Από το κράτος πρόνοιας στην «Κοινωνία των Πολιτών»…

ή τώρα που ακούσαμε την ιστορία σας κύριε Πάνο μας, θα ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ, ε Αρχοντούλα;

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί καταρχήν η θεσμική μορφή που ονομάζεται κράτος πρόνοιας, ενώ στη συνέχεια να αναλυθεί ο σχηματισμός της μορφής κοινωνικής οργάνωσης που αντικατέστησε το κράτος πρόνοιας. Πώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτει η συνθήκη της «κοινωνίας των πολιτών» και των Μ.Κ.Ο ως συνιστώσες της νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης; Πως εντάσσονται τα κομμάτια της κοινωνίας σε αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό;

Δεν θα δακρύσω πια για σένα…

Θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι οι προνοιακές πολιτικές υπήρχαν από πάντα σε διάφορες μορφές. Η εκκλησία και τα φτωχοκομεία για παράδειγμα, ήδη από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, λειτουργούσαν ως η μήτρα της φιλανθρωπίας και της πρόνοιας προς το συνάνθρωπο. Βέβαια, το να εξισώνεται το κράτος πρόνοιας με τη φιλανθρωπία, το ιδεολογικό άλλοθι των αστών και γενικά την «καλήν καρδία», μάλλον συσκοτίζει περισσότερο το «τί τελικά είναι αυτό το περιβόητο κράτος πρόνοιας». Και αυτό γιατί, τόσο η μορφή που παίρνει το κράτος όσο και το ίδιο το κεφάλαιο, είναι κοινωνική σχέση και όχι μια φυσικοποιημένη διαδικασία, ένα ιστορικό δεδομένο ή απλώς μια αλληλουχία τυχαίων γεγονότων. Αποφεύγοντας, σαν το διάολο το λιβάνι, μια τέτοιου είδους ντετερμινιστική προσέγγιση αντιλαμβανόμαστε το κοινωνικό κράτος όχι ως μια υπεριστορική δομή ή ένα «πείραμα» των αφεντικών, αλλά ως αποτέλεσμα και αντικείμενο της ταξικής πάλης.

Πώς λοιπόν προέκυψε η περιβόητη μορφή του κράτους πρόνοιας, το οποίο νοσταλγούν ουκ ολίγοι εραστές του (φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί κεϋνσιανιστές, «αυτοδιαχειριστές»);

Η ανάδυση και η κυριαρχία του βιομηχανικού καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τη βίαιη προλεταριοποίηση ενός μεγάλου πληθυσμού και κατ’ επέκταση την υπαγωγή κάθε στιγμής της ζωή του στο κεφάλαιο. Μιας ζωής καθορισμένης πλέον από τη μισθωτή σχέση με όρους παραγωγής και αναπαραγωγής του πολυτιμότερου εμπορεύματος-της εργατικής δύναμης. Και την «αξία» αυτού του εμπορεύματος τη γνωρίζει καλά τόσο το κεφάλαιο όσο και ο κόσμος της εργασίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που το κεφάλαιο αναγνωρίζει ότι χρειάζεται την εντατικοποίηση της εργασίας προκειμένου να αναπαραχθεί και να ξεπεράσει της κρίσεις κερδοφορίας του, την ίδια στιγμή, το προλεταριάτο συνειδητοποιώντας ότι το μόνο που έχει να πουλήσει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, αναγνωρίζει τον εαυτό του ως συλλογικό υποκείμενο, συγκροτείται ως τάξη, αυτοθεσμίζεται, αυτοοργανώνεται και διεκδικεί, θέτοντας τα θεμέλια για τη «χρυσή εποχή του κράτους πρόνοιας».1

Έτσι λοιπόν, με την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού2 να προσκρούει στην κρίση υπερσυσσώρευσης (ως αποτέλεσμα της κρίσης εκμεταλευσιμότητας της εργατικής τάξης), οι εργατικές «ρεφορμιστικές» διεκδικήσεις φαίνεται να συναντούν τις αστικές μεταρρυθμίσεις για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Μόνο που τώρα το κεφάλαιο δεν επιστρατεύει αποκλειστικά τη βία και την καταστολή για να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αναβρασμό, αλλά παζαρεύει την πειθάρχηση και την εντατικοποίηση της εργασίας με κοινωνικές παροχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καπιταλιστικό κράτος -με την μορφή του κράτους πρόνοιας πλέον- να εγκολπώσει και να βάλει την υπογραφή του πάνω σε εργατικές διεκδικήσεις χρόνων.

Το κράτος πρόνοιας ήταν ένα προϊόν θεσμοποίησης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ένα κράτος που παρεμβαίνει τόσο στην αναπαραγωγή της οικονομίας (κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνικές επενδύσεις), όσο και στην κοινωνική αναπαραγωγή (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία, επιδόματα, κοινωνικές παροχές), αναλαμβάνοντας έτσι ένα μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ο παρεμβατικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας πέτυχε ένα διπλό αποτέλεσμα. Από τη μία αποτέλεσε έναν ακόμα τρόπο να υπαχθούν όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας, από την εργασιακή ως και τις μέχρι τότε εξαιρούμενες από την παραγωγική διαδικασία (π.χ. η οικιακή εργασία των γυναικών), στον κύκλο της εμπορευματικής αξιοποίησης. Από την άλλη έθεσε το κοινωνικό σύνολο στο καθεστώς του πολίτη.

Μα, καλά όμως, τόσο γαλαντόμα είναι τα αφεντικά ή μιλάμε για τη «σημαντικότερη» νίκη του εργατικού κινήματος; Τελικά η μορφή του κράτους πρόνοιας είναι «κατάκτηση» της εργατικής τάξης ή μια «παραχώρηση» των αφεντικών; Η αλήθεια, μάλλον, βρίσκεται κάπου στη μέση (εκτός από τους στίχους των σεξ πίστολς). Και αυτό γιατί, η εμφάνιση της μορφής του κοινωνικού κράτους καθορίζεται με διττό τρόπο και απορρέει από τη διαλεκτική σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Από τη μία, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας συγκροτείται με βάση την πολιτική ανάγκη να απαντήσει και να διαχειριστεί τη δυσαρέσκεια, την ανυποταξία και την άρνηση ενός μέρος του προλεταριάτου να ενταχθεί στην εκμεταλλευτική παραγωγική διαδικασία και από την άλλη, την καπιταλιστική ανάγκη του κεφαλαίου να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού και με τους πιο αποδοτικούς όρους σε αυτήν τη διαδικασία. Έτσι, χωρίς καμία πρόθεση να ωραιοποιούμε και να φετιχοποιούμε την κίνηση της ταξικής πάλης, αναγνωρίζουμε ότι η αυτοθέσμιση της εργατικής τάξης, οι εργατικοί αγώνες και οι «ρεφορμιστικές» διεκδικήσεις του προλεταριάτου εκείνης της περιόδου, εξανάγκασαν τα αφεντικά να υποχωρήσουν προσωρινά, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί το κοινωνικό κράτος. Η υποχώρηση όμως αυτή, από τη μεριά του κεφαλαίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ήττα αλλά περισσότερο ως ανασύνταξη και αναδιάρθρωση του. Τα αφεντικά θα χρησιμοποιήσουν το κράτος πρόνοιας για να αντεπιτεθούν, όπως θα δούμε παρακάτω. Και τα όπλα τους είναι γνωστά: κατακερματισμός της εργατικής τάξης και αφομοίωση των κινημάτων.

Σύννεφα στον «παράδεισο»….Από την κρίση του κράτους πρόνοιας στον νεοφιλελευθερισμό

Ο κοινωνικός συμβιβασμός που είχε επιτευχθεί με το κεϋνσιανό μοντέλο φτάνει στα όρια του. Τόσο από τη μεριά του κεφαλαίου, όσο και από ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης που δεν επαναπαύτηκε σε μια συντήρηση των «κεκτημένων» αλλά επιθύμησε να πάει το πράγμα και λίγο παραπέρα. Τα θεμέλια του κράτους πρόνοιας, όπως το μοντέλο «μαζική παραγωγή-μαζική κατανάλωση» του φορντιστικού τρόπου παραγωγής, η αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, η μονοτονία και η αλλοτρίωση φαίνεται να έρχονται αντιμέτωπα με την αντιφατική σχέση της εργατικής τάξης με το κοινωνικό κράτος. Από τη μία, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους, με την αύξηση των παροχών, προϋποθέτει την άμβλυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού με ενσωμάτωση και πειθάρχηση της εργατικής τάξης, από την άλλη όμως το ίδιο το κράτος γίνεται πεδίο ταξικού ανταγωνισμού3, και οι παροχές αντικείμενο αμφισβήτησης. Μα είναι δυνατόν να αμφισβητείται μια κατάκτηση από αυτούς που την «απολαμβάνουν»; Και σε αυτό το ερώτημα (όσο σχιζοφρενικό και αν φαίνεται) έρχεται να απαντήσει τόσο ο διχασμένος χαρακτήρας της εργατικής τάξης, που διαμορφώνεται μέσα και ενάντια στη κεφαλαιακή σχέση, όσο και η ίδια η κίνηση της ταξικής πάλης, που την περίοδο εκείνη αμφισβήτησε έμπρακτα την καπιταλιστική σχέση. Από την πλευρά του κεφαλαίου βέβαια, η κρίση του κράτους πρόνοιας εμφανίστηκε ως οικονομική και η κατάργηση του θεωρήθηκε απαραίτητη στρατηγική προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο δημόσιο χρέος4.

Μήπως, σε τελευταία ανάλυση, βρισκόμαστε μπροστά στην τελική «απόσυρση» του κράτους πρόνοιας, που την κάνει σιγά σιγά μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω του ένα κενό το οποίο κάπως πρέπει να καλυφθεί; Μια τέτοια ανάλυση θεωρούμε ότι χωλαίνει μυστικοποιώντας ακόμα περισσότερο την κεφαλαιακή σχέση. Ο καπιταλισμός ως ένα ιδιαίτερα ευέλικτο κοινωνικό «σύστημα» είναι ικανός να διέλθει από μια μεγάλη γκάμα μετασχηματισμών. Για το λόγο αυτό, η καπιταλιστική σχέση, υπό τη μορφή του κράτους πρόνοιας, δεν αποσύρεται απλά αλλά μετασχηματίζεται σε μία άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, στηριζόμενη στη βασική υποχρέωση να υλοποιήσει μια νέα μορφή συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που θα παρέχει μια νέα πνοή στον καπιταλισμό. Και η πνοή αυτή δεν είναι άλλη από το νεοφιλελευθερισμό.

Ding Dong the witch is born…

Ορόσημο σε αυτή τη προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση του, αποτέλεσε η δεκαετία του ‘80. Την περίοδο εκείνη, αναδύθηκε ο νεοφιλελευθερισμός ως μια σύγχρονη μορφή ρύθμισης που θα επέτρεπε την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, την εξέλιξη του κράτους και την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική του σταθεροποίηση5. Και το έργο αυτού, φέρει το κωδικό όνομα «ιδιωτικοποίηση». Ένα έργο που στοχεύει στη μείωση του κόστους που επωμίζεται το κράτος για την παραγωγή και αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Περιλάμβανε όχι μόνο μαζικές απολύσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, περικοπές κοινωνικών παροχών και επιδομάτων, αλλά έθετε στο στόχαστρο τον συνολικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Και ως αποτύπωμα των κοινωνικών σχέσεων, η νεοφιλελεύθερη μορφή του κράτους θα είναι το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης ενός μεγάλου κομματιού της ριζοσπαστικής κριτικής που άσκησαν τα κοινωνικά υποκείμενα στη μορφή του κράτους πρόνοιας.

Και φυσικά η εργασία, ως θεμελιώδης αξία του καπιταλισμού, τοποθετείται στο επίκεντρο αυτών των μετασχηματισμών, στο νεοφιλελευθερισμό. Η μονιμότητα και το «δικαίωμα» στην εργασία, ως «κεκτημένο» του κράτους πρόνοιας, αρχίζει να καταρρέει. Έτσι, η εργασία αλλάζει μορφή και γίνεται ευέλικτη, ανασφάλιστη, προσωρινή. Με άλλα λόγια μετατρέπεται σε κάτι σαν «απασχόληση». Η πόλωση των κοινωνικών αντιθέσεων (μαζική ανεργία, περιθωριοποίηση ολόκληρων κομματιών της κοινωνίας) ως αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης, δείχνει ξεκάθαρα ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός οξύνεται, αλλά αυτή τη φορά από τα «πάνω».

Με την εργασία να «πετιέται» και με τη φυγή του κεφαλαίου στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, η ιδεολογία του ατομικισμού θριαμβεύει και βροντοφωνάζει: «Αν θες επιδόματα, δούλεψέ τα!», «Όσοι δεν δουλεύουν, δεν πληρώνονται», κλείνοντας έτσι ουσιαστικά την πόρτα στα μούτρα του κοινωνικού κράτους. Και κάπου εδώ είναι που συναντάται η μεγαλύτερη καινοτομία του νεοφιλελευθερισμού. Ιδιωτικοποιεί την ευθύνη για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και βροντοφωνάζει ξανά: «Το κόστος στους ίδιους τους πολίτες».

Μία φράση αρκετά μικρή αλλά κομβική για τη λειτουργία της νεοφιλελεύθερης μορφής του κράτους, το οποίο στράφηκε στην ανάπτυξη του άτυπου6 τομέα της κοινωνίας, ενός τομέα δηλαδή που καταλαμβάνει χώρο πέρα από το κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Κεντρικά στοιχεία για την ανάπτυξη αυτού του τομέα, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι ο εθελοντισμός, ο συμμετοχικός σχεδιασμός και η περιβόητη «κοινωνία των πολιτών».

«Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ…». Το ίδιο και η «δημοκρατική συμμετοχή»

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά αναπτύσσεται μια μορφή «κοινωνικού συμβολαίου» έπειτα από την ενσωμάτωση ή την ήττα των ριζοσπαστικών κινημάτων της μεταπολίτευσης με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (1981-85). Την περίοδο που αρχίζει δηλαδή ο μετασχηματισμός του κράτους πρόνοιας παγκοσμίως, κάπου εκεί αυτό θεσμοθετείται στην Ελλάδα. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σήμαινε παράλληλα την εδραίωση του σε εθνικό-ταξικό επίπεδο (ενάντια στα ξένα και ντόπια μονοπώλια), πολιτικό (εκδημοκρατισμός κρατικών μηχανισμών), κοινωνικό (συμμετοχικός σχεδιασμός) καθώς επίσης και σε ιδεολογικό επίπεδο.

Την εδραίωση και νομιμοποίηση του στο κοινωνικό επίπεδο ακολούθησε μια σειρά από θεσμίσεις που στόχευαν στη «βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη»7. Μιας καθημερινότητας βέβαια, όπου συνυπεύθυνος της ήταν ο ίδιος ο πολίτης. Έτσι, υπό τη «ζεστή αγκαλιά» του ΠΑΣΟΚ, η λαϊκή συμμετοχή κάνει την εμφάνισή της και υλοποιείται παίρνοντας διάφορες μορφές όπως για παράδειγμα: η ίδρυση συνοικιακών συμβουλίων και η κοινωνικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων με την ενεργή συμμετοχή και σύμπραξη των εργαζομένων (Εποπτικά Συμβούλια, Επιτροπές Εργαζομένων), που είχε ως στόχο τη βελτιστοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την αύξηση της παραγωγικότητάς της8. Η πολιτική απάντηση που έδωσε το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, απέναντι στην κρίση, ήταν η σταδιακή εισαγωγή θεσμών συν-διαχείρισης αποσκοπώντας στη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας9. Και κάπως έτσι η συναίνεση της εργατικής τάξης, μέσω της «δημοκρατικής συμμετοχής» της στο καπιταλιστικό σύστημα, εξισώθηκε με την απονεύρωση του εργατικού συνδικαλισμού και η έφοδος στον ουρανό έδωσε την θέση της στη λαϊκή- εθνική κυριαρχία, που όταν έγινε «ντεμοντέ» αποκαθεδρώθηκε από την κοινωνία των πολιτών.

«Καλησπέρα, καλησπέρα.. Κοινωνία των πολιτών»

Με την εικόνα του χαρισματικού ηγέτη που χαιρετίζει τις λαοθάλασσες ψηφοφόρων να ξεθωριάζει, η παραδοσιακή λαϊκή πολιτική συνταγή μετατοπιζόταν πλέον σε ένα πιο «προωθημένο» τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνικών ζητημάτων. Ένας τρόπος που θα έδινε και στο κεφάλαιο την απαραίτητη «βαλβίδα αποσυμπίεσης» που χρειάζονταν απέναντι στην κρίση κερδοφορίας του. Αυτός δεν ήταν άλλος από το άνοιγμα των κοινωνικών ζητημάτων σε πρωτοβουλίες των ίδιων των πολιτών. Πολιορκητικός κριός σε αυτές τις πρωτοβουλίες είναι η εθελοντική προσφορά των ίδιων των πολιτών, η οποία λειτουργώντας ως δεξαμενή απλήρωτης εργασίας, υποκαθιστά ένα κομμάτι των προνοιακών πολιτικών του παρελθόντος.

Σε συνθήκες, λοιπόν, γενικευμένης ήττας και αφομοίωσης, με τα πολιτικά «οράματα» να έχουν χρεωκοπήσει, οι πολιτικές επιδιώξεις του κινήματος εμφανίζονται πλέον με τη μάσκα του κοινωνικού ενδιαφέροντος, με το λόγο τους να έχει μετατοπιστεί βαθμιαία από το «σοσιαλισμό» προς στις δημοκρατικές διεκδικήσεις τύπου «ανθρώπινα δικαιώματα» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Έτσι, τα ανταγωνιστικά υποκείμενα του προηγούμενου κύκλου αγώνα (κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας ‘60-‘70), απογυμνωμένα πλέον από τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά τους, μετατρέπονται σε «ευαίσθητους» πολίτες που (από)πολιτικοποιούνται μέσω της συμμετοχής τους σε ομάδες πίεσης, που αφορούν κοινωνικούς τομείς στους οποίους το κράτος παρουσιάζει ελλειμματική παρουσία.

Κάπως έτσι, με τον νεοφιλελευθερισμό σε μια προσπάθειά επανοικειοποίησης των κοινωνικών ερεισμάτων που χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, επιστρατεύεται η «κοινωνία των πολιτών», η οποία στηριζόμενη σε μία κατασκευή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, επιχειρεί να προσδώσει στα άτομα μία κοινή ταυτότητα, ένα κοινό ανήκειν σε αυτή την κοινωνία πέρα από τις υπάρχουσες κατακερματισμένες κοινωνικές σχέσεις. Το άτομο, λοιπόν, μέσα από την κοινωνία των πολιτών επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ως ΑΤΟΜΟ και εμφανίζεται πλέον ως «ενεργός πολίτης», που μιλάει άπταιστα τη γλώσσα του δικαίου και του γενικού συμφέροντος. Τώρα βέβαια, όσον αφορά τη γλώσσα του κοινωνικού ανταγωνισμού, θα λέγαμε ότι εκεί έμεινε μετεξεταστέος… ουκ ολίγες φορές.

Και αυτό γιατί το σκεπτικό και η δράση της «κοινωνίας των πολιτών», ακολουθεί την (πολιτική) επιλογή άρνησης της ριζοσπαστικής πολιτικής. Δεν μιλάει για ταξική εκμετάλλευση και κοινωνική απελευθέρωση αλλά ζητάει φιλανθρωπία βαπτίζοντάς την αλληλεγγύη (καμία σχέση βέβαια με την αλληλεγγύη μεταξύ αγωνιζομένων) και περισσότερη δημοκρατία ή καλύτερα «πραγματική» δημοκρατία (άμεση, συμμετοχική). Κάτι του τύπου να τα αλλάξουμε όλα χωρίς να γκρεμίσουμε την χώρα (μμμ…κάτι μας θυμίζει αυτό!). Με άλλα λόγια η κοινωνία των πολιτών ζητά έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Και για να το πετύχει αυτό έχει στην φαρέτρα της ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της· τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο).

Και τι γίνεται όταν από την πολιτική δράση φεύγει η «πολιτική» και μένει μόνο η «δράση»;

Όπως είδαμε και προηγουμένως, η αφομοίωση των δικτύων κοινωνικής συνεργασίας στον κρατικό σχεδιασμό αποτέλεσε στρατηγική επιλογή από την πλευρά του κεφαλαίου, το οποίο αναγνώρισε τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού και προσπάθησε να ξεπεράσει την κρίση αναπαραγωγής του. Και κάπως έτσι επιχειρείται η μεγάλη ντρίπλα. Αφενός περιορίζεται το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής που αντιστοιχεί στο κράτος, αφετέρου το ίδιο το κράτος έχοντας υπό την κηδεμονία του ένα βασικό αριθμό από Μ.Κ.Ο στρέφει τις εθελοντικές τους δραστηριότητες σε τομείς, για να συμπληρώσουν την ελλειμματική προνοιακή του παρουσία ή ακόμα και την πλήρως κατασταλτική του παρουσία –ανοίγοντας έτσι χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Εντάξει, τουλάχιστον ικανοποιούν ανάγκες, θα πει κάποιος καλοπροαίρετος. Η αλήθεια είναι ότι η δράση των Μ.Κ.Ο κατάφερε, εν μέρει, να απαντήσει σε μια υλική πραγματικότητα υποβοηθώντας την αναπαραγωγή κάποιων από τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να θίγεται στον πυρήνα της η αναπαραγωγή της σχέσης κεφάλαιο, αλλά εδραιώνοντας την: κάθε στιγμή μέσα στην κρίση, παρουσιάζουν τη φτώχεια ως φυσικό φαινόμενο ή τους ίδιους τους φτωχούς με τις «ανεπαρκείς τους ικανότητες» να ευθύνονται για αυτήν. Έτσι λοιπόν, αν και μέχρι ενός σημείου, με τον ρόλο των Μ.Κ.Ο «βελτιώνεται» η καθημερινότητα και οι συνθήκες διαβίωσής τους10, δεν κριτικάρεται και φυσικά δεν καταργείται η αιτία που γέννησε αυτές τις συνθήκες, δηλαδή η σχέση εκμετάλλευσης.

Αυτή η προσκόλληση στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων, που προωθείται μέσω του ρόλου της «κοινωνίας των πολιτών» και των Μ.Κ.Ο, αποτέλεσε τη μήτρα που γέννησε μια σειρά στρεβλών αντιλήψεων πάνω σε διάφορα ζητήματα (π.χ. ο ρόλος των μεταναστών και των γυναικών ως θύματα, η κατάφαση στην εθελοντική εργασία ως λύση στην κρίση). Η λογική, λοιπόν, που υιοθετείται από την δραστηριότητα των Μ.Κ.Ο και των «ενεργών πολιτών» γενικότερα, αντί να αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά ζητήματα ως πολιτικά, τα υποβαθμίζει ανάγοντάς τα σε ζητήματα του τρόπου διαχείρισης της εκμετάλλευσης, σε ανεπαρκή κρατικό σχεδιασμό ή ακόμα και σε δυσλειτουργίες του κράτους11. Κάπως έτσι, τα συλλογικά προβλήματα αποκτούν ατομικές λύσεις, η συλλογική διεκδίκηση δίνει τη θέση της στη διαπραγμάτευση, οι προτάσεις γίνονται θεσμίσεις και η σύγκρουση με τους κυρίαρχους θεσμούς έχει αντικατασταθεί από τη συνεργασία και τον διάλογο.

Κάπου εδώ έρχεται πάλι στο μυαλό μας η αντιφατική κίνηση της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η σχέση αγάπης- μίσους μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μια σχέση που εξηγεί πως μια στρατιωτικού τύπου διαχείριση από την πλευρά του κεφαλαίου (καταστολή, φόβος, υποτίμηση) μπορεί να εμφανιστεί την ίδια στιγμή με «ανθρώπινο πρόσωπο», δίνοντας τη δυνατότητα στο κράτος να ενδύεται κατά περίπτωση το μανδύα του αντιρατσισμού και του ανθρωπισμού.

Για αυτό βλέπουμε ότι τη στιγμή της μαζικής εισροής μεταναστών/τριών από τα βαλκάνια (με το άνοιγμα των συνόρων τη δεκαετία του ’90) και τον κοινωνικό κανιβαλισμό που υπέστησαν σε οικοδομές, σεξοπάζαρα και χωράφια, την ίδια στιγμή το ξεζούμισμα της εργατικής τους δύναμης ανταλλάσσεται με λίγες δόσεις «φροντίδας» από τους γιατρούς χωρίς σύνορα/ του κόσμου κ.ο.κ.. Τη στιγμή που κρατικές υπηρεσίες υφίστανται περικοπές και ωθούνται σταδιακά στην παύση της λειτουργίας τους, πρωτοβουλίες «ευαίσθητων» πολιτών και Μ.Κ.Ο βγαίνουν στο προσκήνιο να υποκαταστήσουν κουτσά στραβά τις προνοιακές πολιτικές. Τη στιγμή που η ανεργία χτυπάει κόκκινο, Μ.Κ.Ο και άλλοι φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» αναλαμβάνουν την διαχείριση της «στρατιάς» των ανέργων, κατέχοντας κομβικό ρόλο στην εφαρμογή του workfare12. Τη στιγμή που γίνονται απολύσεις στην καθαριότητα των Δήμων, επιστρατεύονται ατενίστας και λος λαμπίκος για να μαζεύουν τα σκουπίδια και να ξεκολλάνε κολλημένες τσίχλες από τα πεζοδρόμια. Τη στιγμή που μετανάστες στοιβάζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βυθίζονται στη Μεσόγειο, στήνονται ξενώνες φιλοξενίας και παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με την «ευγενική» χορηγία των Μ.Κ.Ο (ΑΡΣΙΣ, γιατροί χωρίς σύνορα και πάει λέγοντας). Τη στιγμή που διαπομπεύονται οι οροθετικές πόρνες, το ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ μαζί με Μ.Κ.Ο μοιράζουν προφυλακτικά στην ελληνική κοινωνία. Και οι στιγμές δεν έχουν τέλος….

Κλείνοντας…

Στο παραπάνω κείμενο προσπαθήσαμε (έστω και επιδερμικά) να ανιχνεύσουμε τις διάφορες μορφές που παίρνει το κράτος καθώς επίσης και με ποιο τρόπο συναρθρώνεται με την κοινωνία. Είτε με προνοιακές πολιτικές, είτε με ωμή καταστολή, είτε με συμμετοχικό σχεδιασμό και την «κοινωνία των πολιτών». Όλα αυτά, φυσικά όχι υπό μία ακαδημαϊκή σκοπιά, αλλά έχοντας πάντα ως γνώμονα την ταξική πάλη. Την κίνηση των ανθρώπων ενάντια σε αυτόν τον κόσμο. Εκεί έξω, στα καφενεία, στις πλατείες, στις παρέες, τέτοιες συζητήσεις τελειώνουν συνήθως με ένα «Το ένα σας βρωμάει και το άλλο σας ξινίζει. Τι θέλετε πια;» Μα τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα τον σκοπό της απάντησης καλά:

«Δε μου αρέσουν οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές και οι αρμονίες. Όλα να πάσχουν κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμία όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουν κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους. Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμία λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν. Ακόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν στα παλιά, να αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.” (Τα Ρετάλια, Μάριος Χάκκας).


1 Οφείλουμε εδώ μια μικρή επεξήγηση. Σε διάσπαρτα σημεία μέσα στο κείμενο, χάριν ευκολίας, λέμε «το κεφάλαιο έκανε αυτό, επέλεξε εκείνο» κ.λπ.. Ας σημειώσουμε πως δε θεωρούμε ότι το κεφάλαιο είναι μια συμπαγής μορφή που επιλεγεί ως φυσικό πρόσωπο να πράττει. Δεν υπάρχει κάποιο σκοτεινό κέντρο που οι κεφαλαιοκράτες μαζεμένοι αποφασίζουν ως «το κεφάλαιο» με ένα στόμα και μια φωνή για τις τύχες μας. Αντίθετα, αναγνωρίζουμε ότι και μέσα στους κόλπους των αφεντικών υπάρχουν ανταγωνισμοί, κι όποια στρατηγική ακολουθείται κάθε φορά, προκύπτει και από τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και από την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Όπου λοιπόν συναντώνται τέτοιες απλουστεύσεις που έγιναν για την καλύτερη ροή του κειμένου, ας έχουμε κι αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για όπου χρησιμοποιούμε παρόμοια «το κράτος».

2 Ο ταξικός ανταγωνισμός, στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα, επικεντρώνονταν κυρίως σε δύο βασικά αιτήματα: την έκταση της εργάσιμης μέρας και τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας. Διάσπαρτοι εργατικοί αγώνες και κλαδικές απεργίες δίνονται ως απάντηση στην ανάγκη του κεφαλαίου για ένα πιο «ορθολογικό» καταμερισμό της εργασίας και μεγαλύτερο έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας (τεϋλορισμός, φορντισμός), προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας του τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης.

3 Οι εργατικοί αγώνες και οι εξεγέρσεις των δεκαετιών του 60’ και του 70’ που ξέσπασαν στο πεδίο της παραγωγής με τη μορφή απεργιών, σαμποτάζ, κοπάνας εκφράστηκαν ως εξέγερση ενάντια στην ενταντικοποιημένη βιομηχανοποιημένη εργασία. Κομμάτι της εργατικής τάξης δεν ήταν πλέον διατεθειμένο να λιώνει το κορμί του στις γραμμές παραγωγής με αντάλλαγμα κατανάλωση (τόσο υλικών αγαθών, όσο των κοινωνικών παροχών). Αμφισβητεί το δικαίωμα του κάθε αφεντικού αλλά και του ίδιου του κράτους να ελέγχει τη ζωή του, αμφισβητεί το ρόλο των συνδικάτων αναγνωρίζοντάς τα πλέον ως «επίσημους» διαμεσολαβητές της εκμετάλλευσης των εργατών και αρχίζει να «φλερτάρει» με τα προτάγματα της αυτονομίας. Παράλληλα εκείνη την περίοδο εμφανίζονται στο προσκήνιο νέα υποκείμενα και κινήματα γυναικών, ομοφυλόφιλων, φοιτητών και αντικουλτούρας.

4 Αναλυτικότερα στην μπροσούρα Σκοτώνουν τα άλογα στη δουλειά και όταν γεράσουν τα θάβουν ιδίοις εξόδοις από την Ομάδα ενάντια στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας.

5 Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κρίσης του κοινωνικού κράτους και της μετάβασης προς μια μετασχηματισμένη δομή καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι τα καθεστώτα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν στη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α. αντίστοιχα. Εκεί όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές «κούμπωσαν» στο «άρμα» της εθνικής ανάπτυξης.

6Με τον όρο «άτυπος» τομέας παραγωγής νοείται η νέα μορφή παραγωγής για τα προς το ζην που κυμαίνεται από την αυτο-παραγωγή και αυτο-εκμετάλλευση στο πλαίσιο συνεταιρισμών, μέχρι πρωτοβουλίες και εργασία σε άλλη πλην της τακτικής εργασίας στα πλαίσια της κοινότητας. (Bonefeld, Αναδιατύπωση της θεωρίας του κράτους, Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή)

7 Φράση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στην 10η κομματική Σύνοδο του 1983.

8 Αναλυτικότερα στο περιοδικό «Θέσεις» και συγκεκριμένα στο άρθρο «Το αριστερό κίνημα απέναντι στην ‘’εργατική συμμετοχή’’», τεύχος 5 (1983) και «Επιτροπές εργαζομένων στις επιχειρήσεις», τεύχος 10 (1985).

9 Το κατά πόσον όλοι αυτοί οι θεσμοί όντως λειτούργησαν, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

10 Όταν κι άμα φυσικά «βελτιώνεται». Στη συλλογική μνήμη των αγωνιζόμενων έχει καταγραφεί άλλωστε ο βρώμικος ρόλος διαφόρων Μ.Κ.Ο σε εμπόλεμες ζώνες (και όχι μόνο) και η έμπρακτη συμμετοχή τους στη εξαθλίωση πληθυσμών.

11 Για παράδειγμα οι μεταναστευτικές ροές απογυμνώνονται πλήρως από την πολιτική τους διάσταση. Δηλαδή, μένει στο απυρόβλητο η προσπάθεια του κεφαλαίου, είτε με ακραία υποτίμηση είτε με τα όπλα και τους φράκτες, να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές και την παγκόσμια κατανομή της εργασίας, προκειμένου να εντείνει ακόμα περισσότερο την εκμετάλλευση. Αντιθέτως, ανάγεται απλώς σε πρόβλημα «διαχείρισης» της κρίσης και της κινητικότητας των ανθρώπων.

12 Στο σημείο αυτό ας εξηγήσουμε λίγο καλύτερα τι εννοούμε. Τα τελευταία χρόνια, με πρόσχημα την «καταπολέμηση/ απορρόφηση» της ανεργίας επιχειρήθηκε μία νέα στρατηγική αναδιάρθρωσης της εργασίας. Και το όνομα αυτής workfare ή αλλιώς προγράμματα «κοινωφελούς» εργασίας. Την περίοδο 2012-2013, Δικαιούχοι των κοινωφελών προγραμμάτων ήταν οι Μ.Κ.Ο και συμπράττοντες φορείς ήταν οι Δήμοι. Με άλλα λόγια, οι Μ.Κ.Ο ανέλαβαν το ρόλο του «προοδευτικού» εργολάβου για να «διαχειριστούν» την ανεργία και να απορροφήσουν «ωφελούμενους»- αλλά φυσικά και το αντίστοιχο κονδύλι ανά κεφάλι. Στα νέα προγράμματα (2013-2014 και 2015), οι Μ.Κ.Ο βγήκαν από το παιχνίδι και η διαχείριση των ανέργων γίνεται πλέον, κεντρικά από τον Ο.Α.Ε.Δ. Για μια περαιτέρω ανάλυση, μπορείτε να ανατρέξετε στη μπροσούρα Workfare Reloaded των συντροφισσών/ων της Συνέλευσης για την ΚΥκλοφορία των Αγώνων.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *