(περί ευρωπαϊκής ένωσης, ιμπεριαλισμού και λοιπών δαιμονίων)
Η έλευση της οικονομικής κρίσης, έφερε στο δημόσιο λόγο και στο κίνημα νέα στοιχεία και προβληματισμούς. Η ΕΕ, το κράτος, το χρέος και η στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουμε ξανάγιναν ζητήματα τα οποία το κίνημα, τόσο θεωρητικά όσο και σε επίπεδο πράξης έπρεπε να εξετάσει, αλλά και να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Τα ζητήματα αυτά δεν «μπήκαν» ούτε τυχαία, ούτε «από τα πάνω», αλλά μέσω της καθημερινότητας των ανθρώπων που το αποτελούσαν. Οι κραδασμοί και οι ανακατατάξεις γύρω από αυτό το ζήτημα ήταν αναπόφευκτες. Για το λόγο αυτό, εδώ θα πραγματευτούμε κάποιες από τις πλευρές του ζητήματος της ΕΕ και πώς αυτό εμφανίζεται στο δημόσιο και κινηματικό λόγο.
Αρχικά, αυτό το οποίο λείπει είναι μια συγκροτημένη προσέγγιση του τί είναι η ΕΕ. Οι περισσότερες προσεγγίσεις θεωρούν πως δημιουργήθηκε εξ αρχής ως ιμπεριαλιστικό κέντρο. Πέρα από το όντως θολό και προβληματικό concept του ιμπεριαλισμού, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ΕΕ θα πρέπει μεταξύ άλλων να στραφούμε και στην ίδια, δηλαδή στο τι λέει η ίδια για τον εαυτό της ως ένωση. Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας στην Ευρώπη, μιας προσπάθειας ενοποίησης κομματιών της οικονομίας, που ξεκίνησε με το τέλος του β’ παγκόσμιου πολέμου.
Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε αρχικά ως ενοποίηση της παραγωγής χάλυβα και άνθρακα, ενός νευραλγικού τομέα για τις τότε κέντρο-ευρωπαϊκές οικονομίες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1950-1973, οι εξελίξεις ήταν μάλλον αργές ως προς την περαιτέρω ενοποίηση. Η ύπαρξη σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των κυριότερων νομισμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και η συνεχής ανάπτυξη, οδήγησαν τις περισσότερες χώρες στη δυνατότητα χάραξης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Έδωσαν επίσης και την δυνατότητα διασφάλισης των θέσεων εργασίας της εργατικής τους τάξης, καθώς η άνοδος των μισθών και οι διαφορές στη παραγωγικότητα δεν επηρέαζαν δραματικά τις ισοτιμίες παρά μόνο εντός κάποιων ορίων.
Μετά το 1973 όμως, έγινε κατανοητό ότι οι «κυμαινόμενες ισοτιμίες» ήρθαν για να μείνουν στην παγκόσμια αγορά. Η διαδικασία επιταχύνθηκε, καθώς έγινε κατανοητό ότι η περαιτέρω ενοποίηση ήταν ο μοναδικός τρόπος να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Επίσης, σταδιακά φάνηκε ότι η «ανάπτυξη» έχει όρια, τα οποία ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς μετά την κρίση του 1987, καθώς έγινε πλέον εμφανές ότι οι κεϋνσιανές αλλά και αυστηρές πολιτικές λιτότητας δεν μπορούσαν να επιλύσουν την κρίση του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, οι κυμαινόμενες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στη κινητικότητα του κεφαλαίου. Δημιουργούσαν ανασφάλεια, ως προς τη διεθνή του κίνηση και τις επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσαν ανασφάλεια και στους εργαζόμενους σε σχέση με την ύπαρξη εργασίας, στην περίπτωση που πλέον το κεφάλαιο θα «έφευγε» για πιο ανταγωνιστικές χώρες.
Εδώ, έγινε κατανοητό ότι η οικονομία είχε ένα πολύ βασικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο από την υπερσυσσώρευση. Είχε «πολιτικοποιηθεί». Είχε δοθεί δηλαδή η δυνατότητα σε μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης -είτε το συνειδητοποιούσαν, είτε όχι- να επηρεάζουν δραστικά (είτε μέσω της οικονομικής πολιτικής του κράτους, είτε μέσω απεργιών) την αξία του χρήματος και την οικονομική πολιτική. Η ταξική πάλη και η αντίφαση μεταξύ αναπαραγωγής του κεφαλαίου και εργασίας εμφανιζόταν πλέον εντός της αξίας του χρήματος. Αυτό το χαρακτηριστικό, που είχε επανεμφανιστεί την περίοδο του μεσοπολέμου, είχε δώσει διδάγματα στην αστική τάξη. Ο υψηλός πληθωρισμός, τα επαναστατικά κινήματα που προκαλούνται, οι εμπορικοί και τελικά στρατιωτικοί πόλεμοι δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Αντιθέτως, έπρεπε να υπάρξει σταθεροποίηση.
Η μόνη λύση για να σταθεροποιηθεί αυτή η κατάσταση ήταν -αρχικά- μια επαναφορά των σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων. Αυτό ουσιαστικά σηματοδότησε τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος, κατά την οποία όλα τα κράτη της Ευρώπης συμφώνησαν σε σταθερές ισοτιμίες. Οι συμφωνίες όμως δε λειτούργησαν αποτελεσματικά, καθώς τα κράτη διατηρούσαν τη δυνατότητα τροποποίησης της νομισματικής πολιτικής, πράγμα που προκαλούσε δυσκολίες στην κίνηση του κεφαλαίου.
Η λύση, εδώ συμφωνούν η παραδοσιακή αριστερά και οι πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, στο παραπάνω πρόβλημα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήταν ο νεοφιλελευθερισμός. Όμως, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να γίνεται κατανοητός ως οικονομικό/ιδεολογικό project της αστικής τάξης, το οποίο με μια αλλαγή συσχετισμών θα μπορούσε να αντιστραφεί. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η εξέλιξη της κεφαλαιακής σχέσης υπό την πίεση της ταξικής πάλης ως τέτοιας. Θα πρέπει λοιπόν να πάψουμε να θεωρούμε ότι μια «εναλλακτική πολιτική» αριστερού τύπου μπορεί απλά να αντιστρέψει τη διαδικασία. Αυτή είναι μια αυταπάτη που έχει παιχτεί ως δράμα πολλές φορές. Από την κυβέρνηση Μιτεράν στη Γαλλία, μέχρι και τον Σύριζα (παρά τις διαφορές τους), οι κυβερνήσεις που προσπάθησαν μέσω του κράτους να αντισταθούν στη λιτότητα απέτυχαν μπροστά στο νεοφιλελευθερισμό. Το κεφάλαιο, σε τελική ανάλυση, «έφυγε» από τις χώρες τέτοιας διαχείρισης, έγιναν τα λεγόμενα “capital strikes“1 και τελικά οι ίδιοι οι προλετάριοι ψήφισαν και επανάφεραν στην εξουσία τις συντηρητικές δυνάμεις.
Το νόημα της ευρωπαϊκής ένωσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό ένα κοινό νόμισμα είναι ακριβώς αυτό: η σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ανισοτήτων μέσω ενός κοινού σταθερού νομίσματος, η αδυναμία δηλαδή άσκησης τελείως αυτόνομης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Αυτό προκάλεσε ανακατατάξεις στον τρόπο και στο πεδίο που ανταγωνίζονται τα κεφάλαια και στις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, διαφοροποιώντας έτσι και τις μορφές των κινημάτων. Σταθεροποίησε όμως τη συσσώρευση, λειτούργησε ευεργετικά για τα πιο ανταγωνιστικά κεφάλαια και αύξησε την κινητικότητα του κεφαλαίου. Ο κόσμος της εργασίας έχασε «θέσεις μάχης» και βρέθηκε εγκλωβισμένος στη φιλελεύθερη πραγματικότητα.
Υπό αυτή την έννοια, παρά τις παραγωγικές ανισότητες η ΕΕ δεν είναι ένας ενδο-ιμπεριαλιστικός σχηματισμός υπό την έννοια ότι δεν δρα ιμπεριαλιστικά στο εσωτερικό του. Αντίθετα, είναι ένας κοινός καπιταλιστικός συνασπισμός με σκοπό την αμοιβαία ωφέλεια των ευρωπαϊκών κεφαλαίων κάθε κράτους, την πειθάρχηση της εργασίας, καθώς και την κοινή -σε γενικές γραμμές- άσκηση εξωτερικής οικονομικής πολιτικής προς τρίτες χώρες. Οι χώρες εντός της ΕΕ έπρεπε, βάσει των καταστατικών στόχων της, να συγκλίνουν προς οικονομικούς και εμπορικούς στόχους και όχι να αποκλίνουν.
…μα έχω πάθει εξάρτηση…
Η λογική που θέλει το έθνος κράτος να αντιπαραβάλλεται με την διεθνή «αγορά», εκτός του ότι παραβλέπει τους ιστορικούς λόγους και τη φύση της ΕΕ, ως μορφής εξέλιξης του κεφαλαίου, δημιουργώντας έτσι ένα εθνικιστικό αφήγημα, παραβλέπει επίσης και τις καταστατικές αρχές της. Η λογική αυτή, ουσιαστικά τέκνο των μαοϊκών και σοβιετικών θεωρητικών προσεγγίσεων της δεκαετίας του ’70 για τον «αντι-ιμπεριαλισμό» και τις λεγόμενες «θεωρίες εξάρτησης», ουσιαστικά αντιπαραβάλει λανθασμένα το έθνος-κράτος ως κάτι ενιαίο με τη «διεθνή αγορά», υπονοώντας έτσι ότι μπορεί να υπάρξει «εθνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό». Ουσιαστικά, όπως και οι πολιτικές ομάδες που υπερασπίστηκαν αυτές τις ιδέες, η λογική αυτή καταλήγει σε μορφές εθνικισμού.
Εδώ πρέπει να τονιστεί τι ακριβώς ερμηνεύουν οι θεωρίες εξάρτησης. Οι προσεγγίσεις αυτές προσπάθησαν να αναλύσουν την ιεραρχία μεταξύ κρατικών σχηματισμών με όρους χρέους και εμπορικού ισοζυγίου. Ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι υπάρχουν κυρίαρχες -ιδιαίτερα ανεπτυγμένες- καπιταλιστικές χώρες, που εκμεταλλεύονται συνολικά άλλες χώρες, τις οποίες με «τεχνητό τρόπο’» -δηλαδή μέσω παρέμβασης στον τοπικό κρατικό μηχανισμό- κρατάν σε υποανάπτυκτη κατάσταση. Η κυριαρχούμενη χώρα ουσιαστικά παραμορφώνεται αναπτυξιακά από την ξένη χώρα, άρα ο «σωστός πολιτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό’» περιλαμβάνει αρχικά μια εθνικοαπελευθερωτική πάλη, για να απαλλαχτεί από το ξένο κεφάλαιο. Το πρόβλημα με τις θεωρίες εξάρτησης όμως, είναι ότι υποτιμούν εντελώς το ρόλο του κράτους και υπονοούν ότι είναι ένα ουδέτερο εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου. Το κράτος όμως, δεν είναι απλά «όργανο της άρχουσας τάξης», όπως δεν είναι και εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μια «φιλολαϊκή» κυβέρνηση προς όφελος «του κόσμου της εργασίας» ή του «λαού». Αντιθέτως, είναι η πολιτική μορφή του συνόλου της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι το ίδιο εγγενώς καπιταλιστικό. Το ίδιο το κράτος είναι μορφή ταξικής πάλης, κυριαρχίας επί της εργασίας. Η αντί-ιμπεριαλιστική κριτική των θεωριών εξάρτησης είναι επικίνδυνη τόσο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα, αλλά και ως προς τη λογική της: ερμηνεύει τα πάντα χωρίς να ερμηνεύει τίποτα. Αυτή η ρητορική παραβλέπει κύριες πλευρές της πραγματικότητας.
Φυσικά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν εθνικές πολιτικές και ανταγωνισμοί μεταξύ των κεφαλαίων, καθώς είναι προφανές ότι υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των κρατικών σχηματισμών σε επίπεδο δύναμης, ανάπτυξης κ.λπ.. Παρόλα αυτά οι ανισότητες αυτές έχουν να κάνουν με διαφορές που σε τελική ανάλυση είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ταξικής πάλης της κάθε χώρας και για το λόγο αυτό, το να επικεντρώνουμε την κριτική μας ως κίνημα σε αυτές, εκτός ότι αφαιρεί πολύ από τον πλούτο της, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Καταρχάς, «εθνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό» κατ’ εμάς δεν υπάρχει, καθώς όπου πήγε να εφαρμοστεί ο σοσιαλισμός, σε μια και μόνο χώρα, ήταν μια ιστορική τραγωδία, καθώς οι έννοιες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού είναι εξ ορισμού για εμάς αντεθνικές και αντί-κρατικές. Η συγκεκριμένη λογική όμως αγνοεί επίσης, ότι η κεφαλαιακή σχέση είναι μια καθημερινή, μοριακή σχέση και οι σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης -για να το θέσουμε απλοϊκά- υπάρχουν καθημερινά ως σχέσεις μεταξύ μας, καθώς μας συγκροτούν και τις αναπαράγουμε διαρκώς. Η διαπίστωση αυτή εξηγεί γιατί η καταστροφή του εμπορευματικού κόσμου φαντάζει σήμερα τόσο απίθανη, αλλά συγχρόνως συνηγορεί απερίφραστα υπέρ της αναγκαιότητας για μια κοινωνία χωρίς πραγμοποίηση.2 Οπότε το πρωταρχικό και κύριο πεδίο αντιπαράθεσης πρέπει να είναι αυτό το μοριακό επίπεδο και όχι το αφηρημένο επίπεδο της πολιτικής και του κράτους ή ακόμα χειρότερα, το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κρατών. Γιατί σε εκείνο το πεδίο ανάλυσης και δραστηριότητας, η κεφαλαιακή σχέση είναι ήδη προϋπόθεση της πολιτικής διαχείρισης. Η αντιιμπεριαλιστική κριτική είναι μια οικονομίστικη υπεραπλουστευτική κριτική, η οποία χάνει ένα πολύ μεγάλο εύρος καθημερινών υποκειμενοποιήσεων και σχέσεων εξουσίας, αλλά και το πως όλα αυτά διαρθρώνονται μεταξύ τους.
Τί έχει να πει για παράδειγμα η αντιιμπεριαλιστική κριτική για τον Έλληνα αγρότη που εκμεταλλεύεται μετανάστριες, για τον υπάλληλο που λιώνει στους διαδρόμους μιας επιχείρησης «μόνο με ελληνικά προϊόντα», για τις έμφυλες σχέσεις στους χώρους εργασίας και τους εκβιασμούς από τα αφεντικά πάνω σε αυτή τη βάση, για την διαπόμπευση των οροθετικών, για την περιθωριοποίηση, το πέταμα δηλαδή έξω απ’ την εργασία, ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων; Και για να το πάμε ένα βήμα πιο πέρα, τί έχει να πει για την απλήρωτη εργάτρια σε επιχείρηση στην Παλαιστίνη που ανήκει στη χαμάς; Τί έχει να πει εν τέλει, ο αντιιμπεριαλισμός -που προϋποθέτει το συνοριακό προστατευτισμό- για ζητήματα όπως η μετανάστευση; Τί έχει να πει δηλαδή για το σύνολο των ανθρώπων που έμπρακτα αμφισβητούν το κράτος και την ομοιογένεια του εθνικού κορμού;
Μάλλον, τίποτα. Και αυτό γιατί καπιταλισμός δεν είναι ούτε κάποια ισχυρά κράτη που θέλουν να κυριεύσουν τον κόσμο, ούτε μια συνωμοσία μερικών καπιταλιστών που εκμεταλλεύονται όλους εμάς τους υπόλοιπους. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες ακόμα παραδείγματα όπου το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας και είναι αυτό που παράγει την εκμετάλλευση. Όποιος λοιπόν βλέπει ξένα κέντρα, μονοπώλια και ιμπεριαλισμό, εκτός ότι κινδυνεύει να αναπαράγει θεωρίες συνομωσίας, αδυνατεί να ανιχνεύσει την ουσία του καπιταλιστικού κόσμου, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να αντιπαλέψει μόνο τις πιο βίαιες ή επιφανειακές εκφάνσεις του.
…ίσως για λόγους εθνικούς, και όχι μόνο…
Πέφτει έτσι αναγκαστικά στην παγίδα να κάνει πολιτική με εθνικούς όρους. Αφήνει στην άκρη την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το ντόπιο κεφάλαιο και μιλάει για την ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου και των διεθνών και ντόπιων συμμάχων του, που απομυζεί τους «λαούς του ευρωπαϊκού νότου». Αυτή η λογική δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι η παραδοσιακή, πατριωτική, αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση της αριστεράς, που καταλήγει εν τέλει να στηρίζει τον ένα κρατικό μηχανισμό έναντι του άλλου. Βλέποντας όμως τον εχθρό στο ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο/κράτος, αφήνει στο απυρόβλητο το ντόπιο εθνικό κεφάλαιο. Αν του κάνει κριτική, του κάνει μόνο γιατί είναι εξαρτημένο και υπακούει στις προσταγές του ξένου κεφαλαίου. Δημιουργεί έτσι, τις συνθήκες συστράτευσης πίσω από τις κρατικές πολιτικές, οι οποίες εξ ορισμού είναι πολιτικές εθνικής ενότητας. Και το χειρότερο και πιο επικίνδυνο είναι ότι το κάνει με «άρωμα» αντίστασης.
Στην ελληνική περίπτωση, συμπλέει με τη γραμμή της κυβέρνησης και των υπόλοιπων κομματιών που συγκροτούν την εθνική ενότητα του σήμερα. Προφανώς, όποιος φωνάζει πως δε θα γίνουμε αποικία του γερμανικού και κανενός άλλου ιμπεριαλισμού, διαβάζει την ιστορία απλά ως αποτέλεσμα κρατικών κινήσεων, χωρίς να αναγνωρίζει τη συνεισφορά του ανταγωνιστικού κινήματος στη ροή της. Εντάσσει δηλαδή, αυτομάτως τον εαυτό του και τον αγώνα του στα πλαίσια μιας εθνικής αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι να φλερτάρει με εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, επεκτείνοντας έτσι περαιτέρω το πολιτικό φάσμα της εθνικής ενότητας. Η διαταξική αυτή ενότητα, όπως είπαμε και προηγουμένως, είναι ακριβώς τόσο ισχυρή γιατί ντύνεται με αγωνιστική φρασεολογία. Γίνεται έτσι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του ελληνικού κράτους/κεφαλαίου, ώστε να συνεχίσει την επέλαση του αδιάκοπα πάνω από τις ζωές μας.
Σε αυτό το σημείο αξίζει μια διευκρίνιση. Η εθνική ενότητα δεν είναι μια σταθερή και αμετάβλητη δυναμική που ενυπάρχει συνεχώς με τους ίδιους όρους. Αντιθέτως, αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά και μορφή ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία και τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Στην παρούσα φάση, που είναι και η πιο ενδιαφέρουσα, πατάει πάνω στη λογική που εκφράστηκε στις φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις μπροστά από το σύνταγμα (μετά την εκλογική νίκη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες. Και ποια είναι αυτή; Επί της ουσίας μια αντι-ΕΕ λογική που απαιτεί την εθνική ανεξαρτησία.
Η λογική περί ιμπεριαλισμού, ξένων κέντρων, καθώς και η πιο σύγχρονη εκδοχή της λοιπόν, η αντι-ΕΕ φρασεολογία, δεν είναι κάτι καινούριο στο ανταγωνιστικό κίνημα. Έχει ενδιαφέρον όμως να εξετάσουμε γιατί το τελευταίο διάστημα έχει αναθερμανθεί. Βλέπουμε έτσι, προσεγγίσεις που μέχρι πρότινος συγκρούονταν με κάθε μορφή πατριωτισμού/εθνικισμού, να τείνουν πλέον να ενσωματώσουν μια εθνικοαπελευθερωτική λογική. Τί είναι όμως αυτό που οδήγησε σε αυτή την αλλαγή πολιτικής στόχευσης;
Τρεις πιστεύουμε είναι οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν. Καταρχάς, ο αντιμνημονιακός λόγος, είχε -εδώ και λίγα χρόνια- κατακλύσει την δημόσια σφαίρα. Από τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε μέχρι και τις αριστερές φυλλάδες, το σλόγκαν ήταν ένα. Για όλα τα δεινά δεν ευθύνονταν πλέον ο καπιταλισμός, το κεφάλαιο, το κράτος ή το κάθε αφεντικό. Δεν ευθυνόταν ούτε καν η κυβέρνηση. Η ευθύνη μετατοπίστηκε βόρεια. Ο εχθρός ήταν πλέον η ευρωπαϊκή ένωση, που αναγκάζει την κυβέρνηση και το ελληνικό κεφάλαιο να πάρουν αντιλαϊκά μέτρα, ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να ανταπεξέλθει στο ζήτημα του χρέους. Και ακόμα χειρότερα: ο εχθρός έγινε η ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου, του τιμονιέρη της ΕΕ. Έτσι στην προσπάθεια τους να διευρύνουν την απήχησή τους, κομμάτια του κινήματος έφτασαν στο σημείο να λαϊκίζουν επικίνδυνα, υιοθετώντας την αντι-ιμπεριαλιστική κριτική.
Δεύτερον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε το αντιφασιστικό κίνημα μετά την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Έτσι, η προσπάθεια αντιμετώπισης, από κομμάτια του κινήματος, των φασιστών, με θεαματικούς όρους και αποκόβοντας τον από τις γενικότερες αντικαπιταλιστικές πρακτικές, ξέθαψε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας όλη την ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς-φρασεολογία.
Τέλος, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά, ήταν η ήττα των κινημάτων των τελευταίων χρόνων. Η απογοήτευση του κόσμου μετά από τα χρόνια των πλατειών και των δυναμικών απεργιακών συγκρούσεων, καθώς και η ενσωμάτωση αυτών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, έκανε πολύ κόσμο να ψάχνει κινηματικές διεξόδους σε αδιέξοδα μονοπάτια. Στην αναζήτηση αυτή, κοιτάει τι είναι αυτό που θα τον βγάλει πιο γρήγορα ξανά στο δρόμο, παραβλέποντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αφήνει πίσω του και τo πολιτικό αδιέξοδο που θα βρει μπροστά του.
Εμείς απ’ την πλευρά μας, επιλέγουμε να δρούμε στις καθημερινές μας σχέσεις. Η σχέση κεφάλαιο, η έμφυλη καταπίεση και οι διαχωρισμοί συμπυκνώνονται στο κράτος, αλλά μας διαπερνούν καθημερινά. Επιλέγουμε να είμαστε όχι με το πλευρό αυτών που επιλύουν προβλήματα, αλλά με αυτούς που προκαλούν. Κάθε κοινωνικός ρόλος του κεφαλαίου, κάθε πρακτική του, κάθε σχέση του, για εμάς είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού. Για εμάς, ο κομμουνισμός δεν είναι δρόμος και στρατηγική δοσμένη από το κράτος. Είναι αντιθέτως, μια καθημερινή προσπάθεια και πρακτική που (πρέπει να) δημιουργεί διαρκείς ρήξεις στην καπιταλιστική καθημερινότητα. Το χρέος δεν περιμένουμε να μειωθεί· μας αφήνει αδιάφορους. «Η οικονομία είναι πληγωμένη», μας μουρμουράν διαρκώς οι κυβερνητικοί ιθύνοντες. «Ωραία, ελπίζουμε να πεθάνει» είναι η μόνη απάντηση μόνη που μας έρχεται στα χείλη.