεγόμενου city branding προβάλλεται, προωθείται και λανσάρεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό η εικόνα μίας πόλης, έτσι ώστε να προσελκύσει περισσότερους τουρίστες, επενδυτές κλπ. Η επιτυχία του city branding εξαρτάται, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, από την αξιοπιστία, τη διαφοροποίηση και το εύστοχο μήνυμα το οποίο συχνά προωθείται μέσω κάποιου λογότυπου ή σλόγκαν. Το λανσάρισμα της πόλης επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην «αντίληψη» των κατοίκων για την πόλη, η οποία δεν διαμορφώνεται μόνο με βάση τη γεωγραφική ή οικονομική διάσταση, αλλά από το σύνολο των αναπαραστάσεων της πόλης όπως εκφράζεται μέσα από την ιστορία, την τέχνη, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, τα μέσα μαζικής προβολής κλπ.  Ταυτόχρονα, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην υπόσχεση της «αληθινής» εμπειρίας, όπου οι διαφοροποιημένες εμπειρίες των κατοίκων μίας πόλης μετατρέπονται σε εμπορεύματα προς κατανάλωση[6].

Ξεπερνώντας επομένως, την οικονομική ή γεωγραφική διάσταση, η ταυτότητα μίας πόλης χτίζεται μέσα από την εμπορευματοποίηση της εμπειρίας, η οποία «θυσιάζεται» μπροστά στον βωμό του κέρδους. Στα πλαίσια του αυξανόμενου αστικού τουρισμού η εκάστοτε πόλη (ανα)κατασκευάζεται έτσι ώστε οι ασχολίες και οι συνήθειες των κατοίκων, η αρχιτεκτονική των σπιτιών και ο πολιτισμός ενός τόπου, όπως φαίνεται μέσα από την καθημερινή ζωή, να γίνεται ένα εύκολα προσβάσιμο θέαμα στον τουρίστα – θεατή. Επιπλέον, κατασκευάζονται πλατείες και δρόμοι, τα μέσα μαζικής μεταφορές ρυθμίζονται ώστε να εξυπηρετούν το τουριστικό κοινό και κομμάτια της πόλης εξευγενίζονται.

Σε αντίστοιχο πλαίσιο, και η  Θεσσαλονίκη με σκοπό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κεφαλαίου έπρεπε επειγόντως να επιστρατεύσει τους διάφορους ειδικούς για να της αλλάξουν το προφίλ και να τη μετατρέψουν σε έναν ελκυστικό προορισμό για τουρίστες και επενδυτές. Η πόλη επομένως, λειτουργεί η ίδια ως επιχείρηση στην προσπάθεια επιβεβαίωσης του ρόλου της ως εμπορικό «σταυροδρόμι των Βαλκανίων». Με πρόσχημα δηλαδή, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εθνική ανάπτυξη επιτυγχάνεται από τη μία η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στις αγορές των Βαλκανίων και από την άλλη η διαμόρφωση της ανταγωνιστικότητας της πόλης με σκοπό την είσοδό της στη διεθνή τουριστική αγορά.

Το 2012 λοιπόν, ως «απάντηση στην κρίση», όπως δήλωνε ο τότε δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης υιοθετήθηκε ως νέο brand της πόλης το σλόγκαν «Thessaloniki, Many stories one heart», με στόχο την προώθηση της νέας τουριστικής ταυτότητας της πόλης[7]. Στην προσπάθεια εύρεσης της νέας ταυτότητάς της, δόθηκε έμφαση στο τρίπτυχο: κέντρο πολιτισμών – καλή ζωή – τοποθεσία. Όπως μας πληροφορούν οι «ειδικοί» του citybranding, η τοποθεσία της Θεσσαλονίκης σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, τις ποικίλες φυσικές ομορφιές, καθώς και τις βαλκανικές χώρες σε συνδυασμό με την προσφορά καλού φαγητού, διασκέδασης και φιλοξενίας  αποτελούν δύο βασικά προσόντα της πόλης τα οποία μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες. Ωστόσο, όπως φανερώνει και το σλόγκαν που επιλέχθηκε, η Θεσσαλονίκη πρέπει να προβληθεί ως σταυροδρόμι πολιτισμών[8].

Σε αυτό το πλαίσιο αναζητούνται στο παρελθόν τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με στόχο την καταξίωση της Θεσσαλονίκης στον διεθνή ανταγωνισμό. Παρατηρούμε λοιπόν, το άλλοτε θαμμένο παρελθόν της να έρχεται στην επιφάνεια και η πολυπολιτισμικότητα που το διακρίνει να ενσωματώνεται και να εμπορευματοποιείται. Επιλέγονται επομένως, να προβληθούν κομμάτια της ιστορίας της πόλης, τα οποία προηγουμένως ξεριζώθηκαν βίαια από το ελληνικό κράτος, όπως για παράδειγμα οι εβραϊκές, μουσουλμανικές και οθωμανικές κοινότητες, ώστε να επιτευχθεί η ελληνικότητα και η ομοιογένεια του πληθυσμού της. Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο, συγκεκριμένες πτυχές του παρελθόντος αφομοιώνονται και αποπολιτικοποιούνται με στόχο να μετατραπούν σε εμπόρευμα ή μουσειακό έκθεμα που θα καταναλωθεί από τον τουρίστα από το Ισραήλ, την Τουρκία, τα Βαλκάνια και όχι μόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατεύθυνσης αποτελούν οι εκδηλώσεις μνήμης σχετικά με το Ολοκαύτωμα που διοργανώνονται από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, η μετατροπή των πρώην εγκαταλελειμμένων οθωμανικών κτιρίων σε καφετέριες και χώρους τέχνης, οι εναλλακτικές ξεναγήσεις στις γειτονιές των σλαβικών μειονοτήτων των αρχών του αιώνα ή/ και οι εκδηλώσεις μνήμης για τα 100 χρόνια από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης από τον Δήμο ο οποίος μάλιστα δεν διστάζει να οικειοποιείται πρακτικές του κινήματος προς όφελός του, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή πορείας μνήμης για την πυρκαγιά και τα θύματά της. Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας που θέλει διακαώς να προβάλει ο δήμος Θεσσαλονίκης εξυπηρετεί στο να προσελκύσει ολοένα και περισσότερους τουρίστες, οι οποίοι θα καταναλώσουν την ιδανική για αυτούς μορφή τουρισμού.

Μέσα από το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η πολιτική του city branding και η προσπάθεια προβολής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μίας πόλης έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της τουριστικής οικονομίας σε όλο και περισσότερες περιοχές, οι οποίες μέχρι τώρα είχαν γλιτώσει από τον μαίηνστριμ καλοκαιρινό τουρισμό, επεκτείνοντας μάλιστα την τουριστική σεζόν σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παράλληλα, η αύξηση των low cost αεροπορικών εταιρειών και οι υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης (πχ airbnb) συνέβαλαν στη μείωση του κόστους διαμονής και μετακίνησης, καθιστώντας ευκολότερο το ταξίδι σε χώρες του εξωτερικού για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση του τουρισμού τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλα μέρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, το γεγονός ότι το 2019 οι τουρίστες προερχόμενοι από το εξωτερικό ήταν 31.3 εκατομμύρια[9], ενώ, η τουριστική οικονομία κατέλαβε το 20.8% του συνολικού ΑΕΠ.

Βέβαια, η πανδημία της covid – 19 θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτέλεσε ένα μικρό τροχοπέδη στην ολοένα και αυξανόμενη τουριστική οικονομία. Ωστόσο, η κρατική διαχείριση το περασμένο καλοκαίρι με το άνοιγμα των αγορών και της διασκέδασης λίγο πριν την καλοκαιρινή σεζόν μας υπενθύμισε για άλλη μία φορά ότι το κράτος και τα αφεντικά είναι διατεθειμένα να θυσιάσουν οτιδήποτε για τη σωτηρία της τουριστικής ανάπτυξης. Με σκοπό τη διάσωση της τουριστικής οικονομίας, το ελληνικό κράτος πήρε αρκετά αυστηρά μέτρα ώστε να παρουσιάσει καλύτερη ιολογική εικόνα συγκριτικά με άλλα τουριστικά κράτη και να παρουσιαστεί ως ασφαλής προορισμός. Βέβαια, αυτό πολύ σύντομα κατέρρευσε λόγω των μηδαμινών μέτρων για την ενίσχυση της υγείας, των ΜΜΜ, της εργασίας κλπ.Τη στιγμή μάλιστα, που γράφεται το κείμενο και εν μέσω έξαρσης των κρουσμάτων της covid – 19 σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, εξαγγέλλεται το άνοιγμα του τουρισμού στα μέσα Μαΐου[10] και διαφημίζονται σε διεθνές επίπεδο τα ελληνικά νησιά ως covid free προορισμοί[11] με σκοπό την περαιτέρω προσέλκυση τουριστών. Παράλληλα, η Ελλάδα αποτελεί μέχρι στιγμής το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος που προκρίνει το πιστοποιητικό εμβολιασμού[12] και άρει την υποχρεωτική καραντίνα για όσους έρχονται από το εξωτερικό με σκοπό τη «διευκόλυνση» της μετακίνησης των τουριστών. 

  1. To be or to BnB

Η ζωή για τους μόνιμους κατοίκους σε γειτονιές της πόλης γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, καθώς το κόστος διαβίωσης διαρκώς αυξάνεται. Την περίοδο της κρίσης από το 2009 και μέχρι περίπου το 2017, η αξία των ακινήτων είχε υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, οι ιδιοκτήτες λόγω της βαριάς φορολογίας προσπαθούσαν να διώξουν από τα χέρια τους ακίνητη περιουσία και οι τιμές των ενοικίων είχαν προσαρμοστεί στη συρρίκνωση της αγοράς και του εισοδήματος των ενοικιαστών. Αυτή η σχετικά σταθερή πορεία διακόπηκε περίπου το 2017, όταν και άρχισε να αυξάνεται η τιμή των ακινήτων. Η αύξηση  των τιμών οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της αγοράς κτιρίων από επενδυτικούς ομίλους κυρίως από χώρες εκτός της ΕΕ με αντάλλαγμα την παραχώρηση της λεγόμενης χρυσής βίζας. Το γεγονός αυτό παράλληλα με την τουριστικοποίηση και τον εξευγενισμό περιοχών συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των ενοικίων σε συγκεκριμένες περιοχές, καθώς το κόστος των ακινήτων έχει ανέβει σε αυτές που έχουν εξευγενιστεί, καθιστώντας πλέον αδύνατο για τους προλετάριους και τις προλετάριες να διαμείνουν σε αυτές.

Επιπλέον, παρατηρείται μαζική αγορά ακινήτων με σκοπό την αξιοποίησή τους μέσα από την πλατφόρμα του airbnb και γενικότερα από τον θεσμό της «βραχυχρόνιας μίσθωσης», καθιστώντας τα διαθέσιμα σπίτια πολύ λιγότερα. Ταυτόχρονα όμως, τα ψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα (ακόμα και για την εργατική τάξη), προσφέρουν τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες τους να βγάλουν εύκολα χρήματα σε μία συνθήκη που η αξία της εργασιακής δύναμης υποτιμάται όλο και περισσότερο. Έτσι βλέπουμε την αντίφαση ένα κομμάτι του προλεταριάτου που κατέχει ιδιοκτησία να την παραχωρεί προς ενοικίαση, προκειμένου να επιβιώσει με καλύτερους όρους, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνει την κατοίκηση άλλων προλετάριων στο κέντρο των πόλεων, καθώς συμβάλλει σε έναν βαθμό στην αύξηση των ενοικίων σε αυτά. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι απλά όσοι βάζουν τα σπίτια τους στην πλατφόρμα του airbnb, είτε το ίδιο το airbnb, ο λόγος που οι ιδιοκτήτες αυξάνουν τα νοίκια, αλλά και οι ίδιοι που αντιλαμβάνονται την αύξηση της αξίας των ακινήτων τους και επιλέγουν να αυξήσουν τα «μακροπρόθεσμα» ενοίκια.

Βλέπουμε επομένως, ότι οι αυξήσεις ενοικίων τα τελευταία χρόνια καθιστούν τη στέγαση ένα από τα βασικά προβλήματα για τους κατοίκους μίας πόλης. Όσο η κατοικία είναι εμπόρευμα και δεν διακινείται ελεύθερα, κάποιες θα αποκλείονται από την πρόσβαση σε αυτή. Το «δεν έχω χρήματα» δηλαδή, μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να μετακομίσω σε άλλη γειτονιά (μακριά από το κέντρο και πιθανόν και από τον χώρο εργασίας, εκπαίδευσης κλπ)  ή ακόμα και δεν έχω σπίτι να μείνω. Επομένως, για κάποιες η άρνηση πληρωμής ή η διεκδίκηση της μείωσης του ενοικίου αποτελεί συχνά μονόδρομο μπροστά στις τεράστιες   αυξήσεις ενοικίων, στις εξώσεις, στους φουσκωμένους λογαριασμούς. Παράλληλα μπορεί να αποτελέσει και μία έμπρακτη κριτική στην έννοια της ιδιοκτησίας και την όλο και μεγαλύτερη εντατικοποίηση για να μπορούμε να τα βγάζουμε πέρα. Με αφορμή την τελευταία και σε συνδυασμό με την ανάγκη για στέγαση και συλλογική ζωή δημιουργήθηκαν και οι καταλήψεις στέγης τις οποίες θεωρούμε μία ακόμα μορφή αγώνα σχετικά με τη στέγαση. Σπίτια που ξαναζωντανεύουν και χρησιμοποιούνται για τον σκοπό που είναι προορισμένα: την κάλυψη της ανάγκης για στέγαση.

Τις τελευταίες δεκαετίες η πρακτική της κατάληψης στο ελληνικό παράδειγμα έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως μέσο αγώνα και διεκδίκησης.  Από τα φοιτητικά κινήματα (’06 -‘07 και ‘11)  μέχρι και το κίνημα ενάντια στη λιτότητα, η κατάληψη συγκεκριμένων κτιρίων ή δημόσιων χώρων έγινε αντιληπτή ως μέσο πίεσης δια μέσου της παύσης παραγωγικών διαδικασιών, αλλά ταυτόχρονα και ως ένας τόπος συγκρότησης σχέσεων και δημόσιας σφαίρας. Από το 2016 και μετά έχουμε δει ότι οι μετανάστριες και οι μετανάστες έχουν χρησιμοποιήσει αλλεπάλληλα την πρακτική της κατάληψης στον ελλαδικό χώρο προκειμένου να διεκδικήσουν την ελευθερία της κίνησής τους. Απέκλεισαν για πολλούς μήνες τη σιδηροδρομική γραμμή της Ειδομένης προσπαθώντας να περάσουν προς την Ευρώπη, μπλόκαραν κεντρικούς οδικούς άξονες διαμαρτυρόμενοι για την αποκοπή της πορείας τους είτε για τις άθλιες συνθήκες στα camp, και εν τέλει πολλοί και πολλές από αυτούς συμμετείχαν σε καταλήψεις στέγης έτσι ώστε να γλιτώσουν από την αθλιότητα των κλειστών ή των ανοιχτών κέντρων κράτησης.

Τη στιγμή δηλαδή που το ζήτημα της κατοικίας άρχισε να γίνεται σημαντικό για ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού (ντόπιων  και μεταναστών), οι μετανάστες διεκδίκησαν και πολλές φορές κατάφεραν να ζουν σε σπίτια χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο, ρεύμα και νερό δημιουργώντας ένα κίνημα καταλήψεων στέγης που δεν σχετιζόταν παρά σε μικρό βαθμό με τους πολιτικοποιημένους χώρους και τις ομάδες τους. Έτσι, οι κατασταλτικές εκστρατείες που εκφράστηκαν απέναντι στις καταλήψεις τα τελευταία χρόνια από την πλευρά του κράτους, δεν είχαν απλά ως στόχαστρο τις πολιτικές καταλήψεις, αλλά την ίδια την κοινωνική πρακτική της κατάληψης για λόγους στέγασης που κατάφερε να αναδείξει μία άμεση και ριζοσπαστική διέξοδο από τα σύγχρονα πολλαπλά προβλήματα σε σχέση με την εύρεση κατοικίας. Αφού λοιπόν, καταστάλθηκαν οι καταλήψεις στέγης μεταναστών, ήρθαν στο στόχαστρο όσες καταλήψεις είχαν κοινωνικές αλλά και πολιτικές σχέσεις με μετανάστες δομώντας παραδείγματα κοινού αγώνα αλλά και όσες αποτελούσαν πρόβλημα για την ανάπλαση διάφορων γειτονιών του κέντρου.

Τα αδιέξοδα που προκαλεί το στεγαστικό πρόβλημα και η διαχείρισή του, κυρίως τον τελευταίο καιρό, ωθούν σε μια όλο και αυξανόμενη ένταση στην αναζήτηση τρόπων επιβίωσης και παρεμβολής στη νέα συνθήκη της κατοικίας. Κυρίως στην Αθήνα και σε περιοχές που το πρόβλημα εντείνεται, το πεδίο αγώνα γύρω από το πρόβλημα της κατοικίας έχει ανοίξει με συζητήσεις, εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες υποκειμένων που προσπαθούν να συλλογικοποιήσουν τις αρνήσεις τους και να απαντήσουν στον εκβιασμό του ενοικίου, είτε στη βάση της γειτονιάς, είτε της κοινής ανάγκης για στέγαση (πχ Ανοιχτή Συνέλευση Κατοίκων Πετραλώνων-Θησείου-Κουκακίου, Γραμμή 15, Συνέλευση ενάντια στον εκβιασμό του ενοικίου, Συνέλευση πόλης 790, ενώ στη Θεσσαλονίκη με το ζήτημα της στέγασης έχει καταπιαστεί η ΛΟΥΠΑ-κοινότητα συνάντησης και αγώνα φοιτητριών, ανέργων, επισφαλών και χαμένων παιδιών).

Βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την έναρξη της πανδημίας της  covid-19 και έπειτα παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο μία (πιθανώς) εφήμερη επιστροφή στις μακροχρόνιες μισθώσεις. Τα διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση φαίνεται πως αυξήθηκαν σε αρκετές πόλεις λόγω της πολύ μεγάλης απουσίας τουριστών, ωστόσο τα νοίκια παρέμειναν ακριβά και αν πριν μας ήταν δύσκολο να πληρώσουμε νοίκι και λογαριασμούς τώρα μας φαίνεται γολγοθάς. Ζούμε σε μία συνθήκη όπου οι ιδιοκτήτες μετά και από την εμπειρία του αirbnb φαίνεται να είναι απρόθυμοι να υποτιμήσουν την αξία των ακινήτων τους, ενώ ταυτόχρονα οι καθημερινές μας ανάγκες συνεχίζουν να μας πιέζουν. Το κράτος από την άλλη, για να αποφύγει μεγάλες εντάσεις όπως μαζικές αρνήσεις πληρωμών ενοικίου, ανακοίνωσε υποχρεωτική κατά 40% μείωση του ενοικίου της κύριας κατοικίας για τους/τις εργαζόμενους/ες που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εργασίας. Φυσικά από το μέτρο αυτό βγαίνουν και πάλι κερδισμένοι οι ιδιοκτήτες, καθώς, οριοθετείται κρατικά η μείωση ενοικίου και άρα καθίσταται πολύ δυσκολότερη η όποια διαπραγμάτευση για περαιτέρω μείωση ή άρνηση πληρωμής του ενοικίου από την πλευρά των ενοικιαστ(ρι)ών. Ταυτόχρονα, οι ιδιοκτήτες πέρα από το 60% του ενοικίου, τους επιστρέφεται με τη μορφή έκπτωσης από τη φορολογία ένα κομμάτι του 40% της μείωσης. Στη μείωση του ενοικίου βέβαια, δεν συμπεριλαμβάνονται όσες είμαστε άνεργες, όσοι αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε μαύρα ή χάσαμε τη δουλειά μας. Ενώ, όσες παίρνουμε το επίδομα της αναστολής εργασίας πασχίζουμε με 534 ευρώ να τα βγάλουμε πέρα με τα νοίκια και τους λογαριασμούς που παρά την πανδημία συνεχίζουν να τρέχουν.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της covid-19 κεντρικό μότο της κρατικής καμπάνιας για τον κορονοϊό αποτέλεσε το «Μένουμε Σπίτι». Το οποίο για πολλούς και πολλές σημαίνει δουλεύουμε από το σπίτι, παρακολουθούμε μαθήματα από το σπίτι, διασκεδάζουμε στο σπίτι και γενικώς κάνουμε αναγκαστικά τα πάντα στον χώρο του σπιτιού. Βλέπουμε λοιπόν, ότι στον χώρο του σπιτιού συμπυκνώθηκαν όλες οι σφαίρες δραστηριοτήτων, από την εργασία και την εκπαίδευση, μέχρι τη διασκέδαση και την κατανάλωση, αναδεικνύοντας πάρα πολύ έντονα τη σημασία της ποιότητας και του χώρου στον οποίο ζούμε. Είναι λοιπόν, διαφορετικό να ζούμε σε ένα ευρύχωρο και ευήλιο σπίτι, με κήπο και πολλά δωμάτια (όπως αυτό που έμενε ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο διαφημιστικό σποτ[13] του «Μένουμε Σπίτι») και διαφορετικό να ζούμε σε ένα σκοτεινό και μικρό διαμέρισμα, συχνά χωρίς θέρμανση ή πρόσβαση στο ίντερνετ. Φυσικά το «Μένουμε Σπίτι» προϋποθέτει και να έχουμε σπίτι, πόσο μάλλον ένα σπίτι στο οποίο μπορούμε να καλύψουμε ένα κομμάτι των αναγκών και επιθυμιών μας. Βλέπουμε λοιπόν, ότι το περίφημο σποτ δεν λογαριάζει όλους εκείνους που δεν έχουν σπίτι, τους άστεγους, τις μετανάστριες που στοιβάζονται στα κάμπς, ούτε εκείνες για τις οποίες το σπίτι είναι ένας χώρος επικίνδυνος. Όταν όμως δεν νιώθουμε καλά με το να μένουμε σπίτι, όταν για πολλές το σπίτι είναι επικίνδυνο λόγω της βίας που μπορεί να υφίστανται καθημερινά, όταν κάποιοι έχουν μείνει άνεργοι ή δουλεύουν ανασφάλιστες και πασχίζουν να καλύψουν το κόστος των όλο και αυξανόμενων ενοικίων, όταν συνεχίζουν να υπάρχουν άστεγες και οι μετανάστες στοιβάζονται στα καμπς, τότε καταλαβαίνουμε ότι το μότο «Μένουμε Σπίτι» δεν μπορεί να μας συμπεριλάβει όλες. 

  1. Η ανάγκη για δημόσιο χώρο[14]

 Παράλληλα με το αίτημα για την αξιοποίηση των άδειων κτιρίων βρίσκεται πάντα και αυτό για την αξιοποίηση ή διεκδίκηση του δημόσιου χώρου – ανάλογα από ποια σκοπιά διαβάζεται το αίτημα. Όταν μιλάμε για δημόσιο χώρο, δεν εννοούμε τον απλά «κοινόχρηστο» και γίνεται εδώ η διάκριση, καθώς πολλές φορές οι δυο αυτές έννοιες συγχέονται, είτε για χάρη απλοποίησης, είτε και σκόπιμα. Κοινόχρηστος χώρος για παράδειγμα μπορεί να είναι η αυλή ενός εστιατορίου, ο χώρος με τα τραπεζάκια μιας καφετέριας ή το αίθριο ενός εμπορικού κέντρου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και δημόσιοι αυτοί οι χώροι καθότι υπόκεινται σε κάποια ιδιοκτησία και σε συγκεκριμένους εμπορευματικούς σκοπούς.

Εμείς, όταν μιλάμε για δημόσιο, εννοούμε τον χώρο εκείνο, που δεν είναι επικερδής με τους όρους του κεφαλαίου, λόγος για τον οποίο διακρίνεται τόσο η απαξίωσή του όσο και οι προσπάθειες εμπορευματοποίησης και ελέγχου του. Στις πόλεις μας υπάρχει τρομακτική έλλειψη σε δημόσιο χώρο και αυτό έγινε ακόμα πιο εμφανές στην περίοδο που διανύσαμε –και διανύουμε–  καθώς, από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα λοκντάουν βρεθήκαμε όλοι μας σε μια αναζήτηση δημόσιων ελεύθερων χώρων, πάρκων, πλατειών, γηπέδων για να κυκλοφορήσουμε, εκτονωθούμε, κοινωνικοποιηθούμε κοκ. Απαραίτητες ανάγκες τις οποίες δεν μπορούν –και ούτε θα έπρεπε– να καλύψουν οι περιφραγμένοι ιδιωτικοί χώροι, ούτε αυτοί των καταστημάτων και των καφέ.

Ο δημόσιος χώρος δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει κέρδος. Παρόλα αυτά μπορεί –υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και αναπλάσεις φυσικά–  να αποτελέσει δέλεαρ και τουριστική ατραξιόν. Μπορεί να διαφημιστεί ως χώρος ανάτασης και ευεξίας και να παίξει τον ρόλο του στα παιχνίδια εντυπωσιασμού και ανταγωνισμού των πόλεων. Έτσι, ακόμα και ο διαθέσιμος «ελεύθερος» δημόσιος χώρος που διαθέτουν οι πόλεις είναι σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενος προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων –βλ. Μεγάλος Περίπατος, ανάπλαση για τα καταστήματα στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας.

Σε αυτά τα πλαίσια ακόμα πιο έντονη είναι η –χωρίς όρια–  κατάληψη πεζοδρομίων και πλατειών από αμέτρητα τραπεζοκαθίσματα  καταστημάτων που έχουν εξαφανίσει πλέον κάθε δίοδο στους πεζούς. Στα χρόνια του κορονοϊού το φαινόμενο αυτό πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς είδαμε τη συρρίκνωση του ήδη περιορισμένου δημόσιου χώρου. Με πρόσχημα την τήρηση των αποστάσεων και τα μέτρα κατά της διάδοσης του ιού, επιτυγχάνονταν η περαιτέρω κερδοφορία των μαγαζιών καθώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό τους εσωτερικούς χώρους. Το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή κιόλας «έκλεισαν» και περιόρισαν την πρόσβαση σε όλους τους δημόσιους χώρους όπως πλατείες, πάρκα, παιδικές χαρές, την παραλία της Θεσσαλονίκης, μέχρι και στο δάσος του Σέιχ Σου, ενώ πολλές από τις επιχειρήσεις και τα τουριστικά καταλύματα συνέχιζαν τη λειτουργία τους, αποτελεί δείγμα τόσο της κατευθυνόμενης χρήσης του δημόσιου χώρου όσο και της προσπάθειας ελέγχου του.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όπου στη συγκυρία του κορονοϊού και στα πλαίσια ελέγχου της πανδημίας είχαμε εκδιώξεις και καταστολή νέων που χρησιμοποιούσαν τον δημόσιο χώρο (πλατεία Καλλιθέας στη Θεσσαλονίκη, πλατεία Αγίου Γεωργίου και πλατεία Αγίας Παρασκευής στην Αθήνα κλπ) για κοινωνικές ανάγκες, ενώ παράλληλα βλέπαμε φιέστες στα εγκαίνια της πλατείας Ομονοίας με εικόνες συνωστισμού. Με αποκορύφωμα τα σκηνικά απρόσκοπτης βίας, ελέγχου και καταστολής στην πλατεία της Νέας Σμύρνης  προς όλους τους χρήστ(ρι)ες τις πλατείας ανεξάρτητα της κοινωνικής και ηλικιακής ομάδας στην οποία ανήκουν.

Ο έλεγχος στον δημόσιο χώρο παίρνει πολλαπλές μορφές ανάλογα με τη συγκυρία και τους χρήστες του. Στην πραγματικότητα έχουμε μια συνεχόμενη καταπάτηση του δικαιώματος πρόσβασης και ελεύθερης έκφρασης στον δημόσιο χώρο και φυσικά του δικαιώματος στην πόλη που τείνουν να προβάλλουν ως επιχείρημα σε διάφορες προεκλογικές καμπάνιες κατά καιρούς δημοτικοί συνδυασμοί. Βλέπουμε όλο και περισσότερους περιορισμούς στη χρήση και πρόσβαση στον δημόσιο χώρο ακόμα και με πολύ πρακτικούς όρους όπως οι περιφράξεις, οι κάμερες και η φύλαξη σε πάρκα, παιδικές χαρές και χώρους αναψυχής. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το παράδειγμα των παιδικών χαρών, όπου με το πρόσχημα της προστασίας των παιδιών από οτιδήποτε το «διαφορετικό» μπαίνει ένα ακόμη λιθαράκι στην κοινωνική νομιμοποίηση για περαιτέρω έλεγχο και περίφραξη των δημόσιων χώρων. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι χώροι διαμορφώνονται με μια περίκλειστη λογική, περιφραγμένοι με κάγκελα σε όλη την έκτασή τους και συγκεκριμένη είσοδο η οποία κλειδώνει συγκεκριμένες ώρες εντάσσοντας όλο τον χώρο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις χρήσης του και από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη –πέρα από τα «αποδεκτά» πλαίσια χρήση.

Έτσι ο δημόσιος χώρος υπόκειται σε συγκεκριμένα πρότυπα χρήσης, όπου ορισμένες κοινωνικές ομάδες όπως μετανάστες, χρήστες ουσιών, άστεγοι και σεξεργάτριες δεν ταιριάζουν. Επιπλέον, στα εμπορευματικά πρότυπα που προωθούνται δεν χωράνε οι υπόλοιπες χρήσεις το οποίο μπορεί να συμπεριλαμβάνει πολιτικές – πολιτιστικές εκδηλώσεις, συνελεύσεις γειτονιάς και ομάδων, εξωθεσμικές και αυτόνομες δράσεις, άραγμα νέων και λοιπά, γεγονός το οποίο περιορίζει την ελεύθερη έκφραση και πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι διαφορετικές εθνοτικές ομάδες χρησιμοποιούν και οικειοποιούνται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους τον δημόσιο χώρο και είναι συχνό το φαινόμενο εκδίωξής τους από αυτόν ή της σκόπιμης υποβάθμισης των συγκεκριμένων χώρων από τη στιγμή που δεν ταιριάζουν στην «καθαρόαιμη ελληνική κουλτούρα». Έτσι, η πρόσβαση και χρήση του δημόσιου χώρου, όχι μόνο δεν είναι ελεύθερη, αλλά και  καθοδηγούμενη, μέσω τον προτύπων που προωθούνται.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια βρίσκεται και η νέα κίνηση για περιορισμό και έλεγχο των πανεπιστημίων, μέσω της πανεπιστημιακής αστυνομίας και το κλείσιμο των χώρων. Στην ουσία αφαιρείται ένα κομμάτι του δημόσιου χώρου και μάλιστα αρκετά σημαντικό από την ίδια την πόλη. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη ο αποκλεισμός του ΑΠΘ από τη δημόσια χρήση όχι μόνο δημιουργεί ένα μεγάλο λειτουργικό κενό στην πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική ζωή της πόλης, αλλά και δυσχεραίνει την καθημερινή ζωή των χρηστών του και των διερχομένων, μιας και λειτουργεί ως αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού δικτύου.

Εκτός από το ζήτημα της πρόσβασης, χρήσης και του ελέγχου του δημόσιου χώρου, τίθεται και το ζήτημα της προσβασιμότητας είτε αυτό αφορά συγκεκριμένες πρακτικές όπως κλειστά πάρκα και παιδικές χαρές, είτε αφορά την ανεμπόδιστη κυκλοφορία στο σύνολο των δημόσιων χώρων. ΑμΕΑ, γονείς με καροτσάκια και ηλικιωμένοι έχουν μειωμένη πρόσβαση καθώς δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές, όπως ράμπες για ΑμΕΑ, αναβατόρια και κεκλιμένα επίπεδα. Επιπλέον, η μετακίνηση των παραπάνω ομάδων γίνεται ακόμη πιο δύσκολη στην πόλη εξαιτίας των στενών πεζοδρομίων, των τραπεζοκαθισμάτων που απλώνονται σε όλο το πλάτος των πεζοδρομίων και των παρκαρισμένων αυτοκινήτων σε ράμπες και θέσεις ΑμΕΑ. Σαν να μην έφτανε αυτό στη συγκυρία του κορονοϊού είδαμε τη μεγαλύτερη εξάπλωση των τραπεζοκαθισμάτων και των νέων αδειών τους με τη δικαιολογία των μέτρων προστασίας, που καθιστά τη μετακίνηση αυτών των ομάδων οριακά αδύνατη.

  1. Αντί επιλόγου – η αναζήτηση του χαμένου χώρου

Ύστερα από αυτή τη σύντομη παρουσίαση σε σχέση με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και τις αλλαγές που υφίστανται οι πόλεις, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι το μέλλον μοιάζει όλο και πιο ζοφερό, ότι οι πόλεις γίνονται όλο και πιο καθαρές και αποστειρωμένες, μονάχα για να εξυπηρετούν την παραγωγή και την κατανάλωση, όπου η διαβίωση για τους κατοίκους της πόλης είναι όλο και πιο δύσκολη.

Οι πόλεις όμως δεν διαμορφώνονται μονάχα από το κεφάλαιο, αλλά ανέκαθεν αποτελούσαν ένα πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών. Οι πόλεις και οι γειτονιές διαμορφώνονται και από τους ανθρώπους, τον τρόπο που κινούνται και ζουν, τα μέρη στα οποία συναντιούνται και κοινωνικοποιούνται, τους τόπους όπου διαρρηγνύεται η γραμμικότητα του χρόνου, εκεί που ξεδιπλώνονται οι επιθυμίες μας.  Η αντίληψη λοιπόν, για την πόλη και τον χώρο περιλαμβάνει την ξεδίπλωση μίας συναισθηματικής, σωματικής και ζωντανής εμπειρίας, τόσο ατομικής, όσο και συλλογικής, περιλαμβάνει την αίσθηση του πάθους και της δράσης, τις καθημερινές πρακτικές και όλες εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές που χαράσσουν στη μνήμη μας τη θύμηση ενός χώρου.

Γι’ αυτό λοιπόν, η πόλη αποτελεί για εμάς ένα από τα πεδία που εδαφικοποιούνται οι αρνήσεις και οι επιθυμίες μας, από τους αγώνες για τη μείωση των ενοικίων και τις καταλήψεις στέγης, μέχρι την εναντίωση στον εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση, από την εναντίωση στην «καθαρότητα» και την αποστείρωση των γειτονιών μας, μέχρι την οικειοποίηση και απελευθέρωση του δημόσιου χώρου.

Τώρα όσο ποτέ άλλοτε, ο χώρος και κυρίως ο δημόσιος αποτελεί το μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να ανασάνουν• το μέρος που μπορούν να ξεφύγουν από το σπίτι και την κλεισούρα, όπου μπορούν να συναντηθούν ξεπερνώντας τον φόβο και να σπάσουν τη ροή της καθημερινότητας που περιορίζεται στη δουλειά και το σπίτι• είναι εκεί όπου πορευόμενοι μαζί με άλλες, οι «άσκοπες μετακινήσεις» αποκτούν νόημα. Τους τελευταίους μήνες αυτή η ανάγκη να βρεθούμε στον δημόσιο χώρο εδαφικοποιήθηκε στο campus του ΑΠΘ όπου οι φοιτητικές καταλήψεις κατάφεραν να «απελευθερώσουν» ένα μεγάλο κομμάτι δημόσιου και ανοιχτού χώρου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Οι κατειλημμένες σχολές και οι ατελείωτες συνελεύσεις, το άραγμα στα γρασίδια και το ασταμάτητο βόλεϊ, οι βόλτες και τα ραντεβού στην πλατεία χημείου αποτέλεσαν μερικές από τις στιγμές που καταφέραμε να πάρουμε πίσω τον κλεμμένο χωροχρόνο  και να ξανασυναντηθούμε χωρίς φόβο.

Για τη συγγραφή αυτού του κειμένου διαβάστηκαν:

Φάμπρικα Υφανετ, Νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές, εξευγενισμός, δημιουργικές πόλεις και citybranding.

Φάμπρικα Υφανέτ, Φεστιβαλοποίηση των πόλεων, Μια κριτική στη Documenta και στη θεσμική ενσωμάτωση της τέχνης.

Λούπα, Συζήτηση για τη στέγαση, 2019.

Περιοδικό Κομπρεσέρ, για την πόλη και τον χώρο, τεύχη 1-8.

Περιοδικό Γραμμή 15, τεύχη 1-3.

David Harvey, Το δικαίωμα στην πόλη.

Μπάσταρδες με μνήμη, Καλωσήρθατε στο Gentrification.

Τα παιδιά της Γαλαρίας, «Ευγενίζοντας» τους πληβείους, (ορισμένες) διαδικασίες «κυριλοποίησης» στην Αθήνα.

RosaNera, Τουριστικοποίηση ενάντια στην κοινωνία, 2017.

Ομάδα Αυτόμορφωσης για το Κεφάλαιο του Μαρξ, Μάθημα 43ο: Αστεοποίηση του κόσμου και χωροχρονική δυναμική του καπιταλισμού, Α: Παραγωγή του χώρου και γαιοπρόσοδος.

Γρέζι, Τουριστικοποίηση και το φαινόμενο του airbnb.

https://akea2011.com/2020/07/15/megalosperipatosgentrification/

https://www.athenssocialatlas.gr

[1]Μάλιστα  οι περισσότερες ανάγκες καλύπτονται ή μεταφέρεται σταδιακά η κάλυψή τους  εντός των camps (πχ αγορά, μαγαζάκια, «φαστφουντάδικα», εκπαίδευση, υγεία κλπ).

[2]Η αγροτική και αστική γαιοπρόσοδος αποτελεί την τιμή που ορίζεται ανά περίοδο και διαμορφώνει τη χρηματική αξία της ενοικίασης ή αγοράς μίας γης.

[3]Συμβολικό κεφάλαιο σύμφωνα με τον Pierre Bourdieu αποτελεί η συσσώρευση όχι μόνο των οικονομικών αλλά και των κοινωνικών και πολιτισμικών εφοδίων  τα οποία προσφέρουν σε ένα άτομο ή μία κοινωνική ομάδα κύρος και αναγνώριση.

[4]     Η κατεδάφιση των καστρόπληκτων σπιτιών, δηλαδή των σπιτιών που έχουν χτιστεί  εγκάρσια των βυζαντινών τειχών έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη στο σύνολο της. Αντίστοιχα, πολυετής είναι και ο αγώνας των κατοίκων της Άνω Πόλης ενάντια στην κατεδάφισή τους, με την Ανοιχτή Συνέλευση Ενάντια στο Γκρέμισμα των Καστρόπληκτων την περίοδο 2011-2013 και πιο πρόσφατο τον τωρινό αγώνα των κατοίκων των εν λόγω σπιτιών γύρω από την Πρωτοβουλία Υπεράσπισης Κατειλημμένων Σπιτιών.

2  https://www.iefimerida.gr/news/488014/glykia-anarhia-exarheia-sto-airbnb-diafimizoyn-toyristiki-volta-stin-epanastatiki

[5]      https://sete.gr/el/stratigiki-gia-ton-tourismo/vasika-megethi-tou-ellinikoy-tourismoy/?year=2019.

[6]      Αναλυτικότερα για το city branding βλέπε: https://yfanet.espivblogs.net/files/2017/06/neoliberal-city-FY.pdf.

[7]      https://www.citybranding.gr/2012/02/blog-post_22.html.

[8]      https://www.citybranding.gr/2012/04/branding-destinations-h.html.

[9]Στο νούμερο αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι αφίξεις από κρουαζιέρες, ούτε ο εσωτερικός τουρισμός https://sete.gr/el/stratigiki-gia-ton-tourismo/vasika-megethi-tou-ellinikoy-tourismoy/?year=2019.

[10]    https://www.theguardian.com/world/2021/mar/09/greece-hopes-to-open-to-tourists-from-14-may

[11]    https://www.lifo.gr/now/greece/ayta-einai-ta-covid-free-ellinika-nisia-sto-100-o-emboliasmos-ton-katoikon

[12]    Η πρόταση αυτή έχει προς το παρόν απορριφθεί από τις χώρες της ΕΕ, ωστόσο το  ελληνικό κράτος έχει υπογράψει ανεξάρτητες συμβάσεις με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.

[13]https://www.youtube.com/watch?v=F615LZYhZ48.

[14] Η συγγραφή του κειμένου αυτού ολοκληρώθηκε τον Μάρτη του 2021, ως εκ τούτου οι όποιες συγκρούσεις αναφορικά με τον δημόσιο χώρο που συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης το αμέσως επόμενο διάστημα δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανάλυση του κειμένου.