No Border camp 2016: Ένας κριτικός απολογισμός

Εισαγωγικά…

Ποιοι μίλησαν για το No Border; Σχεδόν όλοι – άσχετα με το τι θέση είχαν (ή νόμιζαν ότι είχαν) σε σχέση με αυτό, τι αποστάσεις κράτησαν, τι σκοπούς δήλωναν ή έκρυβαν. Από τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης μέχρι τον πιο μάχιμο δημοσιογράφο, και από τον πρύτανη του Α.Π.Θ. μέχρι όψιμους αγωνιστές, ορκισμένους φίλους των μεταναστών, όλοι είχαν κάτι να πουν για το No Border, καλό ή κακό δεν είχε και τόση σημασία· σημασία είχε να (φαίνεται ότι) είσαι κομμάτι των εξελίξεων. Τελικά, οι μόνοι που δεν ενδιαφέρθηκαν να μιλήσουν για το No Border εκείνες τις μέρες του Ιουλίου ήταν οι ίδιοι οι μετανάστες, γιατί είχαν κάτι πολύ καλύτερο να κάνουν: μίλησαν για τις ζωές τους. Μιλάμε, φυσικά, για εκείνους κι εκείνες, τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, που εκείνες τις μέρες διαδήλωσαν στην πόλη, μίλησαν δημόσια για τις συνθήκες των camps, προσπάθησαν να σπάσουν το καθεστώς ομηρίας, στο οποίο τους κρατούσε (και τους κρατάει ακόμα) το ελληνικό κράτος, και συνδέθηκαν με αλληλέγγυους σε ένα κοινό έδαφος γνωριμίας και αγώνα. Αυτοί και αυτές δεν ενδιαφέρθηκαν για «ζημιές», σπασμένες κλειδαριές και βαμμένα λεωφορεία. Δεν βρήκαν λόγο να κάτσουν να σκεφτούν αν τελικά το No Border ήταν πολύ βίαιο ή πολύ ειρηνικό για τα γούστα τους. Αυτά τα αναλύουν (συνήθως εκ των υστέρων, μιας που η κριτική είναι ευκολότερη, όταν δεν απαιτεί δράση) όσοι αρέσκονται στη θέαση των γεγονότων από μία ασφαλή απόσταση. Η «αντικειμενικότητα», ως γνωστόν, σώζει ζωές – σαν τη ζώνη ένα πράγμα. Μόνο που αυτή η αναθεματισμένη ζώνη έχει κι ένα κακό: δυσκολεύει την κίνησή σου, σε κρατά ακίνητο και καθηλωμένο σε μία συγκεκριμένη θέση. Και να ‘ταν μόνο αυτό, πάει στο διάολο, αλλά όταν την ίδια στιγμή βρίσκεσαι και σ’ ένα αμάξι που πάει με χίλια (και το τιμόνι το ΄χουν άλλοι), τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί να ‘ναι καλό…

Για όσους, λοιπόν, ακόμα πιστεύουν ότι στα δημόσια πολιτικά γεγονότα αντιστοιχεί και μία αποτίμηση, κριτική και αξιολόγηση, αυτό είναι το δημόσιο κείμενο απολογισμού της συλλογικότητας Φάμπρικα Υφανέτ για το No Border Camp 2016 που διεξήχθει στη Θεσσαλονίκη από τις 15 μέχρι τις 24 Ιουλίου. Δημόσιο, γιατί ό,τι είπαμε, πράξαμε και υποστηρίξαμε εκείνες τις μέρες δεν απευθυνόταν σε κάποια κλειστή κοινότητα, αλλά σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Συλλογικό, γιατί στο No Border βρεθήκαμε από την αρχή μέχρι το τέλος σαν συλλογικότητα, όχι σαν άτομα, και συλλογικά υπερασπιστήκαμε τα χαρακτηριστικά του. Κείμενο απολογισμού, γιατί όταν κάποιες πολιτικές διαδικασίες συναντάνε τα όρια τους, δεν προσπαθείς να κρύψεις κάτω απ’ το χαλάκι τα κακώς κείμενά τους, αλλά τα αναδεικνύεις, τα κρίνεις και προχωράς παρακάτω. Το ευκταίο θα ήταν όλα τα παραπάνω να γίνονταν σε ένα δημόσιο πεδίο διαλεκτικής αντιπαράθεσης από όσους και όσες συμμετείχαν, με τον α’ ή β’ τρόπο, στις διαδικασίες του No Border. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό και η ευθύνη γι΄αυτό μας βαραίνει όλους εξίσου. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ένα τέτοιο κείμενο, έστω και κάποιους μήνες μετά την ολοκλήρωση του No Border, έχει αξία, αν μη τι άλλο γιατί δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που οδηγούνε οι καφενειακές συζητήσεις και τα κουτσομπολιά. Με άλλα λόγια, στην ατομική κεφαλαιοποίηση της εμπειρίας, αντιπροτάσσει τη συλλογική, δημόσια αποτίμηση. Κι αυτή η αποτίμηση, προφανώς, δεν είναι απλά ανοιχτή στην κριτική, αλλά την επιζητά.

Η κοινωνική συνθήκη και η προετοιμασία του camp

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το No Border χωρίς να δώσουμε πρώτα μία συνοπτική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικότερα στον ελλαδικό χώρο, σε σχέση με τους μετανάστες από το φθινόπωρο του ’15 και μετά[1]. Πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζουμε ως κομβικό σημείο τη χρονική στιγμή που αρχίζει να φαίνεται ότι το κλείσιμο των συνόρων Μακεδονίας-Ελλάδας είναι θέμα χρόνου (Σεπτέμβρης του ΄15 – τελικά τα σύνορα έκλεισαν τον Φλεβάρη του ‘16[2]) και χιλιάδες μετανάστες θα βρεθούν εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη. Όλους αυτούς του μήνες, και μέχρι την οριστική εκκένωση του άτυπου καταυλισμού της Ειδομένης (Μάιος του ’16), χιλιάδες μετανάστες και μετανάστριες θα συγκρουστούν επανειλημμένα με τις δυνάμεις καταστολής για να περάσουν στη Μακεδονία, θα μπλοκάρουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη σιδηροδρομική γραμμή της Ειδομένης, θα ράψουν τα στόματά τους κάνοντας απεργία πείνας, θα διεκδικήσουν, με λίγα λόγια, τις ίδιες τους τις ζωές. Την ίδια στιγμή, κράτος και Μ.Κ.Ο. απλά συντηρούν την απόγνωση πουλώντας φιλανθρωπία, και προετοιμάζουν το επόμενο βήμα της «διαχείρισης του μεταναστευτικού», δηλαδή τη μεταφορά τους στα relocation camps («κέντρα μετεγκατάστασης»). Μία κίνηση σαφώς προσανατολισμένη στο να εκτονώσει την έκρυθμη κατάσταση της Ειδομένης και να διευκολύνει, έπειτα, τον έλεγχο και την επιτήρηση των μεταναστών μέσω της διασποράς τους σε διαφορετικά μέρη. Την ίδια χρονική περίοδο, αλληλέγγυος κόσμος θα συνδεθεί με τους μετανάστες στην Ειδομένη, τη Λέσβο και αλλού, και θα στηθούν δομές αλληλεγγύης, μία κοινωνική κίνηση που θα κορυφωθεί με τις πρώτες καταλήψεις στέγης μεταναστών/μεταναστριών (Νοταρά 26 στην Αθήνα, Ορφανοτροφείο στη Θεσσαλονίκη). Όσον αφορά τα αντανακλαστικά ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στο ενδεχόμενο χιλιάδες μετανάστες να «ξεμείνουν» εντός συνόρων, αυτά γρήγορα εκφράστηκαν με χουντικές σημαίες να κυματίζουν στην Ειδομένη, με αιτήματα για περισσότερη επιτήρηση και ασφάλεια, και με διαμαρτυρίες στο ενδεχόμενο ύπαρξης κέντρων μετεγκατάστασης στις γειτονιές τους. Φαίνεται ότι η «ελληνική φιλοξενία» και οι «ανιδιοτελείς πρακτικές» (που κάποιοι βιάστηκαν να τις εντάξουν στο πολιτικό τους λεξιλόγιο) είχαν ημερομηνία λήξης: τη μέρα που τα σύνορα θα έκλειναν.

Αυτή ήταν η κοινωνική συνθήκη, με λίγα λόγια, όταν τον Φλεβάρη του ’16 γνωστοποιείται το κάλεσμα για τη συνδιοργάνωση του No Border Camp στη Θεσσαλονίκη. Εδώ χρειάζεται μια σύντομη, ιστορική παρένθεση: το δίκτυο No Border στήθηκε στα τέλη των 90’s  με αφορμή την ολοένα και μεγαλύτερη «θωράκιση» των ευρωπαϊκών συνόρων απέναντι στις μεταναστευτικές διαδρομές. Πιο συγκεκριμένα, τον Οκτώβρη του ’99 στο Tampere της Φινλανδίας διάφορες ευρωπαϊκές συλλογικότητες διαδήλωσαν ενάντια στη σύνοδο των κυβερνητικών εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ως περιεχόμενο την εφαρμογή της Συνθήκης του Άμστερνταμ, μίας συμφωνίας με σαφείς αντιμεταναστευτικές διατάξεις. Αυτή η κοινή εμπειρία, δύο μήνες μετά, θα οδηγούσε στην πρώτη συνάντηση No Border. Το εγχείρημα αυτό, για τα επόμενα χρόνια, θα οργανώσει καμπάνιες ενάντια στις απελάσεις, θα μιλήσει κεντρικά για την αντιμεταναστευτική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών και θα οργανώσει κατασκηνώσεις (camps)–συναντήσεις[3] με σκοπό τη διαρκή δικτύωση και ανταλλαγή πληροφοριών, τον συντονισμό δράσεων αλληλεγγύης στους μετανάστες και τη δημιουργία δομών και δικτύων αλληλεγγύης.

Επανερχόμαστε στο τώρα και το κάλεσμα για το No Border Camp 2016. Η πρωτοβουλία για το κάλεσμα αυτό ήρθε από συντρόφους και συντρόφισσες από την Ελλάδα και το εξωτερικό[4] που τους συνέδεε μία κοινή ανάγνωση της πραγματικότητας: έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση στην Ειδομένη και τα νησιά του Αιγαίου, ένα No Border Camp στην Ελλάδα ήταν επιτακτικό, ώστε να αναδείξει το ζήτημα των μεταναστών/μεταναστριών κόντρα στις κυρίαρχες αφηγήσεις των Μ.Μ.Ε., του «φιλάνθρωπου» κράτους και των Μ.Κ.Ο. Η Θεσσαλονίκη, σαν η πιο κοντινή μεγάλη πόλη στα σύνορα με τη Μακεδονία (και δεδομένου του ιστορικού αγώνων, κινηματικών δομών, συλλογικοτήτων κλπ. που αυτή είχε), επιλέχθηκε ως το πιο κατάλληλο έδαφος για να φιλοξενήσει μία τέτοια διοργάνωση.

Αφήνοντας για την ώρα κατά μέρος τους διακηρυγμένους στόχους του No Border (όχι γιατί αυτοί στερούνται σημασίας, αλλά γιατί ήδη έχουν κατατεθεί δημόσια από την πρώτη στιγμή και οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί να τους βρει στην πρώτη εφημερίδα του No Border), θα θέλαμε να κεντράρουμε σε κάποιους από τους όρους με τους οποίους λειτούργησε η συνέλευση του No Border.

Εξ αρχής αποφασίστηκε ότι αυτή η συνέλευση δεν θα ήταν ένα συντονιστικό συλλογικοτήτων, αλλά μία πολιτική συνέλευση (με συμμετοχή ομάδων και ατόμων από Ελλάδα και εξωτερικό) που θα είχε και την ευθύνη της διοργάνωσης του camp. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει παραγωγή λόγου, λόγου που δε θα (έπρεπε να) έβγαινε από ένα «minimum συμφωνιών», αλλά θα ήταν το κοινό έδαφος υποκειμένων που συναντώνται σε μία διαλεκτική διαδικασία· σημαίνει συγκρότηση σχέσεων που θα πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα από τις καθιερωμένες συμμαχίες που βαδίζουν σε τεντωμένο σχοινί και έχουν ημερομηνία λήξης· σημαίνει, τελικά, ότι κάθε λέξη, πράξη, απόφαση μάς βαραίνει όλους και όλες εξίσου. Για το κατά πόσο (δεν) πέτυχε, τελικά, αυτή η διαδικασία θα αναφερθούμε αργότερα στο κείμενο. Τώρα ας αρκεστούμε να πούμε ότι το εγχείρημα αυτό σκόνταψε σε όρια που ίσως δεν ήταν ανυπέρβλητα, αλλά έφαγε κι αρκετές τρικλοποδιές.

Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό σημείο που θα πρέπει να σταθούμε είναι ο τόπος που στέγασε τις προπαρασκευαστικές συνελεύσεις του No Border, δηλαδή η (πρώην) κατάληψη στέγης μεταναστριών/τών Ορφανοτροφείο[5] στην Τούμπα. Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην κίνηση που υπήρχε τους προηγούμενους μήνες με σκοπό τη δημιουργία δομών και δικτύων αλληλεγγύης προς τους μετανάστες. Η κατάληψη του Ορφανοτροφείου εντάσσεται σαφώς σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο και από την πρώτη στιγμή στηρίχτηκε από ένα μεγάλο μέρος ομάδων και ατόμων του ανταγωνιστικού κινήματος της Θεσσαλονίκης. Μία συνέλευση που δήλωνε ότι «[θέτουμε ως κεντρικό στόχο το] να φτιαχτούν νέες σταθερές αυτοοργανωμένες δομές υποστήριξης και αλληλεγγύης σε μετανάστες, καθώς επίσης να ενισχυθούν και να δικτυωθούν οι υπάρχουσες»[6] δεν θα μπορούσε παρά να στηρίξει και στηριχτεί με τη σειρά της από έναν τέτοιο χώρο. Έναν χώρο που για εκείνη την περίοδο αποτέλεσε το πλέον κεντρικό σημείο του ανταγωνιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη συγκροτώντας ένα έδαφος αλληλεπίδρασης ντόπιων και μεταναστών, χτίζοντας δομές και σχέσεις αλληλεγγύης που δεν θέλησαν να μείνουν περιχαρακωμένες, αλλά να διαχυθούν στους δρόμους της πόλης με πορείες και παρεμβάσεις, και συμμετέχοντας σε κινήσεις που σπάνε τον αποκλεισμό μεταναστών και ντόπιων από δομές περίθαλψης και υγείας. Με άλλα λόγια, η συλλογικοποίηση των μεταναστών, η δικτύωσή τους και η άρθρωση των αιτημάτων τους για χαρτιά, άσυλο και δικαιώματα συνέβαινε (και) εκεί, με αποτέλεσμα η συνέλευση του No Border να επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή να επικοινωνήσει μαζί τους και να οργανώσει από κοινού το camp και τα χαρακτηριστικά του[7].

Μία οργάνωση που εξαρχής φανέρωσε τις πρακτικές της δυσκολίες: Μέσα σε 5 μήνες θα έπρεπε να δημιουργηθεί μία πλατφόρμα επικοινωνίας της συνέλευσης No Border  με ομάδες και άτομα από διαφορετικές πόλεις και χώρες, να γίνει η σύνδεση με μεταναστευτικές ομάδες και να προετοιμαστεί κοινωνικά το έδαφος, ώστε να πραγματοποιηθεί το camp στη Θεσσαλονίκη με τους όρους που το ίδιο έθετε (δηλαδή αντιθεσμικά, αδιαμεσολάβητα και αυτοοργανωμένα, μακριά από media, χορηγούς και κόμματα). Όσον αφορά τον σχεδιασμό του camp, αυτός απαιτούσε ότι κάμποσοι χιλιάδες αλληλέγγυοι και μετανάστες θα έπρεπε να συμβιώσουν για 9 μέρες στο πανεπιστημιακό campus (το οποίο σήμαινε ότι το όλο μέρος  έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα τις προηγούμενες μέρες με τη δημιουργία ντουζιέρων, τουαλετών, info point, κουζίνας, bar, χώρων συνελεύσεων και εκδηλώσεων), ο χώρος αυτός να περιφρουρηθεί κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του camp, να οργανωθούν οι δημόσιες παρεμβάσεις/πορείες, οι δημιουργικές εκδηλώσεις και τα workshops, καθώς και να επιτευχθεί η καθημερινή παρουσία των μεταναστών από τα relocation camps στο No Border.

Πολλά από τα παραπάνω συνηθίζεται να λέγονται «τα πρακτικά» μιας συλλογικής διαδικασίας. Τελικά, όμως, το πώς θα επιλέξεις να ταΐσεις 3.000 ανθρώπους είναι ζήτημα απλά διαχειριστικό ή η προσέγγιση σου φανερώνει και κάτι για τον τρόπο, με τον οποίο στέκεσαι στον καθημερινό πόλεμο ενάντια στην εξουσία; Το τι στάση θα κρατήσεις απέναντι στα media είναι ζήτημα διαδικαστικό; Είναι το ίδιο το να στηρίξεις τις πολιτικές σου εκδηλώσεις πάνω σε ακαδημαϊκές περσόνες με το να μιλήσουν οι συλλογικότητες, οι πολιτικές ομαδοποιήσεις και τα υποκείμενα του αγώνα για τις εμπειρίες και τα σχέδια τους; Φυσικά, όλα τα παραπάνω ειπώνονται ρητορικά –η απάντηση έχει δοθεί εδώ και χρόνια από όλους αυτούς και αυτές που επιμένουν να φωνάζουν ότι τα μέσα και οι σκοποί είναι πράγματα αδιαχώριστα, κι ας λένε ό,τι θέλουν όσοι γοητεύονται από την αμεσότητα μιας συνέντευξης σε ένα «εναλλακτικό» μέσο ή από τα ηχηρά «ονόματα» που θα φέρουν φράγκα στο ταμείο του καλού σκοπού. Μόνο με βάση το παραπάνω σκεπτικό μπορεί να προσεγγιστεί (και να κριθεί) ο τρόπος με τον οποίο το No Border επέλεξε να βάλει τα χαρακτηριστικά του. Το ότι η κουζίνα (που εξυπηρετούσε καθημερινά τις διατροφικές ανάγκες χιλιάδων ανθρώπων) λειτουργούσε με ελεύθερη συνεισφορά, έμπρακτα έσπαγε άλλον ένα διαχωρισμό μέσα σε μία πολιτική κίνηση που διαδήλωνε ενάντια σε κάθε σύνορο και κάθε διαχωρισμό. Το ότι καμία συναυλία δεν στηρίχτηκε σε κάποιο «μεγάλο» όνομα (με όρους εμπορικότητας/θεάματος), έδινε ένα διαφορετικό στίγμα από την τάση που θέλει κάθε πολιτικό φεστιβάλ να αναζητά και την αρωγή hot καλλιτεχνών που θα αναγκάσουν τα πλήθη να έρθουν, να αφήσουν τον οβολό τους και να αποχωρήσουν έχοντας ακούσει καλή μουσική με φτηνότερο εισιτήριο απ’ ό,τι το συνηθισμένο (και με λίγο πιο κακό ήχο, ίσως). Το ότι το No Border δεν χρησιμοποίησε κανένα («εναλλακτικό» ή μη) μέσο μαζικής ενημέρωσης δεν έγινε λόγω κάποιας τάσης προς απομόνωση, αλλά γιατί ήθελε το ίδιο να επικοινωνήσει τα περιεχόμενα του με τους δικούς του όρους, χωρίς να διαμεσολαβείται από κανέναν ειδικό της πληροφορίας και της ενημέρωσης. Το ότι το camp διεξήχθη σε κατειλημμένο πανεπιστημιακό έδαφος, χωρίς καμία συνομιλία με «αρχές και υπεύθυνους», δήλωνε ότι όλους αυτούς τους έχουμε χεσμένους πατόκορφα, και γι’ αυτό και δεν μας εξέπληξε καθόλου η στάση τους (αυτών κι άλλων τόσων) από τη μέρα που έγινε η κατάληψη της Νομικής.

Πριν φτάσουμε, όμως, στη μέρα εκείνη, πρέπει να γίνει και μία αναφορά στην πρακτική αποτύπωση όλων των παραπάνω, δηλαδή το πώς λειτούργησε το No Border στο εσωτερικό του και πώς ανοίχτηκε εξωτερικά. Για το πρώτο σκέλος, ο καταλληλότερος τρόπος, ώστε να φέρει εις πέρας η συνέλευση όλες τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, ήταν να δημιουργήσει υπο-ομάδες που θα ασχολούνταν αποκλειστικά με κάποιον τομέα (π.χ. legal team, ομάδα κουζίνας, ομάδα υποδομών, ομάδα τύπου και αντιπληροφόρησης, ομάδα οικονομικών κ.ά.)· υπο-ομάδες που κάθε φορά τροφοδοτούσαν τη συνέλευση με τη δουλειά και την πορεία τους. Για το δεύτερο σκέλος, δηλαδή την προπαγάνδιση του No Border με βάση τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, η συνέλευση έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο κοινωνικό πεδίο με έκδοση αφίσας και τρίγλωσσης εφημερίδας[8] (ελληνικά, αραβικά, αγγλικά). Το σημαντικότερο στοιχείο σχετικά με τα 2 τεύχη της εφημερίδας του No Border ήταν ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν αποτελούνταν από κείμενα της συνέλευσης, αλλά από συνεντεύξεις, αφηγήσεις και διηγήσεις μεταναστών που βρίσκονταν είτε στην Ειδομένη είτε στα relocation camps. Την ίδια περίοδο η συνέλευση του No Border θα παρουσιάσει δημόσια το σκεπτικό και τις προθέσεις της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις συντρόφων και συντροφισσών που ενδιαφέρθηκαν να πλαισιώσουν και να κοινωνικοποιήσουν την προσπάθεια αυτή. Τέλος, η πιο ουσιαστική κίνηση πριν τη διεξαγωγή του No Border ήταν οι εβδομαδιαίες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, που μόλις είχαν ανοίξει μετά την εκκένωση της Ειδομένης. Οι παρεμβάσεις μας εκεί ήταν φυσικό επακόλουθο της θέλησής μας να γνωρίσουμε από πρώτο χέρι τις συνθήκες, στις οποίες ζούσαν μετανάστες και μετανάστριες αφότου μεταφέρθηκαν εκεί, να σπάσουμε το καθεστώς απομόνωσής τους και να συνδεθούμε μαζί τους με το βλέμμα στραμμένο στις δυναμικές που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εντός της πόλης, εν όψει της διεξαγωγής του camp, αλλά και της ήδη υπάρχουσας εμπειρίας του Ορφανοτροφείου. Από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε κομβικό να σπάσει αυτός ο κοινωνικός αποκλεισμός των μεταναστών, καθώς εκτιμήσαμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη οποιασδήποτε ριζοσπαστικής προοπτικής ήταν η παρουσία τους εντός του αστικού ιστού, όπου μπορούσε να υπάρξει μία πραγματική αλληλεπίδραση με ανθρώπους, δομές και κινήσεις που στόχευαν προς μία τέτοια κατεύθυνση. Με αυτό το σκεπτικό καλέστηκε και η πρώτη πορεία από τη συνέλευση του No Border, στις 28 Ιουνίου, όπου για πρώτη φορά υπήρξε μπλοκ με τη δυναμική παρουσία και συμμετοχή μεταναστών από τα relocation camps. Το μήνυμα της πορείας σαφές: απέναντι σε όσους θεωρούν τους μετανάστες και τις μετανάστριες «υποδεέστερους» ή «θύματα», απέναντι στις πολιτικές του εκτοπισμού και της παρανομοποίησης, δημιουργούμε σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, διαδηλώνουμε μαζί για χαρτιά, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και αξιοπρέπεια, και γνωστοποιούμε προς κάθε ενδιαφερόμενο πως τους μετανάστες δεν τους θέλουμε απομονωμένους στη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά δίπλα μας, στις γειτονιές μας, στους χώρους που υπάρχουμε και αγωνιζόμαστε. Λίγες μέρες μετά, στις 14 του Ιούλη, καταλήφθηκε η Νομική για να στεγάσει τις ανάγκες του camp.

Οι μέρες του camp

i) Η μηντιακή επίθεση

«Δεν ξέρουμε ποιοι, δεν ξέρουμε πόσοι, δεν έχει επικοινωνήσει κανείς μαζί μας, δεν ζητήθηκε άδεια, ούτε ενημερώθηκε το Πανεπιστήμιο, και προφανώς δεν έχει δοθεί άδεια. (…) Η προστασία και η λειτουργία του Δημόσιου Πανεπιστημίου είναι ζήτημα όλης της κοινωνίας, αλλά δε μπορεί να διασφαλίζεται χωρίς τη συνδρομή των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας.»

Π.Μήτκας, πρύτανης Α.Π.Θ., 13/07/2016

«Ευχαρίστως να πάρουν άδεια, να εγκατασταθούν κάπου, να κάνουν μία συναυλία, αλλά να κατασκηνώσεις σε έναν χώρο τόσο καιρό είναι ουσιαστικά μία κατάληψη, και η κατάληψη είναι ο ορισμός της ανομίας. Για μένα είναι ξεκάθαρη περίπτωση ότι πρέπει να επέμβει το νόμιμο κράτος, είτε λέγεται αυτό αστυνομία, είτε το υπουργείο Εσωτερικών, Παιδείας, πρέπει να εφαρμοστούν οι νόμοι αλλιώς η ανομία θα κυριαρχεί μόνιμα.»

Γ.Μπουτάρης, δήμαρχος, 13/07/2016

«Δεν δείχνουν αρκετά φιλικοί όταν τους πλησιάζεις για ερωτήσεις ή για λήψη εικόνων.»

parallaximag.gr, 14/07/2016

«Ενέργειες όπως το “No border camp”, απαξιώνουν την εικόνα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων μας στα μάτια των νεαρών επιστημόνων, επιτείνουν την τάση φυγής τους και καθιστούν την επιστροφή τους στη χώρα λιγότερο ελκυστική.»

Σ.Ε.Β.Ε., 21/07/2016

«Δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται σε μια ομάδα ατόμων να προκαλεί καταστροφές στη δημόσια περιουσία, είτε στο Πανεπιστήμιο, είτε στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Θα έπρεπε η Ελληνική Κυβέρνηση να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα με αποφασιστικότητα, σεβόμενη την ειρήνη στην περιοχή μας και τα χρήματα των φορολογουμένων, από τα οποία συντηρούνται αυτοί οι χώροι. (…) Είναι θέμα πολιτικής βούλησης η εντολή προς την ΕΛ.ΑΣ. για να παρέμβει η οποία έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι αποτελεσματική, όπως έγινε και στην περίπτωση της Ειδομένης, όπου και πάλι η Κυβέρνηση επί μήνες παρακολουθούσε την κατάσταση απαθής. Είναι απαράδεκτο να μην δίνεται η εντολή για παρέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. σε τέτοιες καταστάσεις ανομίας.»

Α.Τζιτζικώστας, περιφερειάρχης, 25/07/2016

Αυτά είναι μερικά, μόνο, αποσπάσματα από τις αντιδράσεις πάσης φύσεως καλοθελητών (αρχών, υπευθύνων, αφεντικών, «εναλλακτικών») με το που ξεκίνησε το στήσιμο του No Border Camp στο πανεπιστημιακό campus του Α.Π.Θ. Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί, αν λέγαμε ότι με αφετηρία τη συνέντευξη Τύπου της συγκλήτου του Α.Π.Θ. στις 13 Ιουλίου, είδαμε μέρα με τη μέρα να δημιουργείται ένα απόλυτα εχθρικό κλίμα στην πόλη μέσω συνεχών κινδυνολογικών δημοσιευμάτων στα Μ.Μ.Ε. και εκκλήσεων για επέμβαση της αστυνομίας και εκκένωση του camp. Την ίδια στιγμή, συμβάντα όπως οι «αισθητικές επεμβάσεις» στα Μ.Μ.Μ. και η δυναμική παρέμβαση στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (σε κτίριο το δημαρχείου) γιγαντώνονταν με φανερό σκοπό να κατασκευαστεί η εικόνα του «απόλυτου καταστροφέα» που ήρθε να διαταράξει την καλοκαιρινή ραστώνη της πόλης. Με αφορμή τα δημοσιεύματα αυτά, μπορούμε να εξάγουμε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τον τρόπο, με τον οποίο η μηντιακή, και όχι μόνο, εξουσία επέλεξε να διαχειριστεί το ζήτημα του No Border.

Πρώτα απ’ όλα, έχει αρκετό ενδιαφέρον το γεγονός ότι για άλλη μια φορά ξεθάφτηκε και χρησιμοποιήθηκε ο όρος της «ανομίας», μία έννοια που πλέον τείνει να ταυτιστεί με οτιδήποτε κινείται αυτόνομα και επιθετικά προς τον κόσμο αυτόν και τις αξίες του· μία έννοια με θεολογικές καταβολές που, εν μέσω κρίσης και με αφορμή την εκκένωση της Villa Amalias, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μηντιακά για να περιγράψει στέκια, καταλήψεις, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και οτιδήποτε άλλο περιφρονεί τις κυρίαρχες θεσμίσεις· μία έννοια τόσο γενική κι αόριστη που μπορεί να σημαίνει τίποτα και τα πάντα ταυτόχρονα, και μάλλον αυτός είναι κι ο σκοπός της εξαρχής: να καλύψει, κάτω από τη νεφελώδη νοηματοδότησή της, ένα διευρυμένο πλέγμα ιδεών, πράξεων και δράσεων που μπορεί να μην έχουν πάρει ακόμα ανατρεπτικές διαστάσεις, αλλά κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να σχολιαστεί είναι το εξής: γιατί (θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος), εφόσον το No Border Camp είχε γνωστοποιηθεί ήδη μήνες πριν, δεν έγινε κάποια προσπάθεια καταστολής/αποτροπής του από τα πριν, π.χ. με ένα «σφράγισμα» του πανεπιστημιακού χώρου ή με την καταστολή της κινητοποίησης, όταν αυτή ήταν σε προπαρασκευαστικό στάδιο; Αφού η διεξαγωγή του (σύμφωνα με τις αρχές) εγκυμονούσε τόσους κινδύνους για την τάξη και την ασφάλεια της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της, γιατί η επίθεση περιορίστηκε στη μηντιακή σφαίρα και δεν εκφράστηκε (και) μέσω της αστυνομικής ισχύος; Αυτά θα ήταν εύλογα ερωτήματα, αν αγνοούσαμε τους τρόπους διαχείρισης και επιβολής της εξουσίας, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία (πολλά) χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, το να προεξοφλείς ότι οι κατασκηνωτές του No Border θα καταστρέψουν το πανεπιστήμιο, τη δημόσια περιουσία κλπ., το να περιμένεις να καταγγείλεις την κινητοποίηση μόλις μία μέρα πριν αυτή διεξαχθεί και το να καλείς τις αρχές να επέμβουν πριν καν συμβεί το οτιδήποτε, φανερώνει ένα και μόνο πράγμα: προετοιμάζεις κοινωνικά το έδαφος για να συμβεί αυτό που απεύχεσαι, ώστε μετά να μπορέσεις να το διαχειριστείς, να το εκμεταλλευτείς, να το προσανατολίσεις προς την κατεύθυνση που θέλεις. Όπως πολύ σωστά το έχει θέσει ο Agamben, είναι αυτή η πλευρά της εξουσίας που ενεργεί όχι με σκοπό να επιβάλει την τάξη, αλλά να διαχειριστεί την αταξία, μία ιδιότυπη «στρατηγική της έντασης». Μία τέτοια ανάγνωση της πραγματικότητας αφήνει στο (κάθε) κίνημα δύο επιλογές: είτε επιβεβαιώνει την κυριαρχία (και τις δικές του αυταπάτες, φυσικά) ακολουθώντας προκαθορισμένες διαδρομές, είτε συνειδητοποιεί ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι μία πιο περίπλοκη διαδικασία από απλά δύο πόλους σε διαρκή σύγκρουση (το τι από τα δύο επέλεξε να κάνει το No Border φάνηκε, κατά τη διάρκεια των ημερών του Ιούλη, σε διάφορες περιπτώσεις…).

Μια άλλη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε διαβάζοντας αποσπάσματα σαν τα παραπάνω, είναι ότι ελάχιστη έως καθόλου αναφορά δε γίνεται στο περιεχόμενο των δράσεων του No Border. Αντιθέτως, αυτό που επανειλημμένα προβάλλεται  είναι ο τρόπος, με τον οποίο το No Border επέλεξε να παρέμβει στη δημόσια σφαίρα, και κυρίως οι πλευρές αυτές που θα επενεργήσουν με τον κατάλληλο τρόπο στο θυμικό και την αντίληψη ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Κατάληψη – αντί για συνομιλία και αδειοδότηση. Εχθρική αντιμετώπιση των δημοσιογράφων – αντί της συνεργασίας και προβολής μέσω των καθεστωτικών media. Χρήση πρακτικών που ξεφεύγουν από τη νομιμότητα – αντί της διαμαρτυρίας που θα σεβαστεί «το γράμμα του νόμου». Θα έλεγε κανείς, ότι τελικά το ίδιο το περιεχόμενο του No Border, δηλαδή η ανάδειξη του ζητήματος των relocation camps, η αλληλεγγύη στους μετανάστες και η στήριξη των δομών/δικτύων αλληλεγγύης, έπρεπε πάση θυσία να θαφτεί κάτω από στομφώδεις τίτλους για «κατασκηνωτές από την Ευρώπη που ήρθαν για να μείνουν» ή για «την πολιτεία που για άλλη μία φορά κάνει τα στραβά μάτια». Δύο συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτό: πρώτον, ότι η δημόσια συζήτηση έπρεπε με κάθε δυνατό τρόπο να μετατοπιστεί από το «είναι» στο «φαίνεσθαι», δηλαδή από τη συζήτηση για την κρατική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τον ρόλο των Μ.Κ.Ο. σε αυτή, σε μία ατέρμονη συζήτηση περί ασύλου, ζημιών, «μεταφερόμενων» αλληλέγγυων/προβοκατόρων κλπ. Κάτι τέτοιο φυσικά και δεν μας εξέπληξε, μιας και η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά την εκκένωση της Ειδομένης (δηλαδή με χιλιάδες μετανάστες εγκλωβισμένους σε camps, μακριά από κάθε κοινωνική αναφορά και σε άθλιες συνθήκες από άποψη φαγητού, θέρμανσης και υγιεινής) είχε γίνει σιωπηρά αποδεκτή ως κάτι που δεν έχριζε κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών, ως μία αξιοπρεπή (;) λύση σε όσους είχαν εγκλωβιστεί μέσα στη χώρα· και όσο λιγότερος θόρυβος υπήρχε γύρω από αυτό το θέμα, τόσο καλύτερα για όλους μας. Και για όσους/όσες τυχόν απόρησαν πού πήγε όλο αυτό «φιλομεταναστευτικό» κύμα της αριστεράς που τον χειμώνα του 2011 έβγαζε τη μία καταγγελία μετά την άλλη ενάντια στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προς τους 300 μετανάστες-απεργούς πείνας, να θυμίσουμε ότι από τότε μεσολάβησαν 5 χρόνια «αγανακτισμένων», «πλατειών», «δημοψηφισμάτων» και «ελπίδων» που απλά και ξάστερα έκαναν το «μεταναστευτικό» ναρκοπέδιο για όποιον είχε ως μοναδικό ενδιαφέρον να συλλέξει τις ψήφους των αντιμνημονιακών πατριωτών του 21ου αιώνα. Μα, τόσο κόσμο να τον σπρώξουμε στα χρυσαύγουλα;

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το πώς προσεγγίζεται το θέμα των μεταναστών/τριών από όλους τους παραπάνω στις περιπτώσεις που αυτό χρειαζόταν να γίνει. Σ’ αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, βλέπουμε ξεκάθαρα να προβάλλονται δύο τρόποι διαχείρισης που, αν και φαινομενικά μπορεί να μοιάζουν αντιθετικοί μεταξύ τους, στην ουσία αποτελούνε τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Από τη μία, λοιπόν, έχουμε τον Τζιτζικώστα (και τον κάθε Τζιτζικώστα – τυχαία η αναφορά) που συγχαίρει την αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκκένωση της Ειδομένης (άλλη μία «εστία ανομίας», σύμφωνα με τα λεγόμενα του) και ζητά να δει την ίδια πυγμή να χρησιμοποιείται κι αλλού (όπως κι έγινε τους επόμενους μήνες σε όλες τις περιπτώσεις που μετανάστες και μετανάστριες των camps διαμαρτύρονταν δυναμικά για τις συνθήκες διαβίωσής τους). Από την άλλη, έχουμε τον κύριο Μπουτάρη (και τον κάθε Μπουτάρη – στην ίδια συνομοταξία θα βρει κανείς πάσης φύσεως «φιλάνθρωπους») που απορεί γιατί δεν γίνεται καμιά συναυλία αλληλεγγύης (πάντα με την απαραίτητη άδεια!) προς τους πρόσφυγες, βρε αδερφέ! Κανένα πρόβλημα με την αλληλεγγύη, σου λένε, αρκεί αυτή να διοχετεύεται μέσα από τα φίλτρα της εξουσίας ή της ελεημοσύνης (βλέπε εκκλησία, Μ.Κ.Ο., «ευαισθητοποιημένους φορείς» ή και πολιτικές κινήσεις τύπου κοινωνικών ιατρείων που αρέσκονται να απο-υποκειμενοποιούν τους μετανάστες με γλυκανάλατες αφίσες ανθρωπιστικού περιεχομένου).

Όλα τα παραπάνω δεν αναφέρονται ως μία, ναρκισσιστικού τύπου, απόδειξη επαναστατικότητας ή αυτο-επιβεβαίωσης («αφού η εξουσία δηλώνει ότι είμαι επικίνδυνος, σημαίνει ότι είμαι κιόλας»). Αυτό είναι ένα σφάλμα που εδώ και χρόνια διαπράττουν κομμάτια του αναρχικού χώρου, κομμάτια που αρέσκονται στο να ικανοποιούν τα φαντασιακά τους κατεστημένα μέσα από τον ετεροκαθορισμό και τη διαμεσολάβηση του παραμορφωτικού καθρέφτη του θεάματος. Μακριά από τέτοιες λογικές, όλα τα παραπάνω καταθέτονται ως μια προσπάθεια να ερμηνεύσουμε, από τη μεριά μας, όλη αυτήν τη μηντιακή επίθεση και να μοιραστούμε τους τρόπους με τους οποίους το No Border υπερασπίστηκε την πολιτική του ύπαρξη. Ως προς το πρώτο σκέλος μιλήσαμε ήδη. Ως προς το δεύτερο, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τη θέση οργανωμένων κομματιών του No Border που έκριναν (στις απολογιστικές συζητήσεις της συνέλευσης, αλλά και με δημόσια απολογιστικά κείμενα) ως λανθασμένη την τακτική της συνέλευσης να μην υπερασπιστεί τις θέσεις της με μία δημόσια συνέντευξη Τύπου εκείνες τις μέρες, αλλά και τη γενικότερη στάση που επιλέξαμε ως προς την αντιμετώπιση των media.

Πάνω σ’ αυτό, λοιπόν, θα επαναλάβουμε τα αυτονόητα: όποιος γοητεύεται από την απήχηση, την επιρροή και την εμβέλεια μιας κάμερας ή ενός μικροφώνου, όποιος θεωρεί τον αποκλεισμό από τα media συνώνυμο της εξαφάνισης, όχι μόνο έχει υποβιβάσει την κοινωνική παρέμβαση σε ένα απλό ζήτημα ισχύος (μετρήσιμο σε φύλλα, ακροαματικότητα και νούμερα τηλεθέασης), αλλά αγνοεί κάτι βασικό: ότι αυτή αποτελεί, πρώτα από όλα, ζήτημα κοινωνικών σχέσεων. Που σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητά της δεν βασίζεται στις τεχνικές της διαμεσολάβησης και του θεάματος, αλλά στις δυνάμεις και τις αδυναμίες δρώντων υποκειμένων. Ο λόγος και οι πράξεις (μαζί, αδιαίρετα) των υποκειμένων αυτών είναι που θα αναμετρηθούν στο κοινωνικό πεδίο, κι όχι οι δηλώσεις και τα μηνύματα  που προσμένουν (και τροφοδοτούνται μέσα από) τις αφομοιωτικές  δυνατότητες   της αστικής δημοσιότητας. Στα στημένα ακροατήρια προτιμάμε να σιωπούμε. Ή, όπως είχε γραφτεί παλιότερα, τα κινήματα μιλάνε πράττοντας. Μέσα από ποιες πράξεις, λοιπόν, μίλησε το No Border;

ii) Days of summer, nights of love

Θέλοντας να αποφύγουμε μία απλά δημοσιογραφική καταγραφή γεγονότων, θα θέλαμε να σταθούμε στις στιγμές εκείνες που, κατά τη γνώμη μας, συμπύκνωσαν με τον πιο πετυχημένο τρόπο τις προθέσεις αυτής της κινητοποίησης. Η πρώτη τέτοια στιγμή ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι τακτικές μηχανοκίνητες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ξαναμιλήσαμε για αυτές στην αρχή του κειμένου, όταν αναφερθήκαμε στο προπαγανδιστικό μέρος του No Border, και θα τις ξανασυναντήσουμε και στη συνέχεια του κειμένου. Ο λόγος για την επιμονή μας στην ανάδειξη αυτής της προσπάθειας δεν είναι άλλος από το ότι σ’ αυτήν την κίνηση είδαμε (και βλέπουμε ακόμα) την ουσιαστική σύνδεση των μεταναστών και μεταναστριών από τα camps όχι μόνο με το No Border, αλλά γενικότερα  με το  ανταγωνιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. Οι δικές μας επισκέψεις εκεί και οι καθημερινές επισκέψεις μεταναστών στο camp του No Border έθεσαν τις βάσεις, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ένα ξεπέρασμα του διαχωρισμού που ήθελε να θέσει το κράτος ως προς την κοινωνική αναπαραγωγή των μεταναστών.

Το δεύτερο σημείο που θα σταθούμε είναι οι εξορμήσεις σε Παρανέστι και Ξάνθη. Πιο συγκεκριμένα, στις 20 Ιουλίου, 1000 περίπου αλληλέγγυοι και μετανάστες διαδήλωσαν έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Παρανεστίου, ενώνοντας τις φωνές τους για το κλείσιμο όλων των στρατοπέδων συγκέντρωσης και το άνοιγμα των συνόρων. Μία μικρή ομάδα που περιελάμβανε γιατρούς και δικηγόρους απαίτησε και κατάφερε να μπει μέσα στο στρατόπεδο, ώστε να υπάρξει μία πιο άμεση επαφή με τους έγκλειστούς μετανάστες και να μεταφέρει προς τα έξω τις συνθήκες κράτησής τους. Το ίδιο επιχειρήθηκε να γίνει και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από την Ξάνθη, μόνο που εκεί συναντήσαμε την αρνητική στάση των μπάτσων. Έχοντας ήδη συζητήσει για το ενδεχόμενο αυτό στις συνελεύσεις που είχαν προηγηθεί, αποφασίσαμε να συγκρουστούμε με την αστυνομία στο σημείο όπου μας απαγόρευσαν τη διέλευση, με τη συμμετοχή των περιφρουρήσεων όλων των μπλοκ της διαδήλωσης. Συντεταγμένα, στη συνέχεια, πλησιάσαμε το στρατόπεδο από διαφορετική μεριά, ώστε να υπάρχει οπτική κι ακουστική επαφή με τους έγκλειστους μετανάστες και σταθήκαμε στο σημείο για ώρα φωνάζοντας συνθήματα.

Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 21 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η κεντρική πορεία του No Border στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή περίπου 3000 ατόμων, 600-700 εκ των οποίων ήταν μετανάστες και μετανάστριες από τα relocation camps. Την πορεία αυτή θα τη θυμόμαστε για την πολυχρωμία και την ποικιλία των υποκειμένων που την αποτελούσαν, ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και διαφορετικά σκεπτικά αγώνα που εκείνη τη στιγμή ενώθηκαν κάτω από ένα κοινό αίτημα. Θα τη θυμόμαστε γιατί σε μία Θεσσαλονίκη που τα τελευταία χρόνια οι πορείες (της αριστεράς αλλά και του αναρχικού χώρου) με το ζόρι μαζεύουν 500 άτομα, ξαφνικά είδαμε  πώς είναι μία πόλη να γεμίζει από φωνές, συνθήματα, σημαίες και stencil απ’ άκρη σ’ άκρη, να μπλοκάρουν όλοι οι κεντρικοί της δρόμοι και να διαδηλώνεις χωρίς μιζέρια, ηττοπάθεια και φόβο[9]. Θα τη θυμόμαστε γιατί εκείνη τη μέρα οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είδαν ποιοι ήταν αυτοί οι μυστήριοι ταραχοποιοί, για τους οποίους άκουγαν όλη μέρα στην τηλεόραση. Αλλά, κυρίως, θα τη θυμόμαστε για το δυναμικό μπλοκ των μεταναστών που προπορευόταν, γιατί στα συνθήματα τους, στα πρόσωπα και την ορμή τους μπορέσαμε να «κλέψουμε» κάτι και για μας, κάτι που έλειπε από τις διαδικασίες και τις καρδιές μας εδώ και καιρό. Οι βουτιές στον Θερμαϊκό, οι καθιστικές διαμαρτυρίες, τα σκαρφαλώματα έξω από τη Δ.Ε.Θ. φανέρωναν ένα συλλογικό υποκείμενο που εκείνη τη στιγμή ασφυκτιούσε και ούρλιαζε για αναγνώριση.  Αυτή η μέρα ήταν δικιά τους, όσο ήταν και δική μας.

Τελευταία δημόσια παρέμβαση του No Border ήταν η διαδήλωση στον φράχτη του Έβρου, όπου κι εκεί υπήρξε σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις. Μία μέρα πριν, στις 22 Ιουλίου, πρωτοβουλία συντρόφων κατέλαβε και το άδειο κτίριο επί της Καρόλου Ντηλ (κατάληψη Hurriya) με σκοπό αυτό να αποτελέσει τη δεύτερη κατάληψη στέγης μεταναστών/μεταναστριών στην πόλη μετά το Ορφανοτροφείο.[10] Κλείνοντας αυτήν την καταγραφή των ημερών του No Border, να σημειώσουμε ότι πέρα από από τις παραπάνω κεντρικές κινητοποιήσεις, «εντός των τειχών» του Α.Π.Θ. διεξήχθησαν διάφορες εκδηλώσεις-workshops από μία πλειάδα ομάδων και ατόμων με θέματα, όπως η μετανάστευση και η κρατική διαχείριση, η δικτύωση δομών αλληλεγγύης, η επικοινωνία εμπειριών αγώνα, οι έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης, ο ρόλος θεσμών, όπως το πανεπιστήμιο, σε αυτήν κλπ [11].

Απολογιστικές σκέψεις

Όλα τα παραπάνω γεγονότα που βιώσαμε συλλογικά, οδήγησαν σε συζητήσεις στο εσωτερικό της συνέλευσής μας με σκοπό την αποτίμηση της όλης διαδικασίας του No Border.  Ήδη ένα μέρος αυτού του απολογισμού καταγράφηκε παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, κι αφού πλέον δόθηκε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα ολόκληρης της κινητοποίησης, από τα πρώτα στάδια της προετοιμασίας μέχρι το τέλος της, νιώθουμε την ανάγκη να σταθούμε ξεχωριστά σε κάποια σημεία.

i) Πυροτεχνήματα και στρακαστρούκες

Το πρώτο τέτοιο σημείο είναι η κοινή διαπίστωση ότι το No Border δεν στηρίχτηκε από την πλειοψηφία των οργανωμένων συλλογικοτήτων του κινήματος[12]. Το γιατί συνέβη αυτό δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι, από την άποψη ότι (απ’ όσο ξέρουμε) καμία συλλογικότητα δεν πήρε την ευθύνη να θέσει τις αντιρρήσεις της δημόσια, όταν έγινε το πρώτο ανοιχτό κάλεσμα, να βάλει κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά που θα την κάλυπταν, να δικαιολογήσει, εν τέλει, την απουσία της. Φυσικά απουσιολόγιο δεν κρατάει κανείς, αλλά όταν διοργανώνεται κάτι τόσο κεντρικό στην πόλη/χώρα σου, κι εσύ επιλέγεις να απέχεις μεν, αλλά να «κριτικάρεις» στα καφενεία δε, αποφεύγοντας να θέσεις τον λόγο σου υπό κριτική, τότε συντηρείς μία τάση ανέξοδη και αντικινηματική που περισσότερο θυμίζει φοιτητικά αριστερίστικα πείσματα παρά πολιτικές συμπεριφορές που θέλουν να περνιούνται και για σοβαρές. Τέτοιου είδους καφενειακές τοποθετήσεις θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι, δηλαδή ανεύθυνες προσωπικές απόψεις και τίποτα παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, εμείς θα θέλαμε να σταθούμε στην αφετηρία τέτοιων συλλογισμών (γιατί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάτι πήρε και μας τ’ αυτί μας) που υποτίθεται ότι είναι μία κάποια κριτική στο No Border από τη σκοπιά των «στημένων ραντεβού» (που παγιδεύουν τη δυναμική των αγωνιζόμενων) ή του «μεγάλου πυροτεχνήματος» (που έρχεται από το πουθενά και φεύγει με τον ίδιο θεαματικό τρόπο).

Για να τα ξεκαθαρίζουμε, λοιπόν: τα ραντεβού τα στήνει το κράτος, κι όχι το κίνημα. Το No Border ήρθε ως αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας ανθρώπων από τα κάτω, αλληλέγγυων στους μετανάστες, υποκειμένων που (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) αγωνίζονται ενάντια σε διαχωρισμούς, σύνορα και καταπίεση. Αυτοί οι άνθρωποι κάθισαν επί μήνες και όρισαν τα χαρακτηριστικά του No Border, αποφάσισαν τι θέλουν να κάνουν, πώς θα το κάνουν, με ποιους θα το κάνουν. Όποιος, λοιπόν, ψάχνει για «ραντεβού», καλά θα κάνει να τα ψάξει σε στιγμές όπου το παιχνίδι ορίζεται εκ των προτέρων, από κάποιον μακριά από μας, σε στιγμές με προδιαμορφωμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια. Σε στιγμές (λέγε με Δ.Ε.Θ.) που οι όροι αντιπαράθεσης μπαίνουν από τα πάνω, σε στιγμές (λέγε με Πολυτεχνείο) που η «οργή» εκφράζεται με εθιμοτυπικούς όρους, σε στιγμές (λέγε με 6 Δεκέμβρη) που η κάθε λογής συγκρουσιακότητα γίνεται πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Σε αντίθεση με όλα αυτά, το No Border έθεσε το ίδιο τους όρους διεξαγωγής του, δεν σύρθηκε πίσω από καμία φορτισμένη ημερομηνία κι ούτε αναγκάστηκε να «αυτο-δημιουργηθεί» για να είναι συνεπές σε κάποιο άτυπο ραντεβού με την εξουσία.

Όσον αφορά τα σχόλια περί «πυροτεχνήματος», «μεγάλων γεγονότων» κλπ: μία μεγάλη αδυναμία του αναρχικού χώρου είναι ότι αδυνατεί να συλλάβει τον εαυτό του ως ένα κίνημα με ιστορική συνέχεια· με παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αυτή η αποσπασματική αντίληψη της ιστορίας είναι που ευθύνεται  και γι’ αυτήν την εσφαλμένη κριτική στο No Border. Τι εννοούμε με αυτό; Η πρωτοβουλία για το No Border 2016 στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να ιδωθεί ως ένα αποκομμένο γεγονός, εγκλωβισμένο σε μία ιστορική ασυνέχεια του χρόνου, έξω από τις πολιτικές ζυμώσεις και διαδικασίες της Θεσσαλονίκης. Όποιος μιλάει με όρους «πυροτεχνήματος» κάνει αυτό ακριβώς το σφάλμα, δεν λαμβάνει υπόψη του την κοινωνική και ιστορική συνθήκη γύρω του, κάτι που δείχνει το λιγότερο πολιτική μυωπία. Πώς ονομάζουμε ένα No Border εν έτει 2016 στη Θεσσαλονίκη «αποκομμένο γεγονός»; Πώς γίνεται αυτόματα να διαγράψουμε κινήσεις όπως το Ορφανοτροφείο, να ξεχάσουμε ότι κάποιοι και κάποιες τον προηγούμενο χρόνο έβαλαν ως πρώτο θέμα στην πολιτική τους ατζέντα την αντίδραση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, να μην λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη αντιπατριωτική δουλειά που έχει γίνει εδώ και χρόνια στην πόλη, να βάλουμε στην άκρη το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη έχουν γίνει δεκάδες πορείες αλληλεγγύης στους μετανάστες[13]; Πώς γίνεται να μη λάβουμε υπόψη μας τις δραματικές αλλαγές των τελευταίων μηνών πριν το No Border όσον αφορά το μεταναστευτικό, με τα γεγονότα της Ειδομένης, τις νέες καταλήψεις στέγης, τα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τα καινούρια ευρωπαϊκά και βαλκανικά δίκτυα αλληλεγγύης να θέτουν νέους όρους αγώνα και να απαιτούνε πολλά περισσότερα από μία απλή διαδήλωση αλληλεγγύης που θα περάσει από την Εγνατία;

Επιμένουμε: το No Border, ενταγμένο στο παραπάνω πλαίσιο σκέψης, ήταν πρόσφορο έδαφος ώστε να γεννηθούν νέα εγχειρήματα, να σφυρηλατηθούν νέες σχέσεις, να προκύψουν ακόμα περισσότερες κινητοποιήσεις. Το ότι δεν στηρίχτηκε όσο θα έπρεπε ήταν ένας από τους λόγους που συνετέλεσε στο να μην πραγματοποιηθούν πολλά από τα παραπάνω. Στον αντίλογο που ίσως υπάρξει σχετικά με το ότι η υπογραφή «Νο Border» από μόνη της εντάσσει την όλη κινητοποίηση σε ένα ξεχωριστό πλαίσιο αναφοράς (με τα δικά της χαρακτηριστικά, όρια, κληροδοτήματα, στοιχεία αυτοαναφορικότητας κλπ)[14], απαντάμε ότι κάθε διαδικασία έχει τα χαρακτηριστικά που θα της δώσεις. Η συνέλευση του No Border, με τους όρους που στήθηκε, ήταν κάτι παραπάνω από ανοιχτή στο να συζητήσει σκεπτικά, τρόπους δράσης και στοχεύσεις. Φυσικά μία τέτοια διαδικασία απαιτεί και από τους συμμετέχοντες μία κάποια ποιότητα, ποιότητα στο να μπορέσουν να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμα, να συζητήσουν ισότιμα, να επιλέξουν στρατηγικές. Στοιχεία, δηλαδή, που συνήθως ο α/α χώρος δεν πληρεί, για τον απλό λόγο ότι τόσα χρόνια έχει συνηθίσει να απαντά άμεσα και αντανακλαστικά (αλλά αποτελεσματικά, πολλές φορές) σε προκλήσεις της εξουσίας. Όταν όμως οι συνθήκες απαιτούν κοινό σχεδιασμό, συνδιαμόρφωση και ζύμωση για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των υποκειμένων, αυτό συνήθως εκλαμβάνεται ως μία τεχνητή συνάντηση. Μαζί με την ευθυνοφοβία, το πολιτικό κόστος που αναλαμβάνει κάποιος οργανώνοντας μία τέτοια διαδικασία, καθώς και τις μικροπολιτικές έριδες που πάντα κυριαρχούν πάνω στις κινηματικές ανάγκες, τα παραπάνω αποτελούνε μάλλον τις κύριες αιτίες που πολλοί αποφάσισαν να απουσιάσουν από το No Border. Το γεγονός αυτό μας αφήνει με μία πικρία από την άποψη ότι θα μιλούσαμε για άλλες ποιότητες λόγου και δράσεων, αν η διαδικασία είχε πλαισιωθεί από περισσότερο κόσμο, ενώ ίσως είχαν αποφευχθεί (ή τύχαιναν καλύτερης διαχείρισης) κάποια από τα αρνητικά στοιχεία που παρατηρήσαμε και θα αναφέρουμε παρακάτω.

ii) Τα όρια μίας πολιτικής συνέλευσης

Το κυριότερο τέτοιο αρνητικό χαρακτηριστικό είναι το προφανές: ότι το No Border απέτυχε σε έναν από τους κύριους σκοπούς του, να γεννήσει νέα εγχειρήματα αγώνα στην πόλη. Αναφέραμε και πριν ότι δομές, όπως η κατάληψη του Ορφανοτροφείου και τα δίκτυα αλληλεγγύης από τα νησιά του Αιγαίου μέχρι την κεντρική Ευρώπη, θεωρήθηκαν από τη συνέλευση του Νο Border ζητήματα κομβικής σημασίας που έπρεπε να αναδειχθούν, να συζητηθούν συλλογικά και να εμπνεύσουν νέες κινήσεις. Εξαιρώντας την πρωτοβουλία για την κατάληψη Hurriya (μιας και δεν προήλθε από την κεντρική συνέλευση του No Border), κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τους λόγους γι’ αυτό, θα πρέπει να ψάξουμε στην αδυναμία της συνέλευσης να μπορέσει να υπάρξει με πολιτικούς όρους, κυρίως κατά τη διάρκεια του camp.

Ήδη από τις προπαρασκευαστικές συνελεύσεις παρατηρήσαμε ότι τα πρακτικά θέματα που συνεχώς προέκυπταν (θέματα που λόγω της φύσης της διοργάνωσης απαιτούσαν άμεση συζήτηση και λύση) έτειναν να εξοβελίζουν την πολιτική συζήτηση που υπήρχε εντός της συνέλευσης. Θέλαμε η συνέλευση του No Border να υπάρξει ως ένα έδαφος διαλεκτικής, με πολιτικά περιεχόμενα που θα πηγάζουν απευθείας από τις διαδικασίες της και θα είναι προϊόν συνδιαμόρφωσης διαφορετικών σκεπτικών, ποικίλων προσεγγίσεων και αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων. Τελικά αυτή η συζήτηση δεν προχώρησε, τουλάχιστον όχι τόσο όσο εμείς θα θέλαμε. Ακόμα χειρότερα, με την αφετηρία του camp η συνέλευση σχεδόν έπαψε να υφίσταται πολιτικά, υπέπεσε σε ένα διαχειριστικό όργανο που έπρεπε να φέρει εις πέρας τις ειλημμένες αποφάσεις των προηγούμενων μηνών. Την ίδια στιγμή, η ξαφνική μετατροπή μίας συνέλευσης των 30-40 ατόμων που μιλάνε την ίδια γλώσσα σε μία υπέρ-συνέλευση των εκατοντάδων από διαφορετικές χώρες (με διαφορετική κουλτούρα, ανάγκες και εμπειρίες) έκανε ακόμα πιο δύσκολο το να επικοινωνήσουμε πολιτικά. Η σημαντικότατη αυτή έλλειψη της συνέλευσης δεν φάνηκε μόνο στο κλείσιμο του No Border, όπου ήταν απλά αδύνατο να γίνει μία αποτίμηση της όλης διαδικασίας, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της κινητοποίησης, όταν πολλές φορές φάνηκε η τεράστια απόσταση που χώριζε άτομα και ομάδες που υποτίθεται ότι είχαν συνδιαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο.

Αυτή η έλλειψη πολιτικής ζύμωσης δεν ήταν ένα χαρακτηριστικό που παρατηρήσαμε μόνο στις πολιτικές διαδικασίες του camp, αλλά και στην ίδια του την καθημερινότητα. Θεωρούμε ότι συναντήσεις σαν αυτή του No Border, με την παρουσία χιλιάδων ανθρώπων από διάφορες πόλεις και χώρες, θα έπρεπε να αποτελούν και μία ευκαιρία γνωριμίας με νέα σκεπτικά και εργαλεία, μία ευκαιρία ανταλλαγής εμπειριών, συγκρότησης σχέσεων. Μιλάμε εδώ για τις διαδικασίες εκείνες που αναπτύσσονται «έξω» από τα αμφιθέατρα και τις δημόσιες εκδηλώσεις, αφού ένας χώρος που φιλοξενεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων (με, υποτίθεται, παρόμοιες αγωνίες και στοχεύσεις) για τόσες πολλές μέρες, δυνητικά λειτουργεί και ως ένα περιβάλλον ώσμωσης, διαρκούς συζήτησης κλπ. Εφόσον εδώ αναφερόμαστε σε διαδικασίες που αναπτύσσονται σε ένα πιο μοριακό επίπεδο, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι στη διαπίστωση μας ότι τέτοιες στιγμές δεν υπήρξαν[15], αλλά, όντας καθημερινά στον χώρο του camp, δεν αποκομίσαμε την εντύπωση ότι οι συμμετέχοντες πραγματικά ενδιαφέρθηκαν να δημιουργήσουν έναν τόπο που θα λειτουργούσε και ως τέτοιος, δηλαδή ως τόπος πολιτικής συνύπαρξης. Αντίθετα, μείναμε με την αίσθηση ότι πολύς κόσμος συναντήθηκε τον Ιούλη στη Θεσσαλονίκη με όρους ευκαιριακούς και χωρίς δυνατότητα συνέχειας, ένα φαινόμενο που συνηθίζουμε να λέμε και «αναρχοτουρισμό». Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται μία διευκρίνηση: ο όρος αυτός δεν θα έπρεπε να συσχετιστεί με όρους εντοπιότητας, όπως και συνηθίζεται, αλλά να εκφράζει συνολικά την αδιαφορία για συλλογικές αποφάσεις, την αποστασιοποίηση από την καθημερινή τριβή, τις παράλληλες διαδικασίες, την επιδερμικότητα έναντι της δέσμευσης. Από αυτήν τη σκοπιά, θα αδικούσαμε πολλούς συντρόφους από το εξωτερικό, εάν τους προσάπταμε αυτόν τον χαρακτηρισμό, όταν τα παραπάνω στοιχεία τα είδαμε και τα αναγνωρίσαμε σε ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων αγωνιστών. Φυσικά αυτή η κριτική ξεφεύγει από τα όρια του No Border, μιας κι αυτό το φαινόμενο το διαπιστώνουμε καθημερινά εδώ και χρόνια στις διαδικασίες του κινήματος (συνελεύσεις, πολιτικές εκδηλώσεις, συντονισμούς), όπου απλά απουσιάζει κάθε ίχνος πολιτικού διαλόγου, κινηματικής προοπτικής, κουλτούρας επικοινωνίας. Και το χειρότερο είναι ότι η κατάσταση αυτή εκλαμβάνεται από τα υποκείμενα του αγώνα ως κάτι το τετελεσμένο και φυσιολογικό…

Συνεχίζοντας την αποτίμηση του No Border από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης μεταξύ των υποκειμένων, θα πρέπει να αναφερθούμε και σ’ άλλο ένα αρνητικό στοιχείο, που είναι αυτό της αποτυχίας της κινητοποίησης να συσπειρώσει νέο κόσμο στις κινηματικές διαδικασίες. Το πώς κάποιος/κάποια αποφασίζει να εμπλακεί κάθε φορά σε οργανωμένες πολιτικές διαδικασίες (πολιτικές ομάδες, συλλογικότητες κλπ) είναι μία συζήτηση που ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του κειμένου και μπορεί να προσεγγιστεί από διαφορετικές σκοπιές (ηλικίας, εμπειριών, πολιτικής συγκυρίας, κοινωνικών συνθηκών, κουλτούρας κ.ά.). Παρ’ όλα αυτά, είναι κοινή διαπίστωση ότι κινητοποιήσεις τύπου No Border (δηλαδή ανοιχτές κοινωνικά, εύκολα προσβάσιμες και με συμμετοχικές διαδικασίες) πάντα ήταν εύφορο έδαφος, ώστε κόσμος μη-οργανωμένος πολιτικά (ή ενταγμένος σε αυτό που λέμε «περιφέρεια» του χώρου) να μπορέσει να έρθει σε περαιτέρω επαφή με ριζοσπαστικά σκεπτικά, να συναποφασίσει δράσεις και περιεχόμενα, να γίνει ζωντανό κομμάτι αυτού που ονομάζουμε ανταγωνιστικό κίνημα. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι το No Border απέτυχε στον τομέα αυτόν, κι αν θέλουμε να ψάξουμε τις αιτίες για αυτό, μάλλον θα πρέπει να ερευνήσουμε μια σειρά από λόγους.

Με μία πρώτη ανάγνωση και αυτοκριτική διάθεση, ίσως θα έπρεπε να παραδεχτούμε το γεγονός ότι, παρ’ όλη την προετοιμασία της κινητοποίησης (αναφερθήκαμε διεξοδικά σ’ αυτό το κομμάτι στην αρχή του κειμένου), το άνοιγμα στην ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης δεν πήρε τις διαστάσεις που θα θέλαμε. Ενώ σωστά η συνέλευση του No Border οργάνωσε και μίλησε σε αρκετές εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, αυτό ίσως να μας δημιούργησε μία ψευδή αίσθηση ότι η κινητοποίηση δεν χρειαζόταν τόσο τη στήριξη του ντόπιου κόσμου (πολιτικοποιημένου και μη), αφού τέτοιες διοργανώσεις στηρίζονται παραδοσιακά από ένα συγκεκριμένο πλήθος ατόμων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρίσκονταν εκεί. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι (ορθώς) ρίξαμε το μεγαλύτερο βάρος της προπαγάνδισης του camp στους ίδιους τους μετανάστες των camps, πιθανώς να αποδυνάμωσε την τοπική απεύθυνση.  Ένα δεύτερο ζήτημα που είδαμε να ανακύπτει, είναι το κατά πόσον τα ίδια τα περιεχόμενα του No Border μπορούσαν να συσπειρώσουν όλο αυτό το ετερόκλητο μείγμα κόσμου που όλους τους προηγούμενους μήνες ενεργοποιήθηκε (κάποιοι για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό) σε καταλήψεις στέγης μεταναστών ή δίκτυα αλληλεγγύης. Δεν εννοούμε εδώ ότι το No Border από τη μία και οι καταλήψεις στέγης μεταναστών από την άλλη ήταν πράγματα αντίρροπα, αλλά ότι η συνέλευση του No Border, με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που αυτή επέλεξε να έχει (και την κριτική που ως ένα βαθμό έκανε στις έννοιες της φιλανθρωπίας και της θυματοποίησης), ήταν δύσκολο να προσεγγιστεί με την ίδια ευκολία που αυτό γινόταν σε περιπτώσεις «έμπρακτης» αλληλεγγύης. Αξίζει να σημειώσουμε, επίσης, ότι από άποψη «timing» το No Border επέλεξε να μιλήσει ακριβώς τη στιγμή που η «αλληλεγγύη» που προωθούταν από τα διάφορα αριστερά, κρατικά και φιλάνθρωπα think tanks έδινε τη θέση της στη στυγνή καταστολή και αστυνόμευση. Τέλος, ένας τρίτος παράγοντας που, σε μικρότερο βαθμό, ίσως να έπαιξε και αυτός τον ρόλο του, ήταν η λάθος ημερομηνία που επιλέχθηκε για τη διεξαγωγή της διοργάνωσης. Πιο συγκεκριμένα, στα μέσα Ιουλίου μιλάμε για μία πόλη ουσιαστικά «νεκρή» από άποψη πολιτικής κίνησης, με τους περισσότερους φοιτητές να έχουν φύγει και την κοινωνική παρέμβαση να αδυνατεί να πάρει διευρυμένες διαστάσεις. Η παρατήρηση αυτή δεν γίνεται με τους συνήθεις αριθμητικούς όρους της αριστεράς («να μετράμε κεφάλια»), αλλά από την άποψη ότι η βιωσιμότητα των περιεχόμενων του No Border και η θέληση για τη δημιουργία νέων δομών αλληλεγγύης θα εξαρτιόταν άμεσα κι από αυτόν τον παράγοντα, όπως και αποδείχτηκε.

Μία άλλη αδυναμία της διαδικασίας της συνέλευσης, υπαρκτή ήδη από τη στιγμή που αυτή διεξαγόταν στο Ορφανοτροφείο, ήταν η δυσκολία της να λειτουργήσει ως τόπος όπου ντόπιοι και μετανάστες θα συναποφασίζαμε ισότιμα για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του camp. Οι γλωσσικές διαφορές ήταν μόνο ένα από τα εμπόδια, ίσως και το πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο. Νομίζουμε ότι η ουσία της συζήτησης έγκειται στο κατά πόσον τελικά οι ίδιοι οι μετανάστες (στην προκειμένη περίπτωση, οι κάτοικοι του Ορφανοτροφείου) έβλεπαν τον εαυτό τους ως ζωτικό μέρος της όλης διαδικασίας και στο αν εμείς, σαν ενεργά πολιτικά υποκείμενα, είχαμε την απαραίτητη φαντασία, αυτοσυγκράτηση και υπομονή για μία τέτοια συνάντηση. Η καλή θέληση υπήρξε και από τις δύο μεριές, η συνεισφορά των μεταναστών κατοίκων του Ορφανοτροφείου ήταν τεράστια στην επικοινωνία μας με τους μετανάστες των relocation camps, αλλά τελικά η επαφή αυτή δεν έγινε πάνω σε ένα έδαφος κοινών αναγκών ή επιθυμιών, αφού η ίδια η πολιτική φύση της συνέλευσης δεν άφηνε το περιθώριο για κάτι τέτοιο. Το γεγονός αυτό αποτελεί για εμάς ανοιχτό στοίχημα και επίδικο για κάθε μελλοντικό παρόμοιο εγχείρημα.

iii) Χώροι ασφαλείς (;)

Ξεχωριστή αναφορά θέλουμε να κάνουμε σε ένα φαινόμενο που μας βρήκε πραγματικά απροετοίμαστους, αυτό της προσπάθειας μιας συγκεκριμένης πολιτικής τάσης μέσα στο camp να αναδειχτεί και να ηγεμονεύσει επί των περιεχομένων που είχε βάλει η συνέλευση του No Border. Μιλάμε εδώ για εκείνη την πολιτική τάση που εκφράστηκε κυρίως μέσα από δομές τύπου “women space” και “safe space”[16], μέσα από τη δημοσιοποίηση καταγγελιών ενάντια σε συντρόφους[17] και συντρόφισσες[18], και μέσω της διοργάνωσης εσωτερικής πορείας μέσα στο camp[19]. Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη πολιτική τάση λειτούργησε ξεκάθαρα υπονομευτικά, προσπάθησε με διάφορους τρόπους να εμποδίσει τη διεξαγωγή των διαδικασιών του camp (συνελεύσεις, εκδηλώσεις κλπ) και είχε σαν μοναδικό σκοπό την ανάδειξη της δικής της πολιτικής ατζέντας, ανεξάρτητα του τι είχε συζητηθεί, συμφωνηθεί και διαμορφωθεί συλλογικά τους προηγούμενους μήνες. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω δεν τα εκλαμβάνουμε ως κάποια απόρροια «αντιδραστικών» συμπεριφορών, αλλά ως έκφραση συγκεκριμένων πολιτικών ιδεολογιών, αναλύσεων και στοχεύσεων. Ως εκ τούτου, η κριτική μας δεν μπορεί παρά να αφορά τις ιδεολογίες αυτές καθ’ αυτές.

Ως αφετηρία τέτοιων σκεπτικών αναγνωρίζουμε τη λογική της ανάδειξης των ταυτοτήτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε τις δεκαετίες του ’60 και ’70, ή αλλιώς την έκρηξη των υποκειμενικοτήτων. Τα κινήματα αυτά (κινήματα γυναικών, ομοφυλόφιλων, μαύρων, φοιτητών κ.ά.) εμπλούτισαν τους αγώνες και τα περιεχόμενα που είχαν διατυπωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανέδειξαν πτυχές που είχαν μείνει εκτός ριζοσπαστικής κριτικής και, τελικά, φανέρωσαν την ίδια την πολλαπλότητα της εξουσίας, όπως αυτή γεννιέται και αναπαράγεται στις καθημερινές μας σχέσεις. Αν και οι ανατρεπτικές δυνατότητες τέτοιων κινημάτων έγιναν ορατές σε διάφορες ιστορικές στιγμές, ιδίως σε στιγμές συνάντησης και όσμωσης με κινήματα που μοιράζονταν ένα αντικαπιταλιστικό σκεπτικό, τελικά μέσα στα χρόνια δεν κατάφεραν να ξεφύγουν ούτε αυτά από τη γενικευμένη ήττα που γνώρισαν οι αγώνες εκείνης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο που διαδικασίες, όπως η αφομοίωση από κρατικούς μηχανισμούς, η κατάφαση σε θεσμικές λογικές και η στροφή προς εναλλακτικές διεξόδους, είναι στιγμές που τις συναντάμε εξίσου στον τρόπο, με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός έλεγξε τις εργατικές αρνήσεις (βλέπε επισφαλείς σχέσεις εργασίας, προώθηση του καριερισμού κλπ), στο πώς νεανικές αντικουλτούρες (rock, punk κ.ά.) ενσωματώθηκαν στο star system, στην «εκ νέου» ανακάλυψη του πνευματισμού και των ανατολικών θρησκειών, στην προώθηση νέων, «εναλλακτικών» πολιτικών μορφωμάτων (βλέπε Πράσινους και αντιπυρηνικό κίνημα στη Γερμανία), στην άνθηση του εθελοντισμού και των Μ.Κ.Ο. και αλλού. Η τάση του κεφαλαίου για επέκταση, αλλά και η αδυναμία των κινημάτων αυτών να ασκήσουν μία συνολική αντίθεση/κριτική σε αυτήν, οδήγησε στη δημιουργία νέων αγορών (gay bar, vegan restaurants κλπ.) και την αντικατάσταση των κοινοτήτων αγώνα με μηχανισμούς διαμεσολάβησης που περιορίζονται στην ανάδειξη και αντιμετώπιση αποκλεισμών, την παραχώρηση δικαιωμάτων, την αναγνώριση (νομική, πολιτική, κοινωνική κλπ) του εκάστοτε υποκειμένου. Οι όποιες ανατρεπτικές δυνατότητες και ριζοσπαστικές θεωρήσεις θεωρήθηκαν «βαρίδια», όταν πολύ πιο εύκολα μπορούσε να οικοδομηθεί μία ταυτότητα (οικολόγος, gay, εναλλακτικός κ.ά.) που με άνεση μπορούσε να ενσωματωθεί στις κυρίαρχες θεσμίσεις, να αναγνωριστεί πολιτικά και κοινωνικά, και να αγκαλιάσει ένα πλήθος ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές, ίσως αντιθετικά συμφέροντα, αλλά όμοιες κοσμοθεωρήσεις. Η κληρονομιά αυτών των κινημάτων είναι εμφανής ακόμα και σήμερα, και κομμάτι αυτών θεωρούμε την τάση που εμφανίστηκε στο No Border.

Η κύρια προβληματική με τις ταυτοτικές ιδεολογίες, κι ένα στοιχείο που γίνεται εμφανές σε δομές όπως τα “women space”, είναι οι λογικές περιχαράκωσης και απομονωτισμού που αυτές πολλές φορές μπορεί να φέρουν. Βλέπουμε ότι η συγκρότηση του υποκειμένου γίνεται με βάση την εχθρική αντιμετώπιση του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου, με βάση τον διαχωρισμό, αποκλείοντας εξ αρχής όποιον/α δεν έχει υιοθετήσει μια παρόμοια ταυτότητα. Κοινώς, συγκροτείται μία κοινότητα που δεν την ενδιαφέρει να βρει τι κοινό έχει με τους υπόλοιπους/ες, αλλά τι τους χωρίζει, κι αυτός ο διαχωρισμός αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξής της. Εμείς επιμένουμε ότι τα απελευθερωτικά σκεπτικά δεν μπορούν να αναπτυχθούν εκεί που υπάρχει απομόνωση, αλλά αλληλεπίδραση, δεν θα είναι προϊόν αποκλεισμού, αλλά σύνδεσης. Αυτόνομες αντισεξιστικές νησίδες απλά δεν μπορούν να υπάρξουν, όπως δεν υπάρχουν αντίστοιχες αντικαπιταλιστικές, κομμουνιστικές κλπ. Ο πόλεμος ενάντια στην εξουσία, το κεφάλαιο, την πατριαρχία δεν θα διεξαχθεί σε περιφραγμένους «καθαρούς» χώρους, αλλά βουτώντας στις αντιφάσεις των κοινωνικών σχέσεων, στην αναμέτρηση με τους γύρω μας, αλλά και με τους ίδιους μας τους εαυτούς. Πόσο προωθητικό είναι, στην τελική, να θέλουμε να κοιτάμε στα μάτια μόνο τους ομοίους μας, να μιλάμε με όσες ήδη έχουν συμφωνήσει μαζί μας;

Μια αντίστοιχη κριτική μπορεί να γίνει στη λογική των “safe spaces” – ούτως ή άλλως μιλάμε για δομές με συγγενικά περιεχόμενα, τρόπους παρέμβασης και αφετηρίες. Κατά τη διάρκεια των ημερών του No Border είδαμε ανθρώπους να αδιαφορούν πλήρως για το πολιτικό πλαίσιο του No Border (οργάνωση διαδηλώσεων, πολιτική συζήτηση, διαμόρφωση δράσεων), αλλά να δίνουν όλη τους την ενεργητικότητα στο να βρουν εκείνες τις συμπεριφορές και τις στάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «απειλητικές» ή «εξουσιαστικές». Η στάση του σώματος κάποιου/ας που μιλάει δημόσια, ο τόνος της φωνής, ακόμα και το βλέμμα αποτέλεσαν πράγματα που ανά πάσα στιγμή ελέγχονταν, κρίνονταν και καταγγέλονταν κατά το δοκούν. Το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο ότι ο υποκειμενισμός έτεινε να υπερκαλύψει κάθε συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων, αλλά το πώς τα ίδια τα υποκείμενα που κατέφευγαν στο safe space ψυχολογικοποιούσαν αυτά τα ζητήματα εξοβελίζοντας την πολιτική συζήτηση εκτός ορατού πεδίου. Μιλάμε, ουσιαστικά, για μία τάση προς τον αναχωρητισμό και τη δημιουργία επίπλαστων αυτόνομων ζωνών, χωρίς να επιζητείται μία συνολικότερη αντιμετώπιση των ζητημάτων, παρά μόνο η εξασφάλιση ενός προσωπικού ζωτικού χώρου (ο οποίος οριοθετείται χωρικά, επιβάλλει συγκεκριμένους κανόνες και λειτουργεί με βάση αυτούς).

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός της ύπαρξης σεξιστικών συμπεριφορών ή και επιθέσεων (σωματικών ή ψυχολογικών), όχι μόνο σε κινητοποιήσεις τύπου No Border, αλλά και στις καθημερινές μας πολιτικές διαδικασίες και σχέσεις. To θέμα είναι το πώς επιλέγουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις επιθέσεις: τελικά το μόνο που έχουμε να αντιτάξουμε είναι η ιδιοποίηση (σωμάτων, αισθημάτων κλπ), δηλαδή η διεύρυνση του αστικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία; Τα σώματα μας «μας ανήκουν» λόγω κάποιου κατοχυρωμένου δικαιώματος ή συλλογικά διεκδικούμε την αυτοθέσμιση κάθε στιγμή που βρισκόμαστε κοντά ο ένας με την άλλη; Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί, αν λέγαμε ότι σε συνθήματα τύπου “my body, my choice” βλέπουμε καμουφλαρισμένες φιλελεύθερες απόψεις για το σώμα και την ιδιοκτησία, απόψεις των οποίων η ρίζα βρίσκεται στην αστική αντίληψη του «η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που ξενικά η ελευθερία του άλλου». Με τέτοιες αντιλήψεις (θα έπρεπε να) έχουμε ξεμπερδέψει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι πρώτοι αναρχικοί θεωρητικοί πολέμησαν τέτοια ιδεολογήματα διακηρύσσοντας ότι η ελευθερία «των άλλων» δεν αποτελεί περιορισμό ή άρνηση της δικιάς μας ελευθερίας, αλλά αναγκαίος όρος και επιβεβαίωσή της. Επεκτείνοντας το σκεπτικό αυτό, υποστηρίζουμε ότι η «ασφάλεια», όπως την εννοούν τα υποκείμενα που οργανώνουν δομές τύπου “safe spaces”, μπορεί να υπάρξει μόνο μπροστά σε άλλους ανθρώπους και σε σχέση με αυτούς, όπως και η ελευθερία θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία σχέση, όχι ως μία κατάσταση που κατασκευάζεται και διαφυλάσσεται. Τη στιγμή που τέτοιοι χώροι θα θεωρηθούν ως αυτοσκοπός και όχι ως αφετηρία, θα είναι η στιγμή που κάθε εξωστρεφής πρακτική θα θυσιαστεί προς χάριν της εσωτερικής ομοιογένειας. Για μας, κάθε αφετηρία πρέπει απαραίτητα να κοιτάει μπροστά και έξω από εμάς, οι συναντήσεις μας (που μας είναι τόσο απαραίτητες) να μην καταλήξουν στατικές, επαναληπτικές διαδικασίες, αλλά να διαμορφώνονται σε μία συνεχόμενη κίνηση («ξεκινάμε από τις ζωές μας και προχωράμε», αφίσα του Μωβ Καφενείου από το 2009).

Κλείνοντας την αναφορά αυτή, θέλουμε να τονίσουμε ότι η κριτική μας στις παραπάνω δομές επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αυτές έχουν και εμείς θεωρούμε (και βιώσαμε ως) προβληματικά. Η εναντίωση και σύγκρουση με κάθε είδους σεξιστική ή ρατσιστική συνθήκη αποτελεί για εμάς εκ των ων ουκ άνευ, όχι μόνο για να δράσουμε πολιτικά, αλλά για να υπάρξουμε μαζί με άλλους. Από αυτήν τη σκοπιά, λοιπόν, η επιλογή κάποιων να προεξοφλήσουν ότι ο αντισεξιστικός/αντιρατσιστικός χαρακτήρας του No Border δεν τους είναι αρκετός, η επιλογή τους να δημιουργήσουν έναν χώρο όπου εκεί μια γυναίκα θα μπορούσε να νιώσει ασφάλεια, απλά ακύρωσε κάθε προσπάθεια της συνέλευσης No Border να διασφαλίσει τα αντισεξιστικά/αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά του camp που είχε θέσει εξαρχής. Είναι προφανές ότι για εμάς όλο το No Border θα έπρεπε να θεωρείται ένα “women space”, μόνο που μία τέτοια απόφαση θα απαιτούσε την ανάλογη συνεργασία, δέσμευση και συντροφικότητα από όλους και όλες. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε, με ευθύνη της συνέλευσης, αλλά και όλων αυτών που ήρθαν αποφασισμένοι να αναδείξουν τη δική τους ταυτότητα[20], αδιαφορώντας για μία συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων που μπορούσαν να ανακύψουν.

Σαν τελευταία αρνητική παρατήρηση της εμπειρίας του camp, θα αναφέρουμε την εσφαλμένη επιλογή της συνέλευσης να σχεδιάσει ένα 10-ημερο No Border, στοιχείο που φανέρωσε ότι μάλλον υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας, ιδίως εάν αναλογιστούμε τη μικρή συμμετοχή πολιτικών ομάδων στη συνέλευση. Το τέλος του No Border βρήκε τους περισσότερους από εμάς εξουθενωμένους σωματικά και πνευματικά, πράγμα που ίσως δεν θα είχε συμβεί, αν μιλούσαμε για μία πιο μινιμαρισμένη εκδοχή με απαιτήσεις που θα ανταποκρίνονταν και στο δυναμικό (ανθρώπων και ομάδων) που υπήρχε.

iv) Μία θετική αποτίμηση

Σ’ αυτό το σημείο, ίσως να δίνεται η εικόνα ότι το No Border αποτέλεσε μία αποτυχημένη απόπειρα, τόσο στις εσωτερικές του διαδικασίες όσο και στην εξωτερική του απεύθυνση. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις προβληματικές που αναλύσαμε παραπάνω, θέλουμε να κλείσουμε το κείμενο αυτό με μία θετική αποτίμηση, όχι για να διασκεδάσουμε τις εντυπώσεις, αλλά γιατί στην όλη διοργάνωση αναγνωρίσαμε και στοιχεία που λειτούργησαν ενισχυτικά στους σκοπούς που είχε βάλει η συνέλευση, και αυτά είναι που θέλουμε να κρατήσουμε για τη μελλοντική μας δράση.

Το πρώτο προφανές τέτοιο στοιχείο είναι ότι το No Border κατάφερε να σπάσει τη σιωπή που υπήρχε γύρω από τα relocation camps, σιωπή που είχε επιβληθεί και από την αριστερή και από τη δεξιά απόχρωση της εξουσίας. Για να γίνει κατανοητή αυτή μας η θέση, κάποιος θα πρέπει να γυρίσει 2 χρόνια πριν και να φέρει στον νου του τον τρόπο, με τον οποίο κυβέρνηση και Μ.Μ.Ε. διαχειρίστηκαν την εικόνα των μεταναστών στα νησιά του Αιγαίου, την Ειδομένη και αλλού, τον τρόπο, με τον οποίο αντέδρασε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σ’ αυτήν την εικόνα, καθώς και τα αντανακλαστικά του κινήματος. Όλοι θυμόμαστε τα καθημερινά, δακρύβρεχτα ρεπορτάζ για τα «εξαθλιωμένα προσφυγόπουλα», την αντικατάσταση της εικόνας του «μετανάστη-εγκληματία» με αυτήν του «μετανάστη-οικογενειάρχη» που αγωνίζεται να ξεφύγει από τη φρίκη του πολέμου, την «ελληνική φιλοξενία» που απλόχερα βοηθούσε τους μετανάστες να φτάσουν εκεί που θέλουν (στον αγύριστο, δηλαδή), την επιλογή ενός μεγάλου μέρους του αντιρατσιστικού κινήματος να θέσει ως πρώτη προτεραιότητα τη συλλογή φαρμάκων, τροφίμων, ρούχων κλπ. Σύντομα αυτό το «φιλομεταναστευτικό» κύμα έφτασε στα όρια του, κυρίως όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι τελικά ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών θα «ξέμενε» εντός συνόρων και κάποιοι θα καλούνταν να διαχειριστούν αυτήν την έκρυθμη κατάσταση. Για λίγο καιρό ακόμα, οι συγκρούσεις στα σύνορα με τη Μακεδονία, η παρακώλυση της σιδηροδρομικής γραμμής της Ειδομένης και η «γκετοποίηση» του καταυλισμού απασχολούσαν ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής δημοσιογραφίας και προπαγάνδας, μέχρι που τον Μάιο ακολούθησε η «ειρηνική» εκκένωση του καταυλισμού της Ειδομένης και μετά… σιωπή. Κάμποσες χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά μετατράπηκαν ξαφνικά στους αόρατους αυτής της κοινωνίας, εξαφανισμένοι σε ερειπωμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις εκτός πόλεων, μακριά από κάμερες, ευαισθητοποιημένα πλήθη και μοναχικούς αστέρες του Hollywood. Τα «ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας» στήθηκαν, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν εξίσου οι αντιρατσιστές που κοιμούνται ήσυχοι, εφόσον οι μετανάστες έχουν ένα πιάτο σκατά φαΐ και μία σκηνή πάνω απ’ το κεφάλι τους, και οι ρατσιστές που απλά τους θέλουν μακριά απ’ το οπτικό τους πεδίο. Τα «ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας» απέδειξαν με τον τραγικότερο τρόπο πόσο εύκολα και γρήγορα η σιωπή αντικαθιστά τους βερμπαλισμούς, πώς η φιλανθρωπία μετατρέπεται σ’ ένα κομμάτι της καταστολής,  πώς οι λέξεις και οι φράσεις[21] του δημόσιου κυρίαρχου λόγου επιβεβαιώνουν συνεχώς την παλιά διαπίστωση ότι οι γλώσσες της εξουσίας είναι πριν απ’ όλα γλώσσες αποπλάνησης.

Η επιλογή του No Border να θέσει ως κεντρικό το ζήτημα των relocation camps, ήδη πριν τη διοργάνωση του camp και σε συνεργασία με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, βασίζεται ακριβώς στη συνθήκη αορατότητας και απομόνωσης που χαρακτηρίζει αυτές τις δομές. Η δημοσιοποίηση των άθλιων συνθηκών των «δομών φιλοξενίας» μέσα από συνεντεύξεις μεταναστών, η διοργάνωση μηχανοκίνητων πορειών σε αυτές σε τακτική βάση, η διαμαρτυρία εναντίον τους μέσα από δράσεις και διαδηλώσεις προσπάθησε, και ως ένα βαθμό κατάφερε, να ανοίξει στην πόλη της Θεσσαλονίκης το ζήτημα της ύπαρξης των relocation camps και να δομήσει έναν ανταγωνιστικό λόγο σχετικά με τον ρόλο των Μ.Κ.Ο., τη στρατιωτική ανάμειξη στα camps, και τις κρατικές στοχεύσεις μέσα από αυτό το μοντέλο διαχείρισης. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι μετά την εκκένωση της Ειδομένης και το κλείσιμο των συνόρων, η ύπαρξη των relocation camps θα ήταν το στοιχείο που θα συμπύκνωνε όλη την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους, θα ήταν οι χώροι όπου η φιλανθρωπία και η καταστολή θα αποδεικνύονταν αλληλένδετες έννοιες, και ως τέτοιοι έπρεπε να αναδειχτούν και να στιγματιστούν από το εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα. Η απάντηση μας στην επιλογή του κράτους να διασπείρει τους μετανάστες και να τους καταστείλει μέσω της καθημερινής παραγωγής δυστυχίας εν μέσω εκκωφαντικής σιωπής, δεν μπορούσε να είναι άλλη από την ίδια την ανάδειξη αυτού του γεγονότος – σε πρώτο βαθμό. Σε δεύτερο βαθμό, υπάρχει κάτι που ακόμα εκκρεμεί, αν και έχουν γίνει κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση: η φυσική παρουσία μεταναστών και μεταναστριών από τα camps στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες της πόλης. Θα επανέλθουμε σε αυτό αργότερα στο κείμενο.

Το δεύτερο στοιχείο που κρατάμε από το No Border είναι το γεγονός ότι μίλησε κεντρικά για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, ενάντια στις λογικές φιλανθρωπίας της αριστεράς και τον δεξιό ρατσιστικό λόγο που κυριαρχούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για να μην παρεξηγηθούμε: η «επικαιρότητα», σαν έννοια, περικλείει περισσότερο κινδύνους για τα υποκείμενα του αγώνα, παρά δυνατότητες. Οι ψευδαισθήσεις που γεννιούνται μέσα από τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ και τη συνεχή ροή πληροφοριών πολύ εύκολα μπορούν να αποπροσανατολίσουν ένα κίνημα από τις στοχεύσεις του, να το ξεγυμνώσουν από τα περιεχόμενά του και την ίδια στιγμή αυτό να νομίζει ότι επηρεάζει συνειδήσεις. Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι η ασχολία δημοσιογράφων, κρατικών υπαλλήλων και πανεπιστημιακών μαζί μας αυτόματα δίνει νόημα στους σκοπούς μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα αρνηθούμε και τη δυναμική που αναπτύχθηκε εκείνες τις μέρες, δυναμική που αποτυπώθηκε στον δρόμο, διεκδίκησε το δημόσιο πεδίο και το κατέλαβε. Δεν πιστεύουμε ότι αυτό οφείλεται τόσο σε κάποια ποιοτική διαφορά σε σχέση με άλλες διαδηλώσεις ή καμπάνιες αλληλεγγύης προς τους μετανάστες, όσο στην τομή που δημιουργείται όταν κατασκευάζεται ένα συλλογικό φαντασιακό, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κρύβεται πίσω από την υπογραφή No Border. Η συμμετοχή χιλιάδων διαδηλωτών από όλες τις γωνίες της Ευρώπης, η μαζική συμμετοχή μεταναστών από τα camps σε όλες τις πορείες του No Border, καθώς και η καθημερινή αλληλεπίδραση μαζί τους, οι δημόσιες παρεμβάσεις που έμπρακτα διέχυσαν το κλίμα του camp σε όλη την πόλη, στους τοίχους και τα λεωφορεία της, τα μηχανοκίνητα convoy που κάθε πρωί διατάραζαν την ηρεμία της πόλης για να πάνε στα relocation camps, όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα έδειξαν μία δημόσια παρουσία που απουσίαζε εδώ και καιρό από τα πολιτικά πράγματα. Το στοίχημα, όπως είπαμε και παραπάνω, ήταν αυτή η παρουσία να καταφέρει να υπάρξει και μετά τον Ιούλιο, κάτι που δεν επιτεύχθηκε λόγω εσωτερικών αδυναμιών, αλλά και της κρατικής καταστολής που ακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνες τις μέρες του Ιουλίου, το αίτημα που αρθρώθηκε για χαρτιά, ανοιχτά σύνορα και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, αναγνωρίστηκε (και πολεμήθηκε) ως αυτό που είναι: ένα πολιτικό αίτημα μεταναστών, μεταναστριών και αλληλέγγυων. Κι αυτό το αίτημα ανάγκασε τον καθένα στο κοινωνικό πεδίο να πάρει θέση, κι αυτούς που εκείνη την Πέμπτη κατέβηκαν στον δρόμο διαδηλώνοντας, κι αυτούς που δύο μήνες μετά βρίσκονταν στα σχολεία των παιδιών τους για να σιγουρέψουν ότι σε αυτά δεν θα φοιτήσουν παιδιά μεταναστών. Αναγνωρίζουμε, τελικά, στα γεγονότα που ερμηνεύονται ως «κεντρικά» (κι ένα τέτοιο ήταν και το No Border) αυτήν τη δυνατότητα: τη διαμόρφωση πολιτικών στρατοπέδων εκεί που αυτά είτε δεν υπήρχαν είτε κυοφορούνταν, αλλά δεν εκφράζονταν.

Σαν τελευταίο, και πιο σημαντικό, στοιχείο που κρατάμε από το No Border είναι οι σχέσεις με τους μετανάστες και τις μετανάστριες που δομήθηκαν σε αυτό. Είναι αλήθεια ότι κινήσεις σε αυτήν την κατεύθυνση υπήρξανε και πιο πριν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με πιο εμβληματικό παράδειγμα αυτό της κατάληψης του Ορφανοτροφείου. Το No Border, σαφώς προσανατολισμένο προς την ίδια κατεύθυνση από την πρώτη στιγμή, μπόρεσε να συναντηθεί πραγματικά με μετανάστες και μετανάστριες από τα camps εκείνες τις μέρες και να δημιουργήσει σχέσεις μαζί τους, σχέσεις που παρέμειναν και μετά το τέλος της κινητοποίησης. Δεν μας ενδιέφερε μία ευκαιριακή συνάντηση και σίγουρα εχθρευόμαστε κάθε πολιτικό σχέδιο που μεταφράζει τη συμμετοχή μεταναστών σαν μία εξωτική πινελιά στα «δικά μας πράγματα» ή σαν απλές παρουσίες που θα πληθύνουν τις γραμμές μας. Το ζητούμενο ήταν, και παραμένει, να βρεθούν κοινές αγωνίες και στοχεύσεις, γιατί όταν μιλάμε για σχέσεις, πάντα μιλάμε για σχέσεις αγώνα. Αυτό το πράγμα προφανώς και δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί από τη μία μέρα στην άλλη. Η πρώτη κίνηση που έπρεπε να κάνουμε, και κάναμε, δεν ήταν άλλη από τις εβδομαδιαίες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που λίγο καιρό μετά οδήγησε και στη συμμετοχή των μεταναστών στο camp του No Border, καθώς και στις διαδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη, Παρανέστι και Ξάνθη. Θέλουμε να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο, γιατί αυτή ήταν και η πιο έντονη εμπειρία μας από τις μέρες του No Border: οι πρώτες μας συγκεντρώσεις στα relocation camps χαρακτηρίζονταν από αμηχανία, έλλειψη δυνατότητας επικοινωνίας (το σημαντικότερο ρόλο εδώ έπαιξαν, και παίζουν ακόμα, μετανάστες με την εμπειρία του Ορφανοτροφείου) και οι πιο πολλές κατέληγαν απλά σε τραγούδια και χορούς, πράγμα «αδιανόητο» για όσους βιάζονταν να εφαρμόσουν τα (όποια) επαναστατικά τους σχέδια πάνω σε μυαλά και καρδιές. Εμείς οι «αφελείς» επιμένουμε: πρώτα θα χορέψουμε μαζί, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε στις καταλήψεις μας και θα πιούμε τσάι στις σκηνές τους, και, βήμα-βήμα, αν τα καταφέρουμε, θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι κοινό έχουμε σ’ αυτήν τη ζωή που δεν μας αρέσει, τι μπορούμε να σχεδιάσουμε μαζί, πού μπορούμε να βρεθούμε και να αγωνιστούμε. Το No Border σαφώς μας έδωσε αυτήν τη δυνατότητα, τη δυνατότητα συνάντησης με το βλέμμα στραμμένο στο τι μπορεί να γεννηθεί από τέτοιες συναντήσεις, λόγω της αυξημένης δυναμικής του, της συμμετοχής συντρόφων που ήδη είχαν μία εμπειρία σε τέτοιες συναντήσεις (συντρόφων κυρίως από το εξωτερικό που βρίσκονταν στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο και συμμετείχαν σε αυτοοργανωμένες δομές σε Μυτιλήνη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού), καθώς και της ευκολίας, με την οποία οι ίδιοι οι μετανάστες συνδέονταν και έβλεπαν κοντινά τα (απλά και minimum, θα μπορούσε να πει κάποιος) περιεχόμενα του No Border. Το σημαντικότερο σε όλη αυτήν την αλληλεπίδραση είναι ότι και οι ίδιοι οι μετανάστες την είδαν ως τέτοια. Σύντομα είδαμε να οργανώνονται προσπάθειες[22] που εμείς απλά τις πλαισιώσαμε, ανταποκρινόμενοι στην αλληλεγγύη και τη στήριξη που ζητούσαν. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ, εάν οι ίδιοι δεν είχαν δει ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μία ανταπόκριση από κόσμο που τον είχαν ήδη γνωρίσει, από κόσμο που πραγματικά ενδιαφερόταν να υπάρχει αυτή η παρουσία στο κέντρο της πόλης. Οι σχέσεις αυτές είναι μάλλον ό,τι σημαντικότερο μας άφησε το No Border, ακριβώς γιατί η σημαντικότητα τους δεν έχει φανεί ακόμα, αλλά θα κριθεί στο μέλλον.

Η καταστολή

Δύο μέρες μετά τη λήξη του No Border το κράτος επέλεξε να απαντήσει με ένα θεαματικό τρόπο: την εκκένωση όλων των καταλήψεων στέγης στη Θεσσαλονίκη που φιλοξενούσαν μετανάστες και μετανάστριες, δηλαδή την κατάληψη του Ορφανοτροφείου, την κατάληψη Hurriya και την κατάληψη στη Νίκης. Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους, οπότε δεν θα αναφερθούμε εδώ στα γεγονότα εκείνων των ημερών (δηλαδή τις συλλήψεις, τις πορείες διαμαρτυρίας, τις μαζικές καταλήψεις σε γραφεία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε όλη την Ελλάδα, την παρέμβαση στη Μητρόπολη και τις συλλήψεις των συντρόφων και συντροφισσών), αλλά θα αρκεστούμε σε έναν μικρό σχολιασμό: πρώτον, θεωρούμε την επίθεση αυτή μία ξεκάθαρη απάντηση στη διοργάνωση του No Border, μία προσπάθεια να ανακτηθεί, από την εξουσία, το χαμένο έδαφος στο πεδίο του θεάματος, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε πιθανότητα σύνδεσης δομών αλληλεγγύης με νέα σκεπτικά αγώνα. Δεύτερον, οι εκκενώσεις ήταν μία προσπάθεια καταστολής όχι μόνο των αυτοοργανωμένων δομών αλληλεγγύης, αλλά των δυνατοτήτων που αυτές θα είχαν με τη διεύρυνση τους, τη μαζική προπαγάνδισή τους, τη σύνδεσή τους με περισσότερα υποκείμενα. Κοινώς, κατεστάλησαν όχι τόσο για αυτά που πέτυχαν, αλλά για αυτά που θα μπορούσαν να πετύχουν στο μέλλον. Κάθε τέτοια κατάληψη, κάθε τέτοιος χώρος θα ήταν όλο και πιο επικίνδυνος, εάν συνέχιζε να κινείται προς μια ανατρεπτική κατεύθυνση, θα ήταν ένα παράδειγμα προς αποφυγή για τους χιλιάδες μετανάστες που θα περίμεναν να ξεχειμωνιάσουν στα relocation camps. Τρίτον, με αυτές τις εκκενώσεις το κράτος έκανε ξεκάθαρη τη θέση του: την αποκλειστική διαχείριση του μεταναστευτικού θα την έχει αυτό είτε μιλάμε για μία έκφραση φιλανθρωπίας είτε μιλάμε με όρους στυγνής καταστολής. Και ο κοινός παρανομαστής, και στις δύο περιπτώσεις, είναι αυτός: οι μετανάστες δεν θα είναι ορατοί, δεν θα συνδεθούν με άλλα κοινωνικά κομμάτια, θα αντιμετωπίζονται ως αριθμοί και μόνο («σώματα» που πρέπει να εγκλειστούν· «στόματα» που πρέπει να γεμίσουν). Όσο για την επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο; Για αυτούς θα μιλάνε όλοι (μπάτσοι, δημοσιογράφοι, ψυχολόγοι), εκτός των ίδιων. Και οι αλληλέγγυοι σε μία γωνία, θα λέγαμε εμείς· να προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις αδίστακτες απαιτήσεις των καιρών και τον αταλάντευτο σχεδιασμό για τις πράξεις της επόμενης μέρας. Μια συνθήκη που μοιάζει να κρατά κάμποσους μήνες τώρα.

Λίγες σκέψεις για το μέλλον

Το τέλος του καλοκαιριού βρήκε τη συλλογικότητά μας να συζητά εκτενώς τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από τις εκκενώσεις των τριών καταλήψεων και με την εμπειρία του No Border και των καινούριων σχέσεων με μετανάστες από τα camps. Η συζήτηση αυτή, που ακόμη δεν έχει τελειώσει, επικοινωνήθηκε φυσικά και με άλλες συλλογικότητες και άτομα στις απολογιστικές συνελεύσεις του No Border. Εκφράσαμε εκεί τους κύριους προβληματισμούς μας και τις σκέψεις μας για το πώς θα έπρεπε να κινηθούμε τους αμέσως επόμενους μήνες. Ο κύριος άξονας αυτών των συζητήσεων ήταν προφανώς η απουσία ενός κέντρου αγώνα μεταναστών και μεταναστριών στην πόλη. Η ανάγκη που βλέπαμε σε αυτό δεν πήγαζε μόνο από την επιθυμία να υπάρχει ένας αυτοοργανωμένος χώρος όπου οι μετανάστες θα μπορούνε να ζούνε αξιοπρεπώς, μακριά από την αθλιότητα των relocation camps, αλλά κυρίως για τις δυνατότητες που θα έδινε ένας τέτοιος χώρος σε συνδυασμό με τη σταθερή μας επικοινωνία με τους μετανάστες των camps, αλλά και της πόλης γενικότερα. Η δημοσιοποίηση των συνθηκών σε αυτά, η ενίσχυση των αγώνων για χαρτιά, η προπαγάνδιση των αιτημάτων των μεταναστών και μεταναστριών προϋπέθεταν την παρουσία τους και μέσα στην πόλη, την κοινωνικοποίηση τους, τη μεταφορά εμπειριών και αντιπαραδειγμάτων ζωής. Ένας χώρος που από τη μία θα κάλυπτε κάποιες βασικές ανάγκες κοινωνικής αναπαραγωγής και από την άλλη θα λειτουργούσε και ως χώρος ανταλλαγής εμπειριών, ως χώρος σχεδιασμού νέων κινητοποιήσεων, ως χώρος-σημείο αναφοράς για κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών ήταν για εμάς το ζητούμενο.

Ήταν εύλογο ότι αυτές μας τις σκέψεις τις επικοινωνήσαμε πρώτα απ’ όλα στην ίδια τη συνέλευση του No Border. Ο λόγος για αυτό δεν ήταν άλλος απ’ το ότι, αν θέλαμε αυτή η συνάντηση να μην ερμηνευτεί ως κάτι εφήμερο και ευκαιριακό, θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος των στοχεύσεών της και να επιχειρήσει να απαντήσει στην κίνηση του κράτους να αποτρέψει κάθε αγωνιστική συνέχεια της κινητοποίησης. Ωστόσο, οι συζητήσεις αυτές όχι μόνο δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε κανένα μελλοντικό σχεδιασμό, αλλά επικύρωσαν και επίσημα την αδυναμία της συνέλευσης να υπάρξει ως τέτοια, να συζητήσει πάνω σε ένα κοινό πλαίσιο. Τα εντελώς διαφορετικά σκεπτικά που τέθηκαν από συλλογικότητες και άτομα, καθώς και το γεγονός ότι η συνέλευση είχε συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό αριθμητικά, μάλλον επιβεβαίωσε την άποψη ότι τελικά οι πολιτικές συνεργασίες χρειάζονται πολλά παραπάνω από την οργάνωση μιας μεγάλης κινητοποίησης για να μπορέσουν να δουν τον εαυτό τους ως ένα κοινό σώμα. Μια διαπίστωση που, όπως είπαμε και παραπάνω, την είχαμε κάνει ήδη από τις πρώτες προπαρασκευαστικές συνελεύσεις του No Border, αλλά που με τα νέα δεδομένα του καλοκαιριού πιστεύαμε ότι άξιζε και έχριζε επαναδιαπραγμάτευσης.

Τους μήνες που ακολούθησαν, σαν Φάμπρικα Υφανέτ, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε εντατικά την ενασχόληση μας με τα ζητήματα που προέκυπταν στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, καθώς και να επιμείνουμε στην επικοινωνία και την ενδυνάμωση των σχέσεων με τους μετανάστες που γνωρίσαμε μετά την εμπειρία του No Border. Κομμάτια αυτής της κατεύθυνσης αποτελούνε η διαδήλωση[23] που καλέσαμε με αφορμή τον θάνατο μετανάστριας και του παιδιού της μετά την παράσυρση από αυτοκίνητο έξω από το camp του Ωραιοκάστρου, η δημοσιοποίηση του λόγου των μεταναστών μέσα από πολιτικές εκδηλώσεις, τα συλλογικά φαγοπότια μαζί τους στην κατάληψη, οι επισκέψεις μας στα camps και η πρόθεση μας τα πολιτικά πράγματα που διοργανώνουμε να μπορούνε να πλαισιώνονται και από αυτούς σε σταθερή βάση. Όλα τα παραπάνω, με στόχο αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας να μείνει ανοιχτός και να γεννήσει νέα πράγματα μέσα στα όρια της πόλης.

Κλείνοντας, θέλουμε να σημειώσουμε το εξής: το ότι αυτό το απολογιστικό κείμενο δεν «τελειώνει» στις 24 Ιουλίου, όπως μπορεί να περίμενε κάποιος, αλλά φτάνει μέχρι τις πρόσφατες δημόσιες κινήσεις μας, δεν δείχνει τίποτα άλλο απ’ το ότι η επιλογή μας να συμμετέχουμε στη διοργάνωση του No Border ήταν μία επιλογή ενταγμένη στο γενικότερο πολιτικό μας πλαίσιο σχετικά με τους μετανάστες και την αλληλεγγύη μας προς αυτούς. Τα όποια θετικά ή αρνητικά στοιχεία που αποκομίσαμε εκείνες τις μέρες δεν χάθηκαν σε μία μαύρη τρύπα, ούτε τα κορνιζάραμε σε κάποιο επαναστατικό ανθολόγιο για να τα κοιτάμε τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, τα κριτικάραμε σε ζωντανό χρόνο, τα ζυγίσαμε και τα θεωρήσαμε ως κάτι που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να χρησιμοποιηθεί προς όφελος του κοινωνικού ανταγωνισμού. Μέρος αυτής της διαδικασίας αποτυπώνεται σε αυτό το κείμενο. Το κυριότερο κομμάτι, βέβαια, θα αποτυπωθεί κάπου αλλού: στον δρόμο. Το ότι η συνολική απάντηση που θα έπρεπε να δοθεί μετά τις εκκενώσεις δεν δόθηκε, δεν είναι μία απολογία ήττας, αλλά ένα ξεκαθάρισμα στοχεύσεων και πολιτικής βούλησης. Αν, όπως θέλουμε να υποστηρίζουμε, καταλήψεις δεν είναι τα ντουβάρια, αλλά οι σχέσεις, τότε το μόνο που μας εμποδίζει είναι οι δικές μας αντιφάσεις και περιορισμοί. Κι αυτά ξεπερνιούνται, ως γνωστόν, όταν είσαι σε κίνηση…

Υποσημειώσεις:

[1] Για μία πιο εκτενή ανάλυση, βλ. «Μεταναστευση, ανθρωπισμός και η ιδιότητα του πολίτη»,

[2] Η έννοια «κλείσιμο των συνόρων» κρίνεται ως ανεπαρκής για να περιγράψει μία ολόκληρη διαδικασία που σαν στόχο δεν έχει μόνο τον εγκλωβισμό ενός σημαντικού μέρους των μεταναστών στη χώρα (και το ταυτόχρονο «άνοιγμα» νέων περασμάτων, ίσως πιο φτηνών, αλλά και πιο επικίνδυνων), αλλά και το «σπρώξιμο» αυτού του κομματιού στα χέρια των διακινητών και της μαφίας που βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται κατακόρυφα (όσο πιο «σφιχτά» τα σύνορα, τόσο πιο ακριβή η ταρίφα). Κλειστά σύνορα, λοιπόν, για όποιον/α δεν έχει αρκετό κομπόδεμα να πληρώσει.

[3] Στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια δράσεις του No Border είχαν διοργανωθεί στην Πάτρα (2008) και στη Λέσβο (2009).

[4] Πιο συγκεκριμένα, η προοπτική ενός No Border Camp στη Θεσσαλονίκη συζητήθηκε από κόσμο που δραστηριοποιείται στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Κιλκίς, καθώς και σε διεθνείς συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε Σόφια, Λιουμπλιάνα, Γκέτινγκεν και Αμβούργο.

[5] Το κτίριο του παλιού Ορφανοτροφείου καταλήφθηκε για πρώτη φορά το 2005 με σκοπό να αποτελέσει συλλογικό στεγαστικό εγχείρημα. Εκκενώθηκε το 2013, λίγο μετά την παραχώρηση του κτιρίου από το Υπουργείο Υγείας, στο οποίο ανήκε, στην Εκκλησία. Ανακαταλήφθηκε τον Δεκέμβρη του ’15 και (ξανα)εκκενώθηκε (και γκρεμίστηκε) το καλοκαίρι του ’16.

[6] http://noborder2016.espivblogs.net/el/objectives/

[7] Μία συνολική κριτική της δομής του Ορφανοτροφείου όχι μόνο ξεφεύγει από τους σκοπούς του κειμένου, αλλά είναι και αναντίστοιχη της συνέλευσής μας, αφού συλλογικά δεν συμμετείχαμε στο εγχείρημα, αλλά το πλαισιώσαμε μέσα από πρωτοβουλίες ή συντονισμούς που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τελικά εδαφικοποιήθηκαν εκεί. Για μας, αυτό είναι άλλη μία απόδειξη ότι τα πολιτικά εγχειρήματα δεν είναι παγιωμένες στιγμές στον κινηματικό χωροχρόνο, αλλά τόποι αντιπαράθεσης και σύνθεσης.

[8] Και τα δύο τεύχη της εφημερίδας του No Border μπορούν να βρεθούν διαδικτυακά εδώ: http://noborder2016.espivblogs.net/el/noborder-newspaper/

[9] Και για να προλάβουμε τυχόν «καλοπροαίρετους»: φυσικά και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με βάση αριθμητικά δεδομένα μία οποιαδήποτε τοπική πορεία με την κεντρική πορεία του No Border (όπου συμμετέχουν άτομα από πολλές άλλες πόλεις, χώρες κλπ.). Μπορούμε, όμως, να συγκρίνουμε τα χαρακτηριστικά τους, το κλίμα τους, την πυγμή τους. Μπορούμε να συγκρίνουμε τη «γεύση» που αφήνουν σε οργανωτές, συμμετέχοντες και περαστικούς. Κι από αυτήν την άποψη, κάτι τέτοιο στην πόλη είχαμε να δούμε (και να νιώσουμε) καιρό.

[10] Η κατάληψη Hurriya εκκενώθηκε από τους μπάτσους λίγες μέρες μετά, στις 27 Ιουλίου, σε μία συντονισμένη επίθεση της αστυνομίας που είχε ως αποτέλεσμα και την εκκένωση άλλων δύο καταλήψεων στέγης: του Ορφανοτροφείου και του κτιρίου στη Λεωφόρο Νίκης (όπου έμεναν ντόπιοι και μετανάστες).

[11] Η εισήγηση της Φάμπρικα Υφανέτ με θέμα «O ρόλος του πανεπιστημίου στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών» μπορεί να βρεθεί εδώ

[12] Κι ας αφήσουμε, προς το παρόν, τη συζήτηση για το αν πρέπει να μιλάμε για «κίνημα» ή για «χώρο» στην άκρη…

[13] Ενδεικτικά, τους προηγούμενους μήνες βρεθήκαμε στον δρόμο, αλλά και έξω από στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με άλλες συλλογικότητες της πόλης, με αφορμή τις διώξεις των εξεγερμένων μεταναστών της Αμυγδαλέζας, την απεργία πείνας της μετανάστριας Σάναα Τάλεμπ, τα γενικότερα αιτήματα για χαρτιά και άσυλο κ.ά.

[14] Όλα τα παραπάνω στοιχεία ήταν παράγοντες που προβλημάτισαν και τη δική μας συνέλευση σχετικά με το κατά πόσο θα ήταν εφικτό να ξεπεραστούν και η όλη διοργάνωση να πάρει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα συνηθισμένα.

[15] Ούτως ή άλλως θα ήταν ψέματα, αν ισχυριζόμασταν κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που τις μέρες του Ιούλη είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε με συντρόφους από τη Γερμανία και τη Σλοβενία, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να φιλοξενήσουν τον λόγο μας σε εκδηλώσεις στους πολιτικούς τους χώρους και σε αυτοοργανωμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς.

[16] Οι δομές αυτές ίσως να είναι ως ένα βαθμό άγνωστες στο ελληνικό ανταγωνιστικό κίνημα. Ένας χώρος που χαρακτηρίζεται ως “women space” έχει σαν σκοπό να αποτελέσει ένα μέρος όπου άτομα, τα οποία δεν αυτοχαρακτηρίζονται ως άντρες, μπορούνε να συναντηθούν, να αναζητήσουν προστασία από επιθέσεις ή παρενοχλήσεις, να νιώσουν ασφαλείς και να συζητήσουν για τις εμπειρίες τους με σκοπό την αντιμετώπισή τους. Παρομοίως, ένας χώρος που χαρακτηρίζεται ως “safe space” είναι ανοιχτός σε άτομα που έχουν νιώσει απειλούμενα (σωματικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά), ώστε να έρθουν κοντά και να συζητήσουν, χωρίς να γίνονται ανεκτές σεξιστικές, ρατσιστικές ή γενικότερα εξουσιαστικές αντιλήψεις.

[17] Πιο συγκεκριμένα, σύντροφος καταγγέλθηκε ως “manarchist” λόγω του ότι ζητούσε με έντονο ύφος να μάθει το όνομα κοριτσιού που είχε χτυπήσει ενώ έπαιζε, ώστε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.

[18] Συντρόφισσα καταγγέλθηκε ως ρατσίστρια γιατί έθεσε αντιρρήσεις στο να φέρνουμε μετανάστες και μετανάστριες από τα relocation camps στο camp του No Border χωρίς πρωτύτερα να έχουμε σχεδιάσει πού αυτοί/ες μπορούν να μείνουν, ποιος θα τους γυρνούσε πίσω, ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη για ανήλικα παιδιά κλπ.

[19] Η πορεία αυτή, που προσπάθησε να διακόψει τα workshops που διεξάγονταν εκείνη την ώρα, έγινε με αφορμή παρενοχλήσεις που δέχτηκαν συμμετέχοντες του camp (λόγω των ενδυματολογικών τους επιλογών ή του ανοιχτού σεξουαλικού τους προσανατολισμού) από άτομα που βρίσκονταν στον χώρο του camp ή γύρω από αυτόν.

[20] Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι η συζήτηση περί «ταυτοτήτων» δεν εξαντλείται σε αυτές που χαρακτηρίζονται ως αντισεξιστικές, φεμινιστικές κλπ. Οι ίδιες ακριβώς προβληματικές λογικές (λογικές διαχωρισμού, αντιπαράθεσης, αυτοεπιβεβαίωσης) συναντιούνται και στις αντίστοιχες αναρχικές ταυτότητες, τις «εξεγερτικές», τις καταληψιακές κλπ.

[21] «(…) Οι καταλήψεις αυτές είναι καταλήψεις χωρίς αιτία (…) Το κράτος έχει δομές, με τις οποίες εξυπηρετεί τις διάφορες ανάγκες», δήλωση Ν.Τόσκα την ίδια μέρα που 29χρονη μετανάστρια στο camp της Softex έχασε τη ζωή της μετά από ανακοπή καρδιάς (γιατρός στο camp δεν υπήρχε και το ασθενοφόρο καθυστέρησε να έρθει).

«(…) Δεν είναι κανείς στο κρύο (…) Κερδίσαμε το στοίχημα του ξεχειμωνιάσματος», δήλωση Ν.Μουζάλα την ώρα που μετανάστες και μετανάστριες στα relocation camps πάλευαν ενάντια στο χιόνι και την παγωνιά.

[22] Η σημαντικότερη τέτοια αυτοοργανωμένη έκφραση διαμαρτυρίας μεταναστών και μεταναστριών από τα camps (όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά όλης της Ελλάδας) έγινε στις 01/09/16. Η συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το πρωί, συνέχισε το απόγευμα με διαδήλωση στο κέντρο της πόλης και κατέληξε έξω από το γερμανικό προξενείο μέχρι το βράδυ, όπου μετανάστες και μετανάστριες θέλησαν να διανυκτερεύσουν κλείνοντας τον κεντρικό δρόμο. Τελικά, τις πρώτες πρωινές ώρες η αστυνομία βίαια τους επέστρεψε στα camps. Εν είδει αυτοκριτικής, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην μηδαμινή στήριξη της κινητοποίησης από το ντόπιο ανταγωνιστικό κίνημα.

[23] Τη διαδήλωση στήριξε και η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Θεσσαλονίκης.

Βιβλιογραφία

Curcio, R.-Franceschini, A. (2007), Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, εκδόσεις Επανοικειοποίηση

Μπακούνιν, Μ. (1986), Θεός και κράτος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος

Νάσιος, Χ. (2005), Κείμενα του Χρήστου Νάσιου από την… πλατεία Εξαρχείων, εκδόσεις Ιδιομορφή

Συλλογικό (2002), Στρασβούργο 19-28 Ιουλίου, No Border Camp

Συλλογικό (2004), Θεσσαλονίκη, Ιούνης 2003-Μια κριτική αποτίμηση

Συλλογικό (2008), Ξεγυμνώνοντας την ηθική

Συλλογικό (2008), Anti media-Συλλογή κειμένων, εκδόσεις Αντισχολείο

Συλλογικό (2016), Vogelfrei-Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτος του, Αντίθεση

Εφημερίδα Εστία Ανομίας

Εφημερίδα No Border #01

Εφημερίδα No Border #02

Κόκκινες Σελίδες #01, Ποια εργατική τάξη; Πάει αυτή!…, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα

Περιοδικό Sarajevo

https://clandestinanews.wordpress.com/

https://noborder.beyondeurope.net/

https://beyondeurope.net/

http://noborder2016.espivblogs.net/el/

http://harekact.bordermonitoring.eu/

http://moving-europe.org/

https://nomadicuniversality.com/

Αμερική – Γερμανία, mutatis mutandis

Τελικά κάναμε λάθος! Γράφαμε, πριν ένα χρόνο περίπου: (…) Χωρίς να θέλουμε να οικειοποιηθούμε μπούρδες περί «επανάληψης της ιστορίας», θα λέγαμε ότι η τότε πραγματικότητα αντιστοιχεί σε πολλά με τη σημερινή (και διαφέρει σε άλλα τόσα). Οι Η.Π.Α. και το Ν.Α.Τ.Ο. περισσότερο μοιάζουν με ξεχασμένα τέρατα του παρελθόντος, πλέον το μένος των αντιιμπεριαλιστών (αριστερών και αναρχικών) κατευθύνεται προς Γερμανία μεριά. (…)[1]. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Ποιος είναι ο ξενοδόχος; Μα ποιος άλλος από τον Barack Obama, του οποίου η επίσκεψη στην Αθήνα τη 15η του Νοέμβρη του ’16, έδωσε την ευκαιρία να ξαναζωντανέψουν φαντάσματα του παρελθόντος και οι αντιιμπεριαλιστικές κορώνες να βαρέσουν κόκκινο. Και για να δέσει το γλυκό, να σου και η επέτειος του Πολυτεχνείου δυο μέρες μετά – άλλη μια ημερομηνία που ξεκλειδώνει τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού εδώ και 42 χρόνια με επιτυχία. Το μόνο που δεν έλειπε ήταν οι αφορμές, λοιπόν, ώστε εκείνο το διήμερο ο καθένας να παίξει το ρόλο του όσο καλύτερα μπορούσε: άλλος να τεστάρει τo επίπεδο της στρατιωτικοποίησής του στο δρόμο, κάποιος άλλος να εκτονώσει «αυθόρμητα» την οργή του, κάποιοι άλλοι να καλέσουν τις κάμερες για μία σύντομη μηντιακή σύγκρουση με τις δυνάμεις της αστυνομίας κλπ κλπ.

Εμάς, από την άλλη, κάτι μας βρώμαγε στην όλη ιστορία. Κάτι τα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», κάτι οι επιγραφές «έξω αι Η.Π.Α.» πάνω σε ιερές κολώνες, κάτι τα συνθήματα περί αυτοδιάθεσης των λαών,  περί μονοπωλίων και ιμπεριαλισμών, όλα μας έδειχναν ότι η ιστορία που πάει να στηθεί το διήμερο 15-17 Νοέμβρη ’16 θέλει να επαναλάβει με κακόγουστο τρόπο αντίστοιχα κακόγουστες επιλογές του παρελθόντος. Δεν μπορούσαμε παρά να λείπουμε, συνειδητά, από κάθε έκφραση «λαϊκής δυσαρέσκειας» που στήθηκε (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις) εκείνες τις μέρες. Ανεξάρτητα αν αυτή η δυσαρέσκεια ντύθηκε με μαυροκόκκινη, κόκκινη ή σκέτη μαύρη στολή. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, ξανά[2], τους λόγους αυτής μας της επιλογής.

Ν.Α.Τ.Ο. go home

Πριν περάσουμε στην κριτική ανάλυση των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων όπως αυτές εμφανίζονται είτε με αφορμή τις προδοσίες των «εντολοδόχων» του Δ.Ν.Τ. είτε την επίσκεψη του εκάστοτε «πλανητάρχη», θα πρέπει να κάνουμε μία απαραίτητη στάση στο ζήτημα αντιαμερικανισμός. Η παρένθεση αυτή είναι απαραίτητη όχι μόνο γιατί με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να κάνουμε κάποιες ενδιαφέρουσες συγκρίσεις με την πιο πρόσφατη, μαζική έκφραση αντιιμπεριαλισμού που στοχοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Γερμανία, αλλά γιατί έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον το να ερευνήσεις ποια είναι εκείνα τα (πολιτικά) αντανακλαστικά που ενεργοποιούνται αυτόματα και με τόσο άμεσο και αβίαστο τρόπο στο άκουσμα, και μόνο, λέξεων όπως «Η.Π.Α.», «N.A.T.O.» κλπ. Αυτό που μας ενδιαφέρει, στην προκειμένη, είναι να βρούμε εκείνες τις στιγμές που δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς μία εθνική ιδεολογία (ο αντιαμερικανισμός στην προκειμένη) λειτουργεί ως τέτοια, δηλαδή ως μία διαδικασία ομογενοποίησης των ταξικών αντιθέσεων. Μία διαδικασία που, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν είναι απλά αποτέλεσμα άσκησης της κρατικής εξουσίας, αλλά παράγωγο μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στις κοινωνικές διεργασίες που συμβαίνουν εντός ενός συνόλου και τις επιβαλλόμενες διαδικασίες της κυριαρχίας[3].

Ξεκινώντας από το λόγο της αριστεράς, η καταγγελία της «αμερικανοκρατίας» εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο του αντιδυτικισμού. Η μεταπολεμική ελληνική εμπειρία αποτελεί ένα ακόμα κεφάλαιο στην ιστορία της ξένης επικυριαρχίας που εγκαινιάζεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Στις σχετικές αναφορές η αμερικανοκρατία εμφανίζεται συστηματικά ως η συνέχεια της γερμανικής κατοχής, η δε δράση της αριστεράς ηρωοποιείται με αναφορά την πραγματική πατριωτική αντίσταση απέναντι και στους δύο κατακτητές[4].

Όσον αφορά στο δεξιό ακροατήριο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Μετεμφυλιακά, φιλοαμερικανισμός και αντικομμουνισμός τείνουν σχεδόν να ταυτίζονται, πράγμα που οφείλεται τόσο στην επικράτηση του εθνικιστικού μπλοκ, όσο και στην υπαρκτή εμπλοκή των Η.Π.Α. στα εσωτερικά της χώρας από το Δόγμα Truman και μετά[5]. Παρ’ όλα αυτά, ο φιλοαμερικανισμός κλονίζεται πρωτίστως από τον ίδιο τον εθνικισμό με χαρακτηριστικό σημείο καμπής το ζήτημα του κυπριακού και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τη δεκαετία του 1950 (που οδηγούν σε αντιαμερικανικές εξάρσεις ακόμη και τα πλέον έγκυρα έντυπα της δεξιάς). Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή την καταψήφιση, από πλευράς Η.Π.Α., της προσφυγής της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. για το θέμα της Κύπρου, πυροδοτούνται μεγάλες διαδηλώσεις που θα καταλήξουν και σε συγκρούσεις με τους μπάτσους. Αν και οι διαδηλώσεις αυτές πολλές φορές πήραν το χαρακτήρα μίας νεολαιίστικης έκρηξης και ανοιχτής σύγκρουσης με την αστυνομία, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι, τουλάχιστον αρχικά, θεωρήθηκαν αγώνες «νόμιμοι» ακόμα και στα πλαίσια του εμφυλιοπολεμικού κράτους της δεξιάς.  Η «νομιμοποίηση» αυτή δεν οφειλόταν σε τίποτα άλλο πέρα από τις ισχυρές δόσεις αντιαμερικανισμού (και αντιαγγλισμού, σ’ αυτήν την περίπτωση) και εθνικής ανεξαρτησίας που διαπερνούσαν τις κινητοποιήσεις αυτές πέρα ως πέρα. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι ο αριστερός πατριωτικός λόγος (κυρίως μέσω της Ε.Δ.Α. και της νεολαίας της) όχι μόνο αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις αυτές, αλλά συνέβαλε ώστε αυτές να εκληφθούν ως κομμάτι της μαζικής αντιιμπεριαλιστικής υποκειμενικότητας που μορφοποιούνταν, εκείνα τα χρόνια, στις δυτικές μητροπόλεις. Εντάσσοντας την Κύπρο στη μακρά αλυσίδα των εθνικοαπελευθερωτικών/αντιαποικιακών αγώνων της εποχής, η ελληνική αριστερά όχι μόνο βρήκε το δικό της «Βιετνάμ», αλλά απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το πώς αυτοί οι αγώνες μπορούν να εξυπηρετήσουν τις επεκτατικές βλέψεις ενός κυρίαρχου κράτους.

Η δεύτερη, χρονικά, στιγμή που ο «αμερικάνικος δάκτυλος» θα ξαναχρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό σχήμα είναι στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Μια ελληνική αριστερά που απέτυχε σε τεράστιο βαθμό να προβλέψει και να αντιδράσει στο πραξικόπημα του ’67, δεν βρήκε καλύτερο τρόπο από το να κατηγορήσει τις Η.Π.Α. και τις γεωπολιτικές τους βλέψεις από το να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του ταξικού ανταγωνισμού και της κρίσης της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων για να ερμηνεύσει αυτό το επταετές «διάλειμμα» από την κανονικότητα της δημοκρατίας. Μία μικρή παρένθεση, σ’ αυτό το σημείο: δεν αρνούμαστε την πιθανή ύπαρξη/εμπλοκή των νατοϊκών δυνάμεων μέσω της επιχείρησης «Κόκκινη Προβιά»[6] στο απριλιανό πραξικόπημα ή και πρωτύτερα. Αυτό που αρνούμαστε, όμως, είναι να δεχθούμε μία αστυνομική αντίληψη της ιστορίας που λέει ότι χούντα, πολιτική κρίση, αλλαγές κυβερνήσεων και κρίσης πειθάρχησης, όλα σχεδιάστηκαν και ήρθαν εις πέρας από τη C.I.A. και τους πράκτορες της.  Λέμε, δηλαδή, ότι πριν τους «ξένους πράκτορες», υπάρχουν και οι κοινωνικές αντιθέσεις. Περισσότερα για τη συνωμοσιολογική πλευρά του αντιιμπεριαλισμού αργότερα στο κείμενο. Κλείνει η παρένθεση.

Η «προδοσία» της Κύπρου λίγα χρόνια αργότερα θα κάνει ακόμα πιο έντονες τις αντινατοϊκές ρητορείες, αυτήν τη φορά από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Ο αντιαμερικανισμός της Μεταπολίτευσης, καθότι διαπερνά τις κομματικές και ιδεολογικές διαιρέσεις, αναγνωρίζεται από τη μία ως στοιχείο της εθνικής ενότητας και από την άλλη ως στοιχείο ρήξης και αφύπνισης των παρουσιαζόμενων ως υγειών δυνάμεων του έθνους. Τι πιο βολικό, για μία δεξιά που εξαγνιζόταν μέσω της διαδικασίας της Μεταπολίτευσης, να «χρεώσει» τις επεκτατικές της αποτυχίες σε κάποιους δικτάτορες-μαριονέτες της Washington. Τι πιο βολικό, για μία αριστερά που μόλις τώρα νομιμοποιούνταν πολιτικά και κοινωνικά, να δώσει γνήσια πιστοποιητικά πατριωτισμού μιλώντας για ξενόδουλες κυβερνήσεις και προδομένα λαϊκά συμφέροντα. Βλέπουμε, δηλαδή, στο μεν αριστερό λόγο τον αντιαμερικανισμό να ταυτίζεται με την «εθνεγερσία» (και να επιδιώκει τη συσπείρωση όλου του έθνους μέσω της κάθαρσης από τα προδοτικά στοιχεία), τη δε Ν.Δ., αμήχανα, να συμπορεύεται με αυτόν για να αποσιωπήσει την πρόσφατη (βίαιη και αυταρχική) ιστορία της, προσπαθώντας να γίνει ελκυστικότερη και να ισορροπήσει τη συγκυρία, τις εσωκομματικές της εξελίξεις και την εγχώρια κομματική αντιπαράθεση. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ο αντιαμερικανισμός  μετατρέπεται πλέον και με τη βούλα σε εθνική, ομογενοποιητική πολιτική ιδεολογία. Για να μετατραπεί σε επίσημη εθνική ιδεολογία θα έπρεπε να περιμένουμε την έλευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήδη από τις απαρχές του, εκπροσωπούσε αυτό που με λίγα λόγια μπορούμε να ονομάσουμε «αριστερά του έθνους-κράτους και του κεφαλαίου». Τα συνθήματα για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, οι καταγγελίες για πατριδοκαπηλία εκ μέρους της «αντιδραστικής» δεξιάς και η υιοθέτηση των κλασικών αντιιμπεριαλιστικών θέσεων περί «κέντρου» και «περιφέρειας» όχι μόνο αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς η εθνική ιδεολογία μπορεί να φορέσει αγωνιστικό πρόσημο, αλλά αποτελούν και κάποια από τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά του πατριωτικού αριστερού λόγου που παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα (βλέπε αντιμνημονιακό μπλοκ). H περίφημη «αλλαγή» του 1981 εμφανίζεται ως το τέλος και η δικαίωση μιας μακράς πορείας του λαού που ξεκινά το 1944 και αναφέρεται σε τρεις περιόδους ορόσημα για το χώρο της αριστεράς και του κέντρου (1945-1946, 1950-1952, 1963-1965). Μιας πορείας που είχε παραμείνει ανολοκλήρωτη τις περιόδους αυτές λόγω της επέμβασης των «ξένων δυνάμεων» που εμπόδισαν τις «δημοκρατικές, λαϊκές δυνάμεις» να πραγματώσουν την Αλλαγή[7]. Ο αντιαμερικανισμός επιτελεί τη λειτουργία της οικοδόμησης μιας συνεκτικής εθνικής αφήγησης που στηρίζεται στην υποβάθμιση του εσωτερικού εχθρού έναντι του εξωτερικού και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο επιστρατεύεται στρατηγικά από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση.

Αξίζει, σ’ αυτό, το σημείο, να επιμείνουμε λίγο ακόμα στο πώς ο αντιαμερικανισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατάφερε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του δημόσιου λόγου του, δηλαδή του λαϊκισμού. Στην περίπτωση, λοιπόν, του μεταπολιτευτικού παπανδρεϊκού λαϊκισμού, ο λαϊκισμός (ως λόγος που στρέφεται ενάντια σε άλλους) στρεφόταν εναντίον του αμερικανικού παράγοντα και της αμερικανικής πολιτικής και λειτουργούσε ως αντιαμερικανισμός. Πέραν όμως αυτού, ο λαϊκισμός του Παπανδρέου εκτεινόταν και σε ένα ευρύτερο πεδίο «κλήσης κατά» με διαχωριστικές και πολεμικές συνδηλώσεις. Στρεφόταν εναντίον του κατεστημένου της δεξιάς (δεξιού status quo), των διεφθαρμένων ελίτ (αντιελιτισμός) και των προνομιούχων. Κοινό σημείο του λαϊκιστικού αυτού πεδίου ήταν ή άμεση ή έμμεση διασύνδεσή του με τον αντιαμερικανισμό. Στην κουλτούρα αυτού του λόγου κυριαρχεί η συνωμοσιολογική σκέψη και η συνωμοτική ερμηνευτική των γεγονότων που ως ερμηνευτικά σχήματα έχουν το εξαιρετικό προνόμιο να διαθέτουν ταυτόχρονα ερμηνευτική αξία, εκλογικευτική διάσταση  και  κατηγορητική ισχύ. Οι Η.Π.Α. θεωρήθηκαν με μια απλουστευτική προσέγγιση ως ο κατεξοχήν εχθρός που εξύφαινε συνωμοσίες προκειμένου να πλήξει το ελληνικό έθνος, καταργώντας τη δημοκρατία και υποστηρίζοντας την τουρκική επιθετικότητα. Το ερμηνευτικό σχήμα που δαιμονοποιούσε τις Η.Π.Α. ήταν απλό και κατανοήσιμο, είχε ικανοποιητική εξηγητική πληρότητα και γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους διαδόθηκε ευρύτατα στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού, με αποτέλεσμα την όξυνση του αντιαμερικανισμού. Η συνωμοσία των Η.Π.Α., επίσης, προσέλαβε έκτοτε τον χαρακτήρα αντανακλαστικού σε τέτοιο βαθμό που όποια πέτρα και να σήκωνες, υπήρχε ένας Αμερικάνος πράκτορας από κάτω ως απόλυτη εξήγηση των πάντων. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, πλέον στη δεκαετία του 1980 να υπάρχουν κάποια γεγονότα για να μιλήσει ο ιδιότυπος αυτός κυβερνητικός αντιαμερικανισμός για παρέμβαση, αλλά το δόγμα του λειτουργεί ως ένα σταθερό ερμηνευτικό πλαίσιο για την απόδοση νοήματος στα γεγονότα. Με άλλα λόγια ως ένας παραμορφωτικός καθρέφτης για την ερμηνεία των πάντων μέσω της καθ’ έξιν δαιμονοποίησης ενός παντοδύναμου εξωτερικού εχθρού.  Θα λέγαμε ότι, εν τέλει, ο αντιαμερικανισμός κάνοντας ένα λογικό άλμα λέει το εξής: οι Η.Π.Α. έκαναν αυτό, άρα οι ΗΠΑ είναι αυτό. Άρα αν συμβαίνει αυτό, το έκαναν οι Η.Π.Α. και σε βάθος χρόνου μόνο αυτό θα πράττουν γιατί αυτό είναι.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα την αποσύνδεση του αντιαμερικανισμού από τον κομμουνισμό και τα (όποια) όρια που έθετε στην απήχησή του. Στα πλαίσια της περιόδου αυτής ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα μετασχηματίζεται και διεισδύει σε μεγάλο βαθμό στο χώρο της δεξιάς (κεντρο- και ακρο-). Οι έρευνες του Ε.Κ.Κ.Ε. (1990, 1996, 2004) δείχνουν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο αντιαμερικανισμός είναι στοιχείο της ιδεολογικής ταυτότητας μεγάλης μερίδας οπαδών της Ν.Δ. και του ΛΑ.Ο.Σ. Εγκαινιάζεται, έτσι, ένας νέος αντιαμερικανισμός που, απαλλαγμένος από τον φιλοσοβιετισμό, έχει πλέον μια πολιτική συνιστώσα επικεντρωμένη σε πτυχές της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. και μία πολιτισμική κριτική που εστιάζει στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής». Πρώτη φορά, λοιπόν, σαφώς ο αντιαμερικανισμός γίνεται ο συνδετικός κρίκος για το ενιαίο μέτωπο αριστεράς και δεξιάς, για την εθνική συμφιλίωση. Φτάνει, λοιπόν, η Καθημερινή στις 22/04/1999, αναζητώντας αγωνιωδώς ένα δεύτερο πόλο που θα εξισορροπεί την ισχύ των Η.Π.Α., να γράφει: «Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα στρατοπέδευαν στο Βερολίνο, μπορεί η μισή Ευρώπη να γνώρισε την καταπίεση, διαφύλαξαν όμως την ειρήνη. Τώρα η «μοναχική υπερδύναμη» οδηγεί τους λαούς στον πόλεμο και την αλληλοσφαγή». Η αντιαμερικανική, αυτή, στροφή της Ν.Δ. συμπίπτει με την περίοδο που είναι στην αντιπολίτευση (1996-2004). Χαρακτηριστικά, ο αντιαμερικανισμός προωθείται σε μια σειρά διαφορετικών ζητημάτων καταδεικνύοντας, έτσι, τη λειτουργικότητα και την προσαρμοστικότητά του στην εθνική συσπείρωση και την πολιτική αντιπαράθεση με λαϊκίστικους, πάντα, όρους. Φτάνει, έτσι, ο Ελεύθερος Τύπος στις 12/09/2005 να εγκαλεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για κάλπικες ρητορείες όσον αφορά το σύνθημα που γαλούχησε γενεές στην Ελλάδα, «φονιάδες των λαών… ». Κι ας μην ξεχνάμε ότι στα πλαίσια του αντιαμερικανισμού της δεξιάς κυκλοφορεί και η ρητορεία περί σχεδίου δολοφονίας του Καραμανλή από πράκτορες της C.I.A. λόγω των σχέσεων που ανέπτυξε με τη Ρωσία.

Εν κατακλείδι, αν ο φιλοαμερικανισμός της δεξιάς στην Ελλάδα αποτελεί ιδεολογική συνέπεια του εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου, στη συνέχεια ο αντιαμερικανισμός της αποτελεί τμήμα των συνεπειών του τέλους του. Ο αντιαμερικανισμός είναι ενσωματώσιμος από το δεξιό λόγο και μάλιστα η δεξιά διεκδικεί τις δάφνες του γνήσιου εκφραστή του παρ’ όλες τις θεωρητικές αντιφάσεις στις οποίες μπορεί να οδηγείται διότι έτσι συσπειρώνει το έθνος απέναντι σε έναν μακρινό εχθρό αμβλύνοντας τις ταξικές διαφορές στο εδώ και στο τώρα[8]. Αποτελεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα καθοριστικό πεδίο συνάντησης και κοινής σύμπλευσης με την ελληνική αριστερά, άλλωστε η δεκαετία του ’90 βρίθει παραδειγμάτων όπου συνθήματα, σύμβολα και πολιτικά προτάγματα έφεραν κοντά «άσπονδους εχθρούς και αιώνιους αντιπάλους».

Μία χαρακτηριστική, τέτοια, στιγμή αποτελεί η Κρίση των Ιμίων του 1996, όταν εκείνο το περίφημο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη έδωσε το πράσινο φως σε όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να αγωνιστούν για το ποιος είναι ο πιο πατριώτης απ’ όλους. Η Συμφωνία της Μαδρίτης που θα ακολουθήσει το 1997 και η υπόθεση της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 την επόμενη χρονιά θα εμφανιστούν επίσης ως ζητήματα ενός παντοδύναμου αμερικάνικου σχεδιασμού και ξενοδουλείας/εθνοπροδοσίας του Σημίτη (χαρακτηριστικό το σύνθημα «Σημίτη-ρουφιάνε-Αμερικάνε» που δονούσε τα συλλαλητήρια της εποχής).

Αν υπάρχει, όμως, μία χρονιά εκείνης της δεκαετίας που σχεδόν εξ ολοκλήρου να αφιερώθηκε στις αντιαμερικανικές κορώνες, αυτή ήταν το 1999. Ξεκινάμε με τη 16η Φλεβάρη του 1999, μέρα την οποία ο ηγέτης του P.K.K., Abdullah Ocalan, «παραδόθηκε» από την ελληνική κυβέρνηση στην τουρκική. Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει μαζικές διαμαρτυρίες τις επόμενες μέρες (πορείες, συναυλίες από «ευαισθητοποιημένους» καλλιτέχνες κλπ) που θα βάλουν στο στόχαστρο (ξανά) τον «προδότη» Σημίτη, τους παντός καιρού υπευθύνους Αμερικανούς και (φυσικά) το τουρκικό κράτος. Και αν τα παραπάνω περιεχόμενα μοιάζουν ολίγον τι «δεξιόστροφα», αυτό δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, αυτός ήταν και ο λόγος που στις διαδηλώσεις εκείνων των ημερών με άνεση χωρούσαν και ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., αλλά και οπαδοί της Χρυσής Αυγής.

Μένουμε στο 1999 και τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στον Πόλεμο του Κοσόβου. Αν στην περίπτωση των Ιμίων και του Ocalan ο ρόλος των Αμερικανών ήταν, κατά κάποιον τρόπο, «σκιώδης» αλλά καθοριστικός (σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων πατριωτών), στην περίπτωση του Κοσόβου δεν υπήρχε χώρος για αναστολές. Τα νατοϊκά στρατεύματα που έπρεπε να περάσουν από τη Θεσσαλονίκη, οι «αδελφοί Σέρβοι» που βομβαρδίζονταν και ο «σφαγέας» Clinton που αποσταθεροποιούσε τα Βαλκάνια για να πριμοδοτήσει τον αλβανικό και τουρκικό εθνικισμό, κατάφεραν να λειτουργήσουν ως εκείνα τα ενοποιητικά στοιχεία που άλλους τους κατέβασαν στο δρόμο με βυζαντινές σημαίες (καθώς η Σερβία θεωρήθηκε πολιτιστικός στόχος λόγω θρησκεύματος), άλλους τους έκαναν να μαζεύουν  τρόφιμα για να σταλούν στο Κόσοβο και άλλους να ανοίξουν το σπίτι τους για να φιλοξενήσουν κάποιο παιδί από τη Σερβία. H επίσκεψη του προέδρου των Η.Π.Α. λίγους μήνες αργότερα (Νοέμβρης του ’99) έμεινε στην ιστορία ως η στιγμή που τα αντιιμπεριαλιστικά σχήματα που κατασκευάζονταν όλο τον προηγούμενο καιρό «αυτο-επιβεβαιώθηκαν» μέσω της σύγκρουσης (και της καταστολής τους) στο δρόμο. Ο α/α χώρος (πέραν μιας αισχράς μειοψηφίας που αντιπαρατέθηκε στον αριστερό, πατριωτικό λόγο) για άλλη μία φορά ήταν παρών.

Τελευταία, μέχρι στιγμής, λαμπερή στιγμή του ντόπιου αντιαμερικανισμού αποτελούν οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του 2003 με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ. Παρόλο που δεν ήταν λίγες εκείνες οι φωνές (εκ μέρους του ανταγωνιστικού κινήματος) που προσπάθησαν να απομυστικοποιήσουν τη φύση του πολέμου, τις αιτίες και τις στοχεύσεις του, οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί έκαναν και πάλι τη δουλειά τους (π.χ. κλείνοντας τα σχολεία και κατεβάζοντας τους μαθητές στον δρόμο ή βάζοντας σηματάκια της ειρήνης στο πέτο των παιδιών στις παρελάσεις) ώστε σαν νούμερο ένα εχθρός να θεωρηθεί, ξανά, το κράτος των Η.Π.Α.

Κλείνοντας τη σύντομη, αυτή, ιστορική επισκόπηση μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι ο αντιαμερικανικός λόγος, όπου εκδηλώθηκε, είχε τα εξής τρία κοινά θέματα: πρώτον, την περιστολή της εθνικής κυριαρχίας από τον ηγεμονικό μεταπολεμικό ρόλο των Η.Π.Α.· δεύτερον, τη διαφωνία με τις Η.Π.Α. σε επιμέρους ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και τρίτον, την αντίδραση απέναντι στο αμερικάνικο κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο, που κωδικοποιείται στην έννοια του αμερικανισμού. Πίσω από αυτά, κρύβονται οι έννοιες της απειλής, της εχθρότητας και της υποδούλωσης. Διόλου τυχαία, τέλος, οι φορείς της αντιαμερικανικής σκέψης αισθάνονται αλληλέγγυοι προς συλλογικότητες που αλληλοσυνδέονται με μια υποτιθέμενη κοινή κληρονομιά εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς της Δύσης κατά κύριο λόγο.

Γυρνώντας, λοιπόν, στο σήμερα και την επίσκεψη του Barack Obama στην Αθήνα δυο μέρες πριν τη φορτισμένη επέτειο του Πολυτεχνείου, επιστρέφουμε και στο ερώτημα που διατυπώσαμε στην αρχή του κειμένου: τι ήταν αυτό που ώθησε το σύνολο της αριστεράς (και ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου) να επενδύσει ξανά στα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού; Πιστεύουμε ότι η απάντηση είναι προφανής, έστω και με τη συνοπτική καταγραφή που κάναμε παραπάνω. Ο λόγος είναι ότι η αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία έχει γίνει, πλέον, κομμάτι της εθνικής/λαϊκής αφήγησης. Λίγη σημασία έχει το ποιο κράτος/πρόσωπο θα δεχτεί τα βέλη της αντιιμπεριαλιστικής κριτικής, αν αυτό θα είναι η Γερμανία και τα κατοχικά της χρέη ή οι Η.Π.Α. και οι κυριαρχικές της βλέψεις στη Μεσόγειο. Σημασία έχει ότι οι θεωρίες της εξάρτησης, ο τριτοκοσμισμός και οι ρητορείες για τις 2-3 πολυεθνικές ή τα κράτη  που «κάνουν κουμάντο», θεωρήθηκαν (και θεωρούνται ακόμα) εργαλεία που μπορούσαν εύκολα και αβίαστα και να ερμηνεύουν τις σχέσεις εξουσίας και να συσπειρώσουν κόσμο «έξω» από πολιτικές διαδικασίες. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος (τον αντιιμπεριαλισμό σαν θεωρητικό/πολιτικό εργαλείο) θα μιλήσουμε αμέσως μετά, όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος, ένα μικρό σχόλιο: όντως, υπήρξαν εποχές που τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα παρήγαγαν μαζικά αριστερές, αντιιμπεριαλιστικές φαντασιώσεις. Αυτές οι εποχές περάσανε ανεπιστρεπτί, και η διαπίστωση αυτή δεν βασίζεται απλά και μόνο στα αριθμητικά ποσοστά των ανθρώπων που επέλεξαν να στηρίξουν τις αντιαμερικανικές διαδηλώσεις της 15ης Νοέμβρη 2016. Περισσότερο βασίζεται στη διαπίστωση ότι εάν υπήρχε ποτέ ένα ανατρεπτικό στοιχείο σε κάποιες από αυτές τις ιδεολογίες, αυτό ήταν ότι προσπαθούσαν να σπάσουν το φράγμα που χώριζε κάποιον αντιαποικιακό αγώνα στη Μέση Ανατολή με έναν ταξικό αγώνα στη μητρόπολη μιας δυτικής πρωτεύουσας. Εννοούμε, με λίγα λόγια, ότι αν ποτέ «δούλεψαν» τα αντιιμπεριαλιστικά ιδεολογήματα, αυτό συνέβαινε μόνο όταν υπήρχε και ένα επίδικο εδώ, όχι μόνο ένα θέαμα εκεί. Δυστυχώς, όμως, με σιγουριά πλέον μπορούμε να παραδεχτούμε ότι το θέαμα έχει γίνει ο βασικός παρανομαστής των πολιτικών διαδικασιών και ερμηνειών.

Αντιιμπεριαλισμός reloaded (ξανά και ξανά… μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας)

Υποστηρίξαμε ότι ο πρόσφατος αντιαμερικανισμός που αναθερμάνθηκε δεν αποτελεί ένα πισωγύρισμα της ιστορίας, ούτε μία αντίφαση εν μέσω γενικευμένου αντιγερμανισμού, αλλά μία ακόμα απόδειξη των αντιιμπεριαλιστικών αντανακλαστικών της αριστεράς και του αναρχικού χώρου που έχουν γίνει βασικό κομμάτι της πολιτικής τους ατζέντας. Με βάση τις παρατηρήσεις που κάναμε παραπάνω και παίρνοντας υπόψη τα συμπεράσματα που είχαμε διατυπώσει στο προηγούμενο τεύχος του Τυφλοπόντικα, θα προχωρήσουμε, παρακάτω, στην καταγραφή κάποιων χαρακτηριστικών που βλέπουμε να μοιράζονται οι αντιιμπεριαλιστικές αφηγήσεις μέσα στα χρόνια, αποδεικνύοντας, έτσι, την κοινή φύση των αφηγήσεων που τη μία στιγμή μπορεί να στοχεύουν στη Merkel και την άλλη στις Η.Π.Α.

Το πρώτο τέτοιο χαρακτηριστικό είναι το εθνικό/διαταξικό πρόσωπο της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας. Δεν εννοούμε μ’ αυτό μόνο το ότι ο αντιιμπεριαλισμός είναι μία ιδεολογία που διατρέχει όλο το πολιτικό σώμα, από την αριστερά μέχρι τη δεξιά, όσο το ότι στο κέντρο της ανάλυσης του βρίσκεται το διαταξικό υποκείμενο του «λαού» και των συμφερόντων του, συσκοτίζοντας, έτσι, τις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού. Οι κοινωνικές αντιθέσεις, η έμφυλη βία, ο ταξικός ανταγωνισμός εξαφανίζονται από τον ορίζοντα για να δώσουν τη θέση τους στον ενοποιητικό λόγο περί «ισχυρών» και «ασθενέστερων» κρατών. Αν ψάχνει κάποιος το σημείο συνάντησης των ΑΝ.ΕΛ. με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αν κάποιος αναρωτιόταν πριν κάποια χρόνια πώς γίνεται οι αφίσες της Πατριωτική Συμμαχίας και της Κ.Ο.Ε. να διαφέρουν μόνο στην επιλογή χρώματος, η απάντηση είναι ακριβώς αυτή, η υιοθέτηση του κυρίαρχου λόγου του εθνικού κράτους ενάντια στην παγκόσμια κυριαρχία.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που ανιχνεύσαμε κοινό και στον πρόσφατο «αντιγερμανισμό» και στον παλιό καλό αντιαμερικανισμό είναι ότι δεν μιλάμε για απλές πολιτικές ιδεολογίες της αριστεράς, αλλά για κυρίαρχες λαϊκές ιδεολογίες. Ξαναγυρνάμε, λοιπόν, στο ερμηνευτικό σχήμα που αναφέραμε και παραπάνω, αυτό της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ των ιδεολογιών που παράγονται στο εσωτερικό της κοινωνίας και των διαδικασιών που θεσμοθετούνται και επιβάλλονται από τα πάνω. Βλέπουμε, δηλαδή, τον αντιγερμανισμό/αντιαμερικανισμό να μετατρέπονται σε ένα εγγενές στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας, να γίνονται το πεδίο όπου δεν συναντιέται απλά η αριστερά με τη δεξιά, αλλά η τηλεόραση με τους τηλεθεατές της, οι πολιτευόμενοι με τους ψηφοφόρους τους, οι αγώνες του παρελθόντος (με ένα άρωμα νοσταλγίας και χαμένης αθωότητας) με αυτούς του παρόντος και του μέλλοντος. Μιλάμε, ουσιαστικά, για ιδεολογίες που πλέον επενεργούν με συγκεκριμένο τρόπο στο θυμικό μιας διευρυμένης μάζας της ελληνικής κοινωνίας, αποτελώντας κομμάτι της εθνικής της συνείδησης.

Το τρίτο σημείο που θα σταθούμε, είναι αυτό της χρήσης του αντιιμπεριαλισμού ως εργαλείο νομιμοποίησης της αριστεράς στο πατριωτικό ακροατήριο. Είναι γνωστό ότι με το τέλος του εμφυλίου η αριστερά (δηλαδή το Κ.Κ.Ε.) βρέθηκε ηττημένη και με τη ρετσινιά του «προδότη του έθνους» πάνω της (εαμοβούλγαροι, ζήτημα της Μακεδονίας παλιότερα κλπ). Ο αντιιμπεριαλιστικός λόγος, λοιπόν, δεν οφειλόταν μόνο στη σύμπλευση με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κινήματα (και κόμματα) της εποχής, αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο «απεμπλοκής» από ένα τυραννικό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν. Οι κατηγορίες για προδοσία και ξενοκίνητα συμφέροντα απλά αντιστρέφονταν, τονίζοντας την εμπλοκή των «Μεγάλων Δυνάμεων» (Μεγάλη Βρετανία, Η.Π.Α. κλπ.) και διεκδικώντας τις δάφνες της πραγματικής πατριωτικής δύναμης ενάντια στην ξενόδουλη ολιγαρχία της δεξιάς. Μιλάμε, δηλαδή, για δύο ερμηνευτικά σχήματα που καταφάσκουν εξίσου στην εθνική ενότητα, αφού αυτή θεωρείται η «κανονική», ομαλή ροή των πραγμάτων και η όποια εκτροπή της (π.χ. ένας εμφύλιος πόλεμος) ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιων «ξένων». Έχει αρκετό ενδιαφέρον, σ’ αυτό το σημείο, να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε και την αργοπορημένη ανακάλυψη των αντιιμπεριαλιστικών θέσεων από ένας μέρος του αναρχικού χώρου. Δεν πιστεύουμε, λοιπόν, ότι κάποιοι απλά ξαναδιάβασαν τον Lenin και πείστηκαν για το ορθό των επιχειρημάτων του, αλλά ότι η στροφή αυτή είναι μία αντίστοιχη προσπάθεια «νομιμοποίησης» μέσα στο κοινωνικό πεδίο. Σε μία περίοδο ύφεσης αγώνων, όπου τίποτα πλέον δεν φαίνεται αρκετό για να βγάλει τον κόσμο στον δρόμο, δεν είναι περίεργο που κάποιοι ψάχνουν τις κοινωνικές τους αναφορές μέσα στην αρένα του λαϊκισμού. Δυστυχώς, όμως, το πλήρωμα του χρόνου χάθηκε. Μπορεί ο αντιγερμανισμός να έχει σφραγίσει ανεξίτηλα την εποχή που ζούμε κι αγωνιζόμαστε, αλλά η κοινωνική του δυναμική φαίνεται να εξαντλείται στο να φέρει τον (όποιο) ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην εξουσία ή να ψηφίζει ΟΧΙ σε εθνικά δημοψηφίσματα στήριξης της διαπραγματευτικής θέσης του ελληνικού κεφαλαίου.

Ένα άλλο προβληματικό στοιχείο των αντιιμπεριαλιστικών ιδεολογιών είναι ότι μέσω των θεωριών εξάρτησης ταυτίζονται με το δόγμα της ανάπτυξης. Αν κάποιο κράτος είναι «ασθενέστερο» από κάποιο άλλο και καταπιέζεται, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την εθνική συστράτευση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας και ανταγωνισμό των άλλων αγορών. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στο ότι «έχουμε καπιταλισμό», αλλά στο ότι «δεν έχουμε καλό καπιταλισμό», στο ότι κάποιες πλουσιότερες χώρες μας εμποδίζουν να εκσυγχρονίσουμε το κράτος, να ορθολογικοποιήσουμε τους θεσμούς μας, να αυξήσουμε τον εθνικό μας πλούτο κλπ. Κατά αυτό τον τρόπο, όχι μόνο ο αντιιμπεριαλισμός καταφάσκει στην κρατική οντότητα, αλλά υποβιβάζει το κοινωνικό ζήτημα σε ζήτημα διαχείρισης της εκμετάλλευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ανέβηκαν στην εξουσία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ρίχνοντας ένα μεγάλο βάρος της πολιτικής τους ατζέντας σ’ αυτήν τη θέση, θέση σύμφυτη όλων των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Θα κλείσουμε αυτήν την παράθεση των κοινών χαρακτηριστικών  αντιαμερικανισμού και αντιγερμανισμού με μία αναφορά στο στοιχείο της συνωμοσιολογίας. Παρότι η εν λόγω θεματική ίσως μοιάζει γραφική, πλέον, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των αντιιμπεριαλιστικών ιδεολογιών εδώ και χρόνια. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει, αφού ο ίδιος ο αντιιμπεριαλισμός ανέκαθεν σχηματοποιούσε τον εχθρό ως κάτι μακρινό και ανίκητο, ως κάτι που δεν εδρεύει στις καθημερινές μας σχέσεις και τον κοινωνικό πόλεμο, αλλά στο ομιχλώδες τοπίο της γεωπολιτικής και των διακρατικών συγκρούσεων. Πολύ εύκολα, λοιπόν, ένας μακρινός εχθρός που δεν βλέπεις ποτέ, μπορεί να πάρει και τη μορφή ενός «σκοτεινού κέντρου», και κοινωνικές διεργασίες που θα έπρεπε να ερμηνεύονται ως απόρροια συμφερόντων και συγκρούσεων στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα ραδιουργιών και εξωτερικών σχεδιασμών. Με άλλα λόγια, τις συνθήκες που ζούμε ενώ θα έπρεπε να τις βλέπουμε ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και των σχέσεων εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονται στην εκάστοτε συγκυρία, η συνωμοσιολογία τις ανάγει σε σχέσεις εξάρτησης και τις μυστικοποιεί ως τέτοιες. Και, σαν ακόλουθο, για την απομυστικοποίηση τους δεν αρκεί η συλλογική ευφυΐα, αλλά χρειάζονται ειδικές ικανότητες…

Επίλογος

Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε με αφορμή την επίσκεψη του Obama και τις αντιδράσεις των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τις καταβολές του αντιαμερικανισμού (δηλαδή της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας με την πλατύτερη απεύθυνση στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια), την πορεία του μέσα στα χρόνια και τους λόγους που αυτός, ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής παρέμβασης από τον αριστερό και τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να βρούμε εκείνα τα κοινά σημεία στις «αντιγερμανικές» ρητορείες των τελευταίων χρόνων της κρίσης και στον παραδοσιακό αντιαμερικανικό λόγο, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα σχετικά με την ίδια τη φύση του αντιιμπεριαλισμού –αναλλοίωτη προς όποιον κρατικό σχηματισμό και να στοχεύει. Αποφύγαμε να αναλύσουμε τον αντιιμπεριαλισμό σαν εργαλείο γεωπολιτικής και ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, όχι γιατί αυτή η πλευρά δεν υπάρχει, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι συσκοτίζει την κίνηση των υποκειμένων που καθημερινά δρουν και αγωνίζονται[9].

Η αιτία που επανερχόμαστε στο θέμα του αντιιμπεριαλισμού και στο δεύτερο τεύχος του Τυφλοπόντικα δεν είναι κάποια παθολογική μας εμμονή με το θέμα ή κάποιος άτυπος πολιτικός ανταγωνισμός. Είναι απλά η πραγματική μας αγωνία, σαν πολιτικά υποκείμενα, όταν βλέπουμε τις ιδεολογίες αυτές να δυσχεραίνουν ολοένα και περισσότερο την όποια απελευθερωτική προοπτική υπάρχει μέσα στο ριζοσπαστικό χώρο. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα που κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες αναζητούν σε αυτά τα πολιτικά πεδία ένα σημείο αναγνωρισιμότητας στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η αφέλεια τού να πιστεύεις ότι η απουσία καθημερινών αγώνων δεν οφείλεται στο πώς έχουν διαρθρωθεί οι κοινωνικές σχέσεις μετά και την εκλογή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά στο ότι λείπει μία συγκροτημένη, «αποφασισμένη» μειοψηφία που θα εφορμήσει στα οχυρά του εχθρού. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η αφέλεια τού να πιστεύεις ότι ο λόγος που δεν έχεις πείσει τον κόσμο μέχρι σήμερα για το δίκαιο των επιλογών σου, είναι η έλλειψη «σοβαρών αντιπροτάσεων» που θα πείσουν, τελικά, ένα στημένο ακροατήριο που αναζητά έτοιμες λύσεις (νομίζουμε ότι η πορεία της ρεφορμιστικής αριστεράς, από την αρχή του 20ου αιώνα ήδη, έχει δείξει πού οδηγεί αυτή η ιστορία). Θα συμφωνήσουμε, ωστόσο, ότι η χρήση του εκάστοτε λόγου διαμορφώνει και την αντίστοιχη πολιτική υποκειμενικότητα. Εκεί που κάποιοι βλέπουν κράτη, κάποιοι άλλοι βλέπουν σχέσεις. Εκεί που κάποιοι βλέπουν πρόσωπα, κάποιοι άλλοι βλέπουν ανθρώπους. Το προς τα πού θα γύρει η ζυγαριά, μένει να το δούμε.

Υποσημειώσεις:

[1] «Σημειώσεις για λέξεις, εικόνες και κοινότητες», μία έκδοση της Ομάδας Βιβλιοθήκης της Φάμπρικα Υφανέτ, Ιούνης 2016

[2] Δεν είναι η πρώτη φορά που, σαν συλλογικότητα, καταπιανόμαστε με το θέμα του αντιιμπεριαλισμού. Ενδεικτικά βλέπε «… την είδα απόψε λαϊκά…», Τυφλοπόντικας #01 ή ακόμα καλύτερα την έκδοση «Ένας είναι ο εχθρός» (2007).

[3] Ξεφεύγει και από τους σκοπούς του κειμένου, αλλά και από τις γνώσεις μας, μία αναλυτική αναφορά σε όλα τα στάδια από τα οποία πέρασε η αντιαμερικανική ιδεολογία μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Αρκούμαστε, μέχρι στιγμής, σε μία συνοπτική καταγραφή των στιγμών εκείνων που έδωσαν στην εν λόγω ιδεολογία τα βασικότερα χαρακτηριστικά της.

[4] Ενδεικτικά ο Ριζοσπάστης στην 42η επέτειο ίδρυσης του Ε.Α.Μ. κυκλοφορεί με τίτλο (28.09.1983) «Τότε οι Γερμανοί, σήμερα οι Αμερικανοί» (από την αρχή των μνημονίων, θα προσθέσουμε εμείς, «ξαναμανά οι Γερμανοί»).

[5] Το Δόγμα Truman διατυπώθηκε το 1947 από τον τότε πρόεδρο των Η.Π.Α., Harry Truman, και είχε σαν σκοπό την αποτροπή της ένταξης Ελλάδας και Τουρκίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, κάτι που οδήγησε στην ένταξη τους στο Ν.Α.Τ.Ο. πέντε χρόνια αργότερα. Θεωρούμε σημαντικό να σημειώσουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι σε αντίθεση με τις συνήθεις αριστερές μυθολογίες περί «αμερικανοκρατίας», εμείς προκρίνουμε μία ανάγνωση της ιστορίας που λέει ότι ο όποιος εξωτερικός παρεμβατισμός πάντα συνέβαινε σε κοινή σύμπλευση με τους εσωτερικούς συσχετισμούς που είχε επιτύχει (ή σκόπευε να επιτύχει) η  ντόπια αστική τάξη.

[6] Με το όνομα «Κόκκινη Προβιά» έχει γίνει γνωστό το σκέλος εκείνο της νατοϊκής επιχείρησης “Stay behind” (που είχε στηθεί με σκοπό την εμπόλεμη αντίδραση σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί επιχειρούσαν να καταλάβουν χώρες του δυτικού μπλοκ) που έδρασε στην Ελλάδα.

[7] Έθνος, 17.10.1983, σ.14

[8] Σχετικά με τη σύγκλιση αριστεράς και δεξιάς στον αντιαμερικανισμό, είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Philippe Roger για το γαλλικό αντιαμερικανισμό, ο οποίος εμφανίζει επίσης διακομματικό και διαπαραταξιακό χαρακτήρα. Εκεί, παρατηρείται ένα παράδοξο το οποίο έχει να πει πολλά για την εργαλειακότητά του: η Γαλλία δεν συγκρούστηκε ποτέ με τις Η.Π.Α. σε κάποια πολεμική αναμέτρηση και δεν ανέπτυξε σχέση εξάρτησης. Παρόλα αυτά, στη Γαλλία ο αντιαμερικανισμός είναι εντονότερος απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η έννοια του Αμερικανού εχθρού είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα ισχυρή παρά την απουσία μίας πολεμικής σύγκρουσης των δύο πλευρών ή κάποιου σαφούς γεγονότος που θα πυροδοτούσε τη γέννηση μιας τέτοιας τάσης και θα την έτρεφε.

[9] Παρ’ όλα αυτά κι αυτή η πλευρά έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον να αναλυθεί, αν μη τι άλλο γιατί πολλές φορές δείχνει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που δείχνουν οι διάφορες θεωρίες εξάρτησης (βλέπε κεφαλαιακή επέκταση της Ελλάδας στα Βαλκάνια τη δεκαετία του ’90, η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. τη δεκαετία του ’80, η απόφαση του ελληνικού κράτους να αποχωρήσει [έστω και για ένα διάστημα] από το Ν.Α.Τ.Ο. όταν ένιωσε τα συμφέροντα του στο Αιγαίο να συγκρούονται με αυτά των συμμάχων της, η χρήση του κουρδικού ζητήματος ως πίεση προς την Τουρκία τη δεκαετία του ‘90 κ.ά.).

Βιβλιογραφία:

Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης #35

Επιστήμη και Κοινωνία #28

Θέσεις #02

Θέσεις #09

Κατσαρός Στέργιος (2000), Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης, Μαύρη Λίστα

Σημειώσεις της Στέπας #04

Συλλογικό (2005), Εισηγήσεις των ανοικτών συνελεύσεων των μητροπολιτικών συμβουλίων, χειμώνας 2004-καλοκαίρι 2005

Συλλογικό (2007), “ένας είναι ο εχθρός…”-έθνος, αντιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα, Ομάδα ενάντια στον εθνικισμό-Κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ

Συλλογικό (2011), Τα μυστικά του βούρκου (β μέρος: 1922-1974), εκδόσεις Αντισχολείο

Συλλογικό (2015), Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, εκδόσεις Θεμέλιο

Συλλογικό (2016), Σημειώσεις για λέξεις, εικόνες και κοινότητες, Ομάδα Βιβλιοθήκης της Φάμπρικα Υφανέτ

Μια προσπάθεια αποτίμησης του αγώνα αλληλεγγύης στους «5»

 Τη χρονιά που πέρασε (συγκεκριμένα από τα μέσα Νοεμβρίου του 2015 και για δύο μήνες), στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, έλαβε χώρα ένας αγώνας αλληλεγγύης σε πέντε συντρόφους από την Αθήνα, για τους οποίους είχε εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ώστε αυτοί να εκδοθούν στις αρχές του ιταλικού κράτους και να δικαστούν στα εκεί δικαστήρια για τη συμμετοχή τους στη διαδήλωση της No Expo την άνοιξη του 2015 στο Μιλάνο. Ως επίδικο του αγώνα αλληλεγγύης τέθηκε λοιπόν η μη έκδοση των πέντε συντρόφων. Περσινά ξινά σταφύλια θα μπορούσαμε να πούμε, και η αλήθεια είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από τότε μέχρι την έκδοση του δεύτερου Τυφλοπόντικα θα ήταν αρκετός λόγος το κείμενο αυτό να καταχωνιαστεί στα άδυτα κάποιου σκληρού δίσκου. Επιλέξαμε, τελικά, να το δημοσιεύσουμε, καθώς θεωρούμε πως τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται ξεπερνούν το πλαίσιο του συγκεκριμένου αγώνα και πως η επεξεργασία τους μπορεί να φανεί χρήσιμη στο μέλλον. Σχετικά με τον αγώνα θα αναφερθούμε σ’ αυτόν μόνο σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη, καθώς σαν Φάμπρικα Υφανέτ συμμετείχαμε στο εδώ κίνημα αλληλεγγύης και στις διαδικασίες του, ενώ ο αγώνας στην Αθήνα, έλαβε διαφορετικά χαρακτηριστικά και ποιότητες, τις οποίες δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε στον δικό μας απολογισμό, ελλείψει μάλιστα κάποιου συνολικού απολογισμού από την εκεί συνέλευση.

Η αλληλεγγύη στη Θεσσαλονίκη

Ο αγώνας για το μπλοκάρισμα της έκδοσης των 5 αγωνιζόμενων φοιτητών στην Ιταλία έτρεξε στη Θεσσαλονίκη από τη «συνέλευση αλληλεγγύης στους διωκόμενους για την πορεία No-Expo», στην οποία συμμετείχαν πολιτικές συλλογικότητες και καταλήψεις της πόλης, και κόσμος από τα αυτόνομα σχήματα του Α.Π.Θ. μέσω του συντονισμού αυτόνομων σχημάτων. Στους δύο μήνες που διήρκησε ο αγώνας πραγματοποιήθηκαν πολλές προπαγανδιστικές δράσεις για το άνοιγμα του ζητήματος στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κάποιες από αυτές ήταν καταλήψεις σε δημόσια κτήρια (στο Ιταλικό Προξενείο, στην  Πρυτανεία του Α.Π.Θ. και στην Ε.Σ.Η.Ε.Μ.-Θ), μικροφωνικές, παρεμβάσεις σε εκδηλώσεις, σε ραδιοφωνικούς  σταθμούς και στην Ε.Ρ.Τ., καθώς και δύο πορείες στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό δράσεων που έγιναν και των κείμενων που μοιράστηκαν, ο αγώνας δεν κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος.

Πριν ξεκινήσουμε οποιοδήποτε απολογισμό, θεωρούμε σημαντικό να δούμε  τη συγκυρία μέσα στην οποία βρισκόμασταν (και βρισκόμαστε ακόμη), καθώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο τις δυνατότητες και τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει ένας αγώνας, όσο και τα όρια που μπορεί να συναντήσει. Από την άλλη, αυτό το πλαίσιο δεν καθορίζεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, αλλά και από τους μικρούς ή μεγάλους μας αγώνες. Με άλλα λόγια, η διαμόρφωση της συγκυρίας, μέσα στην οποία ζούμε, είναι η αποτύπωση της ταξική πάλης, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Ο αγώνας αλληλεγγύης στους 5, λοιπόν, μας βρίσκει δύο μήνες πριν την ολοκλήρωση ενός χρόνου κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. Σε μια στιγμή που οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα φαντάζουν ένα μακρινό παρελθόν, όπως και οι «ελπίδες» για έξοδο από τα μνημόνια μέσα από μία σκληρή διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση μπορεί να μην πέτυχε, αλλά σίγουρα πέτυχε η ενσωμάτωση των αγώνων της προηγούμενης περιόδου[1].  Η αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων προχωρά με γοργά και σταθερά βήματα και η υποτίμηση της εργασίας μας έχει για τα καλά εμπεδωθεί. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη ύφεσης του κοινωνικού ανταγωνισμού, λοιπόν, αναπτύχθηκε το κίνημα αλληλεγγύης στους 5.

 

 Πώς (δεν) κοινωνικοποιήθηκε ο αγώνας

Στον πυρήνα κάθε κινήματος αλληλεγγύης βρίσκεται η αναζήτηση μιας ομοιότητας, που αφενός συνδέει τα υποκείμενα του αγώνα με τη συνέλευση στη βάση μίας κοινότητας, και αφετέρου επιδιώκει να τον κοινωνικοποιήσει σε άλλα κοινωνικά κομμάτια. Η αναζήτηση της ομοιότητας δεν σημαίνει πως κάνουμε αλληλεγγύη μόνο σε αυτούς και αυτές που βρίσκονται με πολύ απτό και προφανή τρόπο στην ίδια θέση με εμάς εντός της αστικής κοινωνίας. Αλλά, πως αναζητούμε να αναδείξουμε την ομοιότητα με υποκείμενα που, με τον τρόπο που οργανώνονται και μετασχηματίζονται ανάλογα με τη συγκυρία οι κοινωνικές σχέσεις εντός του αστικού κράτους, φαίνεται να είναι κάτι άλλο και διαχωρισμένο από εμάς. Να αναδείξουμε, δηλαδή, πως το Άλλο αυτό, παρόλο που μπορεί να είναι ακραία πιο υποτιμημένο ή χωρίς πολιτικά δικαιώματα, βρίσκεται στην ίδια θέση με εμάς μέσα στην αναδιάρθρωση. Η ανάδειξη της σύνδεσης αυτής και το χτίσιμο της αλληλεγγύης στη βάση της πιέζει πραγματικά την κοινωνία του κεφαλαίου. Αυτό επειδή κινείται επιθετικά, και κάποιες φορές ξεπερνά, τους διαχωρισμούς που επιβάλλονται και εγκολπώνουν τα υποκείμενα στον ορίζοντα του κράτους (είτε μέσω της ενσωμάτωσης είτε μέσω του αποκλεισμού), διαιωνίζοντας έτσι τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη, από τις πρώτες συνελεύσεις της συνέλευσης αλληλεγγύης, αναζητήθηκε η κοινή βάση, που θα συνέδεε τη συνέλευση με τους «5» στο πλαίσιο ενός συνανήκειν αφενός, και που, αφετέρου, θα προωθούσε την κοινωνικοποίηση του αιτήματος για μη έκδοση σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, ώστε να δημιουργηθεί ένα κίνημα αλληλεγγύης που θα κατάφερνε να πιέσει το κράτος.

Κάπου εκεί αναδύθηκαν εντός της συνέλευσης δύο πολιτικά σκεπτικά: το ένα που έκανε λόγο για διωκόμενους αναρχικούς αγωνιστές, και το άλλο που υπερασπιζόταν τους πέντε ως αγωνιζόμενους φοιτητές. Σημειώνουμε εδώ, πως η όλη κριτική δεν αφορά τη χρήση της μίας ή της άλλης λέξης (αγωνιστής/αγωνιζόμενος) για να φτιάξουμε το σωστό κινηματικό λεξιλόγιο. Ξεκινάμε από τις λέξεις, ώστε να αναδείξουμε τους προβληματισμούς μας αναφορικά με τα σκεπτικά που φέρουν από πίσω τους. Είναι γεγονός πως κάθε κίνημα αλληλεγγύης είναι αναγκαστικά σε έναν βαθμό προσωποκεντρικό. Υπήρχαν, δηλαδή, πέντε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία διώκονταν ατομικά από το κράτος, και που έπρεπε να μην εκδοθούν. Η υπεράσπιση των πέντε ως (αναρχικών ή φοιτητών στην Αθήνα) αγωνιστών αποτέλεσε κομμάτι της παραπάνω προσωποκεντρικής λογικής παράγοντας έναν διαχωρισμό: από τη μία τους αγωνιστές ως παγιωμένη ταυτότητα, και, από την άλλη, το κίνημα αλληλεγγύης που τους υπερασπίζεται. Εν τέλει, ως λογική, μοιάζει να μην καταφέρνει να ξεπεράσει την ίδια την πρακτική του κράτους και του αστικού δικαίου, που επιρρίπτει ατομικές ευθύνες και διώξεις διαχωρίζοντάς μας και διασπώντας τις κοινότητές μας.

Στο ξεπέρασμα αυτό έχει στραμμένο το βλέμμα η έννοια του αγωνιζόμενου. Το σκεπτικό από πίσω της προέτασσε μία λογική που ήθελε να αναδείξει πως η στόχευση αυτής της δίωξης δεν αφορούσε μόνο τους πέντε συγκεκριμένους αγωνιστές, αλλά τους αγωνιζόμενους συνολικότερα, αυτούς που εν δυνάμει μπορεί να βρεθούν και να συμμετέχουν σε μικρούς ή μεγάλους αγώνες. Ότι οι πέντε είναι κάποιοι από εμάς και δεν έχει και πολλή σημασία που είναι αυτοί και όχι κάποιες άλλες. Αυτό το δεύτερο σκέλος είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί ένας αγώνας, πράγμα το οποίο δεν συνέβη τελικά στη Θεσσαλονίκη. Το γιατί συνέβη αυτό μάλλον δεν έχει να κάνει μόνο με μία κριτική στην ταυτότητα του αγωνιστή, αλλά στην ίδια την ταυτότητα ως τέτοια, κάτι το οποίο συμπεριλαμβάνει και την κοινωνική ταυτότητα του φοιτητή/εργαζόμενου/μέλους συνέλευσης γειτονιάς που προτάχθηκε στον αντίποδα.

Η σημαντικότητα της κοινωνικοποίησης του αγώνα, η επιδίωξη δηλαδή του να επιτευχθεί κάποιου είδους συνειδητοποίηση πως οι πέντε δεν είναι κάποιοι πέρα από εμάς, αλλά κάποιοι από εμάς, ήταν το πολιτικό σκεπτικό πάνω στο οποίο προτάχθηκε η υπεράσπιση των πέντε ως αγωνιζόμενων φοιτητών. Φάνηκε ωστόσο, σε συνδυασμό φυσικά με τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε και την ίδια τη ροή που ακολούθησε η συνέλευση αλληλεγγύης, πως, έστω κι έτσι, ο αγώνας απέτυχε να κοινωνικοποιηθεί πέραν της Αθήνας.

Κοιτώντας πλέον από απόσταση και προσπαθώντας να αναστοχαστούμε πάνω στην κίνησή μας αναφορικά με το κίνημα της Θεσσαλονίκης, μπορούμε να πούμε, πως η κοινωνική ταυτότητα που προτάχθηκε, πήγε να αντικαταστήσει την πολιτική, παραμένοντας ωστόσο ταυτότητα· το αποτέλεσμα δηλαδή μιας κοινωνικής κίνησης ενάντια στο κεφάλαιο που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Οι αναφορές σε κοινωνικές ταυτότητες στην πραγματικότητα ήταν αναφορές στον προηγούμενο κύκλο αγώνων (στα πανεπιστήμια, σε σωματεία βάσης και σε συνελεύσεις γειτονιάς) ενάντια στην τότε επιβαλλόμενη αναδιάρθρωση, που έχει πια παρέλθει. Σε μια περίοδο που ο ανταγωνισμός έχει αμβλυνθεί τόσο στα πανεπιστήμια, όσο και σε άλλα κοινωνικά πεδία, η επίκληση στη φοιτητική (ή σε άλλη κοινωνική) ταυτότητα φάνηκε ότι δεν είχε να δώσει και πολλά τελικά στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης της αλληλεγγύης και της σύνδεσης με άλλα υποκείμενα (ακόμα και για κόσμο που δραστηριοποιείται στα αυτόνομα σχήματα του Α.Π.Θ. ή σε συνελεύσεις γειτονιάς της Θεσσαλονίκης). Στην Αθήνα, όπου δραστηριοποιούνται οι πέντε, ενεργοποιήθηκαν οι σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα ο αγώνας να αποκτήσει όντως χαρακτηριστικά ενός πολύ δυναμικού κινήματος αλληλεγγύης. Εδώ, ωστόσο, όπου οι σχέσεις αυτές δεν υπήρχαν, η υπεράσπιση των πέντε ως αγωνιζόμενων φοιτητών, αποτέλεσε μάλλον πιο πολύ υπεράσπιση της πολιτικής συμφωνίας και γενικής εγγύτητας σε επίπεδο περιεχομένων που άφησαν οι αγώνες αυτοί. Ελλείψει κάποιας ευρύτερης κοινωνικής κίνησης, που θα μπορούσε να συνδεθεί με τον αγώνα των πέντε, η ταυτότητα, έστω και με κοινωνικό πρόσημο, δεν είχε να πει και πολλά στις κατακερματισμένες κοινότητες του σήμερα.

Η μορφή που πήραν οι διαδικασίες του αγώνα

Σε αυτό το σημείο θα σταθούμε στις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντήσαμε και στη μορφή που πήραν οι διαδικασίες μας κατά τη διάρκεια του αγώνα, χωρίς βέβαια να τη βλέπουμε αποκομμένα από τα περιεχόμενά της. Στην τελική, η όποια μορφή παίρνει μία συνέλευση, η ίδια η τροπή της διαδικασίας της, και τελικά ο ίδιος ο αγώνας, είναι απόρροια των πολιτικών σκεπτικών που εκφράζονται εντός της.

 

Μία αντικειμενική δυσκολία που αντιμετωπίσαμε ήταν το ότι δεν γνωρίζαμε την ακριβή ημερομηνία των εφετείων. Όταν λέμε «αντικειμενικές» δυσκολίες εννοούμε αυτές που ήταν αποτέλεσμα των επιλογών του κράτους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ασάφεια ήταν κομμάτι της στρατηγικής του κράτους, προκειμένου αρχικά να «μετρήσει» το κίνημα που θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια να ζυγίσει καλύτερα τις πολιτικές αποφάσεις που καλούταν να πάρει. Ταυτόχρονα, αποποιούταν μέρος της πολιτικής ευθύνης της απόφασης και το ζήτημα περιοριζόταν στη νομική του διάσταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν ξεκίνησε ο αγώνας, είχαμε την πληροφόρηση ότι το εφετείο (μέχρι και την τελευταία εβδομάδα υπήρχε η πεποίθηση ότι θα υπάρχει ένα ενιαίο εφετείο για όλους τους διωκόμενους) θα πραγματοποιηθεί μέσα σε 10 με 15 μέρες, ενώ κατά τη διάρκειά του αγώνα, κάθε εβδομάδα πληροφορούμασταν ότι θα γίνει το δικαστήριο την επόμενη. Έτσι, από τη μία, δεν μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε και να πυκνώσουμε τις δράσεις μας γύρω από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ από την άλλη, περιμένοντας ότι θα γίνει σύντομα το εφετείο, κάναμε συνέλευση δύο με τρεις φορές την εβδομάδα (με αυτές που συμμετείχαν σε αυτόνομα σχήματα να πηγαίνουν και στον συντονισμό αυτόνομων σχημάτων, που έκανε με την ίδια συχνότητα συνελεύσεις). Το γεγονός αυτό, ήταν και ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην κούραση του κόσμου και τη σταδιακή απομαζικοποιήση των διαδικασιών της συνέλευσης. Επιπλέον, ο περιορισμένος χρόνος που φαινόταν ότι είχαμε, συνέβαλε στο να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην πραγματοποίηση δράσεων και λιγότερο στο άνοιγμα του ζητήματος με ποιοτικότερους όρους.

Υπήρχαν, βέβαια, και επιλογές της ίδιας της συνέλευσης που δημιούργησαν δυσκολία στην κοινωνικοποίηση του αγώνα και συνετέλεσαν στο να μην γίνουν προσπάθειες για το άνοιγμα της συνέλευσης σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, αλλά, αντίθετα, αυτή να πάρει τη μορφή και τα χαρακτηριστικά μίας κλειστής διαδικασίας. Οι συνελεύσεις (με εξαίρεση τρεις-τέσσερις) και οι δράσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν (εκτός από τις δύο πορείες και τη συγκέντρωση έξω από το ιταλικό προξενείο), ήταν μη ανακοινωμένες, με αποτέλεσμα ο κόσμος που πιθανώς θα ήθελε να συμμετέχει σε αυτές, να μην γνωρίζει πότε γίνονται. Όλη αυτή η κλειστότητα, δεν έδωσε χώρο σε άλλο κόσμο που δυνητικά θα ήθελε να εμπλακεί. Όχι μόνο με πρακτικούς όρους (ότι δεν γνωρίζω κάποιο ραντεβού ή πότε είναι η συνέλευση), αλλά και με πολιτικούς όρους, καθώς διαιωνίζει έναν ήδη υπάρχοντα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτούς που τρέχουν τον αγώνα και γνωρίζουν, και αυτούς που παρακολουθούν εξωτερικά. Σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι η ευθύνη βαραίνει και τη δική μας συνέλευση, καθώς προχώρησε σε πρωτοβουλίες με τις παραπάνω προβληματικές.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις δράσεις αποφασίστηκαν με κλειστά κινητά. Θα επιλέξουμε να σταθούμε για λίγο σε αυτόν τον συνήθη κινηματικό αυτοματισμό, επειδή θεωρούμε ότι αυτές οι μικρές επιμέρους επιλογές είναι ενδεικτικές των πολιτικών σκεπτικών που υπήρχαν μέσα στη συνέλευση, αλλά και υπάρχουν διαχρονικά μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα.

Η απομάκρυνση των κινητών προκύπτει ως δικλείδα για τη στεγανότητα των δράσεών μας, όταν πλέον, έχει συζητηθεί το πολιτικό τους σκεπτικό και μένει να δρομολογηθεί η πρακτική τους υλοποίηση, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα να υποκλαπούν οι συζητήσεις μας από την αστυνομία. Για κάποιον λόγο, όταν η απομάκρυνση των κινητών αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση, στο τέλος ο κόσμος καταλήγει να συζητάει μόνο πρακτικισμούς. Παραλείπεται η κουβέντα για  τον κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχουν οι δράσεις μας, με ποιον τρόπο θα πιέσουν το κράτος, και γενικότερα ποιες είναι οι στοχεύσεις τους. Δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν έχει τόση σημασία τι λέμε μέσα στις συνελεύσεις, όσο ο τρόπος που αυτό ειπώνεται, δηλαδή κάτω από άκρα μυστικότητα. Έτσι, χτίζεται το φαντασιακό ότι όλος ο κρατικός μηχανισμός μας παρακολουθεί και γι’ αυτό είμαστε εξ ορισμού επικίνδυνοι, και μένει χωρίς επεξεργασία το αν η κίνησή μας, μάς καθιστά όντως επικίνδυνους.

Η επιλογή της μυστικότητας για χάρη της ασφάλειας, πέρα από θέμα διαδικαστικό, κρύβει μέσα της μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, η οποία αντιλαμβάνεται την αντιμετώπιση της καταστολής από τα κινήματα ως επιχειρησιακό ζήτημα. Είτε, δηλαδή, να κατέχουμε τα μέσα, τις ικανότητες και την τακτική με στρατιωτικούς όρους να «νικήσουμε» την αστυνομία σε επίπεδο ισχύος, είτε να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, ώστε να μην ανακαλύψουν ή να μην προλάβουν να αντιδράσουν σε μια δράση που πραγματοποιούμε.  Τελικά, η μορφή των δράσεών μας καταλήγουν να μην προκύπτουν μέσα από την πολιτική στοχοθεσία και τα περιεχόμενά μας, αλλά από το άθροισμα των επιμέρους μέτρων ασφαλείας. Αυτή η λογική αντιλαμβάνεται το κράτος μόνο ως ένα μηχανισμό πειθάρχησης και καταπίεσης, το οποίο ανεξάρτητα από τον κοινωνικό ανταγωνισμό καταστέλλει εκδικητικά όποιους αντιστέκονται.

Από την πλευρά μας, το κράτος δεν είναι απλά ένας μηχανισμός της άρχουσας τάξης, αλλά αποτελεί αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, και ως τέτοιο προσπαθεί να ενσωματώσει κάθε αγώνα με τέτοιον τρόπο, ώστε να συνεχίσει ομαλά η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Η ένταση της καταστολής από το κράτος εξαρτάται από την μορφή που έχει πάρει η ταξική πάλη στη συγκεκριμένη χώρα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Εξαρτάται από τη δυναμική των ίδιων των κινημάτων, τα περιεχόμενα που αναπτύσσουν και, τελικώς, αν καταφέρνουν να ξεπερνούν τα όρια που συναντούν. Η ένταση της καταστολής δεν αυξάνεται ντετερμινιστικά μέσα στον χρόνο ανεξάρτητα από την κίνηση μας, αλλά βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μαζί της εντός του κοινωνικού ανταγωνισμού. Οι διώξεις (ειδικά αν αυτές πραγματοποιούνται), οι εκκενώσεις καταλήψεων, οι συλλήψεις, γενικότερα η ποινικοποίηση των κινημάτων, συμβαίνουν εντός αυτής της σχέσης και ακριβώς αναφορικά με αυτήν αντιλαμβανόμαστε τους αγώνες μας και θέτουμε τα επίδικά τους.

Με το να αντικαθιστούμε, λοιπόν, τον δημόσιο χαρακτήρα των δράσεών μας με αναβαθμισμένα μέτρα ασφάλειας, ειδικά όταν δεν υπάρχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο διώξεων, δυσχεραίνουμε από μόνοι μας τον κοινωνικό συσχετισμό μεταξύ του κράτους και του κινήματος. Εσωτερικεύουμε συλλογικά τη φοβία ότι κάποιος μας καταδιώκει και υποχωρούμε στα χαρακτηριστικά μας για χάρη της ασφάλειας. Για μας, η ανοιχτότητα των συνελεύσεων και των δράσεων δεν τίθεται ως αυτοσκοπός, αλλά είναι βασική προϋπόθεση, ώστε να μπορούμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα τα περιεχόμενά μας και, ταυτόχρονα, να αναλαμβάνουμε την πολιτική ευθύνη όλων όσων κάνουμε. Είναι η μόνη εγγύηση για να εμποδίσουμε την ποινικοποίηση των αγώνων μας και να πιέσουμε για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Όχι σε μια λογική ηρωοποίησης του εαυτού μας, αλλά πολιτικής υπεράσπισης των δράσεών μας, καθώς τότε είμαστε αναγνωρίσιμοι τόσο κοινωνικά όσο και απέναντι στο κράτος.

Νίκη ή ήττα, αποτιμώντας τους αγώνες μας

Μερικές φορές έρχεται ένα σημείο, ενώ οι αγώνες φαίνεται να συναντούν τα όρια τους, όπου η κοινότητα των αγωνιζόμενων προσπαθεί να ορίσει εκ των προτέρων, την έκβαση του αγώνα που θα συνιστά ήττα και εκείνη που θα χαρακτηριστεί νικηφόρα. Για εμάς, και πέρα από τη στρατηγίστικη αντίληψη που αποτιμάει την κοινωνική κίνηση μετρώντας νίκες και ήττες, τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Οι αγώνες, πόσο μάλλον οι πολιτικοί αγώνες με ορίζοντα τα δικαστήρια του κράτους, αποτιμώνται τόσο με βάση το επίδικο της υπόθεσης, όσο και ως προς την παρακαταθήκη που αφήνουν στο κίνημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρχαν πέντε σύντροφοι που κινδύνευαν με απέλαση, και το κίνημα έπρεπε να πιέσει το κράτος, ώστε να αθωωθούν.

Το κράτος αποτελεί την αντανάκλαση, στο πεδίο της πολιτικής, των ανταγωνισμών εντός της κοινωνίας, ενώ παράλληλα παρεμβαίνει και οργανώνει τις σχέσεις εντός της. Αποτελεί αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, όπως γράφαμε. Οι αιτηματικοί αγώνες, είτε το λένε, είτε όχι, αναγνωρίζουν το κράτος (και τα δικαστήρια του) και ζητούν να διαπραγματευθούν μαζί του (νομική αναγνώριση, άδειες, αθώωση κτλ). Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική επιχειρηματολογία από την πλευρά των κινημάτων σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και στους πέντε, στοχοποιεί τις στρεβλώσεις που αναγνωρίζει σε μια έννοια δικαίου που παραμένει αστική (ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, παραβίαση ορίων κράτησης, ανθρώπινα δικαιώματα, σκευωρίες). Αυτό γιατί το κράτος από την πλευρά του, αναγνωρίζει μέσω των νομικών δικαιωμάτων τα υποκείμενα, και τους προσδίδει ένα αφηρημένο στάτους (αυτό του πολίτη), ώστε να μπορούν να διαπραγματευτούν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία. Από την άλλη, δεν μπορεί να αναγνωρίσει με τον ίδιο τρόπο το σύνολο των υποκειμένων και αναγκάζεται να αποκλείσει και να υποτιμήσει κάποιους συγκεκριμένα, όταν το απαιτεί η αναδιάρθρωση. Αυτή είναι και η βασική αντίφαση που πιέζουν τα κινήματα σε τέτοιες υποθέσεις. Τα κινήματα αλληλεγγύης πιέζουν έτσι, ώστε να πάρουν θέση, όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια της αστικής κοινωνίας, υπέρ του αιτήματός τους (επερωτήσεις βουλευτών, ανακοινώσεις ακαδημαϊκών και ελαστικότητα στη δικαστική απόφαση).Πιέζουν έτσι και το κράτος, ζητώντας αναγνώριση.

Αυτός είναι ο τρόπος που τα κινήματα μέσω των αγώνων, επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κρατική μορφής, αφήνοντας παρακαταθήκη για τους αγώνες που έρχονται, το έδαφος, το οποίο κέρδισαν (ή έχασαν)  μέσα από τα περιεχόμενα και τις μορφές τους εντός και ενάντια στο κράτος, είτε σε επίπεδο θεσμικών κατοχυρώσεων, είτε αποκτώντας/χάνοντας κοινωνική νομιμοποίηση. Επομένως, τα περιθώρια που έχει κάθε κίνημα να ξεδιπλωθεί, και η καταστολή ή οι διώξεις που ασκεί το εκάστοτε κράτος από την άλλη, δεν είναι θέσφατα. Είναι αντικείμενο και αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού.

Κάπως έτσι, πολιτικοί φορείς, που κεφαλαιοποίησαν τον προηγούμενο κύκλο αγώνων, βρίσκουν βήμα σε τέτοιες περιπτώσεις. Συχνά, μάλιστα, για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στη βάση και την ηγεσία τους, να διατηρήσουν το αγωνιστικό προφίλ τους. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, φρέσκος τότε στην εξουσία, στον απόηχο των κινημάτων που κατέληξαν να ζητούν εθνική ανεξαρτησία απέναντι στα ξένα συμφέροντα, εμφανίστηκε σαν υπεύθυνο κράτος που μεριμνά για τους πολίτες του˙ που απέναντι στις διεθνείς πιέσεις, θα προστατέψει πρώτα τα συμφέροντα τους, διατηρώντας έτσι την εθνική του κυριαρχία και, επομένως, τον πρώτο λόγο για την απόφαση.

Πολύς κόσμος προβληματίστηκε, μαζί και εμείς,  με την παρουσία μελών των αστικών κομμάτων ως μαρτύρων υπεράσπισης στο δικαστήριο. Αυτό από τη μια φαντάζει λογικό με βάσει όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ότι δηλαδή, οι κινήσεις αυτές προσπαθούν να επηρεάσουν το σύνολο της κοινωνίας να πάρει θέση στη διαπραγμάτευση με το κράτος. Από την άλλη, θα έλεγε κανείς ότι, από θέση, επιδιώκουμε να συγκρουόμαστε με το κράτος και να προκρίνουμε αδιαμεσολάβητους αγώνες ή τέλος πάντων, να περιορίζουμε τη διαμεσολάβηση του κράτους. Εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση: Δεν αποσκοπούμε απλά στο να αντικαταστήσουμε τη διαμεσολάβηση του κράτους με τη διαμεσολάβηση μιας πολιτικής θέσης, λιγότερο ή περισσότερο αδιάλλακτης, στους αγώνες μας. Το ζήτημα της διαμεσολάβησης είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, μιας και αυτό που διαμεσολαβείται είναι οι σχέσεις.  Μπορεί για παράδειγμα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις αγώνα, μια υπερασπιστική γραμμή να είναι η ίδια στο δικαστήριο, αλλά να έχει προκύψει με τελείως διαφορετικό τρόπο στην κάθε περίπτωση μέσα από τις διαδικασίες του κινήματος.

Υπό αυτό το πρίσμα, εκεί βρίσκεται το δεύτερο διακύβευμα μιας αποτίμησης τέτοιων αγώνων: Στο κατά πόσο κατάφεραν να μετασχηματίσουν τις σχέσεις που υπήρχαν πριν, όταν ξεκινούσαν・ να αφήσουν μια κληρονομιά μεγαλύτερης ευελιξίας στο να εμπλέκονται τα υποκείμενα, και η συμμετοχή τους  να μην γίνεται επειδή εγκαλούνται εξωτερικά・ να υπάρχουν λιγότερα πράγματα που βρίσκουν έτοιμα  ή τους επιβάλλονται, και περισσότερα να αυτοδημιουργήσουν.

Το ζητούμενο, λοιπόν, πέραν της ικανοποίησης των αιτημάτων, για μας, είναι το κατά πόσο καταφέραμε στον όποιο βαθμό την αναδιάταξη των σχέσεων και των  προηγούμενων συσχετισμών, κερδίζοντας ως κίνημα χώρο για το από δω και πέρα απελευθερώνοντας δυνατότητες για τους επόμενους αγώνες μας. Από τη σκοπιά αυτή, ο αγώνας των πέντε, παρόλο που μπλόκαρε την έκδοσή τους, δεν κατάφερε να δώσει αυτήν την ώθηση στις κοινότητες των αγωνιζόμενων για την αναθεώρηση των όρων που θέτει το ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού.

[1]Για μια αναλυτική περιγραφή και ανάλυση του προηγούμενο κύκλου αγώνων και των ορίων του βλ. Τυφλοπόντικας 1, «Την πάσα ελπίδα αφήσατε όσοι περνάτε».

#1 εντιτόριαλ

Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά…Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ’ το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!
Κ. Μαρξ, η
18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Σαλονίκη. Μάης ’15. Υγρασία που τρυπάει τα κόκαλα και κολλάει στα πνευμόνια. Από το φωταγωγό ακούγεται η τηλεόραση κάποιου που χρόνια τώρα παρακολουθεί εμμονικά Μπογδάνο και Πορτοσάλτε. Κάνω ζάπινγκ. Τσίπρας, Βαρουφάκης, Ζωή Κωνσταντοπούλου και τούμπαλιν. Grexit, Σόιμπλε, γερμανικές αποζημιώσεις, ρωσικό αέριο. Όλα έχουν αλλάξει στην τηλεόραση. Οι νεκροί στα σύνορα δεν είναι πια λαθρομετανάστες, αλλά πρόσφυγες που πάνω τους πέφτει το ανθρωπιστικό βλέμμα. Οι αριστεροί διανοούμενοι, που πριν διακήρυτταν το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής κρίσης, τώρα υποστηρίζουν το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Αλλάζω κανάλια να φτάσω στη ζώνη του λυκόφωτος. «Μοναδικό δαχτυλίδι σε ροζ χρυσό 18 καρατίων στα 0,30 micron. Δύο εκπληκτικά ανθέμια διακοσμούν το κόσμημα με αυστριακούς κρυστάλλους που χαρίζουν λάμψη και γοητεία στην κομψότατη εμφάνισή σας». Μπούκωσα τόσο με την ατμόσφαιρα ελπίδας και αγωνιστικής διάθεσης στις ειδήσεις που δεν έχω όρεξη ούτε για τελεμάρκετινγκ. Αν ήταν κάνας αποχυμωτής, κάνα μαρινέιτορ, πάει κι έρχεται… Αλλά δαχτυλίδι αρραβώνων… Μόνο αυτό μας έλειπε!

Αρκετά όμως με την επιφάνεια.

Κάτω από τη γη τρέχουν τυφλοπόντικες. Σκάβουν σήραγγες για να επικοινωνήσουν σκεπτικά & εμπειρίες αγώνα. Συναντιούνται υπόγεια και απεργάζονται την καταστροφή αυτού του κόσμου. Γιατί η ελπίδα που κυριαρχεί στην επιφάνεια είναι η ελπίδα των κυρίαρχων. Γιατί δεν ικανοποιούνται ούτε από το «τίποτα δεν έχει αλλάξει» ούτε από το «όλα άλλαξαν» αφού και τα δυο αφήνουν απέξω την ταξική πάλη. Γιατί το θέμα δεν είναι να αρνηθούμε ότι συμβαίνουν αλλαγές, αλλά να τις κατανοήσουμε και να εντοπίσουμε τη δυναμική της αναδιάρθρωσης, ώστε να μπορέσουμε να χαρτογραφήσουμε το πεδίο στο οποίο βρισκόμαστε και να προσανατολιστούμε: Διαλέγοντας πλευρά μέσα στους αγώνες, με κάθε νίκη, ήττα κι αναδίπλωση του εχθρού γεννιέται η στρατηγική σκέψη και μέσα από τη διαδικασία της αυτοκριτικής και της διαύγασης των διαφόρων πτυχών γεννιέται η θεωρία. Τόσο απλά και με τόσο ξεκάθαρη θέση.

Πρώτο τεύχος του «τυφλοπόντικα» λοιπόν. Και το πολύπλοκο δίκτυο από σήραγγες που σκάβει υπόγεια, τρέχει κάτω από την επιφάνεια του καπιταλιστικού κόσμου από την άνοιξη του ‘14 μέχρι σήμερα. Από τους αγώνες για τη στέγη στην Ιταλία μέχρι τα μιντιακά παιχνίδια που στήθηκαν στην Αμφίπολη. Από τον αγώνα ενάντια στη ρατσιστική επιτροπή κατοίκων στην Τούμπα μέχρι την κατάληψη της πρυτανείας του ΑΠΘ το Δεκέμβρη. Από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, στις αντιιμπεριαλιστικές καμπάνιες και τις φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις. Από τη σημερινή αναδιάρθρωση της κρατικής μορφής και τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, στην κοινωνία των πολιτών και τις Μ.Κ.Ο. Και έχει ακόμα πολύ χώμα για σκάψιμο…

Στο απόσπασμα που παρατέθηκε στην αρχή ο Μαρξ αναφέρεται σε δυο σκηνές από την 1η πράξη του «Άμλετ». Τι πιο ταιριαστό λοιπόν για το κλείσιμο αυτής της εισαγωγής από τα λόγια που απευθύνει στον Οράτιο ο Άμλετ πριν αφήσει την τελευταία του πνοή:

« […] όλα όσα έγιναν. Να του τα πεις. Πώς έγιναν, τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Πες του με λεπτομέρειες όπως έγιναν, μονάχα αυτά που έγιναν. Τα άλλα είναι σιωπή».

Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε

Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε
Dante, Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση

Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές του Γενάρη που μας πέρασε, τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή Μ.Μ.Ε επαναλαμβάνεται μια τρομαγμένη ή ενθουσιώδης (κατά περίσταση) επωδός: η Ελπίδα έρχεται στην Ελλάδα, η Ελπίδα πάει να αγωνιστεί στην Ευρώπη, η Ελπίδα νίκησε. Νιώθουμε την ανάγκη να μοιραστούμε μια συζήτηση που διεξάγεται στη συνέλευση της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ κι έχει να κάνει με την κρατική μορφή και την αριστερή διαχείρισή της. Πριν όμως μπούμε στο ζουμί, μια απαραίτητη διευκρίνιση. Η Ελπίδα, πήγε στην Ευρώπη το 1979 για την Ελλάδα, και όχι, δε νίκησε, αλλά το εθνοκίτς άσμα «Σωκράτη εσύ Super Star» κατετάγη 8ο.

{Μια βιαστική περιοδολόγηση για το πώς φτάσαμε στο σήμερα}

[2008 – 2010] Τα παιδιά ενός επίμονου Δεκέμβρη

Το Δεκέμβρη του 2008 ένας μπάτσος δολοφονεί στα Εξάρχεια τον 16χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Αυτή ήταν η αρχή μιας σειράς ταραχών που άμεσα διαχύθηκαν τόσο μέσα στην πόλη της Αθήνας όσο και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα. Η εξέγερση που εκτυλίχθηκε άσκησε έμπρακτη κριτική στο εμπόρευμα, επιτέθηκε στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους, κατάφερε να διαρρήξει τις πολιτικές ταυτότητες και εμπλούτισε τα περιεχόμενα του ανταγωνιστικού κινήματος θέτοντας ζητήματα γενικευμένης κριτικής στο Υπάρχον. Οι αόρατοι και οι δίχως μέλλον σε μια συγκυρία που τα όνειρα κοινωνικής καταξίωσης γκρεμίζονται, βγήκαν στο προσκήνιο όχι απλά ως φοιτητές, μαθήτριες, εργαζόμενες στην επισφάλεια, άνεργοι και μετανάστες δεύτερης γενιάς. Αφήνοντας στην άκρη τις ταυτότητες –τις παγωμένες μορφές μιας κοινωνικής κίνησης του παρελθόντος που γεννήθηκαν μετά την ήττα– συγκροτήθηκαν ως κοινότητες αγώνα με μια άρνηση στο κέντρο τους: την άρνηση της σχέσης κεφάλαιο1. Αυτή η άρνηση του διαχωρισμένου και κατακερματισμένου Είναι (με όλες τις διακυμάνσεις του)2 αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης που συνοδεύτηκε από μια δημιουργικότητα στο ανταγωνιστικό πεδίο και την αναγνώριση ενός συλλογικού εμείς με ανάγκες και επιθυμίες. Αναδύθηκε λοιπόν στο κέντρο της συζήτησης ένα μη-υποκείμενο που είτε η εργασιακή συνθήκη (κύκλοι επισφάλειας/ ανεργίας) είτε η πολιτειακή τους ύπαρξη (μετανάστες χωρίς χαρτιά, παιδιά μεταναστών γεννημένα στην Ελλάδα που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων) το έχει εγκλωβίσει μεταξύ ενσωμάτωσης και αποκλεισμού ή καλύτερα στην ενσωμάτωση στον κοινωνικό ιστό δια του αποκλεισμού από έναν «κανονικό» ρόλο (δουλειά & μισθός με βάση την παρελθούσα κοινωνική συμφωνία).

[2011 – 2012] Αντίσταση στο μνημόνιο: περιθώρια κι όρια

Το κίνημα ενάντια στη λιτότητα που σχηματοποιείται αυτήν την περίοδο φάνηκε να απειλεί ακόμα περαιτέρω το καθεστώς συσσώρευσης στην Ελλάδα δημιουργώντας γενικές απεργίες, γενικευμένα συγκρουσιακές διαδηλώσεις και το κίνημα των πλατειών. Όμως αυτό το κίνημα συνάντησε τα εσωτερικά και εξωτερικά όρια του. Όρια, που έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο και τη μορφή που πήρε το κίνημα της «αγανάκτησης». Διότι, αυτό που εμφανίστηκε σαν απαξίωση των μορφών διαμεσολάβησης και ενσωμάτωσης της ταξικής πάλης, όπως τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, κατέληξε σε μια λαϊκίστικη προσωποποίηση των ευθυνών σε κακούς διαχειριστές και αντί να ξεπεράσει τα όρια της πολιτικής ως διαχωρισμένης δράσης, εγκλωβίστηκε στα όρια της πολιτικής διαμεσολάβησης. Η δημόσια εκδήλωση δυσαρέσκειας με την ιδιότητα του πολίτη και το κάλεσμα για δημοκρατία (με διάφορα προσδιοριστικά επίθετα) συσκότισε το περιεχόμενο των αγώνων ενάντια στην αναδιάρθρωση και κατόρθωσε να εμφανίσει τα ζητήματα κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικών μορφών ως ζητήματα πολιτικής διαχείρισης και πολιτικής λύσης. Και μάλιστα εθνικής πολιτικής λύσης. Αυτή η τόσο μικρή φράση έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της αναδιάρθρωσης. Δεν είναι τυχαίο που οι πολιτικοί σχηματισμοί που κλήθηκαν να υποστηρίξουν τη συνέχισή της είτε έπαιξαν ρόλο μέσα στις πλατείες (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) είτε προσπάθησαν και κατόρθωσαν να εκπροσωπήσουν την κοινωνική τάση που σχηματίστηκε εκεί (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή). Το ποικιλόμορφο, διαταξικό και μαζικότατο κίνημα των πλατειών πυροδότησε μια ιστορική παραγωγική διαδικασία στην οποία όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, αλλά αυτό που προέκυψε ήταν συγκεκριμένο. Το ζήτημα της κατάργησης των διαμεσολαβήσεων της αξίας (όπως αυτό είχε τεθεί έμπρακτα το Δεκέμβρη του 2008) θάφτηκε και κινδυνεύει πια να χαθεί από τη συλλογική μνήμη, ενώ το ζήτημα της επιβίωσης του «εθνικού» κεφαλαίου και των μικροεπιχειρήσεων κατόρθωσε να φέρει στο προσκήνιο την ανάληψη της εξουσίας από μια πατριωτική διακυβέρνηση «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου.3 Ο κεντρικός ρόλος Συριζαίων στις πλατείες και τα αντίστοιχα τηλεπαράθυρα είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν κεντρικά θέματα η εθνική ανεξαρτησία, η αντίσταση στη γερμανική κατοχή, τα «μερκελάκια» και άλλα τέτοια ωραία πατριωτικά και κεντρικής πολιτικής ζητήματα, ενώ ζητήματα καθημερινότητας όπως το κόψιμο του ρεύματος από τη Δ.Ε.Η ανάγονταν μεθοδικά σε νομικά πλαίσια και λύσεις4 και εντάσσονταν σε μια ατζέντα κοινωνικών αγαθών και δικαιωμάτων όχι όλων αλλά των πολιτών. Η παραδοσιακή πατριωτική αριστερά στην Ελλάδα συγκροτήθηκε ενάντια στις «ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις» υποκαθιστώντας το ταξικό περιεχόμενο των αγώνων με το σχήμα της εθνικής αντιπαράθεσης και καθιστώντας τον εαυτό της το μόνο πραγματικό εκφραστή των αληθινών συμφερόντων του λαού-έθνους (σε αντίθεση με την ξενόδουλη αστική τάξη). Κι εκεί ακριβώς είναι που συναντιέται ο πατριωτισμός της αριστεράς με την παραδοσιακή λαϊκή εθνικιστική δεξιά: το εθνικό κράτος και η ενίσχυση της κυριαρχίας του εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση για τον αυτοκαθορισμό ενός λαού και την κοινωνική απελευθέρωση, προσδένοντας την κοινωνική αλλαγή στο άρμα του καπιταλισμού. Τοιουτοτρόπως, αντί να αρθρώνεται μια κριτική στην καπιταλιστική σχέση, δαιμονοποιούνται οι ακραίες μορφές της και παράγονται σχήματα που μέσα από την άρνηση και την εναντίωση στο «μεγάλο» κεφάλαιο, τις «μεγάλες» καπιταλιστικές χώρες, τα πανίσχυρα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ντόπια πλουτοκρατία καταφάσκουν σε έναν εντόπιο καπιταλισμό με μια κρυφή ελπίδα για μια αιώνα σοσιαλδημοκρατία.

[2012 – 2014] Γεύση δακρυγόνο και τα μάτια στην κάλπη

Η Κυριακή 12 Φλεβάρη 2012 ήταν το κύκνειο άσμα του κινήματος ενάντια στη λιτότητα. Η βία των πολιτικών της λιτότητας που διαπέρασε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες τις έβγαλε μαζικά στο δρόμο. Εκεί συνδυάστηκε ο παλιός με το νέο κόσμο, οι παλιοί με τους νέους τρόπους έκφρασης της άρνησης. Από τη μία η τεράστια συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το κτίριο της βουλής που σα να απευθυνόταν σε ένα νεοκενσυανό κράτος πίστευε ότι η μαζικότητά της ήταν επαρκής για να υποχωρήσει η κυβέρνηση. Αυτό το κράτος όμως, σε αυτή τη φάση της αναδιάρθρωσης, είχε πάρει άλλο δρόμο. Η κατεδάφιση της κοινωνικής πρόνοιας και το άνοιγμα του πεδίου στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η μετακύλιση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε εμάς και τα στρατιωτικά μέτρα στη διαχείρισή της, δεν αφήναν περιθώρια για παρανοήσεις. Από την άλλη, οι διάχυτες ταραχές στο Σύνταγμα είχαν στη μήτρα τους μια αντίφαση. Η συμμετοχή στις συγκρούσεις με την εμπροσθοφυλακή του κεφαλαίου που λέγεται αστυνομία ήταν μαζική. Το ίδιο ίσχυε και για την πολιτική υποστήριξη των συγκρούσεων από το σώμα της συγκέντρωσης. Παρόλο που η επίθεση στους κατασταλτικούς μηχανισμούς είναι μια αρχή για το πρακτικό ξεπέρασμα του διαλόγου με το κράτος και παρά τις αντικρατικές και αντικαπιταλιστικές φιλοδοξίες κάποιων συμμετεχόντων σε αυτές, οι συγκεκριμένες επιλογές της στρατηγικής και της τακτικής αυτής τη σύγκρουσης άλλο δείχνουν. Η επίθεση στη βουλή τη βραδιά ψήφισης των μέτρων λιτότητας υπογραμμίζει τη βασική αδυναμία των ταραχών και των εξεγέρσεων να ξεπεράσουν τον προσανατολισμό τους προς το κράτος. Κι αυτήν την κατεύθυνση προς το κράτος τη μοιράζονταν με την αμυντική συγκέντρωση στην πλατεία που περιγράφηκε πρώτη. Ο κόσμος λοιπόν, είδε την ψήφιση των μέτρων σαν έναν απτό στόχο που μπορούσε να κατακτήσει από το κράτος κι έτσι βγήκε στο δρόμο και έπαιξε όλα του τα χαρτιά. Αποφάσισε τι πρέπει να κάνει το κράτος, διάλεξε τα μέσα να το εξαναγκάσει προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά δεν το κατόρθωσε. Κι έτσι παρόλα τα δημιουργικά ξεπεράσματα που μπορεί να πραγματοποιήθηκαν η κίνηση των ανθρώπων παρουσιάστηκε ως μια έκκληση για μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της φτώχειας. Η ήττα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η εμπέδωση της καταστολής στη συλλογική μνήμη οδήγησε την αναδιάρθρωση της κρατικής μορφής να πάρει μια στροφή προς την ακόμα πιο στρατιωτική διαχείριση της πάση θυσία επιστροφής στην εργασία με ολοένα και χειρότερους όρους· κάπου εδώ επιστρατεύεται και η Χρυσή Αυγή που κλήθηκε να επιβάλει την καπιταλιστική ομαλότητα εκεί που το κράτος δεν έφτανε ή δεν είχε την κοινωνική νομιμοποίηση να το κάνει ανοιχτά. Όταν πλέον η δημοκρατία κατέστη κοινωνικά και θεσμικά νομιμοποιημένη να εφαρμόζει φασιστικές λογικές και πρακτικές και με αφορμή τη δολοφονία ενός Έλληνα αντιφασίστα από τα μέλη της ΧΑ, το ισχυρό κράτος την έστειλε στη φυλακή και ο ΣΥΡΙΖΑ έτρεξε να καρπωθεί αυτήν την υπεραξία. Και τα κατάφερε.

[2015] Πάμ’ πλατεία;

τίποτα πια μη με ρωτάτε

δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το φεγγάρι

έχω κομάρα – κι είν’ αργά

θα φύγουν ένα-ένα τα γκαρσόνια

ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά

τι ησυχία που ακολουθεί

τι ησυχία…

κι αυτό το Σύνταγμα

σα να μην είναι πια πλατεία

Κ. Ταχτσής, Καφενείο Το «Βυζάντιο»

Η αναδιάρθρωση του κράτους και η αλλαγή της κυβέρνησης είναι λοιπόν μια αποτύπωση του προηγούμενου κύκλου αναδιάρθρωσης και των αγώνων ενάντια σε αυτήν. Οι τάσεις που προσπάθησαν να αντιθέσουν την κίνηση των από τα κάτω στην κίνηση του κεφαλαίου με τη συλλογική άρνηση πληρωμών, τις αυτομειώσεις και τις επανασυνδέσεις των κομμένων ρευμάτων δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων που εγκλωβίστηκαν στα όρια της ανάθεσης και στη λογική της διαμεσολαβημένης από το κράτος άρνησης πληρωμών με τη μορφή της διαγραφής του χρέους. Με άλλα λόγια, το μαγαζί έκλεισε για να ανοίξει σε κεντρικότερο δρόμο. Ο κόσμος δε χρειάζεται να πάει στην πλατεία για να αγωνιστεί πια, έβαλε την πλατεία (ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ) στη βουλή να διαχειριστεί την κατάσταση και να διαπραγματευτεί με τους εταίρους. Πάει πλατεία βέβαια, αλλά για να στηρίξει την κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση με τους Ξένους που επέβαλαν το επαχθές και επονείδιστο χρέος. Η ιδεολογική δημιουργία μιας φαινομενικής κοινότητας με την ένωση απέναντι σε εξωτερικούς οχτρούς έχει όνομα: έθνος. Στην κεντρική πολιτική σκηνή άλλωστε περνάνε γρήγορα οι φράσεις και τα πολιτικά προγράμματα και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ενδυματολογικές προτιμήσεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να φορέσουν γραβάτα στη βουλή. Μοιάζει να έχει πιο πολύ σημασία το ότι γράφουν πιο καλά στις κάμερες παρά τα όσα λένε.Η αισθητικοποίηση του πολιτικού πάει ακόμα παραπέρα, αφού οι διαπραγματεύσεις σε Eurogroup και συνόδους κορυφής εναποτίθενται στο «θρίαμβο της θέλησης» του Βαρουφάκη που έκανε τον Ντάισελμπλουμ να λακίσει και τσίτωσε τόσο τους Γερμανούς που ήθελαν να αντικατασταθεί με κάποιον άλλο στις διαπραγματεύσεις γιατί προκαλεί σύγχυση.

[Κρίση και αναδιάρθρωση της κρατικής μορφής] Omnia mutantur, nihil interit

Αντιλαμβανόμαστε το κράτος βασισμένοι σε μια διαλεκτική της μορφής και του περιεχομένου της ταξικής πάλης. Αφετηρία της κατανόησής μας είναι η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στη διαδικασία της παραγωγής, δηλαδή η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Με αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο λοιπόν, αντιμετωπίζουμε το κεφάλαιο ως μια σχέση ταξικής πάλης και το κράτος ως αντικείμενο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Ως μια στιγμή ενός τρόπου κυριαρχίας δηλαδή, που βρίσκεται στο κέντρο της διαλεκτικής της οργανωτικής και καταπιεστικής πλευράς της εργασίας μέσα στο κεφάλαιο. Το κράτος δεν είναι επομένως ένα απλό επιτελείο της άρχουσας τάξης που εκφράζει τα συμφέροντά της, ούτε ένα εργαλείο που αν έρθει στα χέρια μας μπορούμε να το στρέψουμε προς όποια κατεύθυνση θέλουμε εμείς. Αυτό σημαίνει ότι δε βλέπουμε το κράτος να υπάρχει σε μια διαχωρισμένη σφαίρα της πολιτικής, όπου αρκεί η πολιτική βούληση της κυβέρνησης για να παρθούν «κομμουνιστικά» μέτρα. Με άλλα λόγια, το κράτος δεν είναι ουδέτερο και από τη στιγμή που είναι μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό, η ανάγκη συνέχισης της καπιταλιστικής σχέσης βάζει ευθύς εξαρχής περιορισμούς στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Από την άλλη, δε σημαίνει ότι το αντιλαμβανόμαστε σαν ένα τσιμενταρισμένο κομμάτι μιας αντίστοιχης οικονομικής σφαίρας, σαν ένα συλλογικό –θεσμοθετημένο καπιταλιστή που δρα πάντα προς τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί θα του αποδίδαμε έτσι μια δύναμη που δεν θα μπορούσε κανείς να κατέχει (με δεδομένους τους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων), αλλά και γιατί μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά αφαιρεί τη δυναμική της ταξικής πάλης από την εξίσωση και μας επιφυλάσσει ένα ρόλο απλού θεατή μιας ντετερμινιστικής διαδικασίας. Όπως και να έχει, αφού το κράτος προκύπτει από τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, η συνέχιση της ύπαρξής του ως μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων εξαρτάται από την αναπαραγωγή του καπιταλισμού.

Η κρίση ως μια στιγμή μπλοκαρίσματος της καπιταλιστικής συσσώρευσης πάει αγκαζέ με την αναδιάρθρωση. Και η αναδιάρθρωση είναι μια οικονομική, πολιτική και ιδεολογική συνάμα διαδικασία ταξικού ανταγωνισμού με σκοπό την αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Η παραγωγή αξίας συνάντησε κωλύματα από την ανυποταξία και την απειθαρχία μας στους χώρους της δουλειάς, από την αντίσταση στην υποτίμηση της αξίας της εργασιακής μας δύναμης, αλλά και από την απαξίωση των μηχανισμών μεσολάβησης της ταξικής πάλης από το κράτος (συνδικαλιστικές ηγεσίες, πολιτικά κόμματα). Αυτή η συχνά σπασμωδικά και συγκεχυμένα εκφρασμένη συνολική αμφισβήτηση της σχέσης κεφάλαιο, ταρακούνησε και το καθεστώς συσσώρευσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτό ρυθμίζεται. Από τα όρια λοιπόν που συνάντησε ο προηγούμενος κύκλος αναδιάρθρωσης ξεπηδά πάντα το καινούριο καθεστώς: από ένα «κράτος πρόνοιας» στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με/χωρίς σοσιαλδημοκρατικό μανδύα, από την τεχνοκρατική διαχείριση του κράτους σε δικομματικές τρικομματικές κυβερνητικές συνεργασίες, από την είσοδο της ΧΑ στη βουλή και την ακροδεξιά στροφή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ. Το νέο μοντέλο πρέπει να ενσωματώνει την αντίδραση στο παλιό, για να εξασφαλιστούν οι συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου και να σταθεροποιηθεί μακροχρόνια η δυνατότητα κέρδους.Το κέρδος δεν είναι κάτι αόριστο που υπερίπταται ή κάτι εξωτερικό, διαχωρισμένο από εμάς. Αντιθέτως, προκύπτει από εμάς και υπάρχει επειδή μας εμπεριέχει· είναι με άλλα λόγια μια στιγμή της σχέσης κεφάλαιο, της σύγκρουσης κυριαρχίας –αγώνα.

[και τώρα κάτι τελείως διαφορετικό] η ρεάλ πολιτίκ θεωρία των σταδίων και

η ρύθμιση της φτώχειας

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ανεργία φτάνει στο 27%, ενώ στους νέους η ανεργία αγγίζει το 50%. Έχουν καταργηθεί οι συλλογικές συμβάσεις, οι μισθοί –όπου δεν αντικαταστάθηκαν από επιδόματα ανταποδοτικής εργασίας –έχουν μειωθεί τρομακτικά5, έχουν ιδιωτικοποιηθεί διάφορες κρατικές υπηρεσίες και πλάι στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς έγιναν και ανάλογες μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια που ως σύγχρονα εργοστάσια της εκπαίδευσης την τροφοδοτούν με εξειδικευμένο προσωπικό. Ομοίως και στα νοσοκομεία, που οι περικοπές στον προϋπολογισμό άγγιξαν το 25%, έκλεισαν κλινικές και μειώθηκαν τα κρεβάτια, ενώ ταυτόχρονα με την εφαρμογή εισιτηρίου πετάχτηκαν έξω τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας. Με το κρατικό χρέος στο 176% του ΑΕΠ λοιπόν, εύλογα πηγάζει το ερώτημα, πώς διάολο θα γίνει η ρύθμιση της φτώχειας μας;

Ας ξεκινήσουμε από το πώς δε θα γίνει. Οι βερμπαλισμοί του παρελθόντος έχουν εγκαταλειφθεί και τη θέση τους κατέλαβε μια πιο ρεάλ πολιτίκ με ολίγη από lifestyle της άρνησης. Η ακύρωση των μνημονίων, το «καμιά θυσία για το ευρώ» και η περιβόητη «εθνικοποίηση των τραπεζών» είναι πια εκτός ατζέντας. Αυτό όμως δεν αποτελεί μομφή ως προς την αλλαγή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ ένα αντικαπιταλιστικό αριστερό κόμμα, αλλά από τη δημιουργία του αντιλαμβανόταν την ύπαρξη του ως μια μετωπική συμμαχία, ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ενταγμένη στο κοινοβουλευτικό σύστημα αντιπροσώπευσης και σύμφωνη με τους «όρους του παιχνιδιού». Κι αφού το ρόλο του στις πλατείες τον περιγράψαμε, αρκεί να αναφέρουμε τα παραδείγματα του ξεπουλήματος της απεργίας των δασκάλων ενάντια στην αξιολόγηση το 2013 από την ελεγχόμενη από το ΣΥΡΙΖΑ ΕΛΜΕ ή τη συμμετοχή μεγαλοστελεχών του στο ξεπούλημα της απεργίας των γιατρών το 2007, για να καταλάβουμε και το ρόλο που επιδίωκε μέσα στις κοινωνικές συγκρούσεις. Άλλωστε, η ίδια η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ –και του κομματιού που διαδηλώνει για να υποστηρίξει την κυβέρνηση στις «διαπραγματεύσεις»– περί μονοπωλίων μετατοπίζει τη συζήτηση από την ουσία του κοινωνικού ανταγωνισμού σε μια αντιπαράθεση μεταξύ ελεύθερου ανταγωνισμού και μονοπωλίων. Βέβαια, μόνο οι πολιτικά αόμματοι θα μπορούσαν να αρνηθούν την τάση συγκέντρωσης –συγκεντροποίησης των ατομικών κεφαλαίων με σκοπό την απόκτηση ευνοϊκότερης θέσης μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και την εξασφάλιση ενός υψηλότερου κέρδους από το μέσο. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα διάφορα κεφάλαια, ως ατομικά-μεμονωμένα κεφάλαια, συγκροτούνται σε συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο· κι ο ελεύθερος ανταγωνισμός αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό και προϋπόθεση αυτής τη συγκρότησης. Τα μονοπώλια λοιπόν, δεν είναι το αντίθετο του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά μια μορφή ατομικού κεφαλαίου όπως αυτή διαμορφώνεται στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με τη λάθος αφετηρία της κατανόησης του μονοπωλίου, ως μιας επιχείρησης που μονοπωλεί την αγορά, οδηγούνται σε πύρινες ανακοινώσεις για πλουτοκρατία και μονοπώλια της cocacola, της Aegean και της DIGEA που αποτελούν ένα νοητικό βραχυκύκλωμα και ξεχνούν(;) να βάλουν στο κέντρο τον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνεται και όλη η συζήτηση περί των παραδειγμάτων επανάστασης στα κράτη της λατινικής Αμερικής που εμπνέουν το ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο). Η ρητορεία ενάντια στα μονοπώλια είδαμε εκεί να προσλαμβάνει εθνικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά από τις κυβερνήσεις Τσάβες και Λούλα. Έτσι, τα «σοσιαλιστικά» κράτη όπου γίνονταν εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων δε φάνηκε να δημιουργούν κανένα πρόβλημα στον καπιταλισμό ως κοινωνική σχέση. Τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι αν απουσιάζει η κεντρικότητα του αγώνα ενάντια στη σχέση κεφάλαιο, εύκολα ο αγώνας μπορεί να διολισθήσει σε έναν αγώνα για αληθινή/ άμεση/ πραγματική δημοκρατία ή να εξελιχθεί σε μια διαμάχη μεταξύ διαφορετικών εκδοχών του καπιταλισμού (προοδευτικός -αντιδραστικός, δυτικός- κινέζικος).

Οι μέχρι τώρα κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτικές του πώς θα επιχειρήσει να συνεχίσει την αναδιάρθρωση. Από τις πατάτες χωρίς μεσάζοντες/ με πολιτική οικονομία, στην αλληλέγγυα οικονομία κι από τα κοινωνικά ιατρεία στα αυτοδιευθυνόμενα εργοστάσια έστησε ή ηγεμόνευσε διάφορες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης που τις διαπερνούσε όλες η ίδια προβληματική: αντί να συγκροτούνται μέσω κοινοτήτων αγώνα και να τροφοδοτούν συνεχώς τη σύγκρουση με το Υπάρχον, διακατέχονταν από μια λογική διαχείρισης και ικανοποίησης αναγκών, μια λογική παραίτησης από τους αγώνες άρνησης της κοινότητας του κεφαλαίου και κατάφασης σε μια αυτοδιαχείριση της φτώχειας και υποκατάστασης της χαμένης κρατικής πρόνοιας. Διόλου απίθανο λοιπόν, διάφορες τέτοιες μορφές, απογυμνωμένες πλήρως από τα όποια ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά τους, να λειτουργήσουν ως ένας επίσημος εθελοντικός βραχίονας του κράτους πρόνοιας. Αν θέλαμε να προχωρήσουμε σε ακόμα πιο διεστραμμένα σενάρια, θα βλέπαμε η στελέχωση των κοινωνικών ιατρείων να γίνεται πλέον και με voucher για εργαζόμενους στο χώρο της Υγείας. Για να μην τους δίνουμε ιδέες και αφού δεν διεκδικούμε το ρόλο του προφήτη της ιστορίας, σταματάμε τις υποθέσεις μας εδώ. Όπως και να έχει όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να δημιουργήσει την εντύπωση υλοποίησης ενός μεταβατικού προγράμματος, ενός προγράμματος που ό,τι κι αν είναι δεν θα το λένε μνημόνιο. Και σε αυτό έχει την υποστήριξη μιας μερίδας αστών οικονομολόγων και ενός κομματιού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που πιστεύει ότι πρέπει να σταματήσει η λιτότητα και οι περικοπές δημοσίων δαπανών, και στη θέση τους να παταχτεί η φοροδιαφυγή και να γίνουν επενδύσεις που θα επιφέρουν ανάπτυξη.

[για τους αγώνες του σήμερα] ένα άτομο, μία ψήφος | μία κυβέρνηση -ένας λαός;

Να εγκλωβιστούμε σε μια λογική αριστερής αντιπολίτευσης απουσία άλλων; Να απορροφηθούμε σε στείρους ακτιβισμούς με τη λογική του «τώρα που μας παίρνει»; Να δώσουμε περίοδο χάριτος πεισμένοι από το εναλλακτικά καπιταλιστικό πρόγραμμα διαχείρισης και τις αγαθές προθέσεις των συριζαίων; Να οξύνουμε την αντίφαση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για να τον ωθήσουμε αριστερότερα ή στη διάσπαση; Να συνεχίσουμε σα να μην έχει αλλάξει τίποτα;

Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν που ούτε λίγο ούτε πολύ μας παρουσιάζεται ότι το σύγχρονο ΕΑΜ τα βρίσκει με τον αντίστοιχο ΕΔΕΣ για να τα βάλουν με τους ξένους και στην οποία lgbtq οργανώσεις βρέθηκαν να στηρίζουν μια κυβέρνηση με τύπους που ξερνάν τον ομοφοβικό οχετό τους δημοσίως6, δεν μπορούμε ούτε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, ούτε να παρακολουθούμε ως θεατές τις εξελίξεις. Πρέπει καταρχάς να προσπαθήσουμε να διαυγάσουμε το περιεχόμενο της δικής μας κίνησης και να βάλουμε στο κέντρο της την ουσία αυτού του κόσμου. Τα μαγαζάκια της πολιτικής διαμεσολάβησης των κοινωνικών συγκρούσεων έχουν γίνει πλέον κοτζάμ εμπορικά κέντρα και θα προσπαθήσουν ακόμα περισσότερο να απογυμνώσουν τις μορφές κοινωνικής αντίστασης από τα επιθετικά τους περιεχόμενα και να τις καταστήσουν κομμάτι της διαχείρισης της κρίσης. Θέλουν τα περιεχόμενα και οι δομές μας να είναι γυάλινες: χωρίς γεύση και οσμή, διάφανες ελλείψει περιεχομένου και εύθραυστες. Κόντρα στις λογικές των καιρών που είτε επιτάσσουν την εθνική συναίνεση στα πλαίσια μιας «σοσιαλδημοκρατικής» διακυβέρνησης, είτε βραχυκυκλώνουν, αν δεν μπορούν να ετεροκαθοριστούν από την άγρια καταστολή, να αφουγκραστούμε τις στιγμές κοινωνικής απειθαρχίας. Κόντρα στις λογικές της ισότητας των παραχωρημένων δικαιωμάτων, που επιδιώκουν να διασπάσουν τις κοινότητες αγώνα σε διαχωρισμένα άτομα να προτάξουμε την από κοινού δραστηριότητά μας ενάντια στην κοινότητα του κεφαλαίου. Δεν είμαστε αυτοί που θα χώσουν επαναστατική θεωρία στα κεφάλια των αγωνιζόμενων, για να διαλύσουν την «ψευδή» τους συνείδηση· οι κοινότητες αγώνα αναπτύσσουν τη θεωρία τους πάνω στις εμπειρίες αγώνα και το ξεπέρασμα αυτού του κόσμου δεν είναι ζήτημα εναλλακτικής διακυβέρνησης, αυτο-κυβέρνησης ή ζήτημα θεσμών. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν αναπαράγει διαρκώς μόνο το υλικό προϊόν αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις, τις μορφές με τις οποίες συγκροτείται κι έτσι, τα αποτελέσματά του φαίνονται το ίδιο μόνιμα σαν προϋποθέσεις τους και το αντίστροφο. Πέραν της δημοκρατίας και ενάντια στην αριστερή διαχείριση λοιπόν, να εστιάσουμε την κριτική μας στις μορφές με τις οποίες συγκροτείται ο καπιταλισμός και να τους επιτεθούμε. Για την καταστροφή της κρατικής μορφής, της έμφυλης κυριαρχίας και του έθνους όπως αυτά συγκροτούνται (και συγκροτούν τον) στον καπιταλισμό.

Υ.Γ 1: Ενώ γράφονταν αυτές οι τελευταίες γραμμές φάνηκε πως επήρθε συμφωνία στο Eurogroup. Συμφωνία που επιχειρεί να κρατήσει τα προσχήματα της αλλαγής με μια λεκτική ντρίπλα, όπου με απαράμιλλη ευρηματικότητα η τρόικα και το μνημόνιο απλά μετονομάζονται. Η παράταση της δανειακής σύμβασης είναι η συνέχιση του Μνημονίου με άλλο όνομα, και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η συνέχιση της αναδιάρθρωσης με άλλα μέσα.

20/02/2015

Φάμπρικα Υφανέτ


1 Με τον όρο ταυτότητα Ο Gilles Dauvé στο «Ξεγυμνώνοντας την Ηθική» αναφέρεται στο αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κίνησης ενάντια στο κεφάλαιο που αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, μιας και η κοινότητα του κεφαλαίου δεν ανέχεται την ύπαρξη καμιάς κοινότητας που στρέφεται πραγματικά εναντίον του χωρίς να απαντήσει. Η ταυτότητα τότε είναι η παγωμένη μορφή της κοινωνικής σχέσης που γεννήθηκε μετά την ήττα, και ως τέτοια εξυπηρετεί την επέκταση της ήττας, με φορέα τον ίδιο τον ηττημένο. Όσο μια ταυτότητα γίνεται σημείο εκκίνησης κάποιου αγώνα ή κάποια στοιχεία της πλουτίζουν το περιεχόμενο ενός αγώνα, αλλάζει το ίδιο το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή η ταυτότητα δημιουργήθηκε και πάγωσε, αποδομείται και αυτή η ίδια, χάνεται η αυτοαναφορικότητα που εμπεριέχεται σε αυτήν ως δομικό στοιχείο του διαχωρισμού, και επεκτείνεται μέχρι την ίδια της τη διάλυση μέσα στην κοινότητα του αγώνα.

2 Οφείλουμε μια επεξήγηση, τόσο εδώ που μιλάμε για την άρνηση του διαχωρισμού, όσο και πριν που αναφέρουμε τις κοινότητες αγώνα ενάντια στη σχέση κεφάλαιο. Στο σημείο αυτό περιγράφουμε μια σειρά αγώνων, με κάποια χρονική απόσταση από τότε. Σε αυτήν την περίοδο λοιπόν εντοπίζουμε μια ποιοτική διαφορά. Όμως δε θεωρούμε ότι ήταν αποτέλεσμα μια ιδεολογικής ή συνειδητής πολιτικής επιλογής σώνει και ντε· δε θεωρούμε δηλαδή ότι ένα πρωί ξύπνησε ο κόσμος και αποφάσισε ότι θα πολεμήσει το κεφάλαιο. Τα κινήματα και οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτά, εναντιώνονταν στη σχέση κεφάλαιο άλλοτε μοριακά κι άλλοτε συνολικά, δημιουργώντας την ιστορία τους στις υπάρχουσες συνθήκες μέσα από μια πληθώρα τακτικών και στρατηγικών επιλογών.

3 Αυτό δε σημαίνει ότι το κίνημα των πλατειών ζητούσε «σοσιαλδημοκρατία εδώ και τώρα», αλλά ότι η ήττα των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του και η ενσωμάτωση (όπως δείχνουμε και παρακάτω) δημιούργησε μια κοινωνική πραγματικότητα.

4 Η πάγια τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της υποβάθμισης της ζωής ήταν η προσπάθεια να κερδηθούν παραχωρήσεις μέσα στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων του πολίτη. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα του τι σήμαινε αυτό στην πράξη, το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς που έμπαινε (και συνεχίζει να μπαίνει) από ένα κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ το μετέφραζε σε μια διεκδίκηση ελεύθερης μετακίνησης για τους άνεργους από τη διεύθυνση του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών. Και άνεργοι για το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι μη έχοντες εργασία, αλλά οι θεσμικά άνεργοι, δηλαδή οι κάτοχοι κάρτας ανεργίας. Κι έτσι απλά, ένα συνολικό αίτημα, γίνεται μερικό και για λίγους.

5 οι μισθοί μειώθηκαν κατά 25% στον ιδιωτικό τομέα και κατά 30-40% στο δημόσιο.

6 Bλέπε π.χ τον Νίκο Νικολόπουλο (Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και Γενικός Γραμματέας της Κ.Ο. των ΑΝΕΛ) και τις διάφορες δηλώσεις του: «Από την Ευρώπη των Εθνών-Κρατών, στην Ευρώπη των …. πουσταριών» & «η ομοφυλοφιλία είναι ψυχοπαθολογική εκτροπή […] η προσπάθεια κοινωνικής αποδοχής της είναι βλάσφημη πράξη που υπονομεύει την κοινωνική φύση».

…την είδα απόψε λαϊκά…

(περί ευρωπαϊκής ένωσης, ιμπεριαλισμού και λοιπών δαιμονίων)

Η έλευση της οικονομικής κρίσης, έφερε στο δημόσιο λόγο και στο κίνημα νέα στοιχεία και προβληματισμούς. Η ΕΕ, το κράτος, το χρέος και η στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουμε ξανάγιναν ζητήματα τα οποία το κίνημα, τόσο θεωρητικά όσο και σε επίπεδο πράξης έπρεπε να εξετάσει, αλλά και να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Τα ζητήματα αυτά δεν «μπήκαν» ούτε τυχαία, ούτε «από τα πάνω», αλλά μέσω της καθημερινότητας των ανθρώπων που το αποτελούσαν. Οι κραδασμοί και οι ανακατατάξεις γύρω από αυτό το ζήτημα ήταν αναπόφευκτες. Για το λόγο αυτό, εδώ θα πραγματευτούμε κάποιες από τις πλευρές του ζητήματος της ΕΕ και πώς αυτό εμφανίζεται στο δημόσιο και κινηματικό λόγο.

Αρχικά, αυτό το οποίο λείπει είναι μια συγκροτημένη προσέγγιση του τί είναι η ΕΕ. Οι περισσότερες προσεγγίσεις θεωρούν πως δημιουργήθηκε εξ αρχής ως ιμπεριαλιστικό κέντρο. Πέρα από το όντως θολό και προβληματικό concept του ιμπεριαλισμού, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ΕΕ θα πρέπει μεταξύ άλλων να στραφούμε και στην ίδια, δηλαδή στο τι λέει η ίδια για τον εαυτό της ως ένωση. Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας στην Ευρώπη, μιας προσπάθειας ενοποίησης κομματιών της οικονομίας, που ξεκίνησε με το τέλος του β’ παγκόσμιου πολέμου.

Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε αρχικά ως ενοποίηση της παραγωγής χάλυβα και άνθρακα, ενός νευραλγικού τομέα για τις τότε κέντρο-ευρωπαϊκές οικονομίες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1950-1973, οι εξελίξεις ήταν μάλλον αργές ως προς την περαιτέρω ενοποίηση. Η ύπαρξη σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των κυριότερων νομισμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και η συνεχής ανάπτυξη, οδήγησαν τις περισσότερες χώρες στη δυνατότητα χάραξης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Έδωσαν επίσης και την δυνατότητα διασφάλισης των θέσεων εργασίας της εργατικής τους τάξης, καθώς η άνοδος των μισθών και οι διαφορές στη παραγωγικότητα δεν επηρέαζαν δραματικά τις ισοτιμίες παρά μόνο εντός κάποιων ορίων.

Μετά το 1973 όμως, έγινε κατανοητό ότι οι «κυμαινόμενες ισοτιμίες» ήρθαν για να μείνουν στην παγκόσμια αγορά. Η διαδικασία επιταχύνθηκε, καθώς έγινε κατανοητό ότι η περαιτέρω ενοποίηση ήταν ο μοναδικός τρόπος να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Επίσης, σταδιακά φάνηκε ότι η «ανάπτυξη» έχει όρια, τα οποία ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς μετά την κρίση του 1987, καθώς έγινε πλέον εμφανές ότι οι κεϋνσιανές αλλά και αυστηρές πολιτικές λιτότητας δεν μπορούσαν να επιλύσουν την κρίση του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, οι κυμαινόμενες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στη κινητικότητα του κεφαλαίου. Δημιουργούσαν ανασφάλεια, ως προς τη διεθνή του κίνηση και τις επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσαν ανασφάλεια και στους εργαζόμενους σε σχέση με την ύπαρξη εργασίας, στην περίπτωση που πλέον το κεφάλαιο θα «έφευγε» για πιο ανταγωνιστικές χώρες.

Εδώ, έγινε κατανοητό ότι η οικονομία είχε ένα πολύ βασικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο από την υπερσυσσώρευση. Είχε «πολιτικοποιηθεί». Είχε δοθεί δηλαδή η δυνατότητα σε μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης -είτε το συνειδητοποιούσαν, είτε όχι- να επηρεάζουν δραστικά (είτε μέσω της οικονομικής πολιτικής του κράτους, είτε μέσω απεργιών) την αξία του χρήματος και την οικονομική πολιτική. Η ταξική πάλη και η αντίφαση μεταξύ αναπαραγωγής του κεφαλαίου και εργασίας εμφανιζόταν πλέον εντός της αξίας του χρήματος. Αυτό το χαρακτηριστικό, που είχε επανεμφανιστεί την περίοδο του μεσοπολέμου, είχε δώσει διδάγματα στην αστική τάξη. Ο υψηλός πληθωρισμός, τα επαναστατικά κινήματα που προκαλούνται, οι εμπορικοί και τελικά στρατιωτικοί πόλεμοι δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Αντιθέτως, έπρεπε να υπάρξει σταθεροποίηση.

Η μόνη λύση για να σταθεροποιηθεί αυτή η κατάσταση ήταν -αρχικά- μια επαναφορά των σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων. Αυτό ουσιαστικά σηματοδότησε τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος, κατά την οποία όλα τα κράτη της Ευρώπης συμφώνησαν σε σταθερές ισοτιμίες. Οι συμφωνίες όμως δε λειτούργησαν αποτελεσματικά, καθώς τα κράτη διατηρούσαν τη δυνατότητα τροποποίησης της νομισματικής πολιτικής, πράγμα που προκαλούσε δυσκολίες στην κίνηση του κεφαλαίου.

Η λύση, εδώ συμφωνούν η παραδοσιακή αριστερά και οι πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, στο παραπάνω πρόβλημα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήταν ο νεοφιλελευθερισμός. Όμως, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να γίνεται κατανοητός ως οικονομικό/ιδεολογικό project της αστικής τάξης, το οποίο με μια αλλαγή συσχετισμών θα μπορούσε να αντιστραφεί. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η εξέλιξη της κεφαλαιακής σχέσης υπό την πίεση της ταξικής πάλης ως τέτοιας. Θα πρέπει λοιπόν να πάψουμε να θεωρούμε ότι μια «εναλλακτική πολιτική» αριστερού τύπου μπορεί απλά να αντιστρέψει τη διαδικασία. Αυτή είναι μια αυταπάτη που έχει παιχτεί ως δράμα πολλές φορές. Από την κυβέρνηση Μιτεράν στη Γαλλία, μέχρι και τον Σύριζα (παρά τις διαφορές τους), οι κυβερνήσεις που προσπάθησαν μέσω του κράτους να αντισταθούν στη λιτότητα απέτυχαν μπροστά στο νεοφιλελευθερισμό. Το κεφάλαιο, σε τελική ανάλυση, «έφυγε» από τις χώρες τέτοιας διαχείρισης, έγιναν τα λεγόμενα “capital strikes1 και τελικά οι ίδιοι οι προλετάριοι ψήφισαν και επανάφεραν στην εξουσία τις συντηρητικές δυνάμεις.

Το νόημα της ευρωπαϊκής ένωσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό ένα κοινό νόμισμα είναι ακριβώς αυτό: η σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ανισοτήτων μέσω ενός κοινού σταθερού νομίσματος, η αδυναμία δηλαδή άσκησης τελείως αυτόνομης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Αυτό προκάλεσε ανακατατάξεις στον τρόπο και στο πεδίο που ανταγωνίζονται τα κεφάλαια και στις σχέσεις κράτους-κοινωνίας, διαφοροποιώντας έτσι και τις μορφές των κινημάτων. Σταθεροποίησε όμως τη συσσώρευση, λειτούργησε ευεργετικά για τα πιο ανταγωνιστικά κεφάλαια και αύξησε την κινητικότητα του κεφαλαίου. Ο κόσμος της εργασίας έχασε «θέσεις μάχης» και βρέθηκε εγκλωβισμένος στη φιλελεύθερη πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, παρά τις παραγωγικές ανισότητες η ΕΕ δεν είναι ένας ενδο-ιμπεριαλιστικός σχηματισμός υπό την έννοια ότι δεν δρα ιμπεριαλιστικά στο εσωτερικό του. Αντίθετα, είναι ένας κοινός καπιταλιστικός συνασπισμός με σκοπό την αμοιβαία ωφέλεια των ευρωπαϊκών κεφαλαίων κάθε κράτους, την πειθάρχηση της εργασίας, καθώς και την κοινή -σε γενικές γραμμές- άσκηση εξωτερικής οικονομικής πολιτικής προς τρίτες χώρες. Οι χώρες εντός της ΕΕ έπρεπε, βάσει των καταστατικών στόχων της, να συγκλίνουν προς οικονομικούς και εμπορικούς στόχους και όχι να αποκλίνουν.

…μα έχω πάθει εξάρτηση…

Η λογική που θέλει το έθνος κράτος να αντιπαραβάλλεται με την διεθνή «αγορά», εκτός του ότι παραβλέπει τους ιστορικούς λόγους και τη φύση της ΕΕ, ως μορφής εξέλιξης του κεφαλαίου, δημιουργώντας έτσι ένα εθνικιστικό αφήγημα, παραβλέπει επίσης και τις καταστατικές αρχές της. Η λογική αυτή, ουσιαστικά τέκνο των μαοϊκών και σοβιετικών θεωρητικών προσεγγίσεων της δεκαετίας του ’70 για τον «αντι-ιμπεριαλισμό» και τις λεγόμενες «θεωρίες εξάρτησης», ουσιαστικά αντιπαραβάλει λανθασμένα το έθνος-κράτος ως κάτι ενιαίο με τη «διεθνή αγορά», υπονοώντας έτσι ότι μπορεί να υπάρξει «εθνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό». Ουσιαστικά, όπως και οι πολιτικές ομάδες που υπερασπίστηκαν αυτές τις ιδέες, η λογική αυτή καταλήγει σε μορφές εθνικισμού.

Εδώ πρέπει να τονιστεί τι ακριβώς ερμηνεύουν οι θεωρίες εξάρτησης. Οι προσεγγίσεις αυτές προσπάθησαν να αναλύσουν την ιεραρχία μεταξύ κρατικών σχηματισμών με όρους χρέους και εμπορικού ισοζυγίου. Ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι υπάρχουν κυρίαρχες -ιδιαίτερα ανεπτυγμένες- καπιταλιστικές χώρες, που εκμεταλλεύονται συνολικά άλλες χώρες, τις οποίες με «τεχνητό τρόπο’» -δηλαδή μέσω παρέμβασης στον τοπικό κρατικό μηχανισμό- κρατάν σε υποανάπτυκτη κατάσταση. Η κυριαρχούμενη χώρα ουσιαστικά παραμορφώνεται αναπτυξιακά από την ξένη χώρα, άρα ο «σωστός πολιτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό’» περιλαμβάνει αρχικά μια εθνικοαπελευθερωτική πάλη, για να απαλλαχτεί από το ξένο κεφάλαιο. Το πρόβλημα με τις θεωρίες εξάρτησης όμως, είναι ότι υποτιμούν εντελώς το ρόλο του κράτους και υπονοούν ότι είναι ένα ουδέτερο εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου. Το κράτος όμως, δεν είναι απλά «όργανο της άρχουσας τάξης», όπως δεν είναι και εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μια «φιλολαϊκή» κυβέρνηση προς όφελος «του κόσμου της εργασίας» ή του «λαού». Αντιθέτως, είναι η πολιτική μορφή του συνόλου της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι το ίδιο εγγενώς καπιταλιστικό. Το ίδιο το κράτος είναι μορφή ταξικής πάλης, κυριαρχίας επί της εργασίας. Η αντί-ιμπεριαλιστική κριτική των θεωριών εξάρτησης είναι επικίνδυνη τόσο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα, αλλά και ως προς τη λογική της: ερμηνεύει τα πάντα χωρίς να ερμηνεύει τίποτα. Αυτή η ρητορική παραβλέπει κύριες πλευρές της πραγματικότητας.

Φυσικά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν εθνικές πολιτικές και ανταγωνισμοί μεταξύ των κεφαλαίων, καθώς είναι προφανές ότι υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των κρατικών σχηματισμών σε επίπεδο δύναμης, ανάπτυξης κ.λπ.. Παρόλα αυτά οι ανισότητες αυτές έχουν να κάνουν με διαφορές που σε τελική ανάλυση είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ταξικής πάλης της κάθε χώρας και για το λόγο αυτό, το να επικεντρώνουμε την κριτική μας ως κίνημα σε αυτές, εκτός ότι αφαιρεί πολύ από τον πλούτο της, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.

Καταρχάς, «εθνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό» κατ’ εμάς δεν υπάρχει, καθώς όπου πήγε να εφαρμοστεί ο σοσιαλισμός, σε μια και μόνο χώρα, ήταν μια ιστορική τραγωδία, καθώς οι έννοιες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού είναι εξ ορισμού για εμάς αντεθνικές και αντί-κρατικές. Η συγκεκριμένη λογική όμως αγνοεί επίσης, ότι η κεφαλαιακή σχέση είναι μια καθημερινή, μοριακή σχέση και οι σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης -για να το θέσουμε απλοϊκά- υπάρχουν καθημερινά ως σχέσεις μεταξύ μας, καθώς μας συγκροτούν και τις αναπαράγουμε διαρκώς. Η διαπίστωση αυτή εξηγεί γιατί η καταστροφή του εμπορευματικού κόσμου φαντάζει σήμερα τόσο απίθανη, αλλά συγχρόνως συνηγορεί απερίφραστα υπέρ της αναγκαιότητας για μια κοινωνία χωρίς πραγμοποίηση.2 Οπότε το πρωταρχικό και κύριο πεδίο αντιπαράθεσης πρέπει να είναι αυτό το μοριακό επίπεδο και όχι το αφηρημένο επίπεδο της πολιτικής και του κράτους ή ακόμα χειρότερα, το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κρατών. Γιατί σε εκείνο το πεδίο ανάλυσης και δραστηριότητας, η κεφαλαιακή σχέση είναι ήδη προϋπόθεση της πολιτικής διαχείρισης. Η αντιιμπεριαλιστική κριτική είναι μια οικονομίστικη υπεραπλουστευτική κριτική, η οποία χάνει ένα πολύ μεγάλο εύρος καθημερινών υποκειμενοποιήσεων και σχέσεων εξουσίας, αλλά και το πως όλα αυτά διαρθρώνονται μεταξύ τους.

Τί έχει να πει για παράδειγμα η αντιιμπεριαλιστική κριτική για τον Έλληνα αγρότη που εκμεταλλεύεται μετανάστριες, για τον υπάλληλο που λιώνει στους διαδρόμους μιας επιχείρησης «μόνο με ελληνικά προϊόντα», για τις έμφυλες σχέσεις στους χώρους εργασίας και τους εκβιασμούς από τα αφεντικά πάνω σε αυτή τη βάση, για την διαπόμπευση των οροθετικών, για την περιθωριοποίηση, το πέταμα δηλαδή έξω απ’ την εργασία, ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων; Και για να το πάμε ένα βήμα πιο πέρα, τί έχει να πει για την απλήρωτη εργάτρια σε επιχείρηση στην Παλαιστίνη που ανήκει στη χαμάς; Τί έχει να πει εν τέλει, ο αντιιμπεριαλισμός -που προϋποθέτει το συνοριακό προστατευτισμό- για ζητήματα όπως η μετανάστευση; Τί έχει να πει δηλαδή για το σύνολο των ανθρώπων που έμπρακτα αμφισβητούν το κράτος και την ομοιογένεια του εθνικού κορμού;

Μάλλον, τίποτα. Και αυτό γιατί καπιταλισμός δεν είναι ούτε κάποια ισχυρά κράτη που θέλουν να κυριεύσουν τον κόσμο, ούτε μια συνωμοσία μερικών καπιταλιστών που εκμεταλλεύονται όλους εμάς τους υπόλοιπους. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες ακόμα παραδείγματα όπου το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας και είναι αυτό που παράγει την εκμετάλλευση. Όποιος λοιπόν βλέπει ξένα κέντρα, μονοπώλια και ιμπεριαλισμό, εκτός ότι κινδυνεύει να αναπαράγει θεωρίες συνομωσίας, αδυνατεί να ανιχνεύσει την ουσία του καπιταλιστικού κόσμου, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να αντιπαλέψει μόνο τις πιο βίαιες ή επιφανειακές εκφάνσεις του.

…ίσως για λόγους εθνικούς, και όχι μόνο…

Πέφτει έτσι αναγκαστικά στην παγίδα να κάνει πολιτική με εθνικούς όρους. Αφήνει στην άκρη την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το ντόπιο κεφάλαιο και μιλάει για την ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου και των διεθνών και ντόπιων συμμάχων του, που απομυζεί τους «λαούς του ευρωπαϊκού νότου». Αυτή η λογική δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι η παραδοσιακή, πατριωτική, αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση της αριστεράς, που καταλήγει εν τέλει να στηρίζει τον ένα κρατικό μηχανισμό έναντι του άλλου. Βλέποντας όμως τον εχθρό στο ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο/κράτος, αφήνει στο απυρόβλητο το ντόπιο εθνικό κεφάλαιο. Αν του κάνει κριτική, του κάνει μόνο γιατί είναι εξαρτημένο και υπακούει στις προσταγές του ξένου κεφαλαίου. Δημιουργεί έτσι, τις συνθήκες συστράτευσης πίσω από τις κρατικές πολιτικές, οι οποίες εξ ορισμού είναι πολιτικές εθνικής ενότητας. Και το χειρότερο και πιο επικίνδυνο είναι ότι το κάνει με «άρωμα» αντίστασης.

Στην ελληνική περίπτωση, συμπλέει με τη γραμμή της κυβέρνησης και των υπόλοιπων κομματιών που συγκροτούν την εθνική ενότητα του σήμερα. Προφανώς, όποιος φωνάζει πως δε θα γίνουμε αποικία του γερμανικού και κανενός άλλου ιμπεριαλισμού, διαβάζει την ιστορία απλά ως αποτέλεσμα κρατικών κινήσεων, χωρίς να αναγνωρίζει τη συνεισφορά του ανταγωνιστικού κινήματος στη ροή της. Εντάσσει δηλαδή, αυτομάτως τον εαυτό του και τον αγώνα του στα πλαίσια μιας εθνικής αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι να φλερτάρει με εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, επεκτείνοντας έτσι περαιτέρω το πολιτικό φάσμα της εθνικής ενότητας. Η διαταξική αυτή ενότητα, όπως είπαμε και προηγουμένως, είναι ακριβώς τόσο ισχυρή γιατί ντύνεται με αγωνιστική φρασεολογία. Γίνεται έτσι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του ελληνικού κράτους/κεφαλαίου, ώστε να συνεχίσει την επέλαση του αδιάκοπα πάνω από τις ζωές μας.

Σε αυτό το σημείο αξίζει μια διευκρίνιση. Η εθνική ενότητα δεν είναι μια σταθερή και αμετάβλητη δυναμική που ενυπάρχει συνεχώς με τους ίδιους όρους. Αντιθέτως, αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά και μορφή ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία και τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Στην παρούσα φάση, που είναι και η πιο ενδιαφέρουσα, πατάει πάνω στη λογική που εκφράστηκε στις φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις μπροστά από το σύνταγμα (μετά την εκλογική νίκη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες. Και ποια είναι αυτή; Επί της ουσίας μια αντι-ΕΕ λογική που απαιτεί την εθνική ανεξαρτησία.

Η λογική περί ιμπεριαλισμού, ξένων κέντρων, καθώς και η πιο σύγχρονη εκδοχή της λοιπόν, η αντι-ΕΕ φρασεολογία, δεν είναι κάτι καινούριο στο ανταγωνιστικό κίνημα. Έχει ενδιαφέρον όμως να εξετάσουμε γιατί το τελευταίο διάστημα έχει αναθερμανθεί. Βλέπουμε έτσι, προσεγγίσεις που μέχρι πρότινος συγκρούονταν με κάθε μορφή πατριωτισμού/εθνικισμού, να τείνουν πλέον να ενσωματώσουν μια εθνικοαπελευθερωτική λογική. Τί είναι όμως αυτό που οδήγησε σε αυτή την αλλαγή πολιτικής στόχευσης;

Τρεις πιστεύουμε είναι οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν. Καταρχάς, ο αντιμνημονιακός λόγος, είχε -εδώ και λίγα χρόνια- κατακλύσει την δημόσια σφαίρα. Από τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε μέχρι και τις αριστερές φυλλάδες, το σλόγκαν ήταν ένα. Για όλα τα δεινά δεν ευθύνονταν πλέον ο καπιταλισμός, το κεφάλαιο, το κράτος ή το κάθε αφεντικό. Δεν ευθυνόταν ούτε καν η κυβέρνηση. Η ευθύνη μετατοπίστηκε βόρεια. Ο εχθρός ήταν πλέον η ευρωπαϊκή ένωση, που αναγκάζει την κυβέρνηση και το ελληνικό κεφάλαιο να πάρουν αντιλαϊκά μέτρα, ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να ανταπεξέλθει στο ζήτημα του χρέους. Και ακόμα χειρότερα: ο εχθρός έγινε η ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου, του τιμονιέρη της ΕΕ. Έτσι στην προσπάθεια τους να διευρύνουν την απήχησή τους, κομμάτια του κινήματος έφτασαν στο σημείο να λαϊκίζουν επικίνδυνα, υιοθετώντας την αντι-ιμπεριαλιστική κριτική.

Δεύτερον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε το αντιφασιστικό κίνημα μετά την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Έτσι, η προσπάθεια αντιμετώπισης, από κομμάτια του κινήματος, των φασιστών, με θεαματικούς όρους και αποκόβοντας τον από τις γενικότερες αντικαπιταλιστικές πρακτικές, ξέθαψε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας όλη την ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς-φρασεολογία.

Τέλος, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά, ήταν η ήττα των κινημάτων των τελευταίων χρόνων. Η απογοήτευση του κόσμου μετά από τα χρόνια των πλατειών και των δυναμικών απεργιακών συγκρούσεων, καθώς και η ενσωμάτωση αυτών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, έκανε πολύ κόσμο να ψάχνει κινηματικές διεξόδους σε αδιέξοδα μονοπάτια. Στην αναζήτηση αυτή, κοιτάει τι είναι αυτό που θα τον βγάλει πιο γρήγορα ξανά στο δρόμο, παραβλέποντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αφήνει πίσω του και τo πολιτικό αδιέξοδο που θα βρει μπροστά του.

Εμείς απ’ την πλευρά μας, επιλέγουμε να δρούμε στις καθημερινές μας σχέσεις. Η σχέση κεφάλαιο, η έμφυλη καταπίεση και οι διαχωρισμοί συμπυκνώνονται στο κράτος, αλλά μας διαπερνούν καθημερινά. Επιλέγουμε να είμαστε όχι με το πλευρό αυτών που επιλύουν προβλήματα, αλλά με αυτούς που προκαλούν. Κάθε κοινωνικός ρόλος του κεφαλαίου, κάθε πρακτική του, κάθε σχέση του, για εμάς είναι ένα πεδίο ανταγωνισμού. Για εμάς, ο κομμουνισμός δεν είναι δρόμος και στρατηγική δοσμένη από το κράτος. Είναι αντιθέτως, μια καθημερινή προσπάθεια και πρακτική που (πρέπει να) δημιουργεί διαρκείς ρήξεις στην καπιταλιστική καθημερινότητα. Το χρέος δεν περιμένουμε να μειωθεί· μας αφήνει αδιάφορους. «Η οικονομία είναι πληγωμένη», μας μουρμουράν διαρκώς οι κυβερνητικοί ιθύνοντες. «Ωραία, ελπίζουμε να πεθάνει» είναι η μόνη απάντηση μόνη που μας έρχεται στα χείλη.


1Capital strikes: είναι η άρνηση επιχειρήσεων να επενδύσουν σε έναν τομέα της οικονομίας ή στην οικονομία συνολικά. Οι απεργίες του κεφαλαίου γίνονται είτε από μια σειρά επιχειρήσεων είτε και από μεμονωμένους κεφαλαιοκράτες και συνήθως σκοπεύουν είτε στο να εκτιμήσουν το κατά πόσο θα αποφέρει κέρδος μια επένδυση στην παρούσα φάση, είτε γίνονται ως οικονομική πίεση σε μια κυβέρνηση για να αλλαχτούν νόμοι και κανονισμοί που μειώνουν την κερδοφορία τους.
2 «ένας είναι ο εχθρός…», ομάδα ενάντια στον εθνικισμό, φάμπρικα υφανέτ

Από το κράτος πρόνοιας στην «Κοινωνία των Πολιτών»…

ή τώρα που ακούσαμε την ιστορία σας κύριε Πάνο μας, θα ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ, ε Αρχοντούλα;

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί καταρχήν η θεσμική μορφή που ονομάζεται κράτος πρόνοιας, ενώ στη συνέχεια να αναλυθεί ο σχηματισμός της μορφής κοινωνικής οργάνωσης που αντικατέστησε το κράτος πρόνοιας. Πώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτει η συνθήκη της «κοινωνίας των πολιτών» και των Μ.Κ.Ο ως συνιστώσες της νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης; Πως εντάσσονται τα κομμάτια της κοινωνίας σε αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό;

Δεν θα δακρύσω πια για σένα…

Θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι οι προνοιακές πολιτικές υπήρχαν από πάντα σε διάφορες μορφές. Η εκκλησία και τα φτωχοκομεία για παράδειγμα, ήδη από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, λειτουργούσαν ως η μήτρα της φιλανθρωπίας και της πρόνοιας προς το συνάνθρωπο. Βέβαια, το να εξισώνεται το κράτος πρόνοιας με τη φιλανθρωπία, το ιδεολογικό άλλοθι των αστών και γενικά την «καλήν καρδία», μάλλον συσκοτίζει περισσότερο το «τί τελικά είναι αυτό το περιβόητο κράτος πρόνοιας». Και αυτό γιατί, τόσο η μορφή που παίρνει το κράτος όσο και το ίδιο το κεφάλαιο, είναι κοινωνική σχέση και όχι μια φυσικοποιημένη διαδικασία, ένα ιστορικό δεδομένο ή απλώς μια αλληλουχία τυχαίων γεγονότων. Αποφεύγοντας, σαν το διάολο το λιβάνι, μια τέτοιου είδους ντετερμινιστική προσέγγιση αντιλαμβανόμαστε το κοινωνικό κράτος όχι ως μια υπεριστορική δομή ή ένα «πείραμα» των αφεντικών, αλλά ως αποτέλεσμα και αντικείμενο της ταξικής πάλης.

Πώς λοιπόν προέκυψε η περιβόητη μορφή του κράτους πρόνοιας, το οποίο νοσταλγούν ουκ ολίγοι εραστές του (φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί κεϋνσιανιστές, «αυτοδιαχειριστές»);

Η ανάδυση και η κυριαρχία του βιομηχανικού καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τη βίαιη προλεταριοποίηση ενός μεγάλου πληθυσμού και κατ’ επέκταση την υπαγωγή κάθε στιγμής της ζωή του στο κεφάλαιο. Μιας ζωής καθορισμένης πλέον από τη μισθωτή σχέση με όρους παραγωγής και αναπαραγωγής του πολυτιμότερου εμπορεύματος-της εργατικής δύναμης. Και την «αξία» αυτού του εμπορεύματος τη γνωρίζει καλά τόσο το κεφάλαιο όσο και ο κόσμος της εργασίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που το κεφάλαιο αναγνωρίζει ότι χρειάζεται την εντατικοποίηση της εργασίας προκειμένου να αναπαραχθεί και να ξεπεράσει της κρίσεις κερδοφορίας του, την ίδια στιγμή, το προλεταριάτο συνειδητοποιώντας ότι το μόνο που έχει να πουλήσει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, αναγνωρίζει τον εαυτό του ως συλλογικό υποκείμενο, συγκροτείται ως τάξη, αυτοθεσμίζεται, αυτοοργανώνεται και διεκδικεί, θέτοντας τα θεμέλια για τη «χρυσή εποχή του κράτους πρόνοιας».1

Έτσι λοιπόν, με την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού2 να προσκρούει στην κρίση υπερσυσσώρευσης (ως αποτέλεσμα της κρίσης εκμεταλευσιμότητας της εργατικής τάξης), οι εργατικές «ρεφορμιστικές» διεκδικήσεις φαίνεται να συναντούν τις αστικές μεταρρυθμίσεις για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Μόνο που τώρα το κεφάλαιο δεν επιστρατεύει αποκλειστικά τη βία και την καταστολή για να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αναβρασμό, αλλά παζαρεύει την πειθάρχηση και την εντατικοποίηση της εργασίας με κοινωνικές παροχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καπιταλιστικό κράτος -με την μορφή του κράτους πρόνοιας πλέον- να εγκολπώσει και να βάλει την υπογραφή του πάνω σε εργατικές διεκδικήσεις χρόνων.

Το κράτος πρόνοιας ήταν ένα προϊόν θεσμοποίησης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ένα κράτος που παρεμβαίνει τόσο στην αναπαραγωγή της οικονομίας (κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνικές επενδύσεις), όσο και στην κοινωνική αναπαραγωγή (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία, επιδόματα, κοινωνικές παροχές), αναλαμβάνοντας έτσι ένα μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ο παρεμβατικός χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας πέτυχε ένα διπλό αποτέλεσμα. Από τη μία αποτέλεσε έναν ακόμα τρόπο να υπαχθούν όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας, από την εργασιακή ως και τις μέχρι τότε εξαιρούμενες από την παραγωγική διαδικασία (π.χ. η οικιακή εργασία των γυναικών), στον κύκλο της εμπορευματικής αξιοποίησης. Από την άλλη έθεσε το κοινωνικό σύνολο στο καθεστώς του πολίτη.

Μα, καλά όμως, τόσο γαλαντόμα είναι τα αφεντικά ή μιλάμε για τη «σημαντικότερη» νίκη του εργατικού κινήματος; Τελικά η μορφή του κράτους πρόνοιας είναι «κατάκτηση» της εργατικής τάξης ή μια «παραχώρηση» των αφεντικών; Η αλήθεια, μάλλον, βρίσκεται κάπου στη μέση (εκτός από τους στίχους των σεξ πίστολς). Και αυτό γιατί, η εμφάνιση της μορφής του κοινωνικού κράτους καθορίζεται με διττό τρόπο και απορρέει από τη διαλεκτική σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Από τη μία, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας συγκροτείται με βάση την πολιτική ανάγκη να απαντήσει και να διαχειριστεί τη δυσαρέσκεια, την ανυποταξία και την άρνηση ενός μέρος του προλεταριάτου να ενταχθεί στην εκμεταλλευτική παραγωγική διαδικασία και από την άλλη, την καπιταλιστική ανάγκη του κεφαλαίου να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού και με τους πιο αποδοτικούς όρους σε αυτήν τη διαδικασία. Έτσι, χωρίς καμία πρόθεση να ωραιοποιούμε και να φετιχοποιούμε την κίνηση της ταξικής πάλης, αναγνωρίζουμε ότι η αυτοθέσμιση της εργατικής τάξης, οι εργατικοί αγώνες και οι «ρεφορμιστικές» διεκδικήσεις του προλεταριάτου εκείνης της περιόδου, εξανάγκασαν τα αφεντικά να υποχωρήσουν προσωρινά, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί το κοινωνικό κράτος. Η υποχώρηση όμως αυτή, από τη μεριά του κεφαλαίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ήττα αλλά περισσότερο ως ανασύνταξη και αναδιάρθρωση του. Τα αφεντικά θα χρησιμοποιήσουν το κράτος πρόνοιας για να αντεπιτεθούν, όπως θα δούμε παρακάτω. Και τα όπλα τους είναι γνωστά: κατακερματισμός της εργατικής τάξης και αφομοίωση των κινημάτων.

Σύννεφα στον «παράδεισο»….Από την κρίση του κράτους πρόνοιας στον νεοφιλελευθερισμό

Ο κοινωνικός συμβιβασμός που είχε επιτευχθεί με το κεϋνσιανό μοντέλο φτάνει στα όρια του. Τόσο από τη μεριά του κεφαλαίου, όσο και από ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης που δεν επαναπαύτηκε σε μια συντήρηση των «κεκτημένων» αλλά επιθύμησε να πάει το πράγμα και λίγο παραπέρα. Τα θεμέλια του κράτους πρόνοιας, όπως το μοντέλο «μαζική παραγωγή-μαζική κατανάλωση» του φορντιστικού τρόπου παραγωγής, η αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, η μονοτονία και η αλλοτρίωση φαίνεται να έρχονται αντιμέτωπα με την αντιφατική σχέση της εργατικής τάξης με το κοινωνικό κράτος. Από τη μία, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους, με την αύξηση των παροχών, προϋποθέτει την άμβλυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού με ενσωμάτωση και πειθάρχηση της εργατικής τάξης, από την άλλη όμως το ίδιο το κράτος γίνεται πεδίο ταξικού ανταγωνισμού3, και οι παροχές αντικείμενο αμφισβήτησης. Μα είναι δυνατόν να αμφισβητείται μια κατάκτηση από αυτούς που την «απολαμβάνουν»; Και σε αυτό το ερώτημα (όσο σχιζοφρενικό και αν φαίνεται) έρχεται να απαντήσει τόσο ο διχασμένος χαρακτήρας της εργατικής τάξης, που διαμορφώνεται μέσα και ενάντια στη κεφαλαιακή σχέση, όσο και η ίδια η κίνηση της ταξικής πάλης, που την περίοδο εκείνη αμφισβήτησε έμπρακτα την καπιταλιστική σχέση. Από την πλευρά του κεφαλαίου βέβαια, η κρίση του κράτους πρόνοιας εμφανίστηκε ως οικονομική και η κατάργηση του θεωρήθηκε απαραίτητη στρατηγική προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο δημόσιο χρέος4.

Μήπως, σε τελευταία ανάλυση, βρισκόμαστε μπροστά στην τελική «απόσυρση» του κράτους πρόνοιας, που την κάνει σιγά σιγά μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω του ένα κενό το οποίο κάπως πρέπει να καλυφθεί; Μια τέτοια ανάλυση θεωρούμε ότι χωλαίνει μυστικοποιώντας ακόμα περισσότερο την κεφαλαιακή σχέση. Ο καπιταλισμός ως ένα ιδιαίτερα ευέλικτο κοινωνικό «σύστημα» είναι ικανός να διέλθει από μια μεγάλη γκάμα μετασχηματισμών. Για το λόγο αυτό, η καπιταλιστική σχέση, υπό τη μορφή του κράτους πρόνοιας, δεν αποσύρεται απλά αλλά μετασχηματίζεται σε μία άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, στηριζόμενη στη βασική υποχρέωση να υλοποιήσει μια νέα μορφή συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που θα παρέχει μια νέα πνοή στον καπιταλισμό. Και η πνοή αυτή δεν είναι άλλη από το νεοφιλελευθερισμό.

Ding Dong the witch is born…

Ορόσημο σε αυτή τη προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση του, αποτέλεσε η δεκαετία του ‘80. Την περίοδο εκείνη, αναδύθηκε ο νεοφιλελευθερισμός ως μια σύγχρονη μορφή ρύθμισης που θα επέτρεπε την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, την εξέλιξη του κράτους και την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική του σταθεροποίηση5. Και το έργο αυτού, φέρει το κωδικό όνομα «ιδιωτικοποίηση». Ένα έργο που στοχεύει στη μείωση του κόστους που επωμίζεται το κράτος για την παραγωγή και αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Περιλάμβανε όχι μόνο μαζικές απολύσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, περικοπές κοινωνικών παροχών και επιδομάτων, αλλά έθετε στο στόχαστρο τον συνολικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Και ως αποτύπωμα των κοινωνικών σχέσεων, η νεοφιλελεύθερη μορφή του κράτους θα είναι το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης ενός μεγάλου κομματιού της ριζοσπαστικής κριτικής που άσκησαν τα κοινωνικά υποκείμενα στη μορφή του κράτους πρόνοιας.

Και φυσικά η εργασία, ως θεμελιώδης αξία του καπιταλισμού, τοποθετείται στο επίκεντρο αυτών των μετασχηματισμών, στο νεοφιλελευθερισμό. Η μονιμότητα και το «δικαίωμα» στην εργασία, ως «κεκτημένο» του κράτους πρόνοιας, αρχίζει να καταρρέει. Έτσι, η εργασία αλλάζει μορφή και γίνεται ευέλικτη, ανασφάλιστη, προσωρινή. Με άλλα λόγια μετατρέπεται σε κάτι σαν «απασχόληση». Η πόλωση των κοινωνικών αντιθέσεων (μαζική ανεργία, περιθωριοποίηση ολόκληρων κομματιών της κοινωνίας) ως αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης, δείχνει ξεκάθαρα ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός οξύνεται, αλλά αυτή τη φορά από τα «πάνω».

Με την εργασία να «πετιέται» και με τη φυγή του κεφαλαίου στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, η ιδεολογία του ατομικισμού θριαμβεύει και βροντοφωνάζει: «Αν θες επιδόματα, δούλεψέ τα!», «Όσοι δεν δουλεύουν, δεν πληρώνονται», κλείνοντας έτσι ουσιαστικά την πόρτα στα μούτρα του κοινωνικού κράτους. Και κάπου εδώ είναι που συναντάται η μεγαλύτερη καινοτομία του νεοφιλελευθερισμού. Ιδιωτικοποιεί την ευθύνη για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και βροντοφωνάζει ξανά: «Το κόστος στους ίδιους τους πολίτες».

Μία φράση αρκετά μικρή αλλά κομβική για τη λειτουργία της νεοφιλελεύθερης μορφής του κράτους, το οποίο στράφηκε στην ανάπτυξη του άτυπου6 τομέα της κοινωνίας, ενός τομέα δηλαδή που καταλαμβάνει χώρο πέρα από το κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Κεντρικά στοιχεία για την ανάπτυξη αυτού του τομέα, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι ο εθελοντισμός, ο συμμετοχικός σχεδιασμός και η περιβόητη «κοινωνία των πολιτών».

«Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ…». Το ίδιο και η «δημοκρατική συμμετοχή»

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά αναπτύσσεται μια μορφή «κοινωνικού συμβολαίου» έπειτα από την ενσωμάτωση ή την ήττα των ριζοσπαστικών κινημάτων της μεταπολίτευσης με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (1981-85). Την περίοδο που αρχίζει δηλαδή ο μετασχηματισμός του κράτους πρόνοιας παγκοσμίως, κάπου εκεί αυτό θεσμοθετείται στην Ελλάδα. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σήμαινε παράλληλα την εδραίωση του σε εθνικό-ταξικό επίπεδο (ενάντια στα ξένα και ντόπια μονοπώλια), πολιτικό (εκδημοκρατισμός κρατικών μηχανισμών), κοινωνικό (συμμετοχικός σχεδιασμός) καθώς επίσης και σε ιδεολογικό επίπεδο.

Την εδραίωση και νομιμοποίηση του στο κοινωνικό επίπεδο ακολούθησε μια σειρά από θεσμίσεις που στόχευαν στη «βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη»7. Μιας καθημερινότητας βέβαια, όπου συνυπεύθυνος της ήταν ο ίδιος ο πολίτης. Έτσι, υπό τη «ζεστή αγκαλιά» του ΠΑΣΟΚ, η λαϊκή συμμετοχή κάνει την εμφάνισή της και υλοποιείται παίρνοντας διάφορες μορφές όπως για παράδειγμα: η ίδρυση συνοικιακών συμβουλίων και η κοινωνικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων με την ενεργή συμμετοχή και σύμπραξη των εργαζομένων (Εποπτικά Συμβούλια, Επιτροπές Εργαζομένων), που είχε ως στόχο τη βελτιστοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την αύξηση της παραγωγικότητάς της8. Η πολιτική απάντηση που έδωσε το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, απέναντι στην κρίση, ήταν η σταδιακή εισαγωγή θεσμών συν-διαχείρισης αποσκοπώντας στη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας9. Και κάπως έτσι η συναίνεση της εργατικής τάξης, μέσω της «δημοκρατικής συμμετοχής» της στο καπιταλιστικό σύστημα, εξισώθηκε με την απονεύρωση του εργατικού συνδικαλισμού και η έφοδος στον ουρανό έδωσε την θέση της στη λαϊκή- εθνική κυριαρχία, που όταν έγινε «ντεμοντέ» αποκαθεδρώθηκε από την κοινωνία των πολιτών.

«Καλησπέρα, καλησπέρα.. Κοινωνία των πολιτών»

Με την εικόνα του χαρισματικού ηγέτη που χαιρετίζει τις λαοθάλασσες ψηφοφόρων να ξεθωριάζει, η παραδοσιακή λαϊκή πολιτική συνταγή μετατοπιζόταν πλέον σε ένα πιο «προωθημένο» τρόπο αντιμετώπισης των κοινωνικών ζητημάτων. Ένας τρόπος που θα έδινε και στο κεφάλαιο την απαραίτητη «βαλβίδα αποσυμπίεσης» που χρειάζονταν απέναντι στην κρίση κερδοφορίας του. Αυτός δεν ήταν άλλος από το άνοιγμα των κοινωνικών ζητημάτων σε πρωτοβουλίες των ίδιων των πολιτών. Πολιορκητικός κριός σε αυτές τις πρωτοβουλίες είναι η εθελοντική προσφορά των ίδιων των πολιτών, η οποία λειτουργώντας ως δεξαμενή απλήρωτης εργασίας, υποκαθιστά ένα κομμάτι των προνοιακών πολιτικών του παρελθόντος.

Σε συνθήκες, λοιπόν, γενικευμένης ήττας και αφομοίωσης, με τα πολιτικά «οράματα» να έχουν χρεωκοπήσει, οι πολιτικές επιδιώξεις του κινήματος εμφανίζονται πλέον με τη μάσκα του κοινωνικού ενδιαφέροντος, με το λόγο τους να έχει μετατοπιστεί βαθμιαία από το «σοσιαλισμό» προς στις δημοκρατικές διεκδικήσεις τύπου «ανθρώπινα δικαιώματα» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Έτσι, τα ανταγωνιστικά υποκείμενα του προηγούμενου κύκλου αγώνα (κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας ‘60-‘70), απογυμνωμένα πλέον από τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά τους, μετατρέπονται σε «ευαίσθητους» πολίτες που (από)πολιτικοποιούνται μέσω της συμμετοχής τους σε ομάδες πίεσης, που αφορούν κοινωνικούς τομείς στους οποίους το κράτος παρουσιάζει ελλειμματική παρουσία.

Κάπως έτσι, με τον νεοφιλελευθερισμό σε μια προσπάθειά επανοικειοποίησης των κοινωνικών ερεισμάτων που χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, επιστρατεύεται η «κοινωνία των πολιτών», η οποία στηριζόμενη σε μία κατασκευή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, επιχειρεί να προσδώσει στα άτομα μία κοινή ταυτότητα, ένα κοινό ανήκειν σε αυτή την κοινωνία πέρα από τις υπάρχουσες κατακερματισμένες κοινωνικές σχέσεις. Το άτομο, λοιπόν, μέσα από την κοινωνία των πολιτών επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ως ΑΤΟΜΟ και εμφανίζεται πλέον ως «ενεργός πολίτης», που μιλάει άπταιστα τη γλώσσα του δικαίου και του γενικού συμφέροντος. Τώρα βέβαια, όσον αφορά τη γλώσσα του κοινωνικού ανταγωνισμού, θα λέγαμε ότι εκεί έμεινε μετεξεταστέος… ουκ ολίγες φορές.

Και αυτό γιατί το σκεπτικό και η δράση της «κοινωνίας των πολιτών», ακολουθεί την (πολιτική) επιλογή άρνησης της ριζοσπαστικής πολιτικής. Δεν μιλάει για ταξική εκμετάλλευση και κοινωνική απελευθέρωση αλλά ζητάει φιλανθρωπία βαπτίζοντάς την αλληλεγγύη (καμία σχέση βέβαια με την αλληλεγγύη μεταξύ αγωνιζομένων) και περισσότερη δημοκρατία ή καλύτερα «πραγματική» δημοκρατία (άμεση, συμμετοχική). Κάτι του τύπου να τα αλλάξουμε όλα χωρίς να γκρεμίσουμε την χώρα (μμμ…κάτι μας θυμίζει αυτό!). Με άλλα λόγια η κοινωνία των πολιτών ζητά έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Και για να το πετύχει αυτό έχει στην φαρέτρα της ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της· τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο).

Και τι γίνεται όταν από την πολιτική δράση φεύγει η «πολιτική» και μένει μόνο η «δράση»;

Όπως είδαμε και προηγουμένως, η αφομοίωση των δικτύων κοινωνικής συνεργασίας στον κρατικό σχεδιασμό αποτέλεσε στρατηγική επιλογή από την πλευρά του κεφαλαίου, το οποίο αναγνώρισε τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού και προσπάθησε να ξεπεράσει την κρίση αναπαραγωγής του. Και κάπως έτσι επιχειρείται η μεγάλη ντρίπλα. Αφενός περιορίζεται το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής που αντιστοιχεί στο κράτος, αφετέρου το ίδιο το κράτος έχοντας υπό την κηδεμονία του ένα βασικό αριθμό από Μ.Κ.Ο στρέφει τις εθελοντικές τους δραστηριότητες σε τομείς, για να συμπληρώσουν την ελλειμματική προνοιακή του παρουσία ή ακόμα και την πλήρως κατασταλτική του παρουσία –ανοίγοντας έτσι χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Εντάξει, τουλάχιστον ικανοποιούν ανάγκες, θα πει κάποιος καλοπροαίρετος. Η αλήθεια είναι ότι η δράση των Μ.Κ.Ο κατάφερε, εν μέρει, να απαντήσει σε μια υλική πραγματικότητα υποβοηθώντας την αναπαραγωγή κάποιων από τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να θίγεται στον πυρήνα της η αναπαραγωγή της σχέσης κεφάλαιο, αλλά εδραιώνοντας την: κάθε στιγμή μέσα στην κρίση, παρουσιάζουν τη φτώχεια ως φυσικό φαινόμενο ή τους ίδιους τους φτωχούς με τις «ανεπαρκείς τους ικανότητες» να ευθύνονται για αυτήν. Έτσι λοιπόν, αν και μέχρι ενός σημείου, με τον ρόλο των Μ.Κ.Ο «βελτιώνεται» η καθημερινότητα και οι συνθήκες διαβίωσής τους10, δεν κριτικάρεται και φυσικά δεν καταργείται η αιτία που γέννησε αυτές τις συνθήκες, δηλαδή η σχέση εκμετάλλευσης.

Αυτή η προσκόλληση στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων, που προωθείται μέσω του ρόλου της «κοινωνίας των πολιτών» και των Μ.Κ.Ο, αποτέλεσε τη μήτρα που γέννησε μια σειρά στρεβλών αντιλήψεων πάνω σε διάφορα ζητήματα (π.χ. ο ρόλος των μεταναστών και των γυναικών ως θύματα, η κατάφαση στην εθελοντική εργασία ως λύση στην κρίση). Η λογική, λοιπόν, που υιοθετείται από την δραστηριότητα των Μ.Κ.Ο και των «ενεργών πολιτών» γενικότερα, αντί να αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά ζητήματα ως πολιτικά, τα υποβαθμίζει ανάγοντάς τα σε ζητήματα του τρόπου διαχείρισης της εκμετάλλευσης, σε ανεπαρκή κρατικό σχεδιασμό ή ακόμα και σε δυσλειτουργίες του κράτους11. Κάπως έτσι, τα συλλογικά προβλήματα αποκτούν ατομικές λύσεις, η συλλογική διεκδίκηση δίνει τη θέση της στη διαπραγμάτευση, οι προτάσεις γίνονται θεσμίσεις και η σύγκρουση με τους κυρίαρχους θεσμούς έχει αντικατασταθεί από τη συνεργασία και τον διάλογο.

Κάπου εδώ έρχεται πάλι στο μυαλό μας η αντιφατική κίνηση της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η σχέση αγάπης- μίσους μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μια σχέση που εξηγεί πως μια στρατιωτικού τύπου διαχείριση από την πλευρά του κεφαλαίου (καταστολή, φόβος, υποτίμηση) μπορεί να εμφανιστεί την ίδια στιγμή με «ανθρώπινο πρόσωπο», δίνοντας τη δυνατότητα στο κράτος να ενδύεται κατά περίπτωση το μανδύα του αντιρατσισμού και του ανθρωπισμού.

Για αυτό βλέπουμε ότι τη στιγμή της μαζικής εισροής μεταναστών/τριών από τα βαλκάνια (με το άνοιγμα των συνόρων τη δεκαετία του ’90) και τον κοινωνικό κανιβαλισμό που υπέστησαν σε οικοδομές, σεξοπάζαρα και χωράφια, την ίδια στιγμή το ξεζούμισμα της εργατικής τους δύναμης ανταλλάσσεται με λίγες δόσεις «φροντίδας» από τους γιατρούς χωρίς σύνορα/ του κόσμου κ.ο.κ.. Τη στιγμή που κρατικές υπηρεσίες υφίστανται περικοπές και ωθούνται σταδιακά στην παύση της λειτουργίας τους, πρωτοβουλίες «ευαίσθητων» πολιτών και Μ.Κ.Ο βγαίνουν στο προσκήνιο να υποκαταστήσουν κουτσά στραβά τις προνοιακές πολιτικές. Τη στιγμή που η ανεργία χτυπάει κόκκινο, Μ.Κ.Ο και άλλοι φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» αναλαμβάνουν την διαχείριση της «στρατιάς» των ανέργων, κατέχοντας κομβικό ρόλο στην εφαρμογή του workfare12. Τη στιγμή που γίνονται απολύσεις στην καθαριότητα των Δήμων, επιστρατεύονται ατενίστας και λος λαμπίκος για να μαζεύουν τα σκουπίδια και να ξεκολλάνε κολλημένες τσίχλες από τα πεζοδρόμια. Τη στιγμή που μετανάστες στοιβάζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βυθίζονται στη Μεσόγειο, στήνονται ξενώνες φιλοξενίας και παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με την «ευγενική» χορηγία των Μ.Κ.Ο (ΑΡΣΙΣ, γιατροί χωρίς σύνορα και πάει λέγοντας). Τη στιγμή που διαπομπεύονται οι οροθετικές πόρνες, το ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ μαζί με Μ.Κ.Ο μοιράζουν προφυλακτικά στην ελληνική κοινωνία. Και οι στιγμές δεν έχουν τέλος….

Κλείνοντας…

Στο παραπάνω κείμενο προσπαθήσαμε (έστω και επιδερμικά) να ανιχνεύσουμε τις διάφορες μορφές που παίρνει το κράτος καθώς επίσης και με ποιο τρόπο συναρθρώνεται με την κοινωνία. Είτε με προνοιακές πολιτικές, είτε με ωμή καταστολή, είτε με συμμετοχικό σχεδιασμό και την «κοινωνία των πολιτών». Όλα αυτά, φυσικά όχι υπό μία ακαδημαϊκή σκοπιά, αλλά έχοντας πάντα ως γνώμονα την ταξική πάλη. Την κίνηση των ανθρώπων ενάντια σε αυτόν τον κόσμο. Εκεί έξω, στα καφενεία, στις πλατείες, στις παρέες, τέτοιες συζητήσεις τελειώνουν συνήθως με ένα «Το ένα σας βρωμάει και το άλλο σας ξινίζει. Τι θέλετε πια;» Μα τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα τον σκοπό της απάντησης καλά:

«Δε μου αρέσουν οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές και οι αρμονίες. Όλα να πάσχουν κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμία όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουν κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους. Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμία λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν. Ακόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν στα παλιά, να αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.” (Τα Ρετάλια, Μάριος Χάκκας).


1 Οφείλουμε εδώ μια μικρή επεξήγηση. Σε διάσπαρτα σημεία μέσα στο κείμενο, χάριν ευκολίας, λέμε «το κεφάλαιο έκανε αυτό, επέλεξε εκείνο» κ.λπ.. Ας σημειώσουμε πως δε θεωρούμε ότι το κεφάλαιο είναι μια συμπαγής μορφή που επιλεγεί ως φυσικό πρόσωπο να πράττει. Δεν υπάρχει κάποιο σκοτεινό κέντρο που οι κεφαλαιοκράτες μαζεμένοι αποφασίζουν ως «το κεφάλαιο» με ένα στόμα και μια φωνή για τις τύχες μας. Αντίθετα, αναγνωρίζουμε ότι και μέσα στους κόλπους των αφεντικών υπάρχουν ανταγωνισμοί, κι όποια στρατηγική ακολουθείται κάθε φορά, προκύπτει και από τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και από την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Όπου λοιπόν συναντώνται τέτοιες απλουστεύσεις που έγιναν για την καλύτερη ροή του κειμένου, ας έχουμε κι αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για όπου χρησιμοποιούμε παρόμοια «το κράτος».

2 Ο ταξικός ανταγωνισμός, στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα, επικεντρώνονταν κυρίως σε δύο βασικά αιτήματα: την έκταση της εργάσιμης μέρας και τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας. Διάσπαρτοι εργατικοί αγώνες και κλαδικές απεργίες δίνονται ως απάντηση στην ανάγκη του κεφαλαίου για ένα πιο «ορθολογικό» καταμερισμό της εργασίας και μεγαλύτερο έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας (τεϋλορισμός, φορντισμός), προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας του τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης.

3 Οι εργατικοί αγώνες και οι εξεγέρσεις των δεκαετιών του 60’ και του 70’ που ξέσπασαν στο πεδίο της παραγωγής με τη μορφή απεργιών, σαμποτάζ, κοπάνας εκφράστηκαν ως εξέγερση ενάντια στην ενταντικοποιημένη βιομηχανοποιημένη εργασία. Κομμάτι της εργατικής τάξης δεν ήταν πλέον διατεθειμένο να λιώνει το κορμί του στις γραμμές παραγωγής με αντάλλαγμα κατανάλωση (τόσο υλικών αγαθών, όσο των κοινωνικών παροχών). Αμφισβητεί το δικαίωμα του κάθε αφεντικού αλλά και του ίδιου του κράτους να ελέγχει τη ζωή του, αμφισβητεί το ρόλο των συνδικάτων αναγνωρίζοντάς τα πλέον ως «επίσημους» διαμεσολαβητές της εκμετάλλευσης των εργατών και αρχίζει να «φλερτάρει» με τα προτάγματα της αυτονομίας. Παράλληλα εκείνη την περίοδο εμφανίζονται στο προσκήνιο νέα υποκείμενα και κινήματα γυναικών, ομοφυλόφιλων, φοιτητών και αντικουλτούρας.

4 Αναλυτικότερα στην μπροσούρα Σκοτώνουν τα άλογα στη δουλειά και όταν γεράσουν τα θάβουν ιδίοις εξόδοις από την Ομάδα ενάντια στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας.

5 Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κρίσης του κοινωνικού κράτους και της μετάβασης προς μια μετασχηματισμένη δομή καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι τα καθεστώτα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν στη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α. αντίστοιχα. Εκεί όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές «κούμπωσαν» στο «άρμα» της εθνικής ανάπτυξης.

6Με τον όρο «άτυπος» τομέας παραγωγής νοείται η νέα μορφή παραγωγής για τα προς το ζην που κυμαίνεται από την αυτο-παραγωγή και αυτο-εκμετάλλευση στο πλαίσιο συνεταιρισμών, μέχρι πρωτοβουλίες και εργασία σε άλλη πλην της τακτικής εργασίας στα πλαίσια της κοινότητας. (Bonefeld, Αναδιατύπωση της θεωρίας του κράτους, Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή)

7 Φράση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στην 10η κομματική Σύνοδο του 1983.

8 Αναλυτικότερα στο περιοδικό «Θέσεις» και συγκεκριμένα στο άρθρο «Το αριστερό κίνημα απέναντι στην ‘’εργατική συμμετοχή’’», τεύχος 5 (1983) και «Επιτροπές εργαζομένων στις επιχειρήσεις», τεύχος 10 (1985).

9 Το κατά πόσον όλοι αυτοί οι θεσμοί όντως λειτούργησαν, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

10 Όταν κι άμα φυσικά «βελτιώνεται». Στη συλλογική μνήμη των αγωνιζόμενων έχει καταγραφεί άλλωστε ο βρώμικος ρόλος διαφόρων Μ.Κ.Ο σε εμπόλεμες ζώνες (και όχι μόνο) και η έμπρακτη συμμετοχή τους στη εξαθλίωση πληθυσμών.

11 Για παράδειγμα οι μεταναστευτικές ροές απογυμνώνονται πλήρως από την πολιτική τους διάσταση. Δηλαδή, μένει στο απυρόβλητο η προσπάθεια του κεφαλαίου, είτε με ακραία υποτίμηση είτε με τα όπλα και τους φράκτες, να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές και την παγκόσμια κατανομή της εργασίας, προκειμένου να εντείνει ακόμα περισσότερο την εκμετάλλευση. Αντιθέτως, ανάγεται απλώς σε πρόβλημα «διαχείρισης» της κρίσης και της κινητικότητας των ανθρώπων.

12 Στο σημείο αυτό ας εξηγήσουμε λίγο καλύτερα τι εννοούμε. Τα τελευταία χρόνια, με πρόσχημα την «καταπολέμηση/ απορρόφηση» της ανεργίας επιχειρήθηκε μία νέα στρατηγική αναδιάρθρωσης της εργασίας. Και το όνομα αυτής workfare ή αλλιώς προγράμματα «κοινωφελούς» εργασίας. Την περίοδο 2012-2013, Δικαιούχοι των κοινωφελών προγραμμάτων ήταν οι Μ.Κ.Ο και συμπράττοντες φορείς ήταν οι Δήμοι. Με άλλα λόγια, οι Μ.Κ.Ο ανέλαβαν το ρόλο του «προοδευτικού» εργολάβου για να «διαχειριστούν» την ανεργία και να απορροφήσουν «ωφελούμενους»- αλλά φυσικά και το αντίστοιχο κονδύλι ανά κεφάλι. Στα νέα προγράμματα (2013-2014 και 2015), οι Μ.Κ.Ο βγήκαν από το παιχνίδι και η διαχείριση των ανέργων γίνεται πλέον, κεντρικά από τον Ο.Α.Ε.Δ. Για μια περαιτέρω ανάλυση, μπορείτε να ανατρέξετε στη μπροσούρα Workfare Reloaded των συντροφισσών/ων της Συνέλευσης για την ΚΥκλοφορία των Αγώνων.

Η ιστορία ενός φιλοξενείου

Ο τόπος: Άνδρου με Σιδηροκάστρου γωνία, Κάτω Τούμπα.

Ο χρόνος: τέλη Ιουλίου 2014.

Οι πρωταγωνιστές: η νεοεμφανιζόμενη Επιτροπή Κατοίκων Τούμπας.

Η αιτία: η μετατροπή ενός κτιριακού συγκροτήματος (παλιοί στάβλοι) από αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού του δήμου, σε φιλοξενείο προσφύγων.

Και το εργάκι πάει κάπως έτσι…

… Με το που μαθαίνεται ότι ο κ. Μπουτάρης και η ομάδα του σκοπεύουν να αναδιαμορφώσουν τους παλιούς στάβλους ως φιλοξενείο προσφύγων (με τη συνεργασία της Μ.Κ.Ο «Άρσις»), συστήνεται στη γειτονιά και η πρώτη ομαδοποίηση κατοίκων που μετέπειτα θα ονομαστεί «Επιτροπή Κατοίκων Τούμπας». Τα αιτήματα τους; «ΟΧΙ στην εγκατάσταση πολιτικών προσφύγων στην περιοχή μας. ΟΧΙ στην υποβάθμιση της περιοχής μας. ΝΑΙ στην αποκλειστική αξιοποίηση του χώρου των παλιών σταύλων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου της γειτονιάς μας». Εδώ, λοιπόν, χωράει ένας πρώτος σχολιασμός των συνθημάτων αυτών, πριν περάσουμε στο ίδιο το υποκείμενο που βγάζει αυτόν το λόγο.

Ο μετανάστης ως ο άλλος.

Σε αυτήν τη χώρα, τόσα χρόνια, έχουμε συνηθίσει σε δύο περιπτώσεις διαχείρισης και παρουσίασης της ταυτότητας του μετανάστη. Η μία από αυτές είναι η προβολή του ως ο ξένος, ο παρείσακτος, η απειλή. Απειλή για τον εθνικό κορμό αυτής της χώρας, που δεν χωράει άλλους ξένους (εδώ δεν βρίσκουν καλά-καλά τα παιδιά μας δουλειά, θα ταΐζουμε κι άλλους;). Απειλή για την ασφάλεια της ατομικής ιδιοκτησίας, που στην εποχή του είσαι-ό,τι-κατέχεις λαμβάνει ένα ιερό, σχεδόν μεταφυσικό νόημα. Απειλή για την υγεία της ελληνικής οικογένειας, εξάλλου Αφρικανές πόρνες δεν είναι αυτές που μολύνουν με AIDS αγνούς οικογενειάρχες ανθρώπους;1 Απειλή ακόμα και για το δυτικό πολιτισμό εν γένει, αφού κάθε σκουρόχρωμος πλέον θεωρείται εν δυνάμει τζιχαντιστής.

Σε επίπεδο κρατικής διαχείρισης, τα παραπάνω εδαφικοποιούνται με φράχτες στον Έβρο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, δολοφονίες στα σύνορα και πνιγμούς στο Αιγαίο και μαζικές «σκούπες» μικροπωλητών στα κέντρα των πόλεων. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ όμως, δεν είναι τόσο η υποδοχή που επιφυλάσσει το ελληνικό κράτος και οι μηχανισμοί του στους μετανάστες, αλλά ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, αυτό που συναινεί στις παραπάνω πολιτικές, τις στηρίζει και συχνά έχει και υλικές απολαβές από αυτήν. Μιλάμε για τις υποτιμητικές ματιές στα λεωφορεία, που καμια φορά μπορούν να εξελιχθούν και σε λόγια, χειρονομίες. Μιλάμε για την ανησυχία των ενοίκων μιας πολυκατοικίας όταν βλέπουν ότι μια οικογένεια μεταναστών εγκαταστάθηκε στο διπλανό διαμέρισμα. Μιλάμε για τη σιωπηλή (ή και όχι) συναίνεση όταν στα δελτία των 20:00 ακούνε για άλλη μία επιχείρηση «Ξένιος Δίας», για άλλο ένα πογκρόμ που οργανώθηκε από μέλη της Χρυσής Αυγής, για άλλο ένα «ατυχές γεγονός» τύπου Φαρμακονήσι.2

Φυσικά το πρώτο πράγμα που μετά βδελυγμίας θα απορρίψουν τα μέλης της Επιτροπής Κατοίκων Τούμπας είναι ακριβώς αυτό, ο χαρακτηρισμός τους ως άλλη μία «ρατσιστική επιτροπή γειτονιάς» (κι ας λέει ό,τι θέλει ο παλιο-Μπουτάρης…). Δεν έχουν κάτι με τους «ξένους», απλά δεν θέλουν να υποβαθμιστεί η γειτονιά, θα σου πούν, ενώ αυτό που έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους (ή και μπροστά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που το δήλωναν ανοιχτά) είναι ο φόβος για την πτώση των τιμών των ακινήτων που έχουν προς ενοικίαση/ πώληση στην περιοχή. Δεν τους ενοχλεί ο διπλανός τους να μιλά διαφορετική γλώσσα από τη δική τους, απλά, όπως και να το κάνουμε, το κοινωνικό σύνολο της γειτονιάς (όπως θέλουν οι ίδιοι να αυτοπροσδιορίζονται) είναι αυτό που θα πρέπει να αξιοποιήσει τους παλιούς στάβλους. Ένα κοινωνικό σύνολο που, δυστυχώς, δε χωράει μετανάστες εργάτες, δεν χωράει πολιτικούς πρόσφυγες. Όχι γιατί είναι σκουρόχρωμοι και κατώτεροι (αυτά δεν τα λέμε πια ανοιχτά), αλλά γιατί μιλάνε διαφορετική γλώσσα, μαγειρεύουν με βαριές μυρωδιές, κοινωνικοποιούνται στις πλατείες και στα πάρκα και όχι μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, τίθεται, τέλος πάντων, θέμα διαφορετικών πολιτισμικών συνηθειών, κώδικα επικοινωνίας, κουλτούρας. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους ξένους, αλλά αυτοί να κάτσουν στη χώρα τους, με τα ήθη και τα έθιμα τους κι εγώ στη δική μου», διαμαρτύρεται ο μαινόμενος (νεο)ρατσιστής, καμουφλάροντας τη μισαλλοδοξία του με λογύδρια περί κοινωνικών ομάδων που «δεν μπορούν να αφομοιωθούν πολιτισμικά». Δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που στη θέση της καθαρότητας του αίματος και της φυλής βάζει την ανωτερότητα ενός «αμόλυντου» πολιτισμού, στον οποίο δεν χωράνε εξωτερικά ερεθίσματα και κάθε υπόνοια διαφορετικότητας ερμηνεύεται ως κατ’ οίκον εισβολή. Ήδη από την 11/09 και τη δαιμονοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου στο σύνολο του δημιουργείται ένα νοητό νήμα που περνά από τις δηλώσεις της Merkel ότι «η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε»3 στα “Je suis Charlie” αυτοκολλητάκια κι από εκεί στις απειλές του Καμμένου ότι θα αφήσει τους τζιχαντιστές να ξεχυθούν στην Ευρώπη. Ένα νοητό νήμα που θέλει να αποδείξει ένα και μόνο πράγμα: η «σύγκρουση πολιτισμών» υφίσταται και απειλεί τον καθένα που ζει στις δυτικές μητροπόλεις. Κι ως μόνο καταφύγιο σε αυτόν τον υποτυπώδη «πόλεμο» παρουσιάζεται (τι άλλο;) η εθνική ταυτότητα, αφού ως γνωστόν στη ζεστή της αγκαλιά δεν υπάρχουν διαφορές, συγκρούσεις ή αντιθέσεις. Μια εθνική ταυτότητα που συνενώνει ακροδεξιές ρητορείες και αριστερούς, «αντιιμπεριαλιστικούς» βερμπαλισμούς. Και κάπως έτσι συναντάμε τη δεύτερη διαχείριση της μεταναστευτικής ταυτότητας.

Ο μετανάστης ως θύμα

Αν η Επιτροπή Κατοίκων Τούμπας συγκεντρώνει όλη τη μισαλλοδοξία, την εχθρότητα και το ρατσιστικό μένος που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε επιτροπές «αγανακτισμένων» κατοίκων όταν αυτοί νιώθουν ότι απειλούνται τα υλικά συμφέροντα τους, τότε κάποιος θα πρέπει να εκφράζει και την «άλλη» πλευρά, αυτήν της φιλανθρωπίας-που-δεν-κοστίζει-τίποτα, της κοινωνίας των υπεύθυνων πολιτών, της ευαισθητοποίησης στα κοινωνικά προβλήματα του σήμερα. Οι υποψήφιοι για αυτό το ρολάκι πολλοί: από τη μία έχεις ένα δήμαρχο που προωθεί ένα εναλλακτικό, «ευρωπαϊκό» στυλ διαχείρισης της εξουσίας (προώθηση πολιτιστικών εκδηλώσεων, ανάπλαση της πόλης, «πράσινη» ανάπτυξη κ.λπ.) ενάντια στους «λαϊκιστές» προκατόχους του, πρόθυμο να φωτογραφίζεται με το εβραϊκό αστέρι στο πέτο και να στηρίζει δημόσια τα Gay Pride της πόλης. Πρόθυμο, επίσης, να «καθαρίζει» τις πλατείες όχι μόνο από τις αντιαισθητικές αφίσες και τα συνθήματα, αλλά και από τους μετανάστες μικροπωλητές, τους ζητιάνους και όποιον άλλο διαταράσσει την κανονικότητα μίας πόλης που πρέπει πάση θυσία να αποστειρωθεί ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να πλασαριστεί με έξυπνο τρόπο στους φίλους της κατανάλωσης, της ανάπτυξης και των εναλλακτικών τρόπων διασκέδασης. Όχι, ο κ. Μπουτάρης δεν έχει κάτι με τους ξένους, αντίθετα, τους αγαπάει, τους θέλει στην πόλη μας, αρκεί αυτοί να έχουν γεμάτα πορτοφόλια ώστε να στηριχτεί η οικονομική ζωή της πόλης. Αν όμως, τυχαίνει να μην έχεις χαρτιά, τότε η θέση σου είναι στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού, μόνο που εκεί δεν θα φτάσεις με τις κλωτσιές των φασιστών, αλλά με χάδια και γλυκόλογα, κρατώντας το χεράκι ευαισθητοποιημένων Μ.Κ.Ο.

Στην προκειμένη περίπτωση, το ρόλο της φιλάνθρωπης επιχείρησης παίζει η Μ.Κ.Ο. «Άρσις», που σε συνεργασία με το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες έχει αναλάβει να υλοποιήσει το έργο της μετατροπής των στάβλων σε κέντρο φιλοξενίας. Αφήνουμε κατά μέρος τα παιχνίδια που στήνονται πάνω στα φράγκα που αλλάζουν με ευκολία χέρια μεταξύ Ε.Ε., δημοτικής αρχής, κράτους και Μ.Κ.Ο, όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι άνευ σημασίας, αλλά γιατί εδώ μας ενδιαφέρει το ιδεολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο διεξάγεται όλη αυτή η ιστορία. Εθελοντές φοιτητές που προσπαθούν να ξεκινήσουν επαγγελματικές καριέρες4, ευαισθητοποιημένοι πολίτες που θέλουν να απενοχοποιήσουν τη σχέση τους με τον καναπέ, εταιρείες που υιοθετούν ένα κοινωνικό προφίλ και δομές εξουσίας που ευαγγελίζονται το κράτος πρόνοιας, όλοι μαζί συναντώνται κάτω από την ομπρέλα του ανθρωπισμού, αποφασισμένοι να βουλώσουν τις τρύπες ενός συστήματος που στηρίζουν και διαρθρώνουν. Προωθούν τον οίκτο και τη λύπηση αντί για την αλληλεγγύη, απογυμνώνουν τους μετανάστες από κάθε ανταγωνιστική κοινωνική αναφορά και δημιουργούν την εικόνα του αβοήθητου πρόσφυγα, ανήμπορου για κάθε διεκδίκηση χωρίς τη δική τους, «θεϊκή» παρέμβαση.

Το κάδρο συμπληρώνει (ποιος άλλος;) η καθεστωτική (ή και όχι) αριστερά και η αντιρατσιστική ρητορική της. Θυματοποιοώντας τους μετανάστες, εκφέρει ένα λόγο που τους παρουσιάζει ως κακόμοιρους και έρμαια της εξαθλίωσης που χρειάζονται την καθοδήγηση φωστήρων για να ανταπεξέλθουν στις κακουχίες της ελληνικής πραγματικότητας. Παράλληλα συνεχίζει επάξια το έργο των προκατόχων της, διατηρώντας το τείχος στον Έβρο, επαινώντας το έργο της Frontex στον τομέα της φύλαξης των συνόρων5 και προαναγγέλοντας την ίδρυση κέντρων φιλοξενείας που θα αντικαταστήσουν τα κέντρα κράτησης (αν είναι να έχουμε φυλακές για τις οικογένειες μεταναστών, ας έχουμε, τουλάχιστον, όμορφες φυλακές). Καμία έκπληξη για εμάς –τα πατριωτικά διαπιστευτήρια η ελληνική αριστερά τα δίνει εδώ και χρόνια, είτε διεκδικώντας τις εθνικές επετείους από τους ακροδεξιούς, είτε προτιμώντας την ελληνική από τη βουλγάρικη CocaCola, είτε βάζοντας σε πρώτη γραμμή το αίτημα για τις πολεμικές αποζημιώσεις.

Η κοινή συνισταμένη αυτών των τριών εκφράσεων ανθρωπιστικής κοινωνικής παρέμβασης βρίσκεται ακριβώς στην προσπάθεια συσκότισης της εκμετάλλευσης που συμβαίνει πάνω στα σώματα των μεταναστών, και ανάδειξης του θέματος ως άλλο ένα συμβάν αδικίας, κακοτυχίας, κακοδιαχείρισης της κρίσης. Κι όμως, οι μετανάστες δεν είναι «κακότυχοι», είναι ζωντανά υποκείμενα, κι αν κάποιοι από εμάς υποτιμούμαστε με μειωμένους μισθούς, αυτοί υποτιμούνται με την κάννη στον κρόταφο. Κι όμως, δεν είναι άλλο ένα τυχαίο περιστατικό αδικίας, είναι η προσπάθεια του κεφαλαίου να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές και να εντείνει ακόμα περισσότερο την εκμετάλλευση. Κι όμως, δεν είναι προϊόν κακοδιαχείρισης της κρίσης, είναι η προσπάθεια των αφεντικών να βγουν αλώβητοι από την κρίση, πατώντας πάνω σε πτώματα.

Ένας καινούριος Αγ.Παντελεήμονας;

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που παρομοίασαν τα γεγονότα στους παλιούς στάβλους με την περίπτωση του Αγ.Παντελεήμονα στην Αθήνα 6 χρόνια πριν. Φασίστες κάτοικοι εδώ, φασίστες κάτοικοι κι εκεί, αναρχικοί κι αριστεροί στην κόντρα εκεί, το ίδιο κι εδώ…

Καταρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται –όσο και να μοιάζουν κάποιες κοινωνικές καταστάσεις μεταξύ τους. Ο χρονικός/τοπικός παράγοντας, οι διαφορετικές δυναμικές που αναπτύσσονται κάθε φορά καθώς και η ίδια η σύνθεση των υποκειμένων είναι στοιχεία που λειτουργούν με διαφοροποιητικό τρόπο από στιγμή σε στιγμή, από τον ένα αγώνα στον άλλο. Με αυτό στο μυαλό μας, θα θέλαμε να σταθούμε σε κάποια συγκεκριμένα σημεία που κατά τη γνώμη μας αξίζει να αναδειχθούν.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η δράση της επιτροπής κατοίκων στον Αγ.Παντελεήμονα αναπτύχθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο που αναπόφευκτα επηρέασε με συγκεκριμένο τρόπο τη σύγκρουση που εξελίχθηκε στη γειτονιά αυτή. Πιο συγκεκριμένα, ένα χρονικό πλαίσιο ορισμένο από τη μία από την εξέγερση του Δεκέμβρη (δηλαδή την πρώτη φορά που οι μετανάστες -από κοινο με άλλα υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας- βγήκαν με εκρηκτικό τρόπο στο δημόσιο χώρο και διεκδίκησαν τα πάντα) κι από την άλλη από την αυθόρμητη, δυναμική κινητοποίηση των μεταναστών με αφορμή το σκίσιμο του κορανίου από μπάτσο το Μάιο του 2009. Αυτό το κοινωνικό υποκείμενο, λοιπόν, που εξεγέρθηκε δύο φορές μέσα σε 6 μήνες, έπρεπε να πειθαρχηθεί, να υποτιμηθεί ακόμα παραπέρα, πράγμα που έγινε με συνεχόμενες επιχειρήσεις-«σκούπα» στα κέντρα των πόλεων, τη δαιμονοποίηση των μεταναστών στα Μ.Μ.Ε, την εκκένωση του παλιού εφετείου6 και την ενίσχυση ρατσιστικών επιτροπών γειτονιάς, όπως αυτή του Αγ.Παντελεήμονα. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την άμεση εμπλοκή του τότε αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Χρ. Μαρκογιαννάκη στα γεγονότα του Αγ.Παντελεήμονα ή την ενεργό συμμετοχή μπάτσων του Α.Τ. της γειτονιάς στα πογκρόμ που στήνονταν;7 Η κρατική εμπλοκή στα γεγονότα του Αγ.Παντελεήμονα, το χτύπημα (μπάτσοι και φασίστες μαζί) της πορείας αλληλεγγύης στους μετανάστες στις 07/07/09, η κάλυψη των ατόμων που οργάνωναν τις νυχτερινές επιθέσεις στους μετανάστες, καθώς και η μαζική μηντιακή παρουσίαση τους ως «απλούς αγανακτισμένους οικογενειάρχες», δείχνει ότι εκεί είχαμε να κάνουμε με κάτι πολύ παραπάνω από τις δράσεις μιας ρατσιστικής επιτροπής κατοίκων.

Ένας άλλος διαφοροποιητικός παράγοντας είναι, φυσικά, το ποσοστό εμπλοκής της Χρυσής Αυγής. Είναι ευρέως γνωστό πως πολύ πριν οι φασίστες πλασαριστούν στα τηλεπαραράθυρα και τα έδρανα του κοινοβουλίου ως «τα παλικάρια που φοράνε μαύρα», βγάζανε κανά μεροκάματο κάνοντας όλη τη βρώμικη δουλεία στον Αγ. Παντελεήμονα. Εμπρησμοί, μαχαιρώματα, απόπειρες δολοφονίας, ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους (κι ό,τι ερχόταν σαν εντολή «από τα πάνω») για να καταστεί σαφές ότι η παρανομοποίηση των μεταναστών θα είναι μια διαδικασία που θα διατηρηθεί και θα αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου. Στην περίπτωση των παλιών στάβλων, τώρα, δεν υπήρξε μέχρι στιγμής κάποια παρέμβαση της Χρυσής Αυγής, αν εξαιρέσει κανείς κάποια συνθήματα στους τοίχους των γύρω στενών (τα οποία σβήστηκαν αμέσως). Θεωρούμε ότι η απουσία των φασιστών οφείλεται τόσο στη μικρή δυναμική τους στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όσο και στα διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα που υπάρχουν στην Κάτω Τούμπα σε σχέση με αυτά του Αγ.Παντελεήμονα (ή των περιοχών της δυτικής Θεσσαλονίκης) όσον αφορά το ποσοστό συγκέντρωσης μεταναστών. Ακόμη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τούμπα είναι μια περιοχή με έντονο το στοιχείο της πολιτικής παρέμβασης, είτε από καταλήψεις που βρίσκονται εκεί, είτε από συνελεύσεις γειτονιάς, είτε από διάφορες αριστερές οργανώσεις. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ρατσιστικές επιτροπές κατοίκων είναι ο κατεξοχήν εύφορος τόπος για θύλακες της Χρυσής Αυγής να αποκτήσουν ένα «κοινωνικό» πρόσωπο, ακόμα κι αν αυτό δε γίνεται με εμφανή, σε πρώτο χρόνο, τρόπο.

Ένας τρίτος παράγοντας διαφοροποίησης ήταν και ο ρόλος της μαφίας. Αναλυτικότερα, η περιοχή του Αγ.Παντελεήμονα και πέριξ χαρακτηριζόταν από την έντονη παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος, είτε αυτό σήμαινε καταναγκαστική πορνεία, λαθρεμπόριο ή πιάτσες ναρκωτικών. Δεν είναι τυχαίο ότι μπάτσοι, χρυσαυγίτες, πληρωμένοι μπράβοι και ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών αλληλοπλέκονταν σε ένα κοινό δίκτυο σχέσεων, έστηναν δουλειές μαζί, έβγαζαν τα προς το ζην και φρόντιζαν να βγάζουν ασπροπρόσωπο το ελληνικό κράτος στη μεταναστευτική πολιτική που είχε χαράξει την περίοδο εκείνη: συνεχής εκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας στα όρια της φυσικής τους εξόντωσης, μόνιμη κράτηση τους σε ένα ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης, παρανομοποίηση των διαδρομών τους.

Με τα παραπάνω δε θέλουμε να ισχυριστούμε ότι κάθε περίπτωση είναι ξεκομμένη από τις ιστορικές διαδικασίες ή τα προηγούμενα παραδείγματα αγώνα. Αντιθέτως, η κινηματική μνήμη, η κυκλοφορία των σκεπτικών, η συλλογική εμπειρία και ο αναστοχασμός είναι πολύτιμα εφόδια για τους αγώνες που συμβαίνουν και γι’ αυτούς που έρχονται. Ακριβώς αυτά τα εργαλεία είναι που κάθε φορά αναδεικνύουν τις πτυχές εκείνες που θα μας βοηθήσουν να δράσουμε χωρίς να εγκλωβιζόμαστε σε αδιέξοδες κατευθύνσεις ή ατέρμονες επαναληπτικές διαδικασίες. Όσο προβληματικό είναι το να προσπερνάμε αβίαστα την παρακαταθήκη χθεσινών αγώνων, άλλο τόσο είναι και το να οργανώνεις τις κινήσεις σου σύμφωνα με κινηματικά manual.

Και στην Τούμπα, τελικά, τι γίνεται;

Στην αφίσα που κολλήθηκε τέλη Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη γράφαμε: (…) Μιλάνε για υποβάθμιση της περιοχής και εννοούν την υποτίμηση της  αξίας των ακινήτων τους. Λένε για υποβάθμιση της ζωής και εννοούν ότι δε θέλουν να βλέπουν πρόσωπα «ταλαίπωρων» (σύμφωνα με τα κείμενά τους) ανάμεσά τους. Γιατί τους χαλάνε την αισθητική. Γιατί δεν ταιριάζουν με τις προσόψεις των πολυκατοικιών τους. Και σπεύδουν να δηλώσουν πως δεν είναι ρατσιστές γιατί αυτό ακριβώς είναι: ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΟΙ, ΜΙΚΡΟΪΔΙΟΚΤΗΤΕΣ, ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ. (…) 7 μήνες μετά συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ο πυρήνας της ιδεολογίας τους, η αιτία της μετακίνησης τους από τον καναπέ στο πάρκο, δεν είναι ούτε η παρότρυνση χρυσαυγιτών, ούτε ότι ξαφνικά κάποιοι μεσήλικες έγιναν ναζί, αλλά απλά και ξάστερα τα υλικά συμφέροντα τους. Γι’ αυτόν το λόγο εξαρχής δεν βρήκαμε κανένα νόημα στο να παρέμβουμε στις δημόσιες συγκεντρώσεις τους (όπου μπορούσε να μιλήσει -και μίλησε- ο καθένας) για να τους «πείσουμε» για τα λάθος σκεπτικά τους ή να οργανώσουμε κάποια εκδήλωση για να αναδείξουμε μία διαφορετική άποψη για το μεταναστευτικό ζήτημα. Είχαμε αποφασίσει ότι η μόνη μας παρουσία εκεί (πέρα από καθημερινές αφισοκολλήσεις και παρακολούθηση των γενικότερων διεργασιών από πλευρά φασιστών-«Άρσις») θα δήλωνε και τη δημόσια αντίθεση μας με την Επιτροπή Κατοίκων Τούμπας, όπως και έγινε με την πορεία που πέρασε κάτω απ’ τα σπίτια τους την Παρασκευή 10 Οκτώβρη 2014.8 Όποιος ήλπιζε ότι με τη ρητορική του θα άλλαζε τα μυαλά των «ξεστρατισμένων» κατοίκων (όπως διάφοροι αριστεροί που μονοπωλούσαν τα μικρόφωνα στις δημόσιες συγκεντρώσεις της ρατσιστικής επιτροπής), μάλλον δεν είχε αντιληφθεί το στοιχειώδες: ότι οι ρατσιστές κάτοικοι είχαν ήδη συσπειρωθεί κάτω από ένα κοινό σύνθημα, οι ρατσιστές κάτοικοι τα είχαν ήδη βρει μεταξύ τους, οι ρατσιστές κάτοικοι ήξεραν ότι ήταν ρατσιστές και το δήλωναν δημόσια δημιοργώντας την επιτροπή τους. Μπροστά σε κάτι τέτοιο ο ρόλος σου δεν είναι να «αποδομήσεις» το ρατσιστικό τους λόγο, αλλά να εγγυάσαι με την καθημερινή παρουσία και τη δημόσια δράση σου ότι η γειτονιά σου δεν θα γίνει φασιστική σφηκοφωλιά.

Απ’ την άλλη μεριά, όποιος είχε χτίσει τα δικά του φαντασιακά και ήλπιζε ότι με λογικές κομήτη θα ξεμπερδέψει με αυτήν την ιστορία σε 2-3 μέρες, μάλλον δεν είχε κατανοήσει τον τρόπο συσπείρωσης, οργάνωσης και δράσης τέτοιων επιτροπών. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα μόρφωμα (έστω και στα σπάργανα) που δεν κινείται σύμφωνα με τους συνηθισμένους τρόπους δράσης/ προπαγάνδισης (δημόσια κείμενα, αφίσες, πορείες), ακριβώς επειδή δεν είναι ένα συνηθισμένο πολιτικό μόρφωμα, τότε δεν μπορείς να περιμένεις ότι με μία απλή επίδειξη δύναμης «θα πάρεις» τη γειτονιά. Οι κάτοικοι αυτοί, δυστυχώς, είναι η γειτονιά. Θα είναι εκεί και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη. Θα σιωπήσουν όταν κρίνουν ότι δεν τους παίρνει και θα ξαναβγούνε με άγριες διαθέσεις όταν νιώσουν πάλι δυνατοί. Θα σταματήσουν τις δημόσιες συγκεντρώσεις επειδή οι αριστεροί τους χαλάνε τις φιέστες και θα δικτυωθούν υπόγεια, έτσι όπως έχουν συνηθίσει, πόρτα-πόρτα, μέσα από τις φιλικές και συγγενικές του σχέσεις. Θα ξεκρεμάσουν τα πανό και τις ταμπέλες από τα γραφεία τους και θα αφήσουν τα αντιφασιστικά στένστιλ πάνω στους τοίχους των σπιτιών τους. Κι εσύ θα νομίζεις ότι εξαφανίστηκαν. Και τότε θα είναι αργά.


1 (…) Στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, ο υπ. Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος δήλωσε ότι για το AIDS ευθύνονται οι γυναίκες από την υποσαχάρια Αφρική, που εξαναγκάζονται στην πορνεία.(…) (Ελευθεροτυπία, 12/09/13)

2 Για όσους ξεχνάνε: στις 20/01/14 12 μετανάστες (9 παιδιά, 3 γυναίκες) πνίγονται έξω από το Φαρμακονήσι, όταν λιμενόμπατσοι αναποδογύρισαν τη βάρκα τους αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα, ενώ είχαν δέσει τη βάρκα τους στο σκάφος του λιμενικού. Διασωθέντες μετανάστες δήλωσαν ότι όσοι προσπαθούσαν να σώσουν τους δικούς τους από πνιγμό, δέχτηκαν απειλές και σωματική βία από τους λιμενόμπατσους. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο με απόφαση του εισαγγελέα ναυτοδικείου Πειραιά.

3 Εφημερίδα Καθημερινή, 19/10/10

4 Αν κάποιος παρατηρούσε το πρόγραμμα δράσεων της Άρσις για το «άνοιγμα» του φιλοξενείου στη γειτονιά στα τέλη Μάρτη, θα διαπίστωνε τον κεντρικό ρόλο που έπαιζαν στο όλο project φοιτητές Αρχιτεκτονικής. Γνωρίστηκαν με τους κατοίκους, σημείωναν με υπευθυνότητα κάθε πρόταση που έπεφτε στο τραπέζι για την ανάπλαση του χώρου και προσπάθησαν να λειάνουν το έδαφος ώστε ρατσιστικές επιτροπές και φιλανθρωπικές οργανώσεις να τα βρουν τελικά πάνω στο θέμα της διαχείρισης των προσφυγικών οικογενειών.

5 (…)Οσον αφορά εκείνους που μιλούν «για ανοιχτά σύνορα», η υπουργός διαβεβαίωσε ότι «τα σύνορα φυλάσσονται κανονικά από το Λιμενικό και τη Frontex. Ισχύει η διαταγή του προηγούμενου υπουργού». (…) (Καθημερινή, 17/04/15)

6 Τον Ιούνιο του 2009 ΜΑΤ (με τους χρυσαυγίτες λίγο παραδίπλα) εκκένωσαν το παλιό εφετείο στην Αθήνα που είχε καταληφθεί από μετανάστες με ανάγκη στέγασης.

7 Για μια λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων αυτών ανατρέξτε στην μπροσούρα “Επιτροπές κατοίκων-κατάδυση στο μέλλον του ελληνικού φασισμού” της ομάδας autonome antifa.

8 Η πορεία καλέστηκε από τις συλλογικότητες Φάμπρικα Υφανέτ, Terra Incognita, Antifa Selanik, Αυτόνομη Παρέμβαση στους Ηλεκτρολόγους-Μηχανολόγους, Συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό “Μαύρο και Κόκκινο” και Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης.

Σημειώσεις με αφορμή την ανασκαφή στην Αμφίπολη

Πολλά τα ερωτήματα σχετικά με την ανασκαφή στην Αμφίπολη. Αυτό όμως που απασχόλησε και μονοπώλησε τις συζητήσεις σε καφενεία, λεωφορεία, στις ειδήσεις ή και στα αμφιθέατρα, ήταν ένα: «Ποιος είναι ο νεκρός του τάφου;» και κατ’ επέκταση, «αποδεικνύεται επιτέλους αδιαμφισβήτητα η ελληνικότητα της Μακεδονίας για να τελειώνουμε μια κι έξω με τους σκοπιανούς που κλέβουν την ιστορία μας;» Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν χρειάζονταν, παρά μόνο για να ενισχύσουν την απάντηση, που έχει δοθεί από καιρό. Η Μακεδονία είναι ελληνική και ο Αλέξανδρος μέγας και Ελληνας.

Καλοκαίρι 2014, εξαγγελίες για νέα μέτρα, εξαθλίωση και μιζέρια κι όμως αυτό που φάνηκε να απασχολεί περισσότερο ήταν το αν ο δείκτης στο πόδι της καρυάτιδας αποτελούσε απόδειξη της ελληνικότητάς της. Η ανασκαφή αναδεικνύεται σε κρατική υπόθεση με την υπεύθυνη αρχαιολόγο και τον πρωθυπουργό να μιλούν για τον τάφο ως σιροπιαστή απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Διαδικτυακές ψηφοφορίες όπου το κοινό ψηφίζει τον επιφανή νεκρό του τύμβου, καθημερινή αναμετάδοση από τα Μ.Μ.Ε της πορείας της ανασκαφής, υποσχέσεις για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Το σόου ξαναπαιγμένο ήδη από δεκαετίες στη Βεργίνα. Το θλιβερό σίκουελ, όμως, της Αμφίπολης, μας έκανε να βεβαιωθούμε πως η δεύτερη φορά είναι πάντοτε φάρσα1.

Η ιστορία της αρχαιολογίας δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν του εθνικού κράτους. Η συγκρότησή της ως συστηματοποιημένης επιστήμης2 με αρχές, μεθόδους και δεοντολογία συμπίπτει με την ανάδειξη του νεωτερικού έθνους-κράτους μιας σχέσης που αρθρώνεται σε συγκεκριμένους μηχανισμούς και διασφαλίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Η κυριαρχία αυτή δεν είναι ποτέ μόνο βίαιη και εκδικητική επιβολή μέσω της καταστολής, είναι συγχρόνως ιδεολογική και πολιτιστική. Το έθνος έρχεται να επικαλύψει τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις που ενυπάρχουν στην κοινωνία κάτω από την ομογενοποιητική εθνική ταυτότητα, ενώ θεσμοί, πολιτικά δικαιώματα, εκπαιδευτικοί και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί επιβεβαιώνουν την ταυτότητα αυτή δημιουργώντας τα εθνικά πλέον υποκείμενα, εν προκειμένω τους Έλληνες πολίτες. Το έθνος δεν είναι απλώς μία φαντασιακή κοινότητα, καθώς υποστασιοποιείται σε μια συγκεκριμένη υλική πραγματικότητα, που μετατρέπει τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε κοινό εθνικό συμφέρον.

Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, η αρχαιολογική επιστήμη συνετέλεσε από την αρχή της στην εθνικοποίηση της κοινωνίας (ανά)παράγοντας την εθνική ιδεολογία και τους πολίτες του έθνους. Οι αναδυόμενοι εθνικισμοί του 19ου αιώνα δημιούργησαν τις μεγάλες εθνικές αφηγήσεις, τα έθνη που διεκδικούν το δικαίωμα κυριαρχίας επί της εδαφικής τους επικράτειας, κατασκευάζοντας μια προαιώνια ύπαρξη και συνέχειά τους στο χρόνο. Και αν η ιστορική επιστήμη ήταν αυτή που κατασκεύασε την αφήγηση των προαιώνιων εθνών, η αρχαιολογία ήταν αυτή που νοηματοδοτώντας τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, τα ενέταξε ως πειστήρια στην εθνική ιστορία προσφέροντας τα απτά τεκμήρια της.

Πίσω στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η ψήφιση νόμων «περί αρχαιοτήτων», η ίδρυση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, μουσείων και εφορειών, έθεσαν ως στόχο την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Τα αρχαία ερείπια, μέχρι τότε χρήσιμα ως οικοδομικό υλικό για στάβλους και σπίτια ή αντικείμενο αγοραπωλησίας, γίνονται μνημεία και εθνικά σύμβολα, αντικείμενο θαυμασμού και προστασίας από το εθνικό σώμα, ενώ απαραίτητη γίνεται η κάθαρσή τους από κάθε τι μιαρό που μαρτυρά επαναχρησιμοποίηση από “ξένους” ή μεταγενέστερους πληθυσμούς. Το έθνος σταματά να είναι απλώς ένα κατασκευασμένο δια-ταξικό συνανήκειν.·Φυσικοποιείται, αποκτά μια υλική υπόσταση, υπάρχει, αφού μπορείς να το δεις παντού γύρω σου, να το επισκεφτείς ή να το αγοράσεις σαν μαγνητάκι για το ψυγείο. Κάπου εκεί, μεταξύ ιστοριών για τα τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνικότητας του Παρθενώνα, μεταξύ «ιστορίας του ελληνικού έθνους» ή σχολικών βιβλίων ιστορίας και αρχαίων αντικειμένων στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο, η αρχαιολογία ως μηχανισμός του κράτους προσδίδει στο έθνος την υλικότητα και άρα την πραγματικότητά του.

Φυσικά, οι εθνικισμοί δεν είναι συμπαγείς και αναλλοίωτοι. Επανοηματοδοτούνται, ανακατασκευάζονται και ανατροφοδοτούνται, ώστε να τονωθεί ή να εμπεδωθεί εκ νέου η εθνική συνείδηση και να αποσπαστεί η συναίνεση από το κοινωνικό σώμα. Έτσι, η βαρβαρική αρχαία Μακεδονία του 19ου αιώνα3, μετά τον Παπαρρηγόπουλο εντάχθηκε στο σχήμα της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας, και ανέδειξε τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο σε εθνικές περσόνες. Το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονίας έχει απασχολήσει τόσο τον μακεδονικό όσο και τον ελληνικό εθνικισμό τα τελευταία χρόνια. Αυτό ήταν που ανέδειξε την υπόθεση της Αμφίπολης σε μέγιστο πολιτικό και μιντιακό γεγονός, με το Σαμαρά να επισκέπτεται την ανασκαφή και να βρίσκεται σε διαρκή συνεννόηση με την υπεύθυνη αρχαιολόγο, αλλά και ανάλογες δηλώσεις από τους αρχαιολόγους στη Μακεδονία που έκαναν λόγο για αυθαίρετες συνδέσεις του τάφου με το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας και καπήλευση της εθνικής τους ιστορίας. Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστούμε την δεοντολογία της αρχαιολογίας, είναι αξιοσημείωτο το πώς, ενώ η ανασκαφή ήταν ακόμα σε εξέλιξη και χωρίς να έχει γίνει καμία επίσημη δημοσίευση, το υλικό της δημοσιοποιούταν σε πρώτο χρόνο από τα Μ.Μ.Ε, a priori ενταγμένο στην εθνική αφήγηση. Αυτή, έστω και ανεπιτυχώς, ενσωμάτωσε την Αμφίπολη, τονώνοντας την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων. Οι ειδήσεις που έκαναν λόγο για κάποιον επιφανή νεκρό, βασιλιά, βασίλισσα ή στρατηγό, θησαυρούς και μνημειώδη τάφο, ανταποκρίθηκαν πλήρως στο συλλογικό φαντασιακό που αναζητά δικαίωση από τα σημερινά δεινά και ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας στο ένδοξο παρελθόν. Από την άλλη, οι φιλοδοξίες για την πολυπόθητη ανάπτυξη έδωσαν ελπίδες για νέες θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές ιδέες για την τουριστική εκμετάλλευση της περιοχής. Στο κάτω-κάτω, το αρχαίο παρελθόν είναι ταυτόχρονα και το εθνικό προϊόν της χώρας. Τα κάθε είδους αρχαία ερείπια, πέρα από το να αναπαράγουν τον εθνικισμό, είναι τα ίδια εμπορεύματα, είτε ως μοναδικά αξιοθέατα που συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων, είτε ως εκατομμύρια πανομοιότυπα εμπορεύματα στα gift shop των μουσείων.

Ένα παρελθόν γεμάτο με ηρωικές μάχες και στρατηγούς, μεγάλους πολιτικούς άνδρες και εθνική ενότητα ενάντια σε ξένους κατακτητές, δεν είναι το δικό μας παρελθόν. Η κυριαρχία πάνω στο παρελθόν είναι ταυτόχρονα κυριαρχία στο μέλλον, επιβολή όχι μόνο επί της μνήμης, αλλά και επί της φαντασίας επειδή δημιουργεί μια συλλογική μνήμη που δεν φαντάζεται πέρα από την διαιώνιση του παρόντος. Και γι’ αυτό, δεν μπορούμε παρά να του αντιπαραθέσουμε τη δική μας συλλογική μνήμη. Τη μνήμη που αντιτίθεται στις κυρίαρχες αφηγήσεις που πέταξαν απ’ έξω ό,τι δεν χωρούσε ή δεν βόλευε, τις καταπιέσεις, τους ανταγωνισμούς, τις μικρές και μεγαλύτερες αμφισβητήσεις. Δεν είμαστε φιλομαθείς στον κήπο της γνώσης. Η ιστορία μας ενδιαφέρει, επειδή αναζητούμε τους τρόπους που εκφράστηκε στο παρελθόν ο ανταγωνισμός και η θέληση των ανθρώπων για το ξεπέρασμα των ιστορικών συνθηκών της εποχής τους, το νήμα που διαπερνά και ενώνει τα υποκείμενα και τους αγώνες που πέρασαν με αυτούς που έρχονται.


1 Το 1977 λαμβάνει χώρα η “μεγάλη ανακάλυψη” του τάφου στη Βεργίνα που η εθνική αφήγηση απέδωσε στο Φίλιππο Β’, βασιλιά του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας και γνωστότερο ως πατέρα του μεγαλέκου. Τα ευρήματα της ανασκαφής έγιναν εθνικά σύμβολα, o Ανδρόνικος έμεινε στην ιστορία, ο «τάφος του Φιλίππου» αποτέλεσε αιχμιακό κομμάτι του ελληνικού εθνικισμού στον πόλεμο για την εθνικότητα της Μακεδονίας. Η υπόθεση της Αμφίπολης συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με αυτήν της Βεργίνας φιλοδοξώντας να αποτελέσει τη συνέχεια της. Έμμεσα ή και σαφέστερα διατυπώθηκαν θέσεις για την ταυτότητα του ένδοξου ένοικου του τάφου, ο περίβολος και άλλα ευρήματα συγκρίνονταν διαρκώς με αυτά της Βεργίνας, η ανασκαφή έπαιζε στα κανάλια καθημερινά και ο σαμαράς την ανέφερε κεντρικά στην ομιλία του στη Δ.Ε.Θ σε μια ύστατη προσπάθεια να εμφανιστεί σε μια υπόθεση εκτός της οικονομικής σφαίρας ως δυναμικός ηγέτης. Ωστόσο, η υπόθεση κατέληξε σε φιάσκο και επικρίθηκε από την ίδια την αρχαιολογική κοινότητα που κατέδειξε την εξόφθαλμη πολιτική χρήση της ανασκαφής, έστω και με καθαρά επιστημονικούς όρους περί «ουδέτερης και αντικειμενικής» αρχαιολογίας. (Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του γενικού γραμματέα της αρχαιολογικής εταιρείας, που στην παρουσίαση του έργου της για το 2014, χαρακτήρισε την ανασκαφή «άτεχνη και σκηνοθετημένη ιστορία»). Η υπόθεση της Αμφίπολης απέτυχε να αποτελέσει τη συνέχεια της Βεργίνας και να εγγραφεί με σοβαρούς όρους στην εθνική ρητορική περί ελληνικής Μακεδονίας, θυμίζοντας τη ρήση που θέλει την ιστορία, όταν επαναλαμβάνεται, αυτό να συμβαίνει πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα.

2 Το παρελθόν της αρχαιολογικής επιστήμης θα μπορούσε σύντομα να περιγραφεί ως το χόμπι ή το πάθος ευρωπαίων ευγενών που διαβάζοντας την αρχαία γραμματεία, παρακινούνταν να επισκεφτούν τους τόπους που αναφέρονταν στα έργα. Πραγματοποιούσαν περιηγήσεις, σχεδίαζαν τα αρχαία ερείπια και συχνά στην επιστροφή έπαιρναν ό,τι τους φαινόταν ξεχωριστό και το τοποθετούσαν σε αίθουσες «περίεργων αντικειμένων» στις επαύλεις τους.

3 Σύμφωνα με την εθνική αφήγηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το ελληνικό έθνος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. έμεινε διαδοχικά υποδουλωμένο στους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους βυζαντινούς και τους Οθωμανούς, μέχρι την απελευθέρωσή του το 1821. Τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ευρωπαίους ιστορικούς το 338 αποτελούσε το τέλος της αρχαίας Ελλάδας, ενώ φύλα, όπως οι Μακεδόνες και οι θράκες δεν θεωρούνταν ελληνικά. Ο Ντρόιζεν, ένας ιστορικός του 19ου αιώνα, ήταν αυτός που υποστήριξε τη συνέχεια του ελληνικού κόσμου μετά την υποταγή των πόλεων κρατών στο βασίλειο της Μακεδονίας, εφευρίσκοντας το ιστορικό παράδειγμα που θα νομιμοποιούσε τη θέση του για το μέλλον των γερμανικών κρατιδίων, την μετάβαση από τα αυτόνομα κρατίδια σε ένα παν γερμανικό κράτος. Το σχήμα αργότερα υιοθετήθηκε και από τους Έλληνες ιστορικούς και το ελληνικό κράτος που επεδίωκε την επέκτασή του στους «αλύτρωτους» τόπους, με την κατασκευή της ελληνικής ιστορίας ως μιας συνέχειας τριών χιλιάδων ετών που μετέβη διαδοχικά από τον αρχαίο και τον βυζαντινό για να φτάσει στον νέο-ελληνικό κόσμο.

Ogni sfratto sara` una Barricata

Κάθε εκκένωση και ένα οδόφραγμα

Μια συνέντευξη με του συντρόφους και τις συντρόφισσες από το coaΤ28 πάνω στο ζήτημα της στέγασης.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια συνέντευξη που πήραμε τον Ιούνη του 2014 από τις συντρόφισσες και τους συντρόφους του κοινωνικού κέντρου C.O.A Transiti 28, που βρίσκεται στο Μιλάνο. Μια συνέντευξη, που επιχειρεί να αποτελέσει κομμάτι μιας συζήτησης, τόσο πάνω στο θέμα των αγώνων για τη στέγαση στην Ιταλία, όσο και στη γενικότερη αντίσταση στην αναδιάρθρωση σε επίπεδο γειτονιάς.

Σε ένα περιβάλλον κρίσης που ολοένα και περισσότερα κοινωνικά κομμάτια αδυνατούν να πληρώσουν ενοίκια και λογαριασμούς, όπου κινούμενες σε ένα φαύλο κύκλο εργασίας, ανεργίας, επισφάλειας είμαστε αναγκασμένες να δεχόμαστε τη μία υποτίμηση μετά την άλλη ακροβατώντας στα όρια της εξαθλίωσης, η κατάληψη των σπιτιών είναι κομμάτι των αγώνων που αφορούν τη ζωή μας μέσα στην κρίση. Η συλλογική διαπραγμάτευση του ζητήματος της στέγασης, είτε παίρνοντας τη μορφή αγώνα ενάντια στις εξώσεις και στις κατασχέσεις σπιτιών, είτε μέσα από αγώνες αυτό-μείωσης ενοικίων και άρνησης πληρωμών, είτε ακόμα ως καταλήψεις στέγης αστέγων, ανέργων, μεταναστών αποτελεί ένα ακόμα κρίκο στο γενικότερο πλέγμα αγώνων για την ανατίμηση και την επανοικειοποίηση της ζωής μας.

Κι αυτό, όχι φυσικά γιατί γίναμε όψιμοι απολογητές της ιδιοκτησίας και αναζητούμε το περίφημο επαναστατικό υποκείμενο στην φιγούρα του μικροϊδιοκτήτη, αλλά ακριβώς επειδή ένα τέτοιο κίνημα αμφισβητεί τις κυρίαρχες σχέσεις και πολεμά την ιδιώτευση.

Γιατί μπροστά, στην ελκυστική εικόνα της «εξευγενισμένης» μητρόπολης το κίνημα για την στέγαση στην Ιταλία κάνει απλώς το αυτονόητο πράξη.

Γιατί μπροστά σε ένα κόσμο που όλο και περισσότερο μιλάνε τα εμπορεύματα, ενώ οι άνθρωποι σιωπούν, αναζητούμε τους τόπους και τους τρόπους για να συναντηθούμε, να μιλήσουμε για τη ζωή μας, να αρθρώσουμε τη γλώσσα των αγώνων.

Φ*Υ: Θα μπορούσατε να μας παρουσιάσετε ένα σύντομο χρονικό για το πώς ξεκίνησε ο αγώνας για τη στέγαση και της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας που αναπτύχθηκε; Ποια είναι η ταξική σύνθεση των καταληψιών;

Τ28: Ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη εισαγωγή.

Ο αγώνας για την κατοικία, αν και έχει χαρακτηριστεί, ως μία τοπική μονοθεματική διαδικασία, στο Μιλάνο, τα “sportelli casa”1 στην πραγματικότητα μετατρέπονται σε κάτι παραπάνω από μια στιγμή οργάνωσης του αγώνα για να εξασφαλίσουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας. Στο sportello θα συναντήσει κανείς εκτός από τους ανθρώπους που ήδη έχουν υποστεί έξωση, άστεγους, ανθρώπους που έχουν δεν έχουν πρόσβαση ή δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς (φως, νερό, φυσικό αέριο, θέρμανση), όλους εκείνους που δεν «δικαιούνται» να έχουν κατοικία ή άδεια παραμονής. Κατά συνέπεια, στα sportelli ο κόσμος αυτός συναντιέται, κινητοποιείται και οργανώνει τον αγώνα του, διεκδικώντας- μέσω των καταλήψεων, των συγκεντρώσεων και άλλων κινητοποιήσεων- την πρόσβαση του στα «βασικά». Όλοι αυτοί οι τύποι παρεμβάσεων, ενώ, κατά βάση, απαιτούν τα «θεμελιώδη δικαιώματα» για την ικανοποίηση της κοινωνικής αναπαραγωγής μας, ταυτόχρονα αφορούν και θέτουν στο επίκεντρο την ίδια την ταξική πάλη. Δηλαδή, από τη μια πλευρά υπάρχουν οι προλετάριοι, το υποπρολεταριάτο, οι επισφαλείς εργαζόμενοι κι από την άλλη, τα αφεντικά, οι κερδοσκόποι, τα real estate και πολλές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.

Με αυτό εννοούμε ότι, με αφετηρία την ανάγκη για κατοικία, ανοίγεται παράλληλα και μια προοπτική ταξικής ανασύνθεσης από τα ίδια τα υποκείμενα. Υποκείμενα διαφορετικών «κατηγοριών» (καταγωγή, πολιτισμικό επίπεδο,σχέσεις εργασίας, ηλικία), τα οποία μοιράζονται την επισφάλεια και το γεγονός ότι έχουν πληγεί από την κρίση. Υποκείμενα τα οποία, κανένα θεσμικό συνδικάτο δεν αναγνωρίζει ή δεν είναι πρόθυμο να παραβιάσει τη νομιμότητα προκειμένου να διεκδικήσουν από κοινού τα δικαιώματά τους. Το υποκείμενο, βέβαια, που συναντάται σε μεγάλο βαθμό στις καταλήψεις σπιτιών είναι οι μετανάστες και οι νέοι, οι οποίοι όχι τυχαία, είναι αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση.

Το μονοπάτι του αγώνα, γνωρίζουμε ότι, είναι δύσβατο και σίγουρα απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αποκτηθεί η δύναμη που χρειάζεται. Αλλά τα γεγονότα μας επιβεβαιώνουν ότι λειτουργεί, ότι η κοινωνική ανασυγκρότηση μέσα από τους αγώνες είναι εφικτή και ότι μια ταξική προοπτική, δυνητικά ενοχλητική (για τους κυρίαρχους) υπάρχει. Δεν είναι τυχαίο ότι, τους τελευταίους μήνες, το κράτος και οι θεσμοί του προσπαθούν να επιτεθούν στο κίνημα των καταλήψεων, με πιο στοχευμένους νόμους και εξώσεις. Αλλά περισσότερα γι’ αυτό το θέμα αργότερα.

Το κίνημα του αγώνα για την κατοικία, στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Μιλάνο, έχει αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Αποτελεί πλέον κομμάτι της συνάντησης διαφορετικών κινημάτων, όπως το κίνημα Νο Tav, το κίνημα των εργαζομένων στα logistics και των επισφαλώς εργαζομένων. Αυτή ακριβώς η σύνθεση κατάφερε να οργανώσει μια παν-ιταλική κινητοποίηση, στις 19 Οκτωβρίου του 2013 στη Ρώμη, στην οποία συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες κόσμου.

Το κίνημα του αγώνα για την κατοικία, αναπτύσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η πολιτική των κινημάτων της δεκαετίας του ’90, διχάστηκε ανάμεσα στην πολιτική ανυπακοή και την ενσωμάτωση-θεσμοθέτηση. Γι’ αυτό, τον Σεπτέμβριο του 1998 πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο μια μεγάλη κινητοποίηση ενάντια σε κάθε λογική στροφής των κινημάτων σε θεσμικές λύσεις.

Ακόμα, εκείνη η χρονική περίοδος, χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες για ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και από την υπέρμετρη ανοικοδόμηση των διαφόρων περιοχών της πόλης με γνώμονα φυσικά το κέρδος. Για τους λόγους αυτούς, το κίνημα αποφάσισε να παρέμβει, πραγματοποιώντας κατάληψη ενός κτιρίου στη γειτονιά Isola, (γειτονιά-θύμα αυτής της κερδοσκοπίας), έχοντας την πεποίθηση ότι τόσο οι αγώνες για τη στέγαση, όσο και οι αγώνες ενάντια στην καταστροφή (ανάπλαση για άλλους) διαφόρων περιοχών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ισχυρά σημεία αντιπαράθεσης. Σημεία που δύνανται να φέρουν μαζί τους και μία πρόταση για μια διαφορετική καθημερινότητα στην πόλη

Όσον αφορά τώρα, την κοινωνική σύνθεση της συγκεκριμένης κατάληψης, θα λέγαμε ότι ποικίλει: σύντροφοι/ ισσες, οικογένειες Κούρδων, Ρουμάνων και Βόρειο Αφρικανών. Μία μεγάλη σύνθεση από μετανάστες οι οποίοι, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτό-οργανώνονταν και απαντούσαν στις ρατσιστικές πολιτικές και πρακτικές που εφαρμόζονται εναντίον τους από το κράτος.

Κατά διάρκεια αυτών των χρόνων, αναπτύχθηκαν επίσης τα κέντρα CPT, τα οποία αποτέλεσαν τους προδρόμους των σημερινών κέντρων κράτησης μεταναστών-CIE. Έτσι λοιπόν επιλέξαμε να αγωνιστούμε και να αντιταχθούμε στην εμφάνιση αυτών των φυλακών, σκεπτόμενοι ότι δεν υπάρχει ανάγκη για κέντρα κράτησης μεταναστών, αφού όλος αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να ζήσει «ικανοποιητικά» αν αξιοποιούνταν προς αυτή την κατεύθυνση η δημόσια περιουσία. Μια δημόσια περιουσία βέβαια που δεν θα υπόκειται στην υπηρεσία των κερδοσκοπικών σχεδίων για την ανάπλαση της περιοχής, αλλά θα τάσσεται υπέρ της αναδιανομής.

Μετά, λοιπόν, από την κινητοποίηση του Σεπτεμβρίου 1998 στο Μιλάνο, έγινε η επανοικειοποίηση ενός κτιρίου στη οδό Maroncelli. Η ομάδα που πραγματοποίησε την κατάληψη αυτή, αποτελούνταν από τους συντρόφους του κατειλημμένου αυτοθεσμιζόμενου- αυτοδιαχειριζόμενου κέντρου COAT28 -που δραστηριοποιείται ήδη σε άλλη περιοχή του Μιλάνου- και από συντρόφους της γειτονιάς Ticinese, οι οποίοι έχουν καταλάβει επίσης ένα σπίτι στην οδό Gola. Όπως η γειτονιά Isola, έτσι και η γειτονιά Ticinese, αποτέλεσε αντικείμενο κερδοσκοπίας μέσω της ανάπλασης, καθώς επίσης είχε αρχίσει ήδη να γίνεται η καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης. Έτσι, η ανάπλαση των γειτονιών μέσω της κερδοσκοπίας και της ιδιωτικοποίησης προχωράει παράλληλα με μια διαδικασία εξευγενισμού (gentrification). Μια διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα το μετασχηματισμό όχι μόνο της όψης αλλά και του χαρακτήρα αυτών των γειτονιών της πόλης.

Οι καταλήψεις σπιτιών βέβαια μπήκαν, ουκ ολίγες φορές, στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής. Το κίνημα όμως προσπαθούσε πάντα να δίνει άμεσες απαντήσεις.

Για παράδειγμα, όταν εκκενώθηκε η κατάληψη της οδού Maroncelli, ο κόσμος κινήθηκε αμέσως προς ένα άλλο κτίριο στη οδό Tartaglia, καταλαμβάνοντάς το. Όταν και αυτό εκκενώθηκε, ο αγώνας συλλογικοποιήθηκε και εντάθηκε στην περιοχή Ticinese, όπου αρκετοί κάτοικοι των εκκενωμένων σπιτιών, κατάλαβαν από κοινού ένα άλλο κτίριο. Το κτίριο αυτό βρίσκονταν στην οδό Lagrange, το οποίο εκκενώθηκε επίσης για να μετατραπεί σε ένα πολυτελές κτίριο. Στη γειτονιά αυτή, λοιπόν, τη δεκαετία του 2000, αναπτύσσεται ένας συντονισμός για την υπεράσπιση του αγώνα για την κατοικία και των κοινωνικών χώρων. Το 2001, παρόλο που οι καταλήψεις στις οδούς Gola και Lagrange της γειτονιάς Ticinese, βρίσκονται υπό έξωση, το κίνημα δεν σταμάτησε να αγωνίζεται. Μέσα από συστηματική δουλειά στη γειτονιά, απάντησε στην καταστολή, καταλαμβάνοντας εργατικές κατοικίες (ERP) που επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν. Η «δουλειά» αυτή άρχισε να αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο τα επόμενα χρόνια ως απάντηση του κινήματος στις προσπάθειες κερδοσκοπίας και εξευγενισμού αρκετών περιοχών.

Μια σημαντική ημερομηνία, η οποία «ευνόησε» την ανάπτυξη του κινήματος στο Μιλάνο και γενικότερα στην Ιταλία, ήταν η 16η Μαρτίου του 2013. Στην επέτειο, λοιπόν, των δέκα χρόνων από τη δολοφονία του Dax2 διοργανώθηκε μια πορεία, ενάντια στη διαδικασία «εξευγενισμού» (gentrification) διαφόρων γειτονιών, με έντονο αντί-φασιστικό και αντί-καπιταλιστικό περιεχόμενο. Η πορεία κατέληξε στην περιοχή του Corvetto, μία (ακόμα) περιοχή-θύμα του gentrification, με το κίνημα να τονίζει την ανάγκη επιστροφής της περιοχής σε αυτούς που ζουν εκεί. Από τότε, στο Corvetto, έχουν αναπτυχθεί αρκετές καταλήψεις στέγης και κοινωνικοί χώροι. Η πορεία αυτή βοήθησε να πραγματοποιηθεί στις 19 Οκτώβρη, η ημέρα παν-ιταλικού αγώνα, με την παρουσία διαφόρων κινημάτων.

Φ*Υ: Οι καταληψίες οργανώνονται στη βάση μιας εβδομαδιαίας συνέλευσης; Το συλλογικό όργανο ασχολείται μόνο με πρακτικά ζητήματα ή βγάζει πολιτικό λόγο και για άλλα ζητήματα;

Τ28: Θα μιλήσουμε για τις καταλήψεις στις οποίες συμμετέχουμε ως πολιτική συλλογικότητα. Οι καταληψίες οργανώνονται μέσω συνελεύσεων που διεξάγονται κάθε εβδομάδα, ανάλογα με την αναγκαιότητα που υπάρχει, καθώς επίσης και μέσα από το sportello, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο οργάνωσης της Επιτροπής. Η Επιτροπή αγώνα κατοικίας και γειτονιάς, εδαφικοποιείται σε διάφορες περιοχές του Μιλάνο, όπως για παράδειγμα στην οδό Transiti 28, στην οδό Gola και στο Corvetto3, μέσα στις οποίες, εκτός από τις δικές τους συνελεύσεις υπάρχει και το sportello. Τα διάφορα sportello δεν είναι διαχωρισμένα το ένα από το άλλο, αλλά συνδέονται μεταξύ τους αποτελώντας μια διευρυμένη πολιτική παρέμβαση εντός των πόλεων. Για το λόγο αυτό, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, πολλοί άνθρωποι που συμμετέχουν στον αγώνα για την κατοικία, κατέλαβαν σπίτια άσχετα από ποιο sportello πέρασαν πρώτα. Η χαρτογράφηση των περιοχών στις οποίες παρεμβαίνουμε, μας δίνει την ευκαιρία να καταλαμβάνουμε σπίτια μαζί με όλους εκείνους που συμμετέχουν στον αγώνα, άσχετα αν είναι από διαφορετικές γειτονιές ο καθένας. Τον τελευταίο καιρό, έχουμε αποφασίσει να επικεντρώσουμε και να εδραιώσουμε τον αγώνα στην περιοχή του Corvetto.

Τώρα πέρα από το πρακτικό κομμάτι και το ζήτημα αποκλειστικά της στέγασης, το κίνημα παίρνει πολιτική θέση σε άλλα ζητήματα. Ασχολείται, συλλογικοποιείται και «βγάζει λόγο» ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό και την έμφυλη κυριαρχία. Αυτά είναι εξάλλου και τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αδιαμφισβήτητα τον αγώνα μας (αντι-φασισμός, αντι-ρατσισμός, αντι-σεξισμός). Το κίνημα είναι ενεργό και συμμετέχει επίσης και σε άλλους αγώνες, όπως στα κινήματα ΝοTav, ΝοTem, Νο Muos, Νο Expo, καθώς επίσης και σε κινήματα ενάντια στην ανάπλαση και τον εξευγενισμό (gentrification) των γειτονιών και του δημόσιου χώρου.

Φ*Υ: Η αφετηρία αυτής της κίνησης βρίσκεται αποκλειστικά στην υλική ανάγκη της στέγασης σε ένα περιβάλλον κρίσης, ή εμπεριέχει στοιχεία πολιτικής πρότασης

για μια άλλη καθημερινότητα και συλλογική ζωή;

Τ28: Η βάση, του κινήματος του αγώνα για κατοικία, βρίσκεται στην επιδίωξή του να απαντήσει αρχικά σε μία υλική πραγματικότητα, δηλαδή την ανάγκη για στέγαση. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από την πράξη επιθυμούμε να μετατρέψουμε την καθημερινότητα και τις κοινωνικές σχέσεις που την δομούν. Η καπιταλιστική κοινωνία προτάσσει μόνο την εμπορευματοποίηση και την κερδοφορία. Η πρακτική μας προτάσσει αντιθέτως, την προσφορά και την αλληλεγγύη. Στα πλαίσια αυτής της λογικής αυτή η Επιτροπή διαθέτει ορισμένες δομές, όπως για παράδειγμα, το αυτο-οργανωμένο σχολείο ιταλικών για μετανάστες, διάφορες ασχολίες μετά το σχολείο, το εργατικό-αυτοδιαχειριζόμενο γυμναστήριο, το αυτοδιαχειριζόμενο στούντιο μουσικής.

Φ*Υ: Αν κάποιος/α θέλει να εγκατασταθεί σε κάποιο από τα άδεια σπίτια, ποια διαδικασία πρέπει να ακολουθήσει; Η συνέλευση θέτει κάποια ζητήματα ή

χαρακτηριστικά προς συζήτηση με τους/τις «υποψήφιους/ες»;

 

Τ28: Όσοι επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κάποιο από τα άδεια σπίτια, απευθύνονται πρώτα στο sportello, όπου τους αναλύεται η διαδικασία, διευκρινίζοντας τι σημαίνει «να καταλάβουμε ένα σπίτι», τι πρέπει να περιμένει κάποιος, πώς θα πρέπει να συμπεριφερθούν αν χρειαστεί, κατά την άφιξη της αστυνομίας και με ποιόν τρόπο μπορεί να αποτραπεί μια εκκένωση κατά την άφιξή της αστυνομίας. Δύο είναι οι βασικοί θεωρητικοί και πρακτικοί πυλώνες πάνω στους οποίους στηριζόμαστε:

  • Στόχος μας είναι η αυτό-οργάνωση των ατόμων που εμπλέκονται στο κίνημα. Βέβαια, έχουμε πλήρη επίγνωση ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται εν μία νυκτί, αλλά αποτελεί ένα στόχο προς κατάκτηση. Σε μία κοινωνία όπου κυριαρχεί η καριέρα, ο ανταγωνισμός και η αντιπροσώπευση, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι η λήψη αποφάσεων μέσω συνελεύσεων, η αλληλοβοήθεια και η ταξική αλληλεγγύη θα αποτελέσουν αυτόματα και κομμάτι των πολιτικών αγώνων από την μεριά όσων αγωνίζονται για την ικανοποίηση των βασικών τους αναγκών. Γι’ αυτό και εμείς, από τη μεριά μας, προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, ούτως ώστε εκείνοι που απευθύνονται στο sportello ή που κατοικούν στις κατειλημμένες κατοικίες να συμμετέχουν και στις πολιτικές συνελεύσεις, στις κινητοποιήσεις ενάντια στις εξώσεις, στις συναντήσεις, στις παν-ιταλικές διαδηλώσεις και φυσικά στις διαχειριστικές συνελεύσεις των κατειλημμένων σπιτιών. Κάπως έτσι, γίνεται από όλους μας μια προσπάθεια να ενδυναμωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κίνημα. Και μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι έχουν γίνει μεγάλα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο, είναι ένα μονοπάτι που δεν μπορούμε να το θεωρούμε δεδομένο και για το οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σκληρά.

  • Η μέθοδος του αγώνα επικεντρώνεται στην άμεση δράση (περιφρουρήσεις ενάντια στις εξώσεις, καταλήψεις, συγκεντρώσεις κ.λπ.) επιχειρώντας να επανοικειοποιηθούμε άμεσα τα σπίτια για να ζήσουμε χωρίς να βγάζουν κέρδη οι ιδιοκτήτες.

Επίσης η συνέλευση θέτει ορισμένες βασικές αρχές: όσοι είναι κομμάτι αυτού του αγώνα θα πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες του αντι-φασισμού, του αντι-ρατσισμού, του αντι-σεξισμού και της αλληλεγγύης. Αν και είμαστε ενάντια στις απαγορεύσεις, ο χώρος τραβάει μια διαχωριστική γραμμή: στα σπίτια μας και στο χώρο μας δεν πωλείται και δεν αγοράζεται οποιοδήποτε είδος ουσίας.

Φ*Υ: «Τα άδεια σπίτια μας ανήκουν», «Η στέγη είναι δημοκρατικό δικαίωμα», «Τα έχουμε πληρώσει και μας ανήκουν». Αυτά είναι κάποια από τα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από αντίστοιχα κινήματα. Υπάρχει κάποιο κεντρικό πρόταγμα που να συσπειρώνει τους/τις αγωνιζόμενους/ες στην Ιταλία;

Τ28: «Στοπ στις εξώσεις», «Εκχώρηση των εργατικών κατοικιών», «Κατοικία και εισόδημα για όλους», ήταν μερικά από τα συνθήματα που χαρακτήριζαν την κινητοποίηση της 19ης Οκτώβρη. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί το κίνημά μας για να αντισταθεί στις ιδιωτικοποιήσεις και την κερδοσκοπία είναι η άμεση δράση και η επανοικειοποίηση των σπιτιών. Ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο, έκανε το κίνημα για την κατοικία το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα διάφορα κινήματα: το σύνθημα για το μισθό και την κατοικία δεν είναι ρεφορμιστικό, όταν απέναντί μας βρίσκεται μια καταστροφική κρίση. Όταν ήμασταν στη Ρώμη ζητώντας «το μισθό», αναφερόμασταν στο βασικό και χωρίς προϋποθέσεις μισθό. Και όταν μιλάμε για την κατοικία το κάνουμε αναφερόμενοι σε ένα βασικό δικαίωμα το οποίο πρέπει να είναι εγγυημένο για όλους. Αν και οι διεκδικήσεις μας είναι ασύμβατες με την καπιταλιστική κοινωνία, η δύναμη του κινήματος για την κατοικία οφείλεται στην πρακτική της άμεσης επανοικειοποίησης και της συμμετοχής του κόσμου. Αυτός ο τρόπος δράσης δίνει δυνατότητες προς την κατεύθυνση μιας καλύτερης κοινωνίας, αλλά και της άμεσης κατάκτησης από τα κάτω αυτών που διεκδικούμε.

Φ*Υ: Το θέμα της στέγασης είναι ένα από τα ζητήματα της καθημερινότητας. Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα, όταν έρχονται δηλαδή οι λογαριασμοί για ρεύμα, νερό κ.λπ.; Προσπαθεί το κίνημα να διαπραγματευτεί συλλογικά το κόστος της καθημερινής ζωής; Πώς επιλέγει να απαντήσει όταν το κράτος, ο δήμος και οι

Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις προτείνουν «λύσεις»;

Τ28: Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η συλλογικότητά μας δεν έχει ανοίξει το ζήτημα της αυτομείωσης των λογαριασμών. Τίθεται ως θέμα προς συζήτηση, αλλά δεν αποτελεί ακόμη συλλογική διεκδίκηση. Στο παρελθόν, ο δήμος και οι υπηρεσίες του προσπάθησαν να επιβάλλουν την υπογραφή του συμβολαίου ενοικίασης ως απαραίτητη προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί σύνδεση ρεύματος, νερού κ.λπ.. Το κίνημα διεκδίκησε (και δικαστικά) το δικαίωμα πρόσβασης στο νερό και το ρεύμα. Αυτή την περίοδο το κίνημα κλιμακώνει ξανά, εξαιτίας του νέου νόμου για την κατοικία (Piano Casa- Σχέδιο Κατοικία), που ψηφίστηκε στο κοινοβούλιο της κυβέρνησης Renzi. Το νομοσχέδιο αυτό προβλέπει, πέρα από διάφορα στοιχεία που διευκολύνουν τα σχέδια ιδιωτών, επενδυτών και τραπεζών, και την καταστολή των κατειλημμένων σπιτιών. Για την ακρίβεια θα είναι αδύνατο να δηλώσει κανείς ως μόνιμη κατοικία κατειλημμένη στέγη (κατά συνέπεια οι μετανάστες δεν μπορούν να αποκτήσουν άδεια παραμονής) ή να αποκτήσει σύνδεση νερού και ρεύματος στο σπίτι στο οποίο ζει (άρθρο 5). Ως απάντηση, στην επιθετική αυτή κίνηση, το κίνημα οργανώθηκε άμεσα σε πολλές ιταλικές πόλεις (ανάμεσα στις οποίες και το Μιλάνο) πραγματοποιώντας πολλές δράσεις ενάντια στο νέο νόμο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα του νόμου:

«Οποιοσδήποτε καταλαμβάνει ένα κτίριο σύμφωνα με το άρθρο 633 του ποινικού κώδικα, δεν μπορεί να το δηλώσει ως κατοικία καθώς επίσης δεν έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί στις δημόσιες παροχές που σχετίζονται με το κτίριο».

Το μέχρι τώρα νομικό πλαίσιο δεν καταργούσε τα παραπάνω δικαιώματα παρά τις δικαστικές εκκρεμότητες που μπορεί να υπήρχαν. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη εκτιμάται ότι μπορεί να κατασταλεί το 40% των καταλήψεων.

Φ*Υ: Η συνέλευση των κατειλημμένων σπιτιών συναντιέται με αντίστοιχες συνελεύσεις από άλλες περιοχές για να διαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο αγώνα ενάντια στις εξώσεις ή και σε ευρύτερα θέματα αναπαραγωγής;

Τ28: Η συνέλευση της Επιτροπής για τον αγώνα για την Κατοικία συναντιέται συχνά με συνελεύσεις άλλων περιοχών του Μιλάνου και της περιφέρειας, με στόχο τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου ενάντια στις εξώσεις, τον από κοινού συντονισμό των δράσεων μας, αλλά και την ανάπτυξη των περιεχομένων του αγώνα μας. Τέτοιες σχέσεις υπάρχουν και με άλλες πόλεις, στις οποίες υπάρχουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες και συλλογικότητες.

Φ*Υ: Αναπτύσσονται σχέσεις με άλλα κινήματα στην Ιταλία όπως το No Tav ή το φοιτητικό κίνημα;

Τ28: Μέσα στα χρόνια, έχουν αναπτυχθεί σχέσεις και με άλλα κινήματα όπως τα No Ponte, No Expo, No Tav. Και αυτό γιατί το κίνημα για την κατοικία και τα κινήματα ενάντια στα μεγάλα έργα έχουν ένα κοινό παρονομαστή: τον αγώνα ενάντια στην κερδοσκοπία και το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που προϋποθέτει τη συσσώρευση κεφαλαίου. Το κίνημα συμμετέχει ενεργά σε κινητοποιήσεις που αναπτύσσονται τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, σε διάφορες πόλεις, προσπαθώντας να εμπλουτίσει το περιεχόμενο των αγώνων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η παν-ιταλική κινητοποίηση αλληλεγγύης του κινήματος No Tav στις 22 Φεβρουαρίου 2014, για τους συλληφθέντες της 9ης Δεκεμβρίου. Η κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, στην πορεία που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο συμμετείχαν οι επιτροπές για την κατοικία, το No Expo, το No Canal, καθώς επίσης και όλα τα κινήματα που αντιστέκονται στην καταστροφή της γης (όπως και το κίνημα στις Σκουριές). Η αναγκαιότητα για κοινό αγώνα ενάντια στα μεγάλα και άνευ χρησιμότητας έργα, ήταν εξαρχής δεδομένη και για το κίνημα για την κατοικία. Στην Ιταλία υπάρχει μία διάχυτη αντίδραση στη λιτότητα και την επισφάλεια και το μόνο κίνημα με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά ενάντια στην κίνηση του κεφαλαίου είναι αυτό που κινείται και γύρω από το κίνημα για την κατοικία. Πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει προοπτική ανάπτυξης ενός επαναστατικού κινήματος χωρίς το συντονισμό των αγώνων και χωρίς την άμεση εναντίωση στο κεφάλαιο και την καταστολή.

Φ*Υ: Βλέπουμε τα κινήματα γενικότερα ως προσπάθειες για ένα συλλογικό ξεπέρασμα του υπάρχοντος. Υπάρχουν στιγμές που το καταφέρνουν και στιγμές που συναντούν τα όριά τους. Αυτά τα όρια είναι σημαντικό να γίνονται αντικείμενο συζήτησης και συλλογικής ζύμωσης από τα ίδια τα κινήματα και η εμπειρία τους να μεταφέρεται. Ποια είναι τα όρια που έχετε συναντήσει μέχρι σήμερα και πώς τα διαχειριζόσαστε;

Τ28: Αν και για εμάς, η πράξη της κατάληψης είναι μία πολιτική θέση, για πολλούς άλλους αποτελεί, σε πρώτη φάση, απλώς μια απάντηση στην ανάγκη για στέγαση, καθώς η πολιτική συνειδητοποίηση και ζύμωση μέσω αυτής (της κατάληψης) έρχεται σε δεύτερο χρόνο (εμμέσως). Το κίνημα προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό το «όριο» μέσα από καθημερινές πρακτικές, όπως συνελεύσεις και συλλογικές κουζίνες. Μέσα από μία διαφορετική κοινωνικότητα.

Αυτό το οποίο μας ανησυχεί και θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, είναι το επίπεδο της κρατικής καταστολής προς όφελος των κερδοσκόπων, των μεγάλων κτηματομεσιτικών γραφείων και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Οι επιθέσεις στις διαδηλώσεις και οι εξώσεις των κατειλημμένων σπιτιών αυξάνονται διαρκώς σε όλη την Ιταλία.

Είναι προφανές ότι προσπαθούν να προλάβουν τη μαζικοποίηση των καταλήψεων μετά από τη σημαντική αύξηση που είχαν τα τελευταία χρόνια. Σε αυτή την πολιτική λογική κινούνται και οι συλλήψεις, το απαράδεκτο «Σχέδιο Κατοικία», η παραπληροφόρηση των Μ.Μ.Ε. και οι προσπάθειες εκφοβισμού των συντρόφων/ ισσών. Το κίνημα πρέπει τώρα να είναι σε θέση να δρομολογήσει ξανά τον αγώνα, στις δυσμενείς αυτές συνθήκες. Αν και είμαστε ενάντια στις εκλογές και δεν εκπροσωπούμαστε από κανέναν στο κοινοβούλιο, είμαστε σίγουροι ότι η κυβέρνηση με τη δύναμη του ποσοστού που πήρε στις τελευταίες ευρωεκλογές, θα προσπαθήσει να μας «απονομιμοποιήσει». Παρ’ όλα αυτά, είμαστε σίγουροι και για κάτι ακόμη: η άμεση δράση, μας δίνει τη δυνατότητα να αντικρούσουμε την παρούσα κατάσταση, είτε καταγγέλλοντας την κοινωνική πολιτική που εφαρμόζεται, είτε παίρνοντας μόνοι μας ότι δικαιούμαστε. Προσπαθώντας να υπερβούμε και οι ίδιοι τα όριά μας, αντιμετωπίζουμε ακόμη και τις αντιφάσεις μας μέσα από την αυτοοργάνωση με σκοπό τη συλλογική πολιτική εξέλιξη.


1 Επιλέξαμε να μην μεταφράσουμε τον όρο sportello/ sportelli casa. Αναφέρεται ουσιαστικά στη διαδικασία της συνέλευσης των κατειλημμένων σπιτιών που συνήθως μια φορά την εβδομάδα ανοίγει το χώρο στον οποίο στεγάζεται και μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να προσέλθει και να συζητήσει το πρόβλημά του· είτε ζητήματα που έχουν προκύψει με κάποιο κατειλημμένο σπίτι, είτε την ανάγκη να καταληφθεί κάποιο ακόμα, πληροφορίες για το πώς μπορεί να κινηθεί για νομικά ζητήματα κ.ο.κ. Στην πορεία της συνέντευξης άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα τί ρόλο παίζει το sportello

2 Σύντροφος που δολοφονήθηκε από φασίστες και κάτοικος ενός κατειλημμένου σπιτιού στην περιοχή Ticinese

3 Το 2013 γεννήθηκε μία νέα έδρα της Επιτροπής στο Corvetto, εντός της οποίας, τον τελευταίο χρόνο, στεγάζεται sportello για τον αγώνα για κατοικία.