Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια αποτύπωσης των συζητήσεων που έγιναν στο εσωτερικό της συνέλευσής μας το προηγούμενο διάστημα. Μια πιο θεωρητική προσέγγιση στη μετανάστευση κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να χαρτογραφήσουμε το έδαφος πάνω στο οποίο οργανώνουμε την κίνησή μας, όλα όσα πρέπει να προσμετρήσουμε στην προσπάθειά μας να συναντηθούμε με τους μετανάστες. Τέλος, επιχειρεί να αντλήσει κάποια συμπεράσματα από τα όσα πράξαμε.
Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και μετανάστευση.
Ξεκινώντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών παρατηρούνται από την απαρχή της ανθρωπότητας. Παρ’ όλα αυτά μιλώντας για μετανάστευση στο ιστορικό πλαίσιο του καπιταλισμού, εννοούμε τη μετανάστευση εργασίας.
Η ανάγκη του κεφαλαίου να αποκαταστήσει την κερδοφορία του, να επεκταθεί και να αγκαλιάσει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης δραστηριότητας, οδηγεί στη βίαιη αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων σε διάφορες περιοχές. Πρόκειται λοιπόν, για έναν μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών, της εργασιακής συνθήκης, των έμφυλων ρόλων, του αστικού δικαίου, της πρόσβασης στο προνοιακό κράτος (για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα) και αποσκοπεί στην υποτίμηση ενός κομματιού του ντόπιου πληθυσμού. Η διαδικασία αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή ενός πολέμου, μπορεί να απαιτεί την αυταρχικοποίηση του κράτους ή τη διαφυλετική βία, ίσως να περνάει μέσα από τον θρησκευτικό φανατισμό ή να εκφραστεί με υψηλά ποσοστά ανεργίας, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες σε κάθε περιοχή. Συχνά, κρίνεται αναγκαία χάριν πειθάρχησης ενός πληθυσμού μετά από μία εξέγερση, όπως στις αραβικές χώρες ή αφορά ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του κεφαλαίου για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών. Βέβαια, μια αναδιάρθρωση του κεφαλαίου δεν έρχεται πάντα σαν απάντηση σε μια από τα κάτω ανυποταξία. Πολλές φορές είναι οι παραδοσιακοί τρόποι οργάνωσης της κοινωνίας και οι αξίες τους, που βάζουν εμπόδια και δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Στο παραπάνω πλαίσιο, πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν να μεταναστεύσουν, προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους.
Θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη μετανάστευση, σαν μια συγκρουσιακή σχέση, με δύο αντίρροπες δυνάμεις που αντιπαλεύουν. Από τη μία, την κινητικότητα της εργασίας και την επιθυμία των ανθρώπων να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους και από την άλλη την τάση του κεφαλαίου να ελέγξει την κίνησή τους και να τη χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Σε αυτήν την προσπάθεια, κομβική για εμας είναι η έννοια της αυτονομίας της μετανάστευσης, την οποία θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε. Μια έννοια που δεν είναι ούτε ουδέτερη, ούτε «αντικειμενική». Είναι όμως κομμάτι της οπτικής μας πάνω στον κοινωνικό ανταγωνισμό, της οπτικής μας για την ανάγνωση της ιστορίας. Μια οπτική που ακόμα και σε περιόδους που κάθε πτυχή της ζωής μας υπάγεται στο κεφάλαιο, επιλέγει να εστιάσει στον ανθρώπινο παράγοντα, να δημιουργήσει χώρο για να πράξουμε.
Αυτονομία της μετανάστευσης.
Το κεφάλαιο, όπως είπαμε, προσπαθεί να ελέγξει την κίνηση των μεταναστών και να την καναλιζάρει με βάση τις ανάγκες του για εργατικό δυναμικό. Παρά τις δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν στις χώρες τους, οι άνθρωποι που επιλέγουν να μεταναστεύσουν παίρνουν οι ίδιοι την τελική απόφαση. Δεν είναι απλά άβουλα όντα που άγονται και φέρονται ερήμην τους. Η επιλογή της μετανάστευσης συχνά αποτελεί συλλογική απόφαση, προκειμένου να επιτευχθεί η επιβίωση μιας κοινότητας (τα μέλη μιας οικογένειας/χωριού αποφασίζουν ότι κάποιοι θα πάνε στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας και θα στέλνουν χρήματα πίσω). Η μετανάστευση ενεργοποιεί κοινωνικά δίκτυα συντροφικών σχέσεων (κάποιοι συντοπίτες οργανώνουν να φυγαδεύσουν κάποιον αντικαθεστωτικό) ή και δημιουργεί νέες σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Χαρτογραφώντας άγνωστες περιοχές, οι μετανάστες οργανώνουν δικά τους δίκτυα προκειμένου να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, να επισημάνουν τους κινδύνους και να δώσουν κουράγιο στους υπόλοιπους.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι μετανάστες δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες τους, τον τρόπο που οργανώνεται η ζωή γύρω τους, τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια μέσα στα οποία καλούνται να πάρουν τις αποφάσεις τους (ανεργία, φτώχεια, έμφυλη καταπίεση, δικτατορίες, πόλεμοι). Η αυτονομία της μετανάστευσης δεν εκκινεί από κάποιο σημείο έξω από την καπιταλιστική πραγματικότητα, για να έρθει κατόπιν η δεύτερη να τη δαμάσει, αλλά παράγεται εντός της και εμπεριέχει τις μορφές που παίρνει η αντίσταση στις προσταγές της. Ακόμα, θα λέγαμε ότι δεν παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, ούτε προϋποθέτει κάποιους πάγιους φορείς της. Προφανώς δεν πρόκειται για μια πολιτική τάση εντός των μεταναστών, αλλά μια δυναμική σχέση εντός των κοινοτήτων τους, που συγκροτείται και αποσυντίθεται σε στιγμές, από τη μια όταν αντιστέκεται στην προσπάθεια του καπιταλισμού να την ελέγξει, και από την άλλη όταν υποχωρεί υπό την πίεσή του.
Ελπίζουμε να γίνεται αντιληπτό ότι δεν θέλουμε να ρομαντικοποιήσουμε τη μεταναστευτική εμπειρία, η οποία είναι και ψυχοφθόρα και επικίνδυνη. Με την έννοια της αυτονομίας της μετανάστευσης θέλουμε να υπογραμμίσουμε τον πλούτο των ανθρώπινων σχέσεων, πρακτικών και συναισθημάτων που προσπαθεί να μετασχηματίσει δημιουργικά τις αντικειμενικές συνθήκες που τον περιβάλλουν. Εκεί έρχεται το κεφάλαιο και το κράτος, ως πολιτική του μορφή, να εκμεταλλευτεί αυτήν την ανθρώπινη ικανότητα προς όφελός του. Απομυζώντας αυτόν τον πλούτο, υποτιμά τη ζωή ανάγοντάς την στη βιολογική της διάσταση και μετατρέπει τους μετανάστες σε στατιστικά, είτε ως θύματα μιας «ανθρωπιστικής κρίσης», είτε ως εργατικό δυναμικό προς αξιοποίηση.
Ανθρωπισμός και θυματοποίηση
Αυτή η διαδικασία, κατά την οποία η ζωή φαίνεται να απογυμνώνεται από τους κοινωνικούς προσδιορισμούς της και να εκπίπτει σε επιβίωση, γίνεται αντιληπτή στις κοινωνίες που «υποδέχονται» τους μετανάστες, ως έλλειμμα ανθρωπινότητας. Έχοντας στο μυαλό τους τον ανθρωπότυπο του πολίτη, ο οποίος υπάγεται στην εξουσία ενός κράτους και μέσω της αναγνώρισης από αυτό αποκτούν νόημα τα ανθρώπινα δικαιώματά του, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι μετανάστες έχουν απανθρωπιστεί. Αναλαμβάνουν λοιπόν, μέσω της φιλανθρωπικής δραστηριότητας, να τους εμφυσήσουν λίγη από την ανθρωπινότητά τους και να τους περιθάλψουν.
Η λογική όμως του ανθρωπισμού είναι απλουστευτική και υποτιμάει τους μετανάστες, καθώς αφαιρεί την υποκειμενική τους διάσταση και τους μετατρέπει σε αντικείμενα – αποδέκτες της φιλανθρωπίας των ντόπιων. Οι εικόνες θυματοποίησής τους και ο οίκτος προς το πρόσωπό τους, έρχονται να μυστικοποιήσουν τις αιτίες που πυροδοτούν τη μετανάστευση, για να την εμφανίσουν έπειτα σαν ένα καιρικό φαινόμενο, μια φυσική καταστροφή. Τις επιπτώσεις αυτής της καταστροφής έρχονται να τις διαχειριστούν οι κινήσεις φιλανθρωπίας, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που διάφορα τμήματα της κοινωνίας επωμίζονται το κόστος της αναδιάρθρωσης που επιβάλλουν τα αφεντικά ανά τον πλανήτη.
Ως κομμάτι αυτής της αναδιάρθρωσης, η στρατηγική του κεφαλαίου να επενδύσει στη φιλανθρωπία, προϋποθέτει τη μετακύλιση του κόστους διαβίωσης των μεταναστριών σε τμήματα του ντόπιου πληθυσμού, προκειμένου οι κρατικοί μηχανισμοί να προλάβουν να οργανωθούν και να αναλάβουν οι ίδιοι τη διαχείρισή τους.
Εθνική φιλανθρωπία και ιδιότητα του πολίτη
Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, από το καλοκαίρι του ‘15 και την απότομη αύξηση της ροής των μεταναστών, ως το οριστικό κλείσιμο των συνόρων, την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. – Τουρκίας[1] και το άνοιγμα της στρόφιγγας των ευρωπαϊκών κονδυλίων προς το ελληνικό κράτος.
Στο παραπάνω διάστημα, η κυβέρνηση προσπάθησε να ενθαρρύνει και να εγκολπώσει στο πολιτικό της πρόγραμμα τις αυθόρμητες κινήσεις φιλανθρωπίας από τα κάτω. Η ρητορική του κράτους παρουσίασε τη φιλανθρωπία σαν γνώρισμα του ελληνικού λαού που «ξέρει από προσφυγιά». Σε αυτό το σημείο, ήταν η ιδιότητα του έλληνα πολίτη, που θεωρήθηκε τόσο αυτονόητη σαν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, σαν κληρονομιά από τους «παππούδες μας», η οποία αποζητούσε αναγνώριση. Η «συμμετοχή» στην εξουσία, μέσω της υπαγωγής της ζωής στο κράτος με την ιδιότητα του πολίτη, εμφανίστηκε σαν θεμέλιο και αποτέλεσμα της «λαϊκής κυριαρχίας». Αυτή η σύγκλιση μεταξύ κράτους και κοινωνίας ήταν που έδωσε τον εθνικό χαρακτήρα στις κινητοποιήσεις. Σε αυτή τη συνθήκη, πολλοί είδαν στα πρόσωπα των μεταναστριών μια επιβεβαίωση ότι δεν βρίσκονται ακόμα στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού, στην «απέξω». Η «εθνική φιλανθρωπία» εμφανίστηκε σαν μια διέξοδος από μια τέτοιου είδους εφιαλτική εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Στη συνέχεια, αναδύθηκε κοινωνικά ως ηθική υπεροχή απέναντι στους πολίτες άλλων κρατών, με διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές από το ελληνικό. Συναντήθηκε με τον αντί – Ε.Ε. εθνικισμό (βλέπε τυφλοπόντικας 01, «Την είδα απόψε λαϊκά»), αποτελώντας το αντιρατσιστικό δεκανίκι του. Συμπλήρωσε ιδανικά την κρατική πολιτική, απαιτώντας από την Ε.Ε. να δείξει αλληλεγγύη στην Ελλάδα και χάρισε στην κυβέρνηση το πιο δυνατό διαπραγματευτικό της όπλο στα deal με την Ε.Ε.: πλατιά κοινωνική νομιμοποίηση. Ήταν μια νομιμοποίηση που χτιζόταν από καιρό πριν, μέσα από την κεφαλαιοποίηση των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Οι πρότερες αναφορές της κυβέρνησης στον αντιρατσιστικό χώρο, της επέτρεψαν να εντάξει στο πολιτικό της λεξιλόγιο την «αλληλεγγύη» και να τη χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Τα μήντια σύμπλευσαν σε μεγάλο βαθμό με την κυβερνητική γραμμή και προσδώσανε, σε κάθε διάγγελμα για «άμεση βοήθεια στους μετανάστες», την αντήχηση που θα έπειθε και τον πλέον δύσπιστο: «οι πρόσφυγες δεν ήρθαν για να μείνουν στην Ελλάδα». Κάπως έτσι, οι πρακτικές της φιλανθρωπίας από τα κάτω μετατράπηκαν σε πολιτικό πρόταγμα, που ενσωματώθηκε στην κρατική διαχείριση των μεταναστών, αποτελώντας την ανθρωπιστική της όψη.
Οι δυο όψεις της διαχείρισης
Αξίζει να επιμείνουμε σε αυτό το σημείο, ότι παρόλο που μιλάμε για κρατικές μορφές διαχείρισης, αυτές δεν εφαρμόζονται αποκλειστικά από τους φορείς και τους μηχανισμούς του κράτους. Διαπερνούν το σύνολο της αστικής κοινωνίας και βρίσκουν έκφραση σε ένα σύνολο κοινωνικών πρακτικών, από τις διεθνείς συνθήκες και τις διακρατικές συμφωνίες, μέχρι το μοριακό επίπεδο της καθημερινής συνάντησης, στους δρόμους, τις γειτονιές, τα σχολεία των πόλεων. Αυτό γιατί το κράτος αποτελεί την αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων στο πεδίο της πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα ο τρόπος που οργανώνεται η «κοινωνία» διαμορφώνεται και αναπαράγεται από το κράτος.
Πέραν, λοιπόν, της ανθρωπιστικής εκδοχής της κρατικής διαχείρισης, υπάρχει και η πιο στρατιωτική εκδοχή της. Η περιφρούρηση των – χερσαίων και υδάτινων – συνόρων, οι απελάσεις, οι αστυνομικές επιχειρήσεις στα κέντρα των πόλεων, τα πογκρόμ φασιστικών μορφωμάτων, έρχονται να καταστήσουν την περίθαλψη, τη φροντίδα και τις διασώσεις αυτονόητο συμπλήρωμα, να επιβεβαιώσουν την ανθρωπιστική διαχείριση. Οι πολιτικές της αναχαίτισης και καταστολής των μεταναστριών από την άλλη, αναδύονται ως αυτονόητες εντός της οργανωτικής λογικής του κράτους, εκεί που η μετακίνηση ανθρώπων αναγορεύεται σε «πρόβλημα» ή σε «κρίση». Η αναγωγή της μετανάστευσης σε «ανθρωπιστική κρίση» είναι αυτή που προσδίδει στον στρατό και την αστυνομία κοινωνική νομιμοποίηση, εντάσσοντάς τους στις «ανθρωπιστικές δυνάμεις για την αντιμετώπισή της»[2].
Οι δύο πλευρές της διαχείρισης (ανθρωπιστική/στρατιωτική) εναλλάσσονται με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου και τους ανταγωνισμούς εντός του, αλληλοεπικαλύπτονται σε στιγμές και συνυπάρχουν, ενώ πολλές κοινωνικές πρακτικές είναι δύσκολο να καταταχθούν σε μια από τις δύο κατηγορίες. Αυτό γιατί, παρότι μερικές φορές παρουσιάζονται να συγκρούονται, ο ορίζοντάς τους είναι κοινός. Αποσκοπούν στην υποτίμηση των μεταναστών, στο διαχωρισμό τους από τον ντόπιο πληθυσμό, στη διαμόρφωσή τους ως παρανομοποιημένο εργατικό δυναμικό.
Παρανομοποιημένη ένταξη
Η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης συνεχίζει αφενός, να προσπαθεί να εντάξει στην κυκλοφορία του κεφαλαίου τμήματα του πληθυσμού που έχουν μείνει στην απέξω, ενώ αφετέρου, συνεχίζει να παράγει πληθυσμούς που περισσεύουν, που πλεονάζουν με βάση τις ανάγκες συνέχισης αναπαραγωγής της σχέσης. Το κεφάλαιο μέσω των κρατικών πολιτικών, αποσκοπεί να τους ενσωματώσει κοινωνικά δια του αποκλεισμού. Σε αυτό το άτυπο καθεστώς βρίσκονται αποκλεισμένοι συνολικά από έναν κοινωνικό ρόλο που θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε ως «κανονικό» (δουλειά, μισθός, πολιτικά δικαιώματα, προστασία, κοινωνική ζωή) (βλέπε τυφλοπόντικας 01, «Την πάσα ελπίδα αφήσατε όσοι περνάτε»). Οι μετανάστες για το κεφάλαιο παρανομοποιούνται επειδή έτσι είναι πιο φθηνοί, και υποτιμούνται επειδή είναι παράνομοι, χωρίς κάποια νομική αναγνώριση.
Η παρανομοποίηση των μεταναστριών συμπίπτει με την εμπέδωση, στο δημόσιο λόγο, της διάκρισης μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη[3]. Τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί διαχωρίζουν και ταξινομούν τους μετανάστες σε κατηγορίες, αποδίδοντας στην καθεμία και διαφορετική νομική αναγνώριση. Τα κριτήρια αυτής της ταξινόμησης ορίζονται από τα ίδια τα κράτη και μεταβάλλονται με βάση τους σχεδιασμούς τους. Η τάδε εθνικότητα μπορεί τη μια μέρα να χαρακτηρίζεται ως «πρόσφυγες» και την επόμενη ως «μετανάστες». Τα κράτη δεν μπορούν να αναγνωρίσουν νομικά όλους τους μετανάστες ταυτόχρονα και να τους παρέχουν τα ίδια δικαιώματα. Πρέπει να διασπάσουν τις κοινότητές τους, προσδίδοντας σε κάποιους το στάτους του «νόμιμου» και υποδεικνύοντας κάποιους ως «παράνομους».
Η τελική ταξινόμηση επικυρώνεται στις υπηρεσίες εξέτασης ασύλου, όπου τα κράτη επιλέγουν ποιος είχε το δικαίωμα να διασχίσει τα σύνορα και ποιος όχι. Εκεί, πίσω από μια επίφαση αντικειμενικότητας, κρύβεται μια μακρά διαδικασία που προσπαθεί να εξατομικεύσει τη μεταναστευτική εμπειρία στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Ο κάθε μετανάστης ξεχωριστά, αναλαμβάνει να καταθέσει την προσωπική του ιστορία, να αποδείξει ότι λέει την αλήθεια, να διαλύσει τα σύννεφα της διαρκούς υποψίας ότι μπορεί να ψεύδεται, να διεκδικεί κάτι για το οποίο δεν είναι δικαιούχος.
Συνοριοποίηση
Αρκετά πριν επικυρωθεί σε ένα γραφείο εξέτασης ασύλου, η παραπάνω διαδικασία, η πάλη για το τι είναι άξιο να αναπαραχθεί κοινωνικά, η σύγκρουση για το τι χωράει στο θαυμαστό νέο κόσμο και τι όχι, λαμβάνει χώρα στα σύνορα. Εκεί, που πραγματοποιείται ένα πρώτο φιλτράρισμα των μεταναστών, που καναλιζάρονται οι «ροές», απ’ την πλευρά του κεφαλαίου, που εμπεδώνεται η συνθήκη της παρανομοποιημένης ένταξης. Εκεί, που παράγεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στο «μέσα» και το «έξω», βασική προϋπόθεση της κατάτμησης του πλανήτη σε έθνη-κράτη.
Τα σύνορα μπορεί να εμφανίζονται ως προϋπάρχοντα και σταθερά αντικείμενα, προκύπτουν όμως μέσα από επαναλαμβανόμενες διαδικασίες, μέσα από συγκρουσιακές σχέσεις. Τόσο οι έλεγχοι, οι φράκτες και οι πνιγμοί, όσο και τα διαβατήρια, οι κόφτες και οι διασώσεις, αποτελούν ένα μικρό κομμάτι αυτής της πάλης, με διακύβευμα τη διαπερατότητα και τη σταθερότητα των συνόρων. Κάθε στιγμή αυτής της σύγκρουσης τα σύνορα αντικειμενοποιούνται, εμφανίζονται ως αυτονόητο γεγονός, σαν κάτι που «προφανώς και ήταν πάντα εκεί». Με τη σειρά τους, οι εμπλεκόμενες στη σύγκρουση δραστηριότητες γίνονται αντιληπτές ως τα λογικά αποτελέσματα αυτού του «αυτονόητου γεγονότος».
Σε αυτή τη σύγκρουση, η ανθρώπινη κινητικότητα προηγείται των τεχνικών επιτήρησης και ελέγχου, όπως επισημάναμε στην αρχή του κειμένου. Αυτός είναι ένας μόνο από τους λόγους που τα σύνορα δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ τελείως αδιαπέραστα, πάρα την ένταση της αστυνόμευσης. Ο άλλος είναι ότι κάτι τέτοιο προβλέπεται από το κεφάλαιο. Ένα μέρος των μεταναστών άλλωστε, προορίζεται να στελεχώσει θέσεις εργασίας σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Η βασική λειτουργία των συνόρων, απ’ τη σκοπιά του κεφαλαίου, είναι να φροντίσουν για την ορθή κατανομή του εργατικού δυναμικού των μεταναστριών και να ρυθμίσουν τους όρους της κοινωνικής τους ένταξης. Για αυτό, πίσω ακόμα και από τις πιο αδιάλλακτες δηλώσεις για «σφράγισμα των συνόρων» ή «ολικό αποκλεισμό των μεταναστών», η παρανομοποιημένη ένταξη αναδύεται στον ορίζοντα σαν πιθανή συνθήκη. Στη δημόσια σφαίρα τα σύνορα φαντάζουν συνεχώς εν δυνάμει παραβιασμένα, για αυτό και το αίτημα για περισσότερη αστυνόμευση επανέρχεται αέναα στην συζήτηση. Ένα αίτημα που ανοίγει το δρόμο για όλο και περισσότερες επενδύσεις στη βιομηχανία της φύλαξης.
Διακινητές
Ταυτόχρονα, τα σύνορα αποτελούν το έδαφος και οικονομικών συναλλαγών. Αυτό το διαπιστώσαμε και στα μέρη μας, με το περίφημο ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο να ανθεί όπου συγκλίνανε οι μεταναστευτικές ροές, όπου εμφανίστηκε κόσμος που βρισκόταν στην ανάγκη. Μια από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες όμως, είναι αυτή της διακίνησης μεταναστών, κάτω από την επίβλεψη ή την ανοχή των κρατικών μηχανισμών. Τα κυκλώματα αυτά χαράσσουν τις οδούς διέλευσης μεταναστών, συμμετέχοντας στο φιλτράρισμα της ροής τους. Οι πιο εύποροι καταλήγουν στα πιο ασφαλή κανάλια, με περισσότερες πιθανότητες να φτάσουν στον προορισμό τους, ενώ οι πιο φτωχοί σε πιο δύσβατα και επικίνδυνα. Οι μηχανισμοί διακίνησης αποτελούν τμήμα μιας «παράνομης» (μη αναγνωρισμένης) οικονομίας που απασχολεί/εκμεταλλεύεται αρκετούς εργαζόμενους, συχνά και μετανάστες. Προφανώς προσπαθούν να αντλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος από αυτούς που διασχίζουν τα σύνορα, αναγκάζοντάς τους συχνά να υποθηκεύσουν τη μελλοντική τους εργασία.
Παρόλα αυτά, η ρητορική που παρουσιάζει τους διακινητές σαν την πηγή όλων των δεινών για τους μετανάστες και κατασκευάζει το τέρας του «σύγχρονου δουλέμπορου», μας αφήνει μια κρατική επίγευση. Συσκοτίζοντας το ρόλο του κράτους σ’ αυτή τη διαδικασία, αποτελεί τμήμα της προσπάθειας να ξεπλυθούν οι κρατικές ευθύνες για τους χιλιάδες θανάτους στα σύνορα και να περιοριστεί ο αντίκτυπός τους στα μήντια. Είναι η στιγμή, που η ανθρωπιστική διαχείριση δίνει τη θέση της στη στρατιωτική, και η υπεράσπιση της νομιμότητας έρχεται να συγκαλύψει τη βία κατά των μεταναστών. Τα κράτη παρουσιάζονται σαν οι μοναδικοί αρμόδιοι για την ανθρώπινη κινητικότητα και οι μετανάστες, για άλλη μια φορά, σαν τα θύματα που άγονται και φέρονται δια της βίας. Ακόμα και αν αποτελεί δική τους επιλογή να μετακινηθούν με αυτόν τον τρόπο, σε αντίθεση με τη συνθήκη της δουλείας.
Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν πράγματι κυκλώματα διακίνησης που εκμεταλλεύονται τους μετανάστες, αλλά επιλέγουμε να σταθούμε στην κρατική χρήση της κατηγορίας για παράνομη διακίνηση. Αυτή η κατηγορία συχνά γίνεται αρκετά ασαφής και μπορεί να συμπεριλάβει πολλές από τις σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των μεταναστών, που αναπτύσσονται κατά την προσπάθειά τους να περάσουν τα σύνορα.[4] Σίγουρα πάντως προοικονομεί την ένταση της αστυνόμευσης στα σύνορα.
Camps
Όσοι καταφέρουν να διασχίσουν τα σύνορα, το πιθανότερο είναι να καταλήξουν σε κάποιο από τα κέντρα κράτησης, ανοιχτού ή κλειστού τύπου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η καταγραφή τους. Τα camps αυτά, αποτελούν – για το κεφάλαιο – άλλον έναν κόμβο σύγκλισης και φιλτραρίσματος των μεταναστευτικών ροών. Εκεί γίνεται η καταγραφή, η διαλογή και το καναλιζάρισμά τους. Ταυτόχρονα, τα camps συμβάλλουν στην εμπέδωση της παρανομοποίησης μέσω της πειθάρχησης των «φιλοξενούμενών» τους. Παρατείνοντας χρονικά τη διαβίωση μέσα σε άθλιες συνθήκες, ισχυροποιούν τους διαχωρισμούς στο εσωτερικό των μεταναστών. Στα camps, επιβεβαιώνονται οι εθνικοί διαχωρισμοί, ενισχύονται οι έμφυλοι ρόλοι, ενώ παλιές και νέες ιεραρχίες και εξαναγκασμοί παγιώνονται μέσα από το εμπόριο[5]. Ακόμα γίνονται πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν κυκλώματα πορνείας, διακίνησης ναρκωτικών, κλπ.
Παρόλο που τα camps έκαναν ακόμα πιο δυσχερή τη θέση των ήδη ταλαιπωρημένων από το ταξίδι μεταναστών, εκεί γεννήθηκαν και οι πρώτες συλλογικές αντιστάσεις τους ενάντια στη νέα συνθήκη που βίωναν[6]. Το γεγονός ότι βρίσκονταν τόσοι μετανάστες με άπλετο χρόνο σε μια κοινή καθημερινότητα σε ένα συγκεκριμένο τόπο, τους βοήθησε να διεκδικήσουν συλλογικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, να εξεγερθούν ενάντια σ΄ αυτό το καθεστώς, αλλά ακόμα και να δημιουργήσουν μόνιμες σχέσεις αγώνα μεταξύ τους. Οι αντιστάσεις αυτές προσέφεραν την (έστω προσωρινή) έξοδο από τη συνθήκη των camps.H μεταφορά, βέβαια, κάποιων από αυτούς σε ξενοδοχεία και σε σπίτια δεν μπορεί να ιδωθεί εν τέλει ως μονοσήμαντη. Πέρα απ’ το γεγονός ότι κατέστη δυνατό μόνο για λίγους και λίγες, κατακερμάτισε, επιπλέον, τις όποιες συλλογικές σχέσεις είχαν δημιουργηθεί[7], δημιούργησε ανασφάλεια σε σχέση με τον χρόνο διάρκειας των νέων παροχών[8] και οδήγησε στον περιορισμό των μεταναστών σε συγκεκριμένους χώρους, σε πλήρη εξάρτηση από τις Μ.Κ.Ο..
Οικονομία της φιλανθρωπίας
Το ελληνικό κεφάλαιο, βλέποντας ότι οι χιλιάδες μετανάστες αδυνατούν να απορροφηθούν από την ελληνική οικονομία, οργάνωσε ένα νέο πεδίο παραγωγής αξίας πάνω στη διαχείριση των ζωών τους. Μαζί με τα κονδύλια από την Ε.Ε., έστησε μια οικονομία της περίθαλψης, στην οποία άνοιξαν νέες θέσεις εργασίας για τον ντόπιο πληθυσμό.
Όπως το είδαμε εμείς, σίγουρα, ένα μέρος των πτυχιούχων ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών (αλλά και όχι μόνο) βρήκε απορρόφηση σε αυτό το νέο πεδίο. Η νέα αγορά που άνοιξε συνέβαλε επιταχυντικά στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που προωθούσε ήδη το κράτος. Παρατηρήσαμε δύο πράγματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Από τη μία, ένα τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης ανατιμήθηκε, είτε μεταπηδώντας από την ανεργία σε κάποιο πόστο, είτε όταν βρέθηκε να αμείβεται με μισθούς ορισμένους από την Ε.Ε. ή τον Ο.Η.Ε., μισθούς που δύσκολα θα έβρισκε στην ελληνική πραγματικότητα. Από την άλλη, η συνθήκη του «ωφελούμενου» καθιερώθηκε και εξαπλώθηκε κοινωνικά. Ακόμα η εργασία στα camps ή σε αντίστοιχες δομές, πραγματοποιούνταν συχνά μέσα σε άθλιες συνθήκες, με απλήρωτες υπερωρίες και χωρίς δικαιώματα, υπό το βάρος ενός υποτίθεται «ανώτερου σκοπού», της παραγωγής φιλανθρωπικού έργου. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο εθελοντισμός νομιμοποιήθηκε κοινωνικά ως προϋπόθεση για τη μετέπειτα εργασία.
Ανάμεσα σε αυτές τις δυο τάσεις δεν μπορούμε να πούμε, προφανώς, αν η ελληνική εργατική τάξη ανατιμήθηκε ή υποτιμήθηκε, στο σύνολο της. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι οξύνθηκε ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της. Ότι ο αγώνας δρόμου για την εξειδίκευση, τα πτυχία, τις θέσεις εργασίας εντάθηκε και ανοίχτηκε σε νέα πεδία. Ότι βρεθήκαμε να παρακολουθούμε με αμηχανία κάθε ανθρώπινη δεξιότητα, κοινωνικότητα, ευαισθησία, ακόμα και κινηματική δράση, να υπάγεται χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια διαδικασία κατάρτισης βιογραφικού.
Επίλογος
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, θα αναρωτιόταν κανείς, τι περιθώρια υπάρχουν για μια συνάντηση με τους μετανάστες, προς μια κατεύθυνση ξεπεράσματος των διαχωρισμών. «Θα συναντηθούμε στους κοινούς μας αγώνες…», μοιάζει η αυτονόητη απάντηση. Φάνηκε όμως, ότι οι αγώνες των ντόπιων ορίζονται μέσα σε αρκετά διαφορετικές συνθήκες από αυτούς των μεταναστών. Η επίκληση στην ταξική συγγένεια («τα ταξικά αδέρφια») σαν βάση της παραπάνω συνάντησης, παραβλέπει το γεγονός ότι η τάξη αυτή είναι ήδη διαιρεμένη. Σε αυτή τη διαίρεση, κάποιοι υπάγονται σε ένα νομικό καθεστώς που τους επιτρέπει πχ να οργανώνουν αγώνες στους χώρους εργασίας και στο πεδίο της αναπαραγωγής, ενώ κάποιοι παραμένουν πάντα στο υπόλοιπο.
Δεν αρνούμαστε ότι το καταλληλότερο πεδίο για τη συγκρότηση συντροφικών σχέσεων είναι κατά τη διάρκεια ενός κοινού αγώνα, πάνω σε συγκεκριμένα επίδικα. Όταν όμως αυτοί οι αγώνες απουσιάζουν ή βρίσκονται σε ύφεση, η παραπάνω επίκληση μένει στο επίπεδο του αφηρημένου προτάγματος. Πρόκειται για ένα ειλικρινές πρόταγμα, που όμως αφορά τους ντόπιους αλληλέγγυους. Αυτό, κυρίως, που εμείς είδαμε να αναδύεται με συλλογικούς όρους απ’ την πλευρά των μεταναστών, ήταν ένας αγώνας για την πρόσβαση στην πόλη, πιο συγκεκριμένα, για την πρόσβαση στην κοινωνική ζωή.
Για τον λόγο αυτό, σαν Φάμπρικα Υφανέτ, αναγνωρίσαμε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός σταθερού σημείου συνάντησης ντόπιων και μεταναστών, ενός σημείου, που θα μπορούμε να κοινωνικοποιούμαστε με όρους καθημερινότητας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα θέλαμε η περίφημη ισότητα να είναι αμοιβαία και πέρα από απλά μια δική μας πολιτική επιλογή, πέρα από την ανταλλακτική σχέση «δίνω περίθαλψη – παίρνω πολιτική στήριξη». Μας φαίνεται αδιάφορο και αφελές άλλωστε, να προσπαθούμε να κάνουμε τους μετανάστες, αναρχικούς ή κινηματίες. Η ύπαρξη ενός τέτοιου σημείου, παραμένει ανοιχτό διακύβευμα για το κίνημα στη Θεσσαλονίκη μετά την αποτυχία του No Border Camp να δημιουργήσει έναν τέτοιο χώρο και τις εκκενώσεις των καταλήψεων στέγης που ήδη υπήρχαν.
Σε αυτό το σημείο, ίσως να φαίνεται ότι απλά υπεραμυνόμαστε των καλών μας προθέσεων. Για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, έχουμε τις χειρότερες των προθέσεων για αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο του κεφαλαίου. Δεν θα κρυφτούμε. Η ενασχόληση μας με το λεγόμενο «μεταναστευτικό» ήταν πολιτική απόφαση. Στο πεδίο αυτό αναγνώσαμε μια κοινωνική πόλωση, μια όξυνση των ανταγωνισμών η οποία δε θα έπρεπε να μας αφήσει αδιάφορους. Στις πορείες, τις αφίσες, τα κείμενα, τις παρεμβάσεις στα camps, το No Border Camp, τις δράσεις αλληλεγγύης, τις εκδηλώσεις και τις κουζίνες στην κατάληψη μας, που πραγματοποιήσαμε, είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας τη συγκρότηση σχέσεων αλληλεγγύης, τις κοινές διαδικασίες με τους μετανάστες, τους αγώνες και τις κοινότητες της συλλογικής μας ανατίμησης. Είχαμε αποδεχτεί ότι η δημιουργία μιας δημόσιας σφαίρας από τα κάτω, απαιτεί μια κινηματική διαμεσολάβηση για να προκύψει.
Δεν είμαστε τυχοδιώκτες, αλλά ούτε πρόκειται να μείνουμε καθηλωμένοι από τις τύψεις για τα προνόμια που, θα έλεγε κανείς, ότι απολαμβάνουμε ως πολίτες, σε σύγκριση με τους μετανάστες. Η αναγνώριση μιας ταυτότητας είναι το πρώτο, μικρό βήμα για το ξεπέρασμά της και την άρση των διαχωρισμών που αυτή παράγει. Και αυτό επιτεύχθηκε, έστω και σε στιγμές, στις παραπάνω διαδικασίες που αναφέρθηκαν. Εκεί που αντιληφθήκαμε ότι πέραν του να αδράξουμε τους καρπούς του πολιτικού μας κόπου, η συνάντηση με τους μετανάστες λειτούργησε σαν ένα παράθυρο σε μια άλλη κοινωνικότητα. Μια κοινωνικότητα που τόσο εμείς, όσο μάλλον και άλλα κομμάτια του κινήματος την είχαμε ανάγκη. Εκεί που οι σχέσεις εξουσίας που μας διαχωρίζουν από τους μετανάστες, φανερώθηκαν σε όλο το βάθος και την πολυπλοκότητά τους και συνάμα μέσα από την απλότητα της καθημερινής συνήθειας. Εκεί που μετρήσαμε την κοινωνική διεισδυτικότητα του λόγου και των πρακτικών μας. Όχι με όρους αναζήτησης της αυτοεπιβεβαίωσης, αλλά σαν μια διερώτηση, για όλα αυτά που μας συγκροτούν ταυτόχρονα ως πολιτικά υποκείμενα, αλλά και ως «έλληνες πολίτες». Και αυτή είναι μια χρήσιμη διερώτηση.
Τουλάχιστον για αυτούς, που έχουν δηλώσει ότι πράττουν πολιτική, για το ξεπέρασμα της πολιτικής σαν διαχωρισμένη σφαίρα.
Υποσημειώσεις:
[1]Η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε.- Τουρκίας «για τον τερματισμό της παράνομης μετανάστευσης» υπογράφηκε στις 18 Μαρτίου του 2016. Η υπογραφή αυτή σήμαινε και την προσωρινή λήξη των ενδο-ευρωπαϊκών διακρατικών «εχθροπραξιών», σχετικά με τη διαχείριση της κίνησης των μεταναστών. Αυτές οι «εχθροπραξίες» είχαν ως διακύβευμα την ανοιχτότητα των συνόρων από τις χώρες του νότου προς τον βορρά. Εμφανίστηκαν ως ανεπίσημη πολιτική μη καταγραφής τμήματος των μεταναστών από την Ελλάδα και την Ιταλία και απαντήθηκαν με φράχτες και αστυνόμευση απ’ τα ενδιάμεσα κράτη (Μακεδονία, Σερβία, Αυστρία κλπ). Ήταν τα μέτρα που επέλεξε να πάρει ο κάθε κρατικός σχηματισμός, ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα βρεθεί μεγάλο μέρος των μεταναστών εγκλωβισμένο στην επικράτειά του, μιας και δεν υπήρχε δυνατότητα να απορροφηθούν στην εγχώρια καπιταλιστική παραγωγή. Ταυτόχρονα, οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν την πιο θεαματική έκφραση της διαπραγμάτευσης για την κατανομή των κονδυλίων στήριξης, στα πλαίσια της Ε.Ε..
[2]Ο στρατός από τους πρώτους μήνες του 2016 ανέλαβε καίριο ρόλο στο στήσιμο και τη διαχείριση των «δομών» για τους μετανάστες. Παραχώρησε στρατόπεδα, μαγείρεψε και μοίρασε εκατοντάδες χιλιάδες μερίδες φαγητό και συνέδραμε στην ολοκλήρωση της κατασκευής των hotspot. Στο πλαίσιο της κατασκευής της εθνικής αφήγησης ότι «Η Ελλάδα είναι το πρόσωπο της αλληλεγγύης της Ευρώπης προς τους πρόσφυγες», ο στρατός διεκδικεί την περαιτέρω νομιμοποίησή του σε σχέση με το σύνολο της λειτουργίας του, μέσα από την παροχή υπηρεσιών σε υποτιμημένες ομάδες όπως οι πρόσφυγες.
[3]Ένα ενδιαφέρον σημείο, είναι το γεγονός, ότι με βάση τις νέες συνθήκες, έχει αναθεωρηθεί πλήρως η ταυτότητα του πρόσφυγα ως του ατόμου που κατάγεται από τη Συρία αντί του ορισμού που παρουσιάζεται από την υπηρεσία ασύλου : «το άτομο, το οποίο βρίσκεται έξω από την πατρίδα του, και το οποίο διατρέχει βάσιμο φόβο δίωξης, λόγω της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της συμμετοχής του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων, και λόγω αυτού του φόβου δεν μπορεί να γυρίσει εκεί». Έτσι, βλέπουμε πώς, ενώ πολιτικές διώξεις και πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονται να διεξάγονται σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή το Μαρόκο, οι άνθρωποι που κατάγονται από εκεί παίρνουν κυρίως την ταυτότητα του παράνομου μετανάστη. Έχουμε, έτσι το συχνό φαινόμενο, οι μετανάστες από αυτές τις χώρες, να αρνούνται την εθνική τους ταυτότητα (έστω και προσωρινά), προκειμένου να ενταχθούν και αυτοί στην κατηγορία του πρόσφυγα και με αυτό τον τρόπο να ανατιμηθούν σε ένα βαθμό. Επιπλέον, διαπιστώνουμε την εγγραφή της έννοιας του πρόσφυγα στην προσπάθεια (ανα)συγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας από το κράτος, που βασίστηκε στην ιστορία των οικονομικών μεταναστών του ’50 και των μικρασιατών του ‘22. Η επίκληση στην «ελληνική προσφυγιά», προσπάθησε να μπολιάσει την αλληλεγγύη προς τους «πρόσφυγες» με το εθνικό στοιχείο, κατέστησε την εθνική ομοψυχία απαραίτητη σε συνθήκες «κρίσεων» και τέλος παρέτεινε την αορατότητα των ήδη «παράνομων μεταναστών».
[4]Κάτι τέτοιο συνέβη στην υπόθεση του Μαχμούτ Α. που κατηγορήθηκε για διακίνηση, επειδή κολλούσε αφίσες στην Ειδομένη που παρότρυναν άλλους μετανάστες να διασχίσουν συλλογικά τα σύνορα.
[5]Διαπιστώσαμε και οι ίδιοι στις επισκέψεις μας στα camps, ότι πέραν της οργάνωσης της καθημερινότητας γύρω από εθνοτικές σχέσεις, η συνθήκη «οι άντρες κάνουν πολιτική – οι γυναίκες προσέχουν τα παιδιά» χρειαζόταν πολλή προσπάθεια για να διαρρηχθεί. Ακόμα, πολλές φορές, παρατηρήσαμε έναν αυθόρμητο συλλογικό ενθουσιασμό να υποχωρεί υπό το βάρος του λόγου των «αρχηγών». Υπήρξαν βέβαια και μερικές στιγμές όπου τα παραπάνω δεδομένα ανατράπηκαν.
[6] Ενδεικτικά αναφέρουμε την απεργία πείνας στο Ελληνικό, τον αγώνα της Sanaa Taleb, την εξέγερση στο camp του Ωραιοκάστρου – όταν οδηγός παρέσυρε και σκότωσε μια μετανάστρια και το παιδί της.
[7]Σε κουβέντες με μετανάστες που είχαν διεκδικήσει και κέρδισαν τη μεταφορά τους σε ξενοδοχεία, ακούσαμε με ενδιαφέρον την παραδοχή ότι «καλύτερα τελικά στο camp». Μας μεταφέρθηκε ότι, παρά τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, το αίσθημα της πλήξης και η αποκοπή από την κοινωνική ζωή υπερίσχυαν.
[8]Το επίδομα που δίνεται από τα μέσα Σεπτεμβρίου σε μορφή προπληρωμένης κάρτας μέσω του Ερυθρού Σταυρού (250 ευρώ για οικογένειες και 90 ευρώ για μεμονωμένα άτομα) διατίθεται μόνο σε όσους και όσες είναι δηλωμένοι ότι μένουν σε camps.