Εισαγωγικά…
Ποιοι μίλησαν για το No Border; Σχεδόν όλοι – άσχετα με το τι θέση είχαν (ή νόμιζαν ότι είχαν) σε σχέση με αυτό, τι αποστάσεις κράτησαν, τι σκοπούς δήλωναν ή έκρυβαν. Από τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης μέχρι τον πιο μάχιμο δημοσιογράφο, και από τον πρύτανη του Α.Π.Θ. μέχρι όψιμους αγωνιστές, ορκισμένους φίλους των μεταναστών, όλοι είχαν κάτι να πουν για το No Border, καλό ή κακό δεν είχε και τόση σημασία· σημασία είχε να (φαίνεται ότι) είσαι κομμάτι των εξελίξεων. Τελικά, οι μόνοι που δεν ενδιαφέρθηκαν να μιλήσουν για το No Border εκείνες τις μέρες του Ιουλίου ήταν οι ίδιοι οι μετανάστες, γιατί είχαν κάτι πολύ καλύτερο να κάνουν: μίλησαν για τις ζωές τους. Μιλάμε, φυσικά, για εκείνους κι εκείνες, τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, που εκείνες τις μέρες διαδήλωσαν στην πόλη, μίλησαν δημόσια για τις συνθήκες των camps, προσπάθησαν να σπάσουν το καθεστώς ομηρίας, στο οποίο τους κρατούσε (και τους κρατάει ακόμα) το ελληνικό κράτος, και συνδέθηκαν με αλληλέγγυους σε ένα κοινό έδαφος γνωριμίας και αγώνα. Αυτοί και αυτές δεν ενδιαφέρθηκαν για «ζημιές», σπασμένες κλειδαριές και βαμμένα λεωφορεία. Δεν βρήκαν λόγο να κάτσουν να σκεφτούν αν τελικά το No Border ήταν πολύ βίαιο ή πολύ ειρηνικό για τα γούστα τους. Αυτά τα αναλύουν (συνήθως εκ των υστέρων, μιας που η κριτική είναι ευκολότερη, όταν δεν απαιτεί δράση) όσοι αρέσκονται στη θέαση των γεγονότων από μία ασφαλή απόσταση. Η «αντικειμενικότητα», ως γνωστόν, σώζει ζωές – σαν τη ζώνη ένα πράγμα. Μόνο που αυτή η αναθεματισμένη ζώνη έχει κι ένα κακό: δυσκολεύει την κίνησή σου, σε κρατά ακίνητο και καθηλωμένο σε μία συγκεκριμένη θέση. Και να ‘ταν μόνο αυτό, πάει στο διάολο, αλλά όταν την ίδια στιγμή βρίσκεσαι και σ’ ένα αμάξι που πάει με χίλια (και το τιμόνι το ΄χουν άλλοι), τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί να ‘ναι καλό…
Για όσους, λοιπόν, ακόμα πιστεύουν ότι στα δημόσια πολιτικά γεγονότα αντιστοιχεί και μία αποτίμηση, κριτική και αξιολόγηση, αυτό είναι το δημόσιο κείμενο απολογισμού της συλλογικότητας Φάμπρικα Υφανέτ για το No Border Camp 2016 που διεξήχθει στη Θεσσαλονίκη από τις 15 μέχρι τις 24 Ιουλίου. Δημόσιο, γιατί ό,τι είπαμε, πράξαμε και υποστηρίξαμε εκείνες τις μέρες δεν απευθυνόταν σε κάποια κλειστή κοινότητα, αλλά σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Συλλογικό, γιατί στο No Border βρεθήκαμε από την αρχή μέχρι το τέλος σαν συλλογικότητα, όχι σαν άτομα, και συλλογικά υπερασπιστήκαμε τα χαρακτηριστικά του. Κείμενο απολογισμού, γιατί όταν κάποιες πολιτικές διαδικασίες συναντάνε τα όρια τους, δεν προσπαθείς να κρύψεις κάτω απ’ το χαλάκι τα κακώς κείμενά τους, αλλά τα αναδεικνύεις, τα κρίνεις και προχωράς παρακάτω. Το ευκταίο θα ήταν όλα τα παραπάνω να γίνονταν σε ένα δημόσιο πεδίο διαλεκτικής αντιπαράθεσης από όσους και όσες συμμετείχαν, με τον α’ ή β’ τρόπο, στις διαδικασίες του No Border. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό και η ευθύνη γι΄αυτό μας βαραίνει όλους εξίσου. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ένα τέτοιο κείμενο, έστω και κάποιους μήνες μετά την ολοκλήρωση του No Border, έχει αξία, αν μη τι άλλο γιατί δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που οδηγούνε οι καφενειακές συζητήσεις και τα κουτσομπολιά. Με άλλα λόγια, στην ατομική κεφαλαιοποίηση της εμπειρίας, αντιπροτάσσει τη συλλογική, δημόσια αποτίμηση. Κι αυτή η αποτίμηση, προφανώς, δεν είναι απλά ανοιχτή στην κριτική, αλλά την επιζητά.
Η κοινωνική συνθήκη και η προετοιμασία του camp
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το No Border χωρίς να δώσουμε πρώτα μία συνοπτική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικότερα στον ελλαδικό χώρο, σε σχέση με τους μετανάστες από το φθινόπωρο του ’15 και μετά[1]. Πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζουμε ως κομβικό σημείο τη χρονική στιγμή που αρχίζει να φαίνεται ότι το κλείσιμο των συνόρων Μακεδονίας-Ελλάδας είναι θέμα χρόνου (Σεπτέμβρης του ΄15 – τελικά τα σύνορα έκλεισαν τον Φλεβάρη του ‘16[2]) και χιλιάδες μετανάστες θα βρεθούν εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη. Όλους αυτούς του μήνες, και μέχρι την οριστική εκκένωση του άτυπου καταυλισμού της Ειδομένης (Μάιος του ’16), χιλιάδες μετανάστες και μετανάστριες θα συγκρουστούν επανειλημμένα με τις δυνάμεις καταστολής για να περάσουν στη Μακεδονία, θα μπλοκάρουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη σιδηροδρομική γραμμή της Ειδομένης, θα ράψουν τα στόματά τους κάνοντας απεργία πείνας, θα διεκδικήσουν, με λίγα λόγια, τις ίδιες τους τις ζωές. Την ίδια στιγμή, κράτος και Μ.Κ.Ο. απλά συντηρούν την απόγνωση πουλώντας φιλανθρωπία, και προετοιμάζουν το επόμενο βήμα της «διαχείρισης του μεταναστευτικού», δηλαδή τη μεταφορά τους στα relocation camps («κέντρα μετεγκατάστασης»). Μία κίνηση σαφώς προσανατολισμένη στο να εκτονώσει την έκρυθμη κατάσταση της Ειδομένης και να διευκολύνει, έπειτα, τον έλεγχο και την επιτήρηση των μεταναστών μέσω της διασποράς τους σε διαφορετικά μέρη. Την ίδια χρονική περίοδο, αλληλέγγυος κόσμος θα συνδεθεί με τους μετανάστες στην Ειδομένη, τη Λέσβο και αλλού, και θα στηθούν δομές αλληλεγγύης, μία κοινωνική κίνηση που θα κορυφωθεί με τις πρώτες καταλήψεις στέγης μεταναστών/μεταναστριών (Νοταρά 26 στην Αθήνα, Ορφανοτροφείο στη Θεσσαλονίκη). Όσον αφορά τα αντανακλαστικά ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στο ενδεχόμενο χιλιάδες μετανάστες να «ξεμείνουν» εντός συνόρων, αυτά γρήγορα εκφράστηκαν με χουντικές σημαίες να κυματίζουν στην Ειδομένη, με αιτήματα για περισσότερη επιτήρηση και ασφάλεια, και με διαμαρτυρίες στο ενδεχόμενο ύπαρξης κέντρων μετεγκατάστασης στις γειτονιές τους. Φαίνεται ότι η «ελληνική φιλοξενία» και οι «ανιδιοτελείς πρακτικές» (που κάποιοι βιάστηκαν να τις εντάξουν στο πολιτικό τους λεξιλόγιο) είχαν ημερομηνία λήξης: τη μέρα που τα σύνορα θα έκλειναν.
Αυτή ήταν η κοινωνική συνθήκη, με λίγα λόγια, όταν τον Φλεβάρη του ’16 γνωστοποιείται το κάλεσμα για τη συνδιοργάνωση του No Border Camp στη Θεσσαλονίκη. Εδώ χρειάζεται μια σύντομη, ιστορική παρένθεση: το δίκτυο No Border στήθηκε στα τέλη των 90’s με αφορμή την ολοένα και μεγαλύτερη «θωράκιση» των ευρωπαϊκών συνόρων απέναντι στις μεταναστευτικές διαδρομές. Πιο συγκεκριμένα, τον Οκτώβρη του ’99 στο Tampere της Φινλανδίας διάφορες ευρωπαϊκές συλλογικότητες διαδήλωσαν ενάντια στη σύνοδο των κυβερνητικών εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ως περιεχόμενο την εφαρμογή της Συνθήκης του Άμστερνταμ, μίας συμφωνίας με σαφείς αντιμεταναστευτικές διατάξεις. Αυτή η κοινή εμπειρία, δύο μήνες μετά, θα οδηγούσε στην πρώτη συνάντηση No Border. Το εγχείρημα αυτό, για τα επόμενα χρόνια, θα οργανώσει καμπάνιες ενάντια στις απελάσεις, θα μιλήσει κεντρικά για την αντιμεταναστευτική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών και θα οργανώσει κατασκηνώσεις (camps)–συναντήσεις[3] με σκοπό τη διαρκή δικτύωση και ανταλλαγή πληροφοριών, τον συντονισμό δράσεων αλληλεγγύης στους μετανάστες και τη δημιουργία δομών και δικτύων αλληλεγγύης.
Επανερχόμαστε στο τώρα και το κάλεσμα για το No Border Camp 2016. Η πρωτοβουλία για το κάλεσμα αυτό ήρθε από συντρόφους και συντρόφισσες από την Ελλάδα και το εξωτερικό[4] που τους συνέδεε μία κοινή ανάγνωση της πραγματικότητας: έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση στην Ειδομένη και τα νησιά του Αιγαίου, ένα No Border Camp στην Ελλάδα ήταν επιτακτικό, ώστε να αναδείξει το ζήτημα των μεταναστών/μεταναστριών κόντρα στις κυρίαρχες αφηγήσεις των Μ.Μ.Ε., του «φιλάνθρωπου» κράτους και των Μ.Κ.Ο. Η Θεσσαλονίκη, σαν η πιο κοντινή μεγάλη πόλη στα σύνορα με τη Μακεδονία (και δεδομένου του ιστορικού αγώνων, κινηματικών δομών, συλλογικοτήτων κλπ. που αυτή είχε), επιλέχθηκε ως το πιο κατάλληλο έδαφος για να φιλοξενήσει μία τέτοια διοργάνωση.
Αφήνοντας για την ώρα κατά μέρος τους διακηρυγμένους στόχους του No Border (όχι γιατί αυτοί στερούνται σημασίας, αλλά γιατί ήδη έχουν κατατεθεί δημόσια από την πρώτη στιγμή και οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί να τους βρει στην πρώτη εφημερίδα του No Border), θα θέλαμε να κεντράρουμε σε κάποιους από τους όρους με τους οποίους λειτούργησε η συνέλευση του No Border.
Εξ αρχής αποφασίστηκε ότι αυτή η συνέλευση δεν θα ήταν ένα συντονιστικό συλλογικοτήτων, αλλά μία πολιτική συνέλευση (με συμμετοχή ομάδων και ατόμων από Ελλάδα και εξωτερικό) που θα είχε και την ευθύνη της διοργάνωσης του camp. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει παραγωγή λόγου, λόγου που δε θα (έπρεπε να) έβγαινε από ένα «minimum συμφωνιών», αλλά θα ήταν το κοινό έδαφος υποκειμένων που συναντώνται σε μία διαλεκτική διαδικασία· σημαίνει συγκρότηση σχέσεων που θα πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα από τις καθιερωμένες συμμαχίες που βαδίζουν σε τεντωμένο σχοινί και έχουν ημερομηνία λήξης· σημαίνει, τελικά, ότι κάθε λέξη, πράξη, απόφαση μάς βαραίνει όλους και όλες εξίσου. Για το κατά πόσο (δεν) πέτυχε, τελικά, αυτή η διαδικασία θα αναφερθούμε αργότερα στο κείμενο. Τώρα ας αρκεστούμε να πούμε ότι το εγχείρημα αυτό σκόνταψε σε όρια που ίσως δεν ήταν ανυπέρβλητα, αλλά έφαγε κι αρκετές τρικλοποδιές.
Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό σημείο που θα πρέπει να σταθούμε είναι ο τόπος που στέγασε τις προπαρασκευαστικές συνελεύσεις του No Border, δηλαδή η (πρώην) κατάληψη στέγης μεταναστριών/τών Ορφανοτροφείο[5] στην Τούμπα. Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην κίνηση που υπήρχε τους προηγούμενους μήνες με σκοπό τη δημιουργία δομών και δικτύων αλληλεγγύης προς τους μετανάστες. Η κατάληψη του Ορφανοτροφείου εντάσσεται σαφώς σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο και από την πρώτη στιγμή στηρίχτηκε από ένα μεγάλο μέρος ομάδων και ατόμων του ανταγωνιστικού κινήματος της Θεσσαλονίκης. Μία συνέλευση που δήλωνε ότι «[θέτουμε ως κεντρικό στόχο το] να φτιαχτούν νέες σταθερές αυτοοργανωμένες δομές υποστήριξης και αλληλεγγύης σε μετανάστες, καθώς επίσης να ενισχυθούν και να δικτυωθούν οι υπάρχουσες»[6] δεν θα μπορούσε παρά να στηρίξει και στηριχτεί με τη σειρά της από έναν τέτοιο χώρο. Έναν χώρο που για εκείνη την περίοδο αποτέλεσε το πλέον κεντρικό σημείο του ανταγωνιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη συγκροτώντας ένα έδαφος αλληλεπίδρασης ντόπιων και μεταναστών, χτίζοντας δομές και σχέσεις αλληλεγγύης που δεν θέλησαν να μείνουν περιχαρακωμένες, αλλά να διαχυθούν στους δρόμους της πόλης με πορείες και παρεμβάσεις, και συμμετέχοντας σε κινήσεις που σπάνε τον αποκλεισμό μεταναστών και ντόπιων από δομές περίθαλψης και υγείας. Με άλλα λόγια, η συλλογικοποίηση των μεταναστών, η δικτύωσή τους και η άρθρωση των αιτημάτων τους για χαρτιά, άσυλο και δικαιώματα συνέβαινε (και) εκεί, με αποτέλεσμα η συνέλευση του No Border να επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή να επικοινωνήσει μαζί τους και να οργανώσει από κοινού το camp και τα χαρακτηριστικά του[7].
Μία οργάνωση που εξαρχής φανέρωσε τις πρακτικές της δυσκολίες: Μέσα σε 5 μήνες θα έπρεπε να δημιουργηθεί μία πλατφόρμα επικοινωνίας της συνέλευσης No Border με ομάδες και άτομα από διαφορετικές πόλεις και χώρες, να γίνει η σύνδεση με μεταναστευτικές ομάδες και να προετοιμαστεί κοινωνικά το έδαφος, ώστε να πραγματοποιηθεί το camp στη Θεσσαλονίκη με τους όρους που το ίδιο έθετε (δηλαδή αντιθεσμικά, αδιαμεσολάβητα και αυτοοργανωμένα, μακριά από media, χορηγούς και κόμματα). Όσον αφορά τον σχεδιασμό του camp, αυτός απαιτούσε ότι κάμποσοι χιλιάδες αλληλέγγυοι και μετανάστες θα έπρεπε να συμβιώσουν για 9 μέρες στο πανεπιστημιακό campus (το οποίο σήμαινε ότι το όλο μέρος έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα τις προηγούμενες μέρες με τη δημιουργία ντουζιέρων, τουαλετών, info point, κουζίνας, bar, χώρων συνελεύσεων και εκδηλώσεων), ο χώρος αυτός να περιφρουρηθεί κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του camp, να οργανωθούν οι δημόσιες παρεμβάσεις/πορείες, οι δημιουργικές εκδηλώσεις και τα workshops, καθώς και να επιτευχθεί η καθημερινή παρουσία των μεταναστών από τα relocation camps στο No Border.
Πολλά από τα παραπάνω συνηθίζεται να λέγονται «τα πρακτικά» μιας συλλογικής διαδικασίας. Τελικά, όμως, το πώς θα επιλέξεις να ταΐσεις 3.000 ανθρώπους είναι ζήτημα απλά διαχειριστικό ή η προσέγγιση σου φανερώνει και κάτι για τον τρόπο, με τον οποίο στέκεσαι στον καθημερινό πόλεμο ενάντια στην εξουσία; Το τι στάση θα κρατήσεις απέναντι στα media είναι ζήτημα διαδικαστικό; Είναι το ίδιο το να στηρίξεις τις πολιτικές σου εκδηλώσεις πάνω σε ακαδημαϊκές περσόνες με το να μιλήσουν οι συλλογικότητες, οι πολιτικές ομαδοποιήσεις και τα υποκείμενα του αγώνα για τις εμπειρίες και τα σχέδια τους; Φυσικά, όλα τα παραπάνω ειπώνονται ρητορικά –η απάντηση έχει δοθεί εδώ και χρόνια από όλους αυτούς και αυτές που επιμένουν να φωνάζουν ότι τα μέσα και οι σκοποί είναι πράγματα αδιαχώριστα, κι ας λένε ό,τι θέλουν όσοι γοητεύονται από την αμεσότητα μιας συνέντευξης σε ένα «εναλλακτικό» μέσο ή από τα ηχηρά «ονόματα» που θα φέρουν φράγκα στο ταμείο του καλού σκοπού. Μόνο με βάση το παραπάνω σκεπτικό μπορεί να προσεγγιστεί (και να κριθεί) ο τρόπος με τον οποίο το No Border επέλεξε να βάλει τα χαρακτηριστικά του. Το ότι η κουζίνα (που εξυπηρετούσε καθημερινά τις διατροφικές ανάγκες χιλιάδων ανθρώπων) λειτουργούσε με ελεύθερη συνεισφορά, έμπρακτα έσπαγε άλλον ένα διαχωρισμό μέσα σε μία πολιτική κίνηση που διαδήλωνε ενάντια σε κάθε σύνορο και κάθε διαχωρισμό. Το ότι καμία συναυλία δεν στηρίχτηκε σε κάποιο «μεγάλο» όνομα (με όρους εμπορικότητας/θεάματος), έδινε ένα διαφορετικό στίγμα από την τάση που θέλει κάθε πολιτικό φεστιβάλ να αναζητά και την αρωγή hot καλλιτεχνών που θα αναγκάσουν τα πλήθη να έρθουν, να αφήσουν τον οβολό τους και να αποχωρήσουν έχοντας ακούσει καλή μουσική με φτηνότερο εισιτήριο απ’ ό,τι το συνηθισμένο (και με λίγο πιο κακό ήχο, ίσως). Το ότι το No Border δεν χρησιμοποίησε κανένα («εναλλακτικό» ή μη) μέσο μαζικής ενημέρωσης δεν έγινε λόγω κάποιας τάσης προς απομόνωση, αλλά γιατί ήθελε το ίδιο να επικοινωνήσει τα περιεχόμενα του με τους δικούς του όρους, χωρίς να διαμεσολαβείται από κανέναν ειδικό της πληροφορίας και της ενημέρωσης. Το ότι το camp διεξήχθη σε κατειλημμένο πανεπιστημιακό έδαφος, χωρίς καμία συνομιλία με «αρχές και υπεύθυνους», δήλωνε ότι όλους αυτούς τους έχουμε χεσμένους πατόκορφα, και γι’ αυτό και δεν μας εξέπληξε καθόλου η στάση τους (αυτών κι άλλων τόσων) από τη μέρα που έγινε η κατάληψη της Νομικής.
Πριν φτάσουμε, όμως, στη μέρα εκείνη, πρέπει να γίνει και μία αναφορά στην πρακτική αποτύπωση όλων των παραπάνω, δηλαδή το πώς λειτούργησε το No Border στο εσωτερικό του και πώς ανοίχτηκε εξωτερικά. Για το πρώτο σκέλος, ο καταλληλότερος τρόπος, ώστε να φέρει εις πέρας η συνέλευση όλες τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, ήταν να δημιουργήσει υπο-ομάδες που θα ασχολούνταν αποκλειστικά με κάποιον τομέα (π.χ. legal team, ομάδα κουζίνας, ομάδα υποδομών, ομάδα τύπου και αντιπληροφόρησης, ομάδα οικονομικών κ.ά.)· υπο-ομάδες που κάθε φορά τροφοδοτούσαν τη συνέλευση με τη δουλειά και την πορεία τους. Για το δεύτερο σκέλος, δηλαδή την προπαγάνδιση του No Border με βάση τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, η συνέλευση έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο κοινωνικό πεδίο με έκδοση αφίσας και τρίγλωσσης εφημερίδας[8] (ελληνικά, αραβικά, αγγλικά). Το σημαντικότερο στοιχείο σχετικά με τα 2 τεύχη της εφημερίδας του No Border ήταν ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν αποτελούνταν από κείμενα της συνέλευσης, αλλά από συνεντεύξεις, αφηγήσεις και διηγήσεις μεταναστών που βρίσκονταν είτε στην Ειδομένη είτε στα relocation camps. Την ίδια περίοδο η συνέλευση του No Border θα παρουσιάσει δημόσια το σκεπτικό και τις προθέσεις της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις συντρόφων και συντροφισσών που ενδιαφέρθηκαν να πλαισιώσουν και να κοινωνικοποιήσουν την προσπάθεια αυτή. Τέλος, η πιο ουσιαστική κίνηση πριν τη διεξαγωγή του No Border ήταν οι εβδομαδιαίες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, που μόλις είχαν ανοίξει μετά την εκκένωση της Ειδομένης. Οι παρεμβάσεις μας εκεί ήταν φυσικό επακόλουθο της θέλησής μας να γνωρίσουμε από πρώτο χέρι τις συνθήκες, στις οποίες ζούσαν μετανάστες και μετανάστριες αφότου μεταφέρθηκαν εκεί, να σπάσουμε το καθεστώς απομόνωσής τους και να συνδεθούμε μαζί τους με το βλέμμα στραμμένο στις δυναμικές που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εντός της πόλης, εν όψει της διεξαγωγής του camp, αλλά και της ήδη υπάρχουσας εμπειρίας του Ορφανοτροφείου. Από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε κομβικό να σπάσει αυτός ο κοινωνικός αποκλεισμός των μεταναστών, καθώς εκτιμήσαμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη οποιασδήποτε ριζοσπαστικής προοπτικής ήταν η παρουσία τους εντός του αστικού ιστού, όπου μπορούσε να υπάρξει μία πραγματική αλληλεπίδραση με ανθρώπους, δομές και κινήσεις που στόχευαν προς μία τέτοια κατεύθυνση. Με αυτό το σκεπτικό καλέστηκε και η πρώτη πορεία από τη συνέλευση του No Border, στις 28 Ιουνίου, όπου για πρώτη φορά υπήρξε μπλοκ με τη δυναμική παρουσία και συμμετοχή μεταναστών από τα relocation camps. Το μήνυμα της πορείας σαφές: απέναντι σε όσους θεωρούν τους μετανάστες και τις μετανάστριες «υποδεέστερους» ή «θύματα», απέναντι στις πολιτικές του εκτοπισμού και της παρανομοποίησης, δημιουργούμε σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, διαδηλώνουμε μαζί για χαρτιά, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και αξιοπρέπεια, και γνωστοποιούμε προς κάθε ενδιαφερόμενο πως τους μετανάστες δεν τους θέλουμε απομονωμένους στη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά δίπλα μας, στις γειτονιές μας, στους χώρους που υπάρχουμε και αγωνιζόμαστε. Λίγες μέρες μετά, στις 14 του Ιούλη, καταλήφθηκε η Νομική για να στεγάσει τις ανάγκες του camp.
Οι μέρες του camp
i) Η μηντιακή επίθεση
«Δεν ξέρουμε ποιοι, δεν ξέρουμε πόσοι, δεν έχει επικοινωνήσει κανείς μαζί μας, δεν ζητήθηκε άδεια, ούτε ενημερώθηκε το Πανεπιστήμιο, και προφανώς δεν έχει δοθεί άδεια. (…) Η προστασία και η λειτουργία του Δημόσιου Πανεπιστημίου είναι ζήτημα όλης της κοινωνίας, αλλά δε μπορεί να διασφαλίζεται χωρίς τη συνδρομή των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας.»
Π.Μήτκας, πρύτανης Α.Π.Θ., 13/07/2016
«Ευχαρίστως να πάρουν άδεια, να εγκατασταθούν κάπου, να κάνουν μία συναυλία, αλλά να κατασκηνώσεις σε έναν χώρο τόσο καιρό είναι ουσιαστικά μία κατάληψη, και η κατάληψη είναι ο ορισμός της ανομίας. Για μένα είναι ξεκάθαρη περίπτωση ότι πρέπει να επέμβει το νόμιμο κράτος, είτε λέγεται αυτό αστυνομία, είτε το υπουργείο Εσωτερικών, Παιδείας, πρέπει να εφαρμοστούν οι νόμοι αλλιώς η ανομία θα κυριαρχεί μόνιμα.»
Γ.Μπουτάρης, δήμαρχος, 13/07/2016
«Δεν δείχνουν αρκετά φιλικοί όταν τους πλησιάζεις για ερωτήσεις ή για λήψη εικόνων.»
parallaximag.gr, 14/07/2016
«Ενέργειες όπως το “No border camp”, απαξιώνουν την εικόνα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων μας στα μάτια των νεαρών επιστημόνων, επιτείνουν την τάση φυγής τους και καθιστούν την επιστροφή τους στη χώρα λιγότερο ελκυστική.»
Σ.Ε.Β.Ε., 21/07/2016
«Δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται σε μια ομάδα ατόμων να προκαλεί καταστροφές στη δημόσια περιουσία, είτε στο Πανεπιστήμιο, είτε στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Θα έπρεπε η Ελληνική Κυβέρνηση να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα με αποφασιστικότητα, σεβόμενη την ειρήνη στην περιοχή μας και τα χρήματα των φορολογουμένων, από τα οποία συντηρούνται αυτοί οι χώροι. (…) Είναι θέμα πολιτικής βούλησης η εντολή προς την ΕΛ.ΑΣ. για να παρέμβει η οποία έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι αποτελεσματική, όπως έγινε και στην περίπτωση της Ειδομένης, όπου και πάλι η Κυβέρνηση επί μήνες παρακολουθούσε την κατάσταση απαθής. Είναι απαράδεκτο να μην δίνεται η εντολή για παρέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. σε τέτοιες καταστάσεις ανομίας.»
Α.Τζιτζικώστας, περιφερειάρχης, 25/07/2016
Αυτά είναι μερικά, μόνο, αποσπάσματα από τις αντιδράσεις πάσης φύσεως καλοθελητών (αρχών, υπευθύνων, αφεντικών, «εναλλακτικών») με το που ξεκίνησε το στήσιμο του No Border Camp στο πανεπιστημιακό campus του Α.Π.Θ. Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί, αν λέγαμε ότι με αφετηρία τη συνέντευξη Τύπου της συγκλήτου του Α.Π.Θ. στις 13 Ιουλίου, είδαμε μέρα με τη μέρα να δημιουργείται ένα απόλυτα εχθρικό κλίμα στην πόλη μέσω συνεχών κινδυνολογικών δημοσιευμάτων στα Μ.Μ.Ε. και εκκλήσεων για επέμβαση της αστυνομίας και εκκένωση του camp. Την ίδια στιγμή, συμβάντα όπως οι «αισθητικές επεμβάσεις» στα Μ.Μ.Μ. και η δυναμική παρέμβαση στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (σε κτίριο το δημαρχείου) γιγαντώνονταν με φανερό σκοπό να κατασκευαστεί η εικόνα του «απόλυτου καταστροφέα» που ήρθε να διαταράξει την καλοκαιρινή ραστώνη της πόλης. Με αφορμή τα δημοσιεύματα αυτά, μπορούμε να εξάγουμε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τον τρόπο, με τον οποίο η μηντιακή, και όχι μόνο, εξουσία επέλεξε να διαχειριστεί το ζήτημα του No Border.
Πρώτα απ’ όλα, έχει αρκετό ενδιαφέρον το γεγονός ότι για άλλη μια φορά ξεθάφτηκε και χρησιμοποιήθηκε ο όρος της «ανομίας», μία έννοια που πλέον τείνει να ταυτιστεί με οτιδήποτε κινείται αυτόνομα και επιθετικά προς τον κόσμο αυτόν και τις αξίες του· μία έννοια με θεολογικές καταβολές που, εν μέσω κρίσης και με αφορμή την εκκένωση της Villa Amalias, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μηντιακά για να περιγράψει στέκια, καταλήψεις, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και οτιδήποτε άλλο περιφρονεί τις κυρίαρχες θεσμίσεις· μία έννοια τόσο γενική κι αόριστη που μπορεί να σημαίνει τίποτα και τα πάντα ταυτόχρονα, και μάλλον αυτός είναι κι ο σκοπός της εξαρχής: να καλύψει, κάτω από τη νεφελώδη νοηματοδότησή της, ένα διευρυμένο πλέγμα ιδεών, πράξεων και δράσεων που μπορεί να μην έχουν πάρει ακόμα ανατρεπτικές διαστάσεις, αλλά κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να σχολιαστεί είναι το εξής: γιατί (θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος), εφόσον το No Border Camp είχε γνωστοποιηθεί ήδη μήνες πριν, δεν έγινε κάποια προσπάθεια καταστολής/αποτροπής του από τα πριν, π.χ. με ένα «σφράγισμα» του πανεπιστημιακού χώρου ή με την καταστολή της κινητοποίησης, όταν αυτή ήταν σε προπαρασκευαστικό στάδιο; Αφού η διεξαγωγή του (σύμφωνα με τις αρχές) εγκυμονούσε τόσους κινδύνους για την τάξη και την ασφάλεια της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της, γιατί η επίθεση περιορίστηκε στη μηντιακή σφαίρα και δεν εκφράστηκε (και) μέσω της αστυνομικής ισχύος; Αυτά θα ήταν εύλογα ερωτήματα, αν αγνοούσαμε τους τρόπους διαχείρισης και επιβολής της εξουσίας, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία (πολλά) χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, το να προεξοφλείς ότι οι κατασκηνωτές του No Border θα καταστρέψουν το πανεπιστήμιο, τη δημόσια περιουσία κλπ., το να περιμένεις να καταγγείλεις την κινητοποίηση μόλις μία μέρα πριν αυτή διεξαχθεί και το να καλείς τις αρχές να επέμβουν πριν καν συμβεί το οτιδήποτε, φανερώνει ένα και μόνο πράγμα: προετοιμάζεις κοινωνικά το έδαφος για να συμβεί αυτό που απεύχεσαι, ώστε μετά να μπορέσεις να το διαχειριστείς, να το εκμεταλλευτείς, να το προσανατολίσεις προς την κατεύθυνση που θέλεις. Όπως πολύ σωστά το έχει θέσει ο Agamben, είναι αυτή η πλευρά της εξουσίας που ενεργεί όχι με σκοπό να επιβάλει την τάξη, αλλά να διαχειριστεί την αταξία, μία ιδιότυπη «στρατηγική της έντασης». Μία τέτοια ανάγνωση της πραγματικότητας αφήνει στο (κάθε) κίνημα δύο επιλογές: είτε επιβεβαιώνει την κυριαρχία (και τις δικές του αυταπάτες, φυσικά) ακολουθώντας προκαθορισμένες διαδρομές, είτε συνειδητοποιεί ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι μία πιο περίπλοκη διαδικασία από απλά δύο πόλους σε διαρκή σύγκρουση (το τι από τα δύο επέλεξε να κάνει το No Border φάνηκε, κατά τη διάρκεια των ημερών του Ιούλη, σε διάφορες περιπτώσεις…).
Μια άλλη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε διαβάζοντας αποσπάσματα σαν τα παραπάνω, είναι ότι ελάχιστη έως καθόλου αναφορά δε γίνεται στο περιεχόμενο των δράσεων του No Border. Αντιθέτως, αυτό που επανειλημμένα προβάλλεται είναι ο τρόπος, με τον οποίο το No Border επέλεξε να παρέμβει στη δημόσια σφαίρα, και κυρίως οι πλευρές αυτές που θα επενεργήσουν με τον κατάλληλο τρόπο στο θυμικό και την αντίληψη ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Κατάληψη – αντί για συνομιλία και αδειοδότηση. Εχθρική αντιμετώπιση των δημοσιογράφων – αντί της συνεργασίας και προβολής μέσω των καθεστωτικών media. Χρήση πρακτικών που ξεφεύγουν από τη νομιμότητα – αντί της διαμαρτυρίας που θα σεβαστεί «το γράμμα του νόμου». Θα έλεγε κανείς, ότι τελικά το ίδιο το περιεχόμενο του No Border, δηλαδή η ανάδειξη του ζητήματος των relocation camps, η αλληλεγγύη στους μετανάστες και η στήριξη των δομών/δικτύων αλληλεγγύης, έπρεπε πάση θυσία να θαφτεί κάτω από στομφώδεις τίτλους για «κατασκηνωτές από την Ευρώπη που ήρθαν για να μείνουν» ή για «την πολιτεία που για άλλη μία φορά κάνει τα στραβά μάτια». Δύο συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτό: πρώτον, ότι η δημόσια συζήτηση έπρεπε με κάθε δυνατό τρόπο να μετατοπιστεί από το «είναι» στο «φαίνεσθαι», δηλαδή από τη συζήτηση για την κρατική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τον ρόλο των Μ.Κ.Ο. σε αυτή, σε μία ατέρμονη συζήτηση περί ασύλου, ζημιών, «μεταφερόμενων» αλληλέγγυων/προβοκατόρων κλπ. Κάτι τέτοιο φυσικά και δεν μας εξέπληξε, μιας και η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά την εκκένωση της Ειδομένης (δηλαδή με χιλιάδες μετανάστες εγκλωβισμένους σε camps, μακριά από κάθε κοινωνική αναφορά και σε άθλιες συνθήκες από άποψη φαγητού, θέρμανσης και υγιεινής) είχε γίνει σιωπηρά αποδεκτή ως κάτι που δεν έχριζε κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών, ως μία αξιοπρεπή (;) λύση σε όσους είχαν εγκλωβιστεί μέσα στη χώρα· και όσο λιγότερος θόρυβος υπήρχε γύρω από αυτό το θέμα, τόσο καλύτερα για όλους μας. Και για όσους/όσες τυχόν απόρησαν πού πήγε όλο αυτό «φιλομεταναστευτικό» κύμα της αριστεράς που τον χειμώνα του 2011 έβγαζε τη μία καταγγελία μετά την άλλη ενάντια στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προς τους 300 μετανάστες-απεργούς πείνας, να θυμίσουμε ότι από τότε μεσολάβησαν 5 χρόνια «αγανακτισμένων», «πλατειών», «δημοψηφισμάτων» και «ελπίδων» που απλά και ξάστερα έκαναν το «μεταναστευτικό» ναρκοπέδιο για όποιον είχε ως μοναδικό ενδιαφέρον να συλλέξει τις ψήφους των αντιμνημονιακών πατριωτών του 21ου αιώνα. Μα, τόσο κόσμο να τον σπρώξουμε στα χρυσαύγουλα;
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το πώς προσεγγίζεται το θέμα των μεταναστών/τριών από όλους τους παραπάνω στις περιπτώσεις που αυτό χρειαζόταν να γίνει. Σ’ αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, βλέπουμε ξεκάθαρα να προβάλλονται δύο τρόποι διαχείρισης που, αν και φαινομενικά μπορεί να μοιάζουν αντιθετικοί μεταξύ τους, στην ουσία αποτελούνε τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Από τη μία, λοιπόν, έχουμε τον Τζιτζικώστα (και τον κάθε Τζιτζικώστα – τυχαία η αναφορά) που συγχαίρει την αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Αστυνομίας στην εκκένωση της Ειδομένης (άλλη μία «εστία ανομίας», σύμφωνα με τα λεγόμενα του) και ζητά να δει την ίδια πυγμή να χρησιμοποιείται κι αλλού (όπως κι έγινε τους επόμενους μήνες σε όλες τις περιπτώσεις που μετανάστες και μετανάστριες των camps διαμαρτύρονταν δυναμικά για τις συνθήκες διαβίωσής τους). Από την άλλη, έχουμε τον κύριο Μπουτάρη (και τον κάθε Μπουτάρη – στην ίδια συνομοταξία θα βρει κανείς πάσης φύσεως «φιλάνθρωπους») που απορεί γιατί δεν γίνεται καμιά συναυλία αλληλεγγύης (πάντα με την απαραίτητη άδεια!) προς τους πρόσφυγες, βρε αδερφέ! Κανένα πρόβλημα με την αλληλεγγύη, σου λένε, αρκεί αυτή να διοχετεύεται μέσα από τα φίλτρα της εξουσίας ή της ελεημοσύνης (βλέπε εκκλησία, Μ.Κ.Ο., «ευαισθητοποιημένους φορείς» ή και πολιτικές κινήσεις τύπου κοινωνικών ιατρείων που αρέσκονται να απο-υποκειμενοποιούν τους μετανάστες με γλυκανάλατες αφίσες ανθρωπιστικού περιεχομένου).
Όλα τα παραπάνω δεν αναφέρονται ως μία, ναρκισσιστικού τύπου, απόδειξη επαναστατικότητας ή αυτο-επιβεβαίωσης («αφού η εξουσία δηλώνει ότι είμαι επικίνδυνος, σημαίνει ότι είμαι κιόλας»). Αυτό είναι ένα σφάλμα που εδώ και χρόνια διαπράττουν κομμάτια του αναρχικού χώρου, κομμάτια που αρέσκονται στο να ικανοποιούν τα φαντασιακά τους κατεστημένα μέσα από τον ετεροκαθορισμό και τη διαμεσολάβηση του παραμορφωτικού καθρέφτη του θεάματος. Μακριά από τέτοιες λογικές, όλα τα παραπάνω καταθέτονται ως μια προσπάθεια να ερμηνεύσουμε, από τη μεριά μας, όλη αυτήν τη μηντιακή επίθεση και να μοιραστούμε τους τρόπους με τους οποίους το No Border υπερασπίστηκε την πολιτική του ύπαρξη. Ως προς το πρώτο σκέλος μιλήσαμε ήδη. Ως προς το δεύτερο, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τη θέση οργανωμένων κομματιών του No Border που έκριναν (στις απολογιστικές συζητήσεις της συνέλευσης, αλλά και με δημόσια απολογιστικά κείμενα) ως λανθασμένη την τακτική της συνέλευσης να μην υπερασπιστεί τις θέσεις της με μία δημόσια συνέντευξη Τύπου εκείνες τις μέρες, αλλά και τη γενικότερη στάση που επιλέξαμε ως προς την αντιμετώπιση των media.
Πάνω σ’ αυτό, λοιπόν, θα επαναλάβουμε τα αυτονόητα: όποιος γοητεύεται από την απήχηση, την επιρροή και την εμβέλεια μιας κάμερας ή ενός μικροφώνου, όποιος θεωρεί τον αποκλεισμό από τα media συνώνυμο της εξαφάνισης, όχι μόνο έχει υποβιβάσει την κοινωνική παρέμβαση σε ένα απλό ζήτημα ισχύος (μετρήσιμο σε φύλλα, ακροαματικότητα και νούμερα τηλεθέασης), αλλά αγνοεί κάτι βασικό: ότι αυτή αποτελεί, πρώτα από όλα, ζήτημα κοινωνικών σχέσεων. Που σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητά της δεν βασίζεται στις τεχνικές της διαμεσολάβησης και του θεάματος, αλλά στις δυνάμεις και τις αδυναμίες δρώντων υποκειμένων. Ο λόγος και οι πράξεις (μαζί, αδιαίρετα) των υποκειμένων αυτών είναι που θα αναμετρηθούν στο κοινωνικό πεδίο, κι όχι οι δηλώσεις και τα μηνύματα που προσμένουν (και τροφοδοτούνται μέσα από) τις αφομοιωτικές δυνατότητες της αστικής δημοσιότητας. Στα στημένα ακροατήρια προτιμάμε να σιωπούμε. Ή, όπως είχε γραφτεί παλιότερα, τα κινήματα μιλάνε πράττοντας. Μέσα από ποιες πράξεις, λοιπόν, μίλησε το No Border;
ii) Days of summer, nights of love
Θέλοντας να αποφύγουμε μία απλά δημοσιογραφική καταγραφή γεγονότων, θα θέλαμε να σταθούμε στις στιγμές εκείνες που, κατά τη γνώμη μας, συμπύκνωσαν με τον πιο πετυχημένο τρόπο τις προθέσεις αυτής της κινητοποίησης. Η πρώτη τέτοια στιγμή ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι τακτικές μηχανοκίνητες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ξαναμιλήσαμε για αυτές στην αρχή του κειμένου, όταν αναφερθήκαμε στο προπαγανδιστικό μέρος του No Border, και θα τις ξανασυναντήσουμε και στη συνέχεια του κειμένου. Ο λόγος για την επιμονή μας στην ανάδειξη αυτής της προσπάθειας δεν είναι άλλος από το ότι σ’ αυτήν την κίνηση είδαμε (και βλέπουμε ακόμα) την ουσιαστική σύνδεση των μεταναστών και μεταναστριών από τα camps όχι μόνο με το No Border, αλλά γενικότερα με το ανταγωνιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. Οι δικές μας επισκέψεις εκεί και οι καθημερινές επισκέψεις μεταναστών στο camp του No Border έθεσαν τις βάσεις, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ένα ξεπέρασμα του διαχωρισμού που ήθελε να θέσει το κράτος ως προς την κοινωνική αναπαραγωγή των μεταναστών.
Το δεύτερο σημείο που θα σταθούμε είναι οι εξορμήσεις σε Παρανέστι και Ξάνθη. Πιο συγκεκριμένα, στις 20 Ιουλίου, 1000 περίπου αλληλέγγυοι και μετανάστες διαδήλωσαν έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Παρανεστίου, ενώνοντας τις φωνές τους για το κλείσιμο όλων των στρατοπέδων συγκέντρωσης και το άνοιγμα των συνόρων. Μία μικρή ομάδα που περιελάμβανε γιατρούς και δικηγόρους απαίτησε και κατάφερε να μπει μέσα στο στρατόπεδο, ώστε να υπάρξει μία πιο άμεση επαφή με τους έγκλειστούς μετανάστες και να μεταφέρει προς τα έξω τις συνθήκες κράτησής τους. Το ίδιο επιχειρήθηκε να γίνει και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από την Ξάνθη, μόνο που εκεί συναντήσαμε την αρνητική στάση των μπάτσων. Έχοντας ήδη συζητήσει για το ενδεχόμενο αυτό στις συνελεύσεις που είχαν προηγηθεί, αποφασίσαμε να συγκρουστούμε με την αστυνομία στο σημείο όπου μας απαγόρευσαν τη διέλευση, με τη συμμετοχή των περιφρουρήσεων όλων των μπλοκ της διαδήλωσης. Συντεταγμένα, στη συνέχεια, πλησιάσαμε το στρατόπεδο από διαφορετική μεριά, ώστε να υπάρχει οπτική κι ακουστική επαφή με τους έγκλειστους μετανάστες και σταθήκαμε στο σημείο για ώρα φωνάζοντας συνθήματα.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 21 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η κεντρική πορεία του No Border στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή περίπου 3000 ατόμων, 600-700 εκ των οποίων ήταν μετανάστες και μετανάστριες από τα relocation camps. Την πορεία αυτή θα τη θυμόμαστε για την πολυχρωμία και την ποικιλία των υποκειμένων που την αποτελούσαν, ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και διαφορετικά σκεπτικά αγώνα που εκείνη τη στιγμή ενώθηκαν κάτω από ένα κοινό αίτημα. Θα τη θυμόμαστε γιατί σε μία Θεσσαλονίκη που τα τελευταία χρόνια οι πορείες (της αριστεράς αλλά και του αναρχικού χώρου) με το ζόρι μαζεύουν 500 άτομα, ξαφνικά είδαμε πώς είναι μία πόλη να γεμίζει από φωνές, συνθήματα, σημαίες και stencil απ’ άκρη σ’ άκρη, να μπλοκάρουν όλοι οι κεντρικοί της δρόμοι και να διαδηλώνεις χωρίς μιζέρια, ηττοπάθεια και φόβο[9]. Θα τη θυμόμαστε γιατί εκείνη τη μέρα οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είδαν ποιοι ήταν αυτοί οι μυστήριοι ταραχοποιοί, για τους οποίους άκουγαν όλη μέρα στην τηλεόραση. Αλλά, κυρίως, θα τη θυμόμαστε για το δυναμικό μπλοκ των μεταναστών που προπορευόταν, γιατί στα συνθήματα τους, στα πρόσωπα και την ορμή τους μπορέσαμε να «κλέψουμε» κάτι και για μας, κάτι που έλειπε από τις διαδικασίες και τις καρδιές μας εδώ και καιρό. Οι βουτιές στον Θερμαϊκό, οι καθιστικές διαμαρτυρίες, τα σκαρφαλώματα έξω από τη Δ.Ε.Θ. φανέρωναν ένα συλλογικό υποκείμενο που εκείνη τη στιγμή ασφυκτιούσε και ούρλιαζε για αναγνώριση. Αυτή η μέρα ήταν δικιά τους, όσο ήταν και δική μας.
Τελευταία δημόσια παρέμβαση του No Border ήταν η διαδήλωση στον φράχτη του Έβρου, όπου κι εκεί υπήρξε σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις. Μία μέρα πριν, στις 22 Ιουλίου, πρωτοβουλία συντρόφων κατέλαβε και το άδειο κτίριο επί της Καρόλου Ντηλ (κατάληψη Hurriya) με σκοπό αυτό να αποτελέσει τη δεύτερη κατάληψη στέγης μεταναστών/μεταναστριών στην πόλη μετά το Ορφανοτροφείο.[10] Κλείνοντας αυτήν την καταγραφή των ημερών του No Border, να σημειώσουμε ότι πέρα από από τις παραπάνω κεντρικές κινητοποιήσεις, «εντός των τειχών» του Α.Π.Θ. διεξήχθησαν διάφορες εκδηλώσεις-workshops από μία πλειάδα ομάδων και ατόμων με θέματα, όπως η μετανάστευση και η κρατική διαχείριση, η δικτύωση δομών αλληλεγγύης, η επικοινωνία εμπειριών αγώνα, οι έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης, ο ρόλος θεσμών, όπως το πανεπιστήμιο, σε αυτήν κλπ [11].
Απολογιστικές σκέψεις
Όλα τα παραπάνω γεγονότα που βιώσαμε συλλογικά, οδήγησαν σε συζητήσεις στο εσωτερικό της συνέλευσής μας με σκοπό την αποτίμηση της όλης διαδικασίας του No Border. Ήδη ένα μέρος αυτού του απολογισμού καταγράφηκε παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, κι αφού πλέον δόθηκε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα ολόκληρης της κινητοποίησης, από τα πρώτα στάδια της προετοιμασίας μέχρι το τέλος της, νιώθουμε την ανάγκη να σταθούμε ξεχωριστά σε κάποια σημεία.
i) Πυροτεχνήματα και στρακαστρούκες
Το πρώτο τέτοιο σημείο είναι η κοινή διαπίστωση ότι το No Border δεν στηρίχτηκε από την πλειοψηφία των οργανωμένων συλλογικοτήτων του κινήματος[12]. Το γιατί συνέβη αυτό δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι, από την άποψη ότι (απ’ όσο ξέρουμε) καμία συλλογικότητα δεν πήρε την ευθύνη να θέσει τις αντιρρήσεις της δημόσια, όταν έγινε το πρώτο ανοιχτό κάλεσμα, να βάλει κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά που θα την κάλυπταν, να δικαιολογήσει, εν τέλει, την απουσία της. Φυσικά απουσιολόγιο δεν κρατάει κανείς, αλλά όταν διοργανώνεται κάτι τόσο κεντρικό στην πόλη/χώρα σου, κι εσύ επιλέγεις να απέχεις μεν, αλλά να «κριτικάρεις» στα καφενεία δε, αποφεύγοντας να θέσεις τον λόγο σου υπό κριτική, τότε συντηρείς μία τάση ανέξοδη και αντικινηματική που περισσότερο θυμίζει φοιτητικά αριστερίστικα πείσματα παρά πολιτικές συμπεριφορές που θέλουν να περνιούνται και για σοβαρές. Τέτοιου είδους καφενειακές τοποθετήσεις θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι, δηλαδή ανεύθυνες προσωπικές απόψεις και τίποτα παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, εμείς θα θέλαμε να σταθούμε στην αφετηρία τέτοιων συλλογισμών (γιατί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάτι πήρε και μας τ’ αυτί μας) που υποτίθεται ότι είναι μία κάποια κριτική στο No Border από τη σκοπιά των «στημένων ραντεβού» (που παγιδεύουν τη δυναμική των αγωνιζόμενων) ή του «μεγάλου πυροτεχνήματος» (που έρχεται από το πουθενά και φεύγει με τον ίδιο θεαματικό τρόπο).
Για να τα ξεκαθαρίζουμε, λοιπόν: τα ραντεβού τα στήνει το κράτος, κι όχι το κίνημα. Το No Border ήρθε ως αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας ανθρώπων από τα κάτω, αλληλέγγυων στους μετανάστες, υποκειμένων που (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) αγωνίζονται ενάντια σε διαχωρισμούς, σύνορα και καταπίεση. Αυτοί οι άνθρωποι κάθισαν επί μήνες και όρισαν τα χαρακτηριστικά του No Border, αποφάσισαν τι θέλουν να κάνουν, πώς θα το κάνουν, με ποιους θα το κάνουν. Όποιος, λοιπόν, ψάχνει για «ραντεβού», καλά θα κάνει να τα ψάξει σε στιγμές όπου το παιχνίδι ορίζεται εκ των προτέρων, από κάποιον μακριά από μας, σε στιγμές με προδιαμορφωμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια. Σε στιγμές (λέγε με Δ.Ε.Θ.) που οι όροι αντιπαράθεσης μπαίνουν από τα πάνω, σε στιγμές (λέγε με Πολυτεχνείο) που η «οργή» εκφράζεται με εθιμοτυπικούς όρους, σε στιγμές (λέγε με 6 Δεκέμβρη) που η κάθε λογής συγκρουσιακότητα γίνεται πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Σε αντίθεση με όλα αυτά, το No Border έθεσε το ίδιο τους όρους διεξαγωγής του, δεν σύρθηκε πίσω από καμία φορτισμένη ημερομηνία κι ούτε αναγκάστηκε να «αυτο-δημιουργηθεί» για να είναι συνεπές σε κάποιο άτυπο ραντεβού με την εξουσία.
Όσον αφορά τα σχόλια περί «πυροτεχνήματος», «μεγάλων γεγονότων» κλπ: μία μεγάλη αδυναμία του αναρχικού χώρου είναι ότι αδυνατεί να συλλάβει τον εαυτό του ως ένα κίνημα με ιστορική συνέχεια· με παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αυτή η αποσπασματική αντίληψη της ιστορίας είναι που ευθύνεται και γι’ αυτήν την εσφαλμένη κριτική στο No Border. Τι εννοούμε με αυτό; Η πρωτοβουλία για το No Border 2016 στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να ιδωθεί ως ένα αποκομμένο γεγονός, εγκλωβισμένο σε μία ιστορική ασυνέχεια του χρόνου, έξω από τις πολιτικές ζυμώσεις και διαδικασίες της Θεσσαλονίκης. Όποιος μιλάει με όρους «πυροτεχνήματος» κάνει αυτό ακριβώς το σφάλμα, δεν λαμβάνει υπόψη του την κοινωνική και ιστορική συνθήκη γύρω του, κάτι που δείχνει το λιγότερο πολιτική μυωπία. Πώς ονομάζουμε ένα No Border εν έτει 2016 στη Θεσσαλονίκη «αποκομμένο γεγονός»; Πώς γίνεται αυτόματα να διαγράψουμε κινήσεις όπως το Ορφανοτροφείο, να ξεχάσουμε ότι κάποιοι και κάποιες τον προηγούμενο χρόνο έβαλαν ως πρώτο θέμα στην πολιτική τους ατζέντα την αντίδραση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, να μην λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη αντιπατριωτική δουλειά που έχει γίνει εδώ και χρόνια στην πόλη, να βάλουμε στην άκρη το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη έχουν γίνει δεκάδες πορείες αλληλεγγύης στους μετανάστες[13]; Πώς γίνεται να μη λάβουμε υπόψη μας τις δραματικές αλλαγές των τελευταίων μηνών πριν το No Border όσον αφορά το μεταναστευτικό, με τα γεγονότα της Ειδομένης, τις νέες καταλήψεις στέγης, τα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τα καινούρια ευρωπαϊκά και βαλκανικά δίκτυα αλληλεγγύης να θέτουν νέους όρους αγώνα και να απαιτούνε πολλά περισσότερα από μία απλή διαδήλωση αλληλεγγύης που θα περάσει από την Εγνατία;
Επιμένουμε: το No Border, ενταγμένο στο παραπάνω πλαίσιο σκέψης, ήταν πρόσφορο έδαφος ώστε να γεννηθούν νέα εγχειρήματα, να σφυρηλατηθούν νέες σχέσεις, να προκύψουν ακόμα περισσότερες κινητοποιήσεις. Το ότι δεν στηρίχτηκε όσο θα έπρεπε ήταν ένας από τους λόγους που συνετέλεσε στο να μην πραγματοποιηθούν πολλά από τα παραπάνω. Στον αντίλογο που ίσως υπάρξει σχετικά με το ότι η υπογραφή «Νο Border» από μόνη της εντάσσει την όλη κινητοποίηση σε ένα ξεχωριστό πλαίσιο αναφοράς (με τα δικά της χαρακτηριστικά, όρια, κληροδοτήματα, στοιχεία αυτοαναφορικότητας κλπ)[14], απαντάμε ότι κάθε διαδικασία έχει τα χαρακτηριστικά που θα της δώσεις. Η συνέλευση του No Border, με τους όρους που στήθηκε, ήταν κάτι παραπάνω από ανοιχτή στο να συζητήσει σκεπτικά, τρόπους δράσης και στοχεύσεις. Φυσικά μία τέτοια διαδικασία απαιτεί και από τους συμμετέχοντες μία κάποια ποιότητα, ποιότητα στο να μπορέσουν να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμα, να συζητήσουν ισότιμα, να επιλέξουν στρατηγικές. Στοιχεία, δηλαδή, που συνήθως ο α/α χώρος δεν πληρεί, για τον απλό λόγο ότι τόσα χρόνια έχει συνηθίσει να απαντά άμεσα και αντανακλαστικά (αλλά αποτελεσματικά, πολλές φορές) σε προκλήσεις της εξουσίας. Όταν όμως οι συνθήκες απαιτούν κοινό σχεδιασμό, συνδιαμόρφωση και ζύμωση για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των υποκειμένων, αυτό συνήθως εκλαμβάνεται ως μία τεχνητή συνάντηση. Μαζί με την ευθυνοφοβία, το πολιτικό κόστος που αναλαμβάνει κάποιος οργανώνοντας μία τέτοια διαδικασία, καθώς και τις μικροπολιτικές έριδες που πάντα κυριαρχούν πάνω στις κινηματικές ανάγκες, τα παραπάνω αποτελούνε μάλλον τις κύριες αιτίες που πολλοί αποφάσισαν να απουσιάσουν από το No Border. Το γεγονός αυτό μας αφήνει με μία πικρία από την άποψη ότι θα μιλούσαμε για άλλες ποιότητες λόγου και δράσεων, αν η διαδικασία είχε πλαισιωθεί από περισσότερο κόσμο, ενώ ίσως είχαν αποφευχθεί (ή τύχαιναν καλύτερης διαχείρισης) κάποια από τα αρνητικά στοιχεία που παρατηρήσαμε και θα αναφέρουμε παρακάτω.
ii) Τα όρια μίας πολιτικής συνέλευσης
Το κυριότερο τέτοιο αρνητικό χαρακτηριστικό είναι το προφανές: ότι το No Border απέτυχε σε έναν από τους κύριους σκοπούς του, να γεννήσει νέα εγχειρήματα αγώνα στην πόλη. Αναφέραμε και πριν ότι δομές, όπως η κατάληψη του Ορφανοτροφείου και τα δίκτυα αλληλεγγύης από τα νησιά του Αιγαίου μέχρι την κεντρική Ευρώπη, θεωρήθηκαν από τη συνέλευση του Νο Border ζητήματα κομβικής σημασίας που έπρεπε να αναδειχθούν, να συζητηθούν συλλογικά και να εμπνεύσουν νέες κινήσεις. Εξαιρώντας την πρωτοβουλία για την κατάληψη Hurriya (μιας και δεν προήλθε από την κεντρική συνέλευση του No Border), κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τους λόγους γι’ αυτό, θα πρέπει να ψάξουμε στην αδυναμία της συνέλευσης να μπορέσει να υπάρξει με πολιτικούς όρους, κυρίως κατά τη διάρκεια του camp.
Ήδη από τις προπαρασκευαστικές συνελεύσεις παρατηρήσαμε ότι τα πρακτικά θέματα που συνεχώς προέκυπταν (θέματα που λόγω της φύσης της διοργάνωσης απαιτούσαν άμεση συζήτηση και λύση) έτειναν να εξοβελίζουν την πολιτική συζήτηση που υπήρχε εντός της συνέλευσης. Θέλαμε η συνέλευση του No Border να υπάρξει ως ένα έδαφος διαλεκτικής, με πολιτικά περιεχόμενα που θα πηγάζουν απευθείας από τις διαδικασίες της και θα είναι προϊόν συνδιαμόρφωσης διαφορετικών σκεπτικών, ποικίλων προσεγγίσεων και αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων. Τελικά αυτή η συζήτηση δεν προχώρησε, τουλάχιστον όχι τόσο όσο εμείς θα θέλαμε. Ακόμα χειρότερα, με την αφετηρία του camp η συνέλευση σχεδόν έπαψε να υφίσταται πολιτικά, υπέπεσε σε ένα διαχειριστικό όργανο που έπρεπε να φέρει εις πέρας τις ειλημμένες αποφάσεις των προηγούμενων μηνών. Την ίδια στιγμή, η ξαφνική μετατροπή μίας συνέλευσης των 30-40 ατόμων που μιλάνε την ίδια γλώσσα σε μία υπέρ-συνέλευση των εκατοντάδων από διαφορετικές χώρες (με διαφορετική κουλτούρα, ανάγκες και εμπειρίες) έκανε ακόμα πιο δύσκολο το να επικοινωνήσουμε πολιτικά. Η σημαντικότατη αυτή έλλειψη της συνέλευσης δεν φάνηκε μόνο στο κλείσιμο του No Border, όπου ήταν απλά αδύνατο να γίνει μία αποτίμηση της όλης διαδικασίας, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της κινητοποίησης, όταν πολλές φορές φάνηκε η τεράστια απόσταση που χώριζε άτομα και ομάδες που υποτίθεται ότι είχαν συνδιαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο.
Αυτή η έλλειψη πολιτικής ζύμωσης δεν ήταν ένα χαρακτηριστικό που παρατηρήσαμε μόνο στις πολιτικές διαδικασίες του camp, αλλά και στην ίδια του την καθημερινότητα. Θεωρούμε ότι συναντήσεις σαν αυτή του No Border, με την παρουσία χιλιάδων ανθρώπων από διάφορες πόλεις και χώρες, θα έπρεπε να αποτελούν και μία ευκαιρία γνωριμίας με νέα σκεπτικά και εργαλεία, μία ευκαιρία ανταλλαγής εμπειριών, συγκρότησης σχέσεων. Μιλάμε εδώ για τις διαδικασίες εκείνες που αναπτύσσονται «έξω» από τα αμφιθέατρα και τις δημόσιες εκδηλώσεις, αφού ένας χώρος που φιλοξενεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων (με, υποτίθεται, παρόμοιες αγωνίες και στοχεύσεις) για τόσες πολλές μέρες, δυνητικά λειτουργεί και ως ένα περιβάλλον ώσμωσης, διαρκούς συζήτησης κλπ. Εφόσον εδώ αναφερόμαστε σε διαδικασίες που αναπτύσσονται σε ένα πιο μοριακό επίπεδο, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι στη διαπίστωση μας ότι τέτοιες στιγμές δεν υπήρξαν[15], αλλά, όντας καθημερινά στον χώρο του camp, δεν αποκομίσαμε την εντύπωση ότι οι συμμετέχοντες πραγματικά ενδιαφέρθηκαν να δημιουργήσουν έναν τόπο που θα λειτουργούσε και ως τέτοιος, δηλαδή ως τόπος πολιτικής συνύπαρξης. Αντίθετα, μείναμε με την αίσθηση ότι πολύς κόσμος συναντήθηκε τον Ιούλη στη Θεσσαλονίκη με όρους ευκαιριακούς και χωρίς δυνατότητα συνέχειας, ένα φαινόμενο που συνηθίζουμε να λέμε και «αναρχοτουρισμό». Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται μία διευκρίνηση: ο όρος αυτός δεν θα έπρεπε να συσχετιστεί με όρους εντοπιότητας, όπως και συνηθίζεται, αλλά να εκφράζει συνολικά την αδιαφορία για συλλογικές αποφάσεις, την αποστασιοποίηση από την καθημερινή τριβή, τις παράλληλες διαδικασίες, την επιδερμικότητα έναντι της δέσμευσης. Από αυτήν τη σκοπιά, θα αδικούσαμε πολλούς συντρόφους από το εξωτερικό, εάν τους προσάπταμε αυτόν τον χαρακτηρισμό, όταν τα παραπάνω στοιχεία τα είδαμε και τα αναγνωρίσαμε σε ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων αγωνιστών. Φυσικά αυτή η κριτική ξεφεύγει από τα όρια του No Border, μιας κι αυτό το φαινόμενο το διαπιστώνουμε καθημερινά εδώ και χρόνια στις διαδικασίες του κινήματος (συνελεύσεις, πολιτικές εκδηλώσεις, συντονισμούς), όπου απλά απουσιάζει κάθε ίχνος πολιτικού διαλόγου, κινηματικής προοπτικής, κουλτούρας επικοινωνίας. Και το χειρότερο είναι ότι η κατάσταση αυτή εκλαμβάνεται από τα υποκείμενα του αγώνα ως κάτι το τετελεσμένο και φυσιολογικό…
Συνεχίζοντας την αποτίμηση του No Border από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης μεταξύ των υποκειμένων, θα πρέπει να αναφερθούμε και σ’ άλλο ένα αρνητικό στοιχείο, που είναι αυτό της αποτυχίας της κινητοποίησης να συσπειρώσει νέο κόσμο στις κινηματικές διαδικασίες. Το πώς κάποιος/κάποια αποφασίζει να εμπλακεί κάθε φορά σε οργανωμένες πολιτικές διαδικασίες (πολιτικές ομάδες, συλλογικότητες κλπ) είναι μία συζήτηση που ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του κειμένου και μπορεί να προσεγγιστεί από διαφορετικές σκοπιές (ηλικίας, εμπειριών, πολιτικής συγκυρίας, κοινωνικών συνθηκών, κουλτούρας κ.ά.). Παρ’ όλα αυτά, είναι κοινή διαπίστωση ότι κινητοποιήσεις τύπου No Border (δηλαδή ανοιχτές κοινωνικά, εύκολα προσβάσιμες και με συμμετοχικές διαδικασίες) πάντα ήταν εύφορο έδαφος, ώστε κόσμος μη-οργανωμένος πολιτικά (ή ενταγμένος σε αυτό που λέμε «περιφέρεια» του χώρου) να μπορέσει να έρθει σε περαιτέρω επαφή με ριζοσπαστικά σκεπτικά, να συναποφασίσει δράσεις και περιεχόμενα, να γίνει ζωντανό κομμάτι αυτού που ονομάζουμε ανταγωνιστικό κίνημα. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι το No Border απέτυχε στον τομέα αυτόν, κι αν θέλουμε να ψάξουμε τις αιτίες για αυτό, μάλλον θα πρέπει να ερευνήσουμε μια σειρά από λόγους.
Με μία πρώτη ανάγνωση και αυτοκριτική διάθεση, ίσως θα έπρεπε να παραδεχτούμε το γεγονός ότι, παρ’ όλη την προετοιμασία της κινητοποίησης (αναφερθήκαμε διεξοδικά σ’ αυτό το κομμάτι στην αρχή του κειμένου), το άνοιγμα στην ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης δεν πήρε τις διαστάσεις που θα θέλαμε. Ενώ σωστά η συνέλευση του No Border οργάνωσε και μίλησε σε αρκετές εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, αυτό ίσως να μας δημιούργησε μία ψευδή αίσθηση ότι η κινητοποίηση δεν χρειαζόταν τόσο τη στήριξη του ντόπιου κόσμου (πολιτικοποιημένου και μη), αφού τέτοιες διοργανώσεις στηρίζονται παραδοσιακά από ένα συγκεκριμένο πλήθος ατόμων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρίσκονταν εκεί. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι (ορθώς) ρίξαμε το μεγαλύτερο βάρος της προπαγάνδισης του camp στους ίδιους τους μετανάστες των camps, πιθανώς να αποδυνάμωσε την τοπική απεύθυνση. Ένα δεύτερο ζήτημα που είδαμε να ανακύπτει, είναι το κατά πόσον τα ίδια τα περιεχόμενα του No Border μπορούσαν να συσπειρώσουν όλο αυτό το ετερόκλητο μείγμα κόσμου που όλους τους προηγούμενους μήνες ενεργοποιήθηκε (κάποιοι για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό) σε καταλήψεις στέγης μεταναστών ή δίκτυα αλληλεγγύης. Δεν εννοούμε εδώ ότι το No Border από τη μία και οι καταλήψεις στέγης μεταναστών από την άλλη ήταν πράγματα αντίρροπα, αλλά ότι η συνέλευση του No Border, με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που αυτή επέλεξε να έχει (και την κριτική που ως ένα βαθμό έκανε στις έννοιες της φιλανθρωπίας και της θυματοποίησης), ήταν δύσκολο να προσεγγιστεί με την ίδια ευκολία που αυτό γινόταν σε περιπτώσεις «έμπρακτης» αλληλεγγύης. Αξίζει να σημειώσουμε, επίσης, ότι από άποψη «timing» το No Border επέλεξε να μιλήσει ακριβώς τη στιγμή που η «αλληλεγγύη» που προωθούταν από τα διάφορα αριστερά, κρατικά και φιλάνθρωπα think tanks έδινε τη θέση της στη στυγνή καταστολή και αστυνόμευση. Τέλος, ένας τρίτος παράγοντας που, σε μικρότερο βαθμό, ίσως να έπαιξε και αυτός τον ρόλο του, ήταν η λάθος ημερομηνία που επιλέχθηκε για τη διεξαγωγή της διοργάνωσης. Πιο συγκεκριμένα, στα μέσα Ιουλίου μιλάμε για μία πόλη ουσιαστικά «νεκρή» από άποψη πολιτικής κίνησης, με τους περισσότερους φοιτητές να έχουν φύγει και την κοινωνική παρέμβαση να αδυνατεί να πάρει διευρυμένες διαστάσεις. Η παρατήρηση αυτή δεν γίνεται με τους συνήθεις αριθμητικούς όρους της αριστεράς («να μετράμε κεφάλια»), αλλά από την άποψη ότι η βιωσιμότητα των περιεχόμενων του No Border και η θέληση για τη δημιουργία νέων δομών αλληλεγγύης θα εξαρτιόταν άμεσα κι από αυτόν τον παράγοντα, όπως και αποδείχτηκε.
Μία άλλη αδυναμία της διαδικασίας της συνέλευσης, υπαρκτή ήδη από τη στιγμή που αυτή διεξαγόταν στο Ορφανοτροφείο, ήταν η δυσκολία της να λειτουργήσει ως τόπος όπου ντόπιοι και μετανάστες θα συναποφασίζαμε ισότιμα για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του camp. Οι γλωσσικές διαφορές ήταν μόνο ένα από τα εμπόδια, ίσως και το πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο. Νομίζουμε ότι η ουσία της συζήτησης έγκειται στο κατά πόσον τελικά οι ίδιοι οι μετανάστες (στην προκειμένη περίπτωση, οι κάτοικοι του Ορφανοτροφείου) έβλεπαν τον εαυτό τους ως ζωτικό μέρος της όλης διαδικασίας και στο αν εμείς, σαν ενεργά πολιτικά υποκείμενα, είχαμε την απαραίτητη φαντασία, αυτοσυγκράτηση και υπομονή για μία τέτοια συνάντηση. Η καλή θέληση υπήρξε και από τις δύο μεριές, η συνεισφορά των μεταναστών κατοίκων του Ορφανοτροφείου ήταν τεράστια στην επικοινωνία μας με τους μετανάστες των relocation camps, αλλά τελικά η επαφή αυτή δεν έγινε πάνω σε ένα έδαφος κοινών αναγκών ή επιθυμιών, αφού η ίδια η πολιτική φύση της συνέλευσης δεν άφηνε το περιθώριο για κάτι τέτοιο. Το γεγονός αυτό αποτελεί για εμάς ανοιχτό στοίχημα και επίδικο για κάθε μελλοντικό παρόμοιο εγχείρημα.
iii) Χώροι ασφαλείς (;)
Ξεχωριστή αναφορά θέλουμε να κάνουμε σε ένα φαινόμενο που μας βρήκε πραγματικά απροετοίμαστους, αυτό της προσπάθειας μιας συγκεκριμένης πολιτικής τάσης μέσα στο camp να αναδειχτεί και να ηγεμονεύσει επί των περιεχομένων που είχε βάλει η συνέλευση του No Border. Μιλάμε εδώ για εκείνη την πολιτική τάση που εκφράστηκε κυρίως μέσα από δομές τύπου “women space” και “safe space”[16], μέσα από τη δημοσιοποίηση καταγγελιών ενάντια σε συντρόφους[17] και συντρόφισσες[18], και μέσω της διοργάνωσης εσωτερικής πορείας μέσα στο camp[19]. Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη πολιτική τάση λειτούργησε ξεκάθαρα υπονομευτικά, προσπάθησε με διάφορους τρόπους να εμποδίσει τη διεξαγωγή των διαδικασιών του camp (συνελεύσεις, εκδηλώσεις κλπ) και είχε σαν μοναδικό σκοπό την ανάδειξη της δικής της πολιτικής ατζέντας, ανεξάρτητα του τι είχε συζητηθεί, συμφωνηθεί και διαμορφωθεί συλλογικά τους προηγούμενους μήνες. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω δεν τα εκλαμβάνουμε ως κάποια απόρροια «αντιδραστικών» συμπεριφορών, αλλά ως έκφραση συγκεκριμένων πολιτικών ιδεολογιών, αναλύσεων και στοχεύσεων. Ως εκ τούτου, η κριτική μας δεν μπορεί παρά να αφορά τις ιδεολογίες αυτές καθ’ αυτές.
Ως αφετηρία τέτοιων σκεπτικών αναγνωρίζουμε τη λογική της ανάδειξης των ταυτοτήτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε τις δεκαετίες του ’60 και ’70, ή αλλιώς την έκρηξη των υποκειμενικοτήτων. Τα κινήματα αυτά (κινήματα γυναικών, ομοφυλόφιλων, μαύρων, φοιτητών κ.ά.) εμπλούτισαν τους αγώνες και τα περιεχόμενα που είχαν διατυπωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανέδειξαν πτυχές που είχαν μείνει εκτός ριζοσπαστικής κριτικής και, τελικά, φανέρωσαν την ίδια την πολλαπλότητα της εξουσίας, όπως αυτή γεννιέται και αναπαράγεται στις καθημερινές μας σχέσεις. Αν και οι ανατρεπτικές δυνατότητες τέτοιων κινημάτων έγιναν ορατές σε διάφορες ιστορικές στιγμές, ιδίως σε στιγμές συνάντησης και όσμωσης με κινήματα που μοιράζονταν ένα αντικαπιταλιστικό σκεπτικό, τελικά μέσα στα χρόνια δεν κατάφεραν να ξεφύγουν ούτε αυτά από τη γενικευμένη ήττα που γνώρισαν οι αγώνες εκείνης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο που διαδικασίες, όπως η αφομοίωση από κρατικούς μηχανισμούς, η κατάφαση σε θεσμικές λογικές και η στροφή προς εναλλακτικές διεξόδους, είναι στιγμές που τις συναντάμε εξίσου στον τρόπο, με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός έλεγξε τις εργατικές αρνήσεις (βλέπε επισφαλείς σχέσεις εργασίας, προώθηση του καριερισμού κλπ), στο πώς νεανικές αντικουλτούρες (rock, punk κ.ά.) ενσωματώθηκαν στο star system, στην «εκ νέου» ανακάλυψη του πνευματισμού και των ανατολικών θρησκειών, στην προώθηση νέων, «εναλλακτικών» πολιτικών μορφωμάτων (βλέπε Πράσινους και αντιπυρηνικό κίνημα στη Γερμανία), στην άνθηση του εθελοντισμού και των Μ.Κ.Ο. και αλλού. Η τάση του κεφαλαίου για επέκταση, αλλά και η αδυναμία των κινημάτων αυτών να ασκήσουν μία συνολική αντίθεση/κριτική σε αυτήν, οδήγησε στη δημιουργία νέων αγορών (gay bar, vegan restaurants κλπ.) και την αντικατάσταση των κοινοτήτων αγώνα με μηχανισμούς διαμεσολάβησης που περιορίζονται στην ανάδειξη και αντιμετώπιση αποκλεισμών, την παραχώρηση δικαιωμάτων, την αναγνώριση (νομική, πολιτική, κοινωνική κλπ) του εκάστοτε υποκειμένου. Οι όποιες ανατρεπτικές δυνατότητες και ριζοσπαστικές θεωρήσεις θεωρήθηκαν «βαρίδια», όταν πολύ πιο εύκολα μπορούσε να οικοδομηθεί μία ταυτότητα (οικολόγος, gay, εναλλακτικός κ.ά.) που με άνεση μπορούσε να ενσωματωθεί στις κυρίαρχες θεσμίσεις, να αναγνωριστεί πολιτικά και κοινωνικά, και να αγκαλιάσει ένα πλήθος ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές, ίσως αντιθετικά συμφέροντα, αλλά όμοιες κοσμοθεωρήσεις. Η κληρονομιά αυτών των κινημάτων είναι εμφανής ακόμα και σήμερα, και κομμάτι αυτών θεωρούμε την τάση που εμφανίστηκε στο No Border.
Η κύρια προβληματική με τις ταυτοτικές ιδεολογίες, κι ένα στοιχείο που γίνεται εμφανές σε δομές όπως τα “women space”, είναι οι λογικές περιχαράκωσης και απομονωτισμού που αυτές πολλές φορές μπορεί να φέρουν. Βλέπουμε ότι η συγκρότηση του υποκειμένου γίνεται με βάση την εχθρική αντιμετώπιση του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου, με βάση τον διαχωρισμό, αποκλείοντας εξ αρχής όποιον/α δεν έχει υιοθετήσει μια παρόμοια ταυτότητα. Κοινώς, συγκροτείται μία κοινότητα που δεν την ενδιαφέρει να βρει τι κοινό έχει με τους υπόλοιπους/ες, αλλά τι τους χωρίζει, κι αυτός ο διαχωρισμός αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξής της. Εμείς επιμένουμε ότι τα απελευθερωτικά σκεπτικά δεν μπορούν να αναπτυχθούν εκεί που υπάρχει απομόνωση, αλλά αλληλεπίδραση, δεν θα είναι προϊόν αποκλεισμού, αλλά σύνδεσης. Αυτόνομες αντισεξιστικές νησίδες απλά δεν μπορούν να υπάρξουν, όπως δεν υπάρχουν αντίστοιχες αντικαπιταλιστικές, κομμουνιστικές κλπ. Ο πόλεμος ενάντια στην εξουσία, το κεφάλαιο, την πατριαρχία δεν θα διεξαχθεί σε περιφραγμένους «καθαρούς» χώρους, αλλά βουτώντας στις αντιφάσεις των κοινωνικών σχέσεων, στην αναμέτρηση με τους γύρω μας, αλλά και με τους ίδιους μας τους εαυτούς. Πόσο προωθητικό είναι, στην τελική, να θέλουμε να κοιτάμε στα μάτια μόνο τους ομοίους μας, να μιλάμε με όσες ήδη έχουν συμφωνήσει μαζί μας;
Μια αντίστοιχη κριτική μπορεί να γίνει στη λογική των “safe spaces” – ούτως ή άλλως μιλάμε για δομές με συγγενικά περιεχόμενα, τρόπους παρέμβασης και αφετηρίες. Κατά τη διάρκεια των ημερών του No Border είδαμε ανθρώπους να αδιαφορούν πλήρως για το πολιτικό πλαίσιο του No Border (οργάνωση διαδηλώσεων, πολιτική συζήτηση, διαμόρφωση δράσεων), αλλά να δίνουν όλη τους την ενεργητικότητα στο να βρουν εκείνες τις συμπεριφορές και τις στάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «απειλητικές» ή «εξουσιαστικές». Η στάση του σώματος κάποιου/ας που μιλάει δημόσια, ο τόνος της φωνής, ακόμα και το βλέμμα αποτέλεσαν πράγματα που ανά πάσα στιγμή ελέγχονταν, κρίνονταν και καταγγέλονταν κατά το δοκούν. Το ζήτημα εδώ δεν είναι τόσο ότι ο υποκειμενισμός έτεινε να υπερκαλύψει κάθε συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων, αλλά το πώς τα ίδια τα υποκείμενα που κατέφευγαν στο safe space ψυχολογικοποιούσαν αυτά τα ζητήματα εξοβελίζοντας την πολιτική συζήτηση εκτός ορατού πεδίου. Μιλάμε, ουσιαστικά, για μία τάση προς τον αναχωρητισμό και τη δημιουργία επίπλαστων αυτόνομων ζωνών, χωρίς να επιζητείται μία συνολικότερη αντιμετώπιση των ζητημάτων, παρά μόνο η εξασφάλιση ενός προσωπικού ζωτικού χώρου (ο οποίος οριοθετείται χωρικά, επιβάλλει συγκεκριμένους κανόνες και λειτουργεί με βάση αυτούς).
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός της ύπαρξης σεξιστικών συμπεριφορών ή και επιθέσεων (σωματικών ή ψυχολογικών), όχι μόνο σε κινητοποιήσεις τύπου No Border, αλλά και στις καθημερινές μας πολιτικές διαδικασίες και σχέσεις. To θέμα είναι το πώς επιλέγουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις επιθέσεις: τελικά το μόνο που έχουμε να αντιτάξουμε είναι η ιδιοποίηση (σωμάτων, αισθημάτων κλπ), δηλαδή η διεύρυνση του αστικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία; Τα σώματα μας «μας ανήκουν» λόγω κάποιου κατοχυρωμένου δικαιώματος ή συλλογικά διεκδικούμε την αυτοθέσμιση κάθε στιγμή που βρισκόμαστε κοντά ο ένας με την άλλη; Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί, αν λέγαμε ότι σε συνθήματα τύπου “my body, my choice” βλέπουμε καμουφλαρισμένες φιλελεύθερες απόψεις για το σώμα και την ιδιοκτησία, απόψεις των οποίων η ρίζα βρίσκεται στην αστική αντίληψη του «η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που ξενικά η ελευθερία του άλλου». Με τέτοιες αντιλήψεις (θα έπρεπε να) έχουμε ξεμπερδέψει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι πρώτοι αναρχικοί θεωρητικοί πολέμησαν τέτοια ιδεολογήματα διακηρύσσοντας ότι η ελευθερία «των άλλων» δεν αποτελεί περιορισμό ή άρνηση της δικιάς μας ελευθερίας, αλλά αναγκαίος όρος και επιβεβαίωσή της. Επεκτείνοντας το σκεπτικό αυτό, υποστηρίζουμε ότι η «ασφάλεια», όπως την εννοούν τα υποκείμενα που οργανώνουν δομές τύπου “safe spaces”, μπορεί να υπάρξει μόνο μπροστά σε άλλους ανθρώπους και σε σχέση με αυτούς, όπως και η ελευθερία θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία σχέση, όχι ως μία κατάσταση που κατασκευάζεται και διαφυλάσσεται. Τη στιγμή που τέτοιοι χώροι θα θεωρηθούν ως αυτοσκοπός και όχι ως αφετηρία, θα είναι η στιγμή που κάθε εξωστρεφής πρακτική θα θυσιαστεί προς χάριν της εσωτερικής ομοιογένειας. Για μας, κάθε αφετηρία πρέπει απαραίτητα να κοιτάει μπροστά και έξω από εμάς, οι συναντήσεις μας (που μας είναι τόσο απαραίτητες) να μην καταλήξουν στατικές, επαναληπτικές διαδικασίες, αλλά να διαμορφώνονται σε μία συνεχόμενη κίνηση («ξεκινάμε από τις ζωές μας και προχωράμε», αφίσα του Μωβ Καφενείου από το 2009).
Κλείνοντας την αναφορά αυτή, θέλουμε να τονίσουμε ότι η κριτική μας στις παραπάνω δομές επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αυτές έχουν και εμείς θεωρούμε (και βιώσαμε ως) προβληματικά. Η εναντίωση και σύγκρουση με κάθε είδους σεξιστική ή ρατσιστική συνθήκη αποτελεί για εμάς εκ των ων ουκ άνευ, όχι μόνο για να δράσουμε πολιτικά, αλλά για να υπάρξουμε μαζί με άλλους. Από αυτήν τη σκοπιά, λοιπόν, η επιλογή κάποιων να προεξοφλήσουν ότι ο αντισεξιστικός/αντιρατσιστικός χαρακτήρας του No Border δεν τους είναι αρκετός, η επιλογή τους να δημιουργήσουν έναν χώρο όπου εκεί μια γυναίκα θα μπορούσε να νιώσει ασφάλεια, απλά ακύρωσε κάθε προσπάθεια της συνέλευσης No Border να διασφαλίσει τα αντισεξιστικά/αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά του camp που είχε θέσει εξαρχής. Είναι προφανές ότι για εμάς όλο το No Border θα έπρεπε να θεωρείται ένα “women space”, μόνο που μία τέτοια απόφαση θα απαιτούσε την ανάλογη συνεργασία, δέσμευση και συντροφικότητα από όλους και όλες. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε, με ευθύνη της συνέλευσης, αλλά και όλων αυτών που ήρθαν αποφασισμένοι να αναδείξουν τη δική τους ταυτότητα[20], αδιαφορώντας για μία συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων που μπορούσαν να ανακύψουν.
Σαν τελευταία αρνητική παρατήρηση της εμπειρίας του camp, θα αναφέρουμε την εσφαλμένη επιλογή της συνέλευσης να σχεδιάσει ένα 10-ημερο No Border, στοιχείο που φανέρωσε ότι μάλλον υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας, ιδίως εάν αναλογιστούμε τη μικρή συμμετοχή πολιτικών ομάδων στη συνέλευση. Το τέλος του No Border βρήκε τους περισσότερους από εμάς εξουθενωμένους σωματικά και πνευματικά, πράγμα που ίσως δεν θα είχε συμβεί, αν μιλούσαμε για μία πιο μινιμαρισμένη εκδοχή με απαιτήσεις που θα ανταποκρίνονταν και στο δυναμικό (ανθρώπων και ομάδων) που υπήρχε.
iv) Μία θετική αποτίμηση
Σ’ αυτό το σημείο, ίσως να δίνεται η εικόνα ότι το No Border αποτέλεσε μία αποτυχημένη απόπειρα, τόσο στις εσωτερικές του διαδικασίες όσο και στην εξωτερική του απεύθυνση. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις προβληματικές που αναλύσαμε παραπάνω, θέλουμε να κλείσουμε το κείμενο αυτό με μία θετική αποτίμηση, όχι για να διασκεδάσουμε τις εντυπώσεις, αλλά γιατί στην όλη διοργάνωση αναγνωρίσαμε και στοιχεία που λειτούργησαν ενισχυτικά στους σκοπούς που είχε βάλει η συνέλευση, και αυτά είναι που θέλουμε να κρατήσουμε για τη μελλοντική μας δράση.
Το πρώτο προφανές τέτοιο στοιχείο είναι ότι το No Border κατάφερε να σπάσει τη σιωπή που υπήρχε γύρω από τα relocation camps, σιωπή που είχε επιβληθεί και από την αριστερή και από τη δεξιά απόχρωση της εξουσίας. Για να γίνει κατανοητή αυτή μας η θέση, κάποιος θα πρέπει να γυρίσει 2 χρόνια πριν και να φέρει στον νου του τον τρόπο, με τον οποίο κυβέρνηση και Μ.Μ.Ε. διαχειρίστηκαν την εικόνα των μεταναστών στα νησιά του Αιγαίου, την Ειδομένη και αλλού, τον τρόπο, με τον οποίο αντέδρασε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σ’ αυτήν την εικόνα, καθώς και τα αντανακλαστικά του κινήματος. Όλοι θυμόμαστε τα καθημερινά, δακρύβρεχτα ρεπορτάζ για τα «εξαθλιωμένα προσφυγόπουλα», την αντικατάσταση της εικόνας του «μετανάστη-εγκληματία» με αυτήν του «μετανάστη-οικογενειάρχη» που αγωνίζεται να ξεφύγει από τη φρίκη του πολέμου, την «ελληνική φιλοξενία» που απλόχερα βοηθούσε τους μετανάστες να φτάσουν εκεί που θέλουν (στον αγύριστο, δηλαδή), την επιλογή ενός μεγάλου μέρους του αντιρατσιστικού κινήματος να θέσει ως πρώτη προτεραιότητα τη συλλογή φαρμάκων, τροφίμων, ρούχων κλπ. Σύντομα αυτό το «φιλομεταναστευτικό» κύμα έφτασε στα όρια του, κυρίως όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι τελικά ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών θα «ξέμενε» εντός συνόρων και κάποιοι θα καλούνταν να διαχειριστούν αυτήν την έκρυθμη κατάσταση. Για λίγο καιρό ακόμα, οι συγκρούσεις στα σύνορα με τη Μακεδονία, η παρακώλυση της σιδηροδρομικής γραμμής της Ειδομένης και η «γκετοποίηση» του καταυλισμού απασχολούσαν ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής δημοσιογραφίας και προπαγάνδας, μέχρι που τον Μάιο ακολούθησε η «ειρηνική» εκκένωση του καταυλισμού της Ειδομένης και μετά… σιωπή. Κάμποσες χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά μετατράπηκαν ξαφνικά στους αόρατους αυτής της κοινωνίας, εξαφανισμένοι σε ερειπωμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις εκτός πόλεων, μακριά από κάμερες, ευαισθητοποιημένα πλήθη και μοναχικούς αστέρες του Hollywood. Τα «ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας» στήθηκαν, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν εξίσου οι αντιρατσιστές που κοιμούνται ήσυχοι, εφόσον οι μετανάστες έχουν ένα πιάτο σκατά φαΐ και μία σκηνή πάνω απ’ το κεφάλι τους, και οι ρατσιστές που απλά τους θέλουν μακριά απ’ το οπτικό τους πεδίο. Τα «ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας» απέδειξαν με τον τραγικότερο τρόπο πόσο εύκολα και γρήγορα η σιωπή αντικαθιστά τους βερμπαλισμούς, πώς η φιλανθρωπία μετατρέπεται σ’ ένα κομμάτι της καταστολής, πώς οι λέξεις και οι φράσεις[21] του δημόσιου κυρίαρχου λόγου επιβεβαιώνουν συνεχώς την παλιά διαπίστωση ότι οι γλώσσες της εξουσίας είναι πριν απ’ όλα γλώσσες αποπλάνησης.
Η επιλογή του No Border να θέσει ως κεντρικό το ζήτημα των relocation camps, ήδη πριν τη διοργάνωση του camp και σε συνεργασία με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, βασίζεται ακριβώς στη συνθήκη αορατότητας και απομόνωσης που χαρακτηρίζει αυτές τις δομές. Η δημοσιοποίηση των άθλιων συνθηκών των «δομών φιλοξενίας» μέσα από συνεντεύξεις μεταναστών, η διοργάνωση μηχανοκίνητων πορειών σε αυτές σε τακτική βάση, η διαμαρτυρία εναντίον τους μέσα από δράσεις και διαδηλώσεις προσπάθησε, και ως ένα βαθμό κατάφερε, να ανοίξει στην πόλη της Θεσσαλονίκης το ζήτημα της ύπαρξης των relocation camps και να δομήσει έναν ανταγωνιστικό λόγο σχετικά με τον ρόλο των Μ.Κ.Ο., τη στρατιωτική ανάμειξη στα camps, και τις κρατικές στοχεύσεις μέσα από αυτό το μοντέλο διαχείρισης. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι μετά την εκκένωση της Ειδομένης και το κλείσιμο των συνόρων, η ύπαρξη των relocation camps θα ήταν το στοιχείο που θα συμπύκνωνε όλη την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους, θα ήταν οι χώροι όπου η φιλανθρωπία και η καταστολή θα αποδεικνύονταν αλληλένδετες έννοιες, και ως τέτοιοι έπρεπε να αναδειχτούν και να στιγματιστούν από το εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα. Η απάντηση μας στην επιλογή του κράτους να διασπείρει τους μετανάστες και να τους καταστείλει μέσω της καθημερινής παραγωγής δυστυχίας εν μέσω εκκωφαντικής σιωπής, δεν μπορούσε να είναι άλλη από την ίδια την ανάδειξη αυτού του γεγονότος – σε πρώτο βαθμό. Σε δεύτερο βαθμό, υπάρχει κάτι που ακόμα εκκρεμεί, αν και έχουν γίνει κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση: η φυσική παρουσία μεταναστών και μεταναστριών από τα camps στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες της πόλης. Θα επανέλθουμε σε αυτό αργότερα στο κείμενο.
Το δεύτερο στοιχείο που κρατάμε από το No Border είναι το γεγονός ότι μίλησε κεντρικά για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, ενάντια στις λογικές φιλανθρωπίας της αριστεράς και τον δεξιό ρατσιστικό λόγο που κυριαρχούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για να μην παρεξηγηθούμε: η «επικαιρότητα», σαν έννοια, περικλείει περισσότερο κινδύνους για τα υποκείμενα του αγώνα, παρά δυνατότητες. Οι ψευδαισθήσεις που γεννιούνται μέσα από τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ και τη συνεχή ροή πληροφοριών πολύ εύκολα μπορούν να αποπροσανατολίσουν ένα κίνημα από τις στοχεύσεις του, να το ξεγυμνώσουν από τα περιεχόμενά του και την ίδια στιγμή αυτό να νομίζει ότι επηρεάζει συνειδήσεις. Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι η ασχολία δημοσιογράφων, κρατικών υπαλλήλων και πανεπιστημιακών μαζί μας αυτόματα δίνει νόημα στους σκοπούς μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα αρνηθούμε και τη δυναμική που αναπτύχθηκε εκείνες τις μέρες, δυναμική που αποτυπώθηκε στον δρόμο, διεκδίκησε το δημόσιο πεδίο και το κατέλαβε. Δεν πιστεύουμε ότι αυτό οφείλεται τόσο σε κάποια ποιοτική διαφορά σε σχέση με άλλες διαδηλώσεις ή καμπάνιες αλληλεγγύης προς τους μετανάστες, όσο στην τομή που δημιουργείται όταν κατασκευάζεται ένα συλλογικό φαντασιακό, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κρύβεται πίσω από την υπογραφή No Border. Η συμμετοχή χιλιάδων διαδηλωτών από όλες τις γωνίες της Ευρώπης, η μαζική συμμετοχή μεταναστών από τα camps σε όλες τις πορείες του No Border, καθώς και η καθημερινή αλληλεπίδραση μαζί τους, οι δημόσιες παρεμβάσεις που έμπρακτα διέχυσαν το κλίμα του camp σε όλη την πόλη, στους τοίχους και τα λεωφορεία της, τα μηχανοκίνητα convoy που κάθε πρωί διατάραζαν την ηρεμία της πόλης για να πάνε στα relocation camps, όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα έδειξαν μία δημόσια παρουσία που απουσίαζε εδώ και καιρό από τα πολιτικά πράγματα. Το στοίχημα, όπως είπαμε και παραπάνω, ήταν αυτή η παρουσία να καταφέρει να υπάρξει και μετά τον Ιούλιο, κάτι που δεν επιτεύχθηκε λόγω εσωτερικών αδυναμιών, αλλά και της κρατικής καταστολής που ακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνες τις μέρες του Ιουλίου, το αίτημα που αρθρώθηκε για χαρτιά, ανοιχτά σύνορα και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, αναγνωρίστηκε (και πολεμήθηκε) ως αυτό που είναι: ένα πολιτικό αίτημα μεταναστών, μεταναστριών και αλληλέγγυων. Κι αυτό το αίτημα ανάγκασε τον καθένα στο κοινωνικό πεδίο να πάρει θέση, κι αυτούς που εκείνη την Πέμπτη κατέβηκαν στον δρόμο διαδηλώνοντας, κι αυτούς που δύο μήνες μετά βρίσκονταν στα σχολεία των παιδιών τους για να σιγουρέψουν ότι σε αυτά δεν θα φοιτήσουν παιδιά μεταναστών. Αναγνωρίζουμε, τελικά, στα γεγονότα που ερμηνεύονται ως «κεντρικά» (κι ένα τέτοιο ήταν και το No Border) αυτήν τη δυνατότητα: τη διαμόρφωση πολιτικών στρατοπέδων εκεί που αυτά είτε δεν υπήρχαν είτε κυοφορούνταν, αλλά δεν εκφράζονταν.
Σαν τελευταίο, και πιο σημαντικό, στοιχείο που κρατάμε από το No Border είναι οι σχέσεις με τους μετανάστες και τις μετανάστριες που δομήθηκαν σε αυτό. Είναι αλήθεια ότι κινήσεις σε αυτήν την κατεύθυνση υπήρξανε και πιο πριν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με πιο εμβληματικό παράδειγμα αυτό της κατάληψης του Ορφανοτροφείου. Το No Border, σαφώς προσανατολισμένο προς την ίδια κατεύθυνση από την πρώτη στιγμή, μπόρεσε να συναντηθεί πραγματικά με μετανάστες και μετανάστριες από τα camps εκείνες τις μέρες και να δημιουργήσει σχέσεις μαζί τους, σχέσεις που παρέμειναν και μετά το τέλος της κινητοποίησης. Δεν μας ενδιέφερε μία ευκαιριακή συνάντηση και σίγουρα εχθρευόμαστε κάθε πολιτικό σχέδιο που μεταφράζει τη συμμετοχή μεταναστών σαν μία εξωτική πινελιά στα «δικά μας πράγματα» ή σαν απλές παρουσίες που θα πληθύνουν τις γραμμές μας. Το ζητούμενο ήταν, και παραμένει, να βρεθούν κοινές αγωνίες και στοχεύσεις, γιατί όταν μιλάμε για σχέσεις, πάντα μιλάμε για σχέσεις αγώνα. Αυτό το πράγμα προφανώς και δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί από τη μία μέρα στην άλλη. Η πρώτη κίνηση που έπρεπε να κάνουμε, και κάναμε, δεν ήταν άλλη από τις εβδομαδιαίες παρεμβάσεις στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που λίγο καιρό μετά οδήγησε και στη συμμετοχή των μεταναστών στο camp του No Border, καθώς και στις διαδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη, Παρανέστι και Ξάνθη. Θέλουμε να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο, γιατί αυτή ήταν και η πιο έντονη εμπειρία μας από τις μέρες του No Border: οι πρώτες μας συγκεντρώσεις στα relocation camps χαρακτηρίζονταν από αμηχανία, έλλειψη δυνατότητας επικοινωνίας (το σημαντικότερο ρόλο εδώ έπαιξαν, και παίζουν ακόμα, μετανάστες με την εμπειρία του Ορφανοτροφείου) και οι πιο πολλές κατέληγαν απλά σε τραγούδια και χορούς, πράγμα «αδιανόητο» για όσους βιάζονταν να εφαρμόσουν τα (όποια) επαναστατικά τους σχέδια πάνω σε μυαλά και καρδιές. Εμείς οι «αφελείς» επιμένουμε: πρώτα θα χορέψουμε μαζί, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε στις καταλήψεις μας και θα πιούμε τσάι στις σκηνές τους, και, βήμα-βήμα, αν τα καταφέρουμε, θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι κοινό έχουμε σ’ αυτήν τη ζωή που δεν μας αρέσει, τι μπορούμε να σχεδιάσουμε μαζί, πού μπορούμε να βρεθούμε και να αγωνιστούμε. Το No Border σαφώς μας έδωσε αυτήν τη δυνατότητα, τη δυνατότητα συνάντησης με το βλέμμα στραμμένο στο τι μπορεί να γεννηθεί από τέτοιες συναντήσεις, λόγω της αυξημένης δυναμικής του, της συμμετοχής συντρόφων που ήδη είχαν μία εμπειρία σε τέτοιες συναντήσεις (συντρόφων κυρίως από το εξωτερικό που βρίσκονταν στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο και συμμετείχαν σε αυτοοργανωμένες δομές σε Μυτιλήνη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού), καθώς και της ευκολίας, με την οποία οι ίδιοι οι μετανάστες συνδέονταν και έβλεπαν κοντινά τα (απλά και minimum, θα μπορούσε να πει κάποιος) περιεχόμενα του No Border. Το σημαντικότερο σε όλη αυτήν την αλληλεπίδραση είναι ότι και οι ίδιοι οι μετανάστες την είδαν ως τέτοια. Σύντομα είδαμε να οργανώνονται προσπάθειες[22] που εμείς απλά τις πλαισιώσαμε, ανταποκρινόμενοι στην αλληλεγγύη και τη στήριξη που ζητούσαν. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ, εάν οι ίδιοι δεν είχαν δει ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μία ανταπόκριση από κόσμο που τον είχαν ήδη γνωρίσει, από κόσμο που πραγματικά ενδιαφερόταν να υπάρχει αυτή η παρουσία στο κέντρο της πόλης. Οι σχέσεις αυτές είναι μάλλον ό,τι σημαντικότερο μας άφησε το No Border, ακριβώς γιατί η σημαντικότητα τους δεν έχει φανεί ακόμα, αλλά θα κριθεί στο μέλλον.
Η καταστολή
Δύο μέρες μετά τη λήξη του No Border το κράτος επέλεξε να απαντήσει με ένα θεαματικό τρόπο: την εκκένωση όλων των καταλήψεων στέγης στη Θεσσαλονίκη που φιλοξενούσαν μετανάστες και μετανάστριες, δηλαδή την κατάληψη του Ορφανοτροφείου, την κατάληψη Hurriya και την κατάληψη στη Νίκης. Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους, οπότε δεν θα αναφερθούμε εδώ στα γεγονότα εκείνων των ημερών (δηλαδή τις συλλήψεις, τις πορείες διαμαρτυρίας, τις μαζικές καταλήψεις σε γραφεία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε όλη την Ελλάδα, την παρέμβαση στη Μητρόπολη και τις συλλήψεις των συντρόφων και συντροφισσών), αλλά θα αρκεστούμε σε έναν μικρό σχολιασμό: πρώτον, θεωρούμε την επίθεση αυτή μία ξεκάθαρη απάντηση στη διοργάνωση του No Border, μία προσπάθεια να ανακτηθεί, από την εξουσία, το χαμένο έδαφος στο πεδίο του θεάματος, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε πιθανότητα σύνδεσης δομών αλληλεγγύης με νέα σκεπτικά αγώνα. Δεύτερον, οι εκκενώσεις ήταν μία προσπάθεια καταστολής όχι μόνο των αυτοοργανωμένων δομών αλληλεγγύης, αλλά των δυνατοτήτων που αυτές θα είχαν με τη διεύρυνση τους, τη μαζική προπαγάνδισή τους, τη σύνδεσή τους με περισσότερα υποκείμενα. Κοινώς, κατεστάλησαν όχι τόσο για αυτά που πέτυχαν, αλλά για αυτά που θα μπορούσαν να πετύχουν στο μέλλον. Κάθε τέτοια κατάληψη, κάθε τέτοιος χώρος θα ήταν όλο και πιο επικίνδυνος, εάν συνέχιζε να κινείται προς μια ανατρεπτική κατεύθυνση, θα ήταν ένα παράδειγμα προς αποφυγή για τους χιλιάδες μετανάστες που θα περίμεναν να ξεχειμωνιάσουν στα relocation camps. Τρίτον, με αυτές τις εκκενώσεις το κράτος έκανε ξεκάθαρη τη θέση του: την αποκλειστική διαχείριση του μεταναστευτικού θα την έχει αυτό είτε μιλάμε για μία έκφραση φιλανθρωπίας είτε μιλάμε με όρους στυγνής καταστολής. Και ο κοινός παρανομαστής, και στις δύο περιπτώσεις, είναι αυτός: οι μετανάστες δεν θα είναι ορατοί, δεν θα συνδεθούν με άλλα κοινωνικά κομμάτια, θα αντιμετωπίζονται ως αριθμοί και μόνο («σώματα» που πρέπει να εγκλειστούν· «στόματα» που πρέπει να γεμίσουν). Όσο για την επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο; Για αυτούς θα μιλάνε όλοι (μπάτσοι, δημοσιογράφοι, ψυχολόγοι), εκτός των ίδιων. Και οι αλληλέγγυοι σε μία γωνία, θα λέγαμε εμείς· να προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις αδίστακτες απαιτήσεις των καιρών και τον αταλάντευτο σχεδιασμό για τις πράξεις της επόμενης μέρας. Μια συνθήκη που μοιάζει να κρατά κάμποσους μήνες τώρα.
Λίγες σκέψεις για το μέλλον
Το τέλος του καλοκαιριού βρήκε τη συλλογικότητά μας να συζητά εκτενώς τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από τις εκκενώσεις των τριών καταλήψεων και με την εμπειρία του No Border και των καινούριων σχέσεων με μετανάστες από τα camps. Η συζήτηση αυτή, που ακόμη δεν έχει τελειώσει, επικοινωνήθηκε φυσικά και με άλλες συλλογικότητες και άτομα στις απολογιστικές συνελεύσεις του No Border. Εκφράσαμε εκεί τους κύριους προβληματισμούς μας και τις σκέψεις μας για το πώς θα έπρεπε να κινηθούμε τους αμέσως επόμενους μήνες. Ο κύριος άξονας αυτών των συζητήσεων ήταν προφανώς η απουσία ενός κέντρου αγώνα μεταναστών και μεταναστριών στην πόλη. Η ανάγκη που βλέπαμε σε αυτό δεν πήγαζε μόνο από την επιθυμία να υπάρχει ένας αυτοοργανωμένος χώρος όπου οι μετανάστες θα μπορούνε να ζούνε αξιοπρεπώς, μακριά από την αθλιότητα των relocation camps, αλλά κυρίως για τις δυνατότητες που θα έδινε ένας τέτοιος χώρος σε συνδυασμό με τη σταθερή μας επικοινωνία με τους μετανάστες των camps, αλλά και της πόλης γενικότερα. Η δημοσιοποίηση των συνθηκών σε αυτά, η ενίσχυση των αγώνων για χαρτιά, η προπαγάνδιση των αιτημάτων των μεταναστών και μεταναστριών προϋπέθεταν την παρουσία τους και μέσα στην πόλη, την κοινωνικοποίηση τους, τη μεταφορά εμπειριών και αντιπαραδειγμάτων ζωής. Ένας χώρος που από τη μία θα κάλυπτε κάποιες βασικές ανάγκες κοινωνικής αναπαραγωγής και από την άλλη θα λειτουργούσε και ως χώρος ανταλλαγής εμπειριών, ως χώρος σχεδιασμού νέων κινητοποιήσεων, ως χώρος-σημείο αναφοράς για κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών ήταν για εμάς το ζητούμενο.
Ήταν εύλογο ότι αυτές μας τις σκέψεις τις επικοινωνήσαμε πρώτα απ’ όλα στην ίδια τη συνέλευση του No Border. Ο λόγος για αυτό δεν ήταν άλλος απ’ το ότι, αν θέλαμε αυτή η συνάντηση να μην ερμηνευτεί ως κάτι εφήμερο και ευκαιριακό, θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος των στοχεύσεών της και να επιχειρήσει να απαντήσει στην κίνηση του κράτους να αποτρέψει κάθε αγωνιστική συνέχεια της κινητοποίησης. Ωστόσο, οι συζητήσεις αυτές όχι μόνο δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε κανένα μελλοντικό σχεδιασμό, αλλά επικύρωσαν και επίσημα την αδυναμία της συνέλευσης να υπάρξει ως τέτοια, να συζητήσει πάνω σε ένα κοινό πλαίσιο. Τα εντελώς διαφορετικά σκεπτικά που τέθηκαν από συλλογικότητες και άτομα, καθώς και το γεγονός ότι η συνέλευση είχε συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό αριθμητικά, μάλλον επιβεβαίωσε την άποψη ότι τελικά οι πολιτικές συνεργασίες χρειάζονται πολλά παραπάνω από την οργάνωση μιας μεγάλης κινητοποίησης για να μπορέσουν να δουν τον εαυτό τους ως ένα κοινό σώμα. Μια διαπίστωση που, όπως είπαμε και παραπάνω, την είχαμε κάνει ήδη από τις πρώτες προπαρασκευαστικές συνελεύσεις του No Border, αλλά που με τα νέα δεδομένα του καλοκαιριού πιστεύαμε ότι άξιζε και έχριζε επαναδιαπραγμάτευσης.
Τους μήνες που ακολούθησαν, σαν Φάμπρικα Υφανέτ, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε εντατικά την ενασχόληση μας με τα ζητήματα που προέκυπταν στα relocation camps γύρω από τη Θεσσαλονίκη, καθώς και να επιμείνουμε στην επικοινωνία και την ενδυνάμωση των σχέσεων με τους μετανάστες που γνωρίσαμε μετά την εμπειρία του No Border. Κομμάτια αυτής της κατεύθυνσης αποτελούνε η διαδήλωση[23] που καλέσαμε με αφορμή τον θάνατο μετανάστριας και του παιδιού της μετά την παράσυρση από αυτοκίνητο έξω από το camp του Ωραιοκάστρου, η δημοσιοποίηση του λόγου των μεταναστών μέσα από πολιτικές εκδηλώσεις, τα συλλογικά φαγοπότια μαζί τους στην κατάληψη, οι επισκέψεις μας στα camps και η πρόθεση μας τα πολιτικά πράγματα που διοργανώνουμε να μπορούνε να πλαισιώνονται και από αυτούς σε σταθερή βάση. Όλα τα παραπάνω, με στόχο αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας να μείνει ανοιχτός και να γεννήσει νέα πράγματα μέσα στα όρια της πόλης.
Κλείνοντας, θέλουμε να σημειώσουμε το εξής: το ότι αυτό το απολογιστικό κείμενο δεν «τελειώνει» στις 24 Ιουλίου, όπως μπορεί να περίμενε κάποιος, αλλά φτάνει μέχρι τις πρόσφατες δημόσιες κινήσεις μας, δεν δείχνει τίποτα άλλο απ’ το ότι η επιλογή μας να συμμετέχουμε στη διοργάνωση του No Border ήταν μία επιλογή ενταγμένη στο γενικότερο πολιτικό μας πλαίσιο σχετικά με τους μετανάστες και την αλληλεγγύη μας προς αυτούς. Τα όποια θετικά ή αρνητικά στοιχεία που αποκομίσαμε εκείνες τις μέρες δεν χάθηκαν σε μία μαύρη τρύπα, ούτε τα κορνιζάραμε σε κάποιο επαναστατικό ανθολόγιο για να τα κοιτάμε τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, τα κριτικάραμε σε ζωντανό χρόνο, τα ζυγίσαμε και τα θεωρήσαμε ως κάτι που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να χρησιμοποιηθεί προς όφελος του κοινωνικού ανταγωνισμού. Μέρος αυτής της διαδικασίας αποτυπώνεται σε αυτό το κείμενο. Το κυριότερο κομμάτι, βέβαια, θα αποτυπωθεί κάπου αλλού: στον δρόμο. Το ότι η συνολική απάντηση που θα έπρεπε να δοθεί μετά τις εκκενώσεις δεν δόθηκε, δεν είναι μία απολογία ήττας, αλλά ένα ξεκαθάρισμα στοχεύσεων και πολιτικής βούλησης. Αν, όπως θέλουμε να υποστηρίζουμε, καταλήψεις δεν είναι τα ντουβάρια, αλλά οι σχέσεις, τότε το μόνο που μας εμποδίζει είναι οι δικές μας αντιφάσεις και περιορισμοί. Κι αυτά ξεπερνιούνται, ως γνωστόν, όταν είσαι σε κίνηση…
Υποσημειώσεις:
[1] Για μία πιο εκτενή ανάλυση, βλ. «Μεταναστευση, ανθρωπισμός και η ιδιότητα του πολίτη»,
[2] Η έννοια «κλείσιμο των συνόρων» κρίνεται ως ανεπαρκής για να περιγράψει μία ολόκληρη διαδικασία που σαν στόχο δεν έχει μόνο τον εγκλωβισμό ενός σημαντικού μέρους των μεταναστών στη χώρα (και το ταυτόχρονο «άνοιγμα» νέων περασμάτων, ίσως πιο φτηνών, αλλά και πιο επικίνδυνων), αλλά και το «σπρώξιμο» αυτού του κομματιού στα χέρια των διακινητών και της μαφίας που βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται κατακόρυφα (όσο πιο «σφιχτά» τα σύνορα, τόσο πιο ακριβή η ταρίφα). Κλειστά σύνορα, λοιπόν, για όποιον/α δεν έχει αρκετό κομπόδεμα να πληρώσει.
[3] Στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια δράσεις του No Border είχαν διοργανωθεί στην Πάτρα (2008) και στη Λέσβο (2009).
[4] Πιο συγκεκριμένα, η προοπτική ενός No Border Camp στη Θεσσαλονίκη συζητήθηκε από κόσμο που δραστηριοποιείται στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Κιλκίς, καθώς και σε διεθνείς συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε Σόφια, Λιουμπλιάνα, Γκέτινγκεν και Αμβούργο.
[5] Το κτίριο του παλιού Ορφανοτροφείου καταλήφθηκε για πρώτη φορά το 2005 με σκοπό να αποτελέσει συλλογικό στεγαστικό εγχείρημα. Εκκενώθηκε το 2013, λίγο μετά την παραχώρηση του κτιρίου από το Υπουργείο Υγείας, στο οποίο ανήκε, στην Εκκλησία. Ανακαταλήφθηκε τον Δεκέμβρη του ’15 και (ξανα)εκκενώθηκε (και γκρεμίστηκε) το καλοκαίρι του ’16.
[6] http://noborder2016.espivblogs.net/el/objectives/
[7] Μία συνολική κριτική της δομής του Ορφανοτροφείου όχι μόνο ξεφεύγει από τους σκοπούς του κειμένου, αλλά είναι και αναντίστοιχη της συνέλευσής μας, αφού συλλογικά δεν συμμετείχαμε στο εγχείρημα, αλλά το πλαισιώσαμε μέσα από πρωτοβουλίες ή συντονισμούς που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τελικά εδαφικοποιήθηκαν εκεί. Για μας, αυτό είναι άλλη μία απόδειξη ότι τα πολιτικά εγχειρήματα δεν είναι παγιωμένες στιγμές στον κινηματικό χωροχρόνο, αλλά τόποι αντιπαράθεσης και σύνθεσης.
[8] Και τα δύο τεύχη της εφημερίδας του No Border μπορούν να βρεθούν διαδικτυακά εδώ: http://noborder2016.espivblogs.net/el/noborder-newspaper/
[9] Και για να προλάβουμε τυχόν «καλοπροαίρετους»: φυσικά και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με βάση αριθμητικά δεδομένα μία οποιαδήποτε τοπική πορεία με την κεντρική πορεία του No Border (όπου συμμετέχουν άτομα από πολλές άλλες πόλεις, χώρες κλπ.). Μπορούμε, όμως, να συγκρίνουμε τα χαρακτηριστικά τους, το κλίμα τους, την πυγμή τους. Μπορούμε να συγκρίνουμε τη «γεύση» που αφήνουν σε οργανωτές, συμμετέχοντες και περαστικούς. Κι από αυτήν την άποψη, κάτι τέτοιο στην πόλη είχαμε να δούμε (και να νιώσουμε) καιρό.
[10] Η κατάληψη Hurriya εκκενώθηκε από τους μπάτσους λίγες μέρες μετά, στις 27 Ιουλίου, σε μία συντονισμένη επίθεση της αστυνομίας που είχε ως αποτέλεσμα και την εκκένωση άλλων δύο καταλήψεων στέγης: του Ορφανοτροφείου και του κτιρίου στη Λεωφόρο Νίκης (όπου έμεναν ντόπιοι και μετανάστες).
[11] Η εισήγηση της Φάμπρικα Υφανέτ με θέμα «O ρόλος του πανεπιστημίου στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών» μπορεί να βρεθεί εδώ
[12] Κι ας αφήσουμε, προς το παρόν, τη συζήτηση για το αν πρέπει να μιλάμε για «κίνημα» ή για «χώρο» στην άκρη…
[13] Ενδεικτικά, τους προηγούμενους μήνες βρεθήκαμε στον δρόμο, αλλά και έξω από στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με άλλες συλλογικότητες της πόλης, με αφορμή τις διώξεις των εξεγερμένων μεταναστών της Αμυγδαλέζας, την απεργία πείνας της μετανάστριας Σάναα Τάλεμπ, τα γενικότερα αιτήματα για χαρτιά και άσυλο κ.ά.
[14] Όλα τα παραπάνω στοιχεία ήταν παράγοντες που προβλημάτισαν και τη δική μας συνέλευση σχετικά με το κατά πόσο θα ήταν εφικτό να ξεπεραστούν και η όλη διοργάνωση να πάρει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα συνηθισμένα.
[15] Ούτως ή άλλως θα ήταν ψέματα, αν ισχυριζόμασταν κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που τις μέρες του Ιούλη είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε με συντρόφους από τη Γερμανία και τη Σλοβενία, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να φιλοξενήσουν τον λόγο μας σε εκδηλώσεις στους πολιτικούς τους χώρους και σε αυτοοργανωμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
[16] Οι δομές αυτές ίσως να είναι ως ένα βαθμό άγνωστες στο ελληνικό ανταγωνιστικό κίνημα. Ένας χώρος που χαρακτηρίζεται ως “women space” έχει σαν σκοπό να αποτελέσει ένα μέρος όπου άτομα, τα οποία δεν αυτοχαρακτηρίζονται ως άντρες, μπορούνε να συναντηθούν, να αναζητήσουν προστασία από επιθέσεις ή παρενοχλήσεις, να νιώσουν ασφαλείς και να συζητήσουν για τις εμπειρίες τους με σκοπό την αντιμετώπισή τους. Παρομοίως, ένας χώρος που χαρακτηρίζεται ως “safe space” είναι ανοιχτός σε άτομα που έχουν νιώσει απειλούμενα (σωματικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά), ώστε να έρθουν κοντά και να συζητήσουν, χωρίς να γίνονται ανεκτές σεξιστικές, ρατσιστικές ή γενικότερα εξουσιαστικές αντιλήψεις.
[17] Πιο συγκεκριμένα, σύντροφος καταγγέλθηκε ως “manarchist” λόγω του ότι ζητούσε με έντονο ύφος να μάθει το όνομα κοριτσιού που είχε χτυπήσει ενώ έπαιζε, ώστε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
[18] Συντρόφισσα καταγγέλθηκε ως ρατσίστρια γιατί έθεσε αντιρρήσεις στο να φέρνουμε μετανάστες και μετανάστριες από τα relocation camps στο camp του No Border χωρίς πρωτύτερα να έχουμε σχεδιάσει πού αυτοί/ες μπορούν να μείνουν, ποιος θα τους γυρνούσε πίσω, ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη για ανήλικα παιδιά κλπ.
[19] Η πορεία αυτή, που προσπάθησε να διακόψει τα workshops που διεξάγονταν εκείνη την ώρα, έγινε με αφορμή παρενοχλήσεις που δέχτηκαν συμμετέχοντες του camp (λόγω των ενδυματολογικών τους επιλογών ή του ανοιχτού σεξουαλικού τους προσανατολισμού) από άτομα που βρίσκονταν στον χώρο του camp ή γύρω από αυτόν.
[20] Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι η συζήτηση περί «ταυτοτήτων» δεν εξαντλείται σε αυτές που χαρακτηρίζονται ως αντισεξιστικές, φεμινιστικές κλπ. Οι ίδιες ακριβώς προβληματικές λογικές (λογικές διαχωρισμού, αντιπαράθεσης, αυτοεπιβεβαίωσης) συναντιούνται και στις αντίστοιχες αναρχικές ταυτότητες, τις «εξεγερτικές», τις καταληψιακές κλπ.
[21] «(…) Οι καταλήψεις αυτές είναι καταλήψεις χωρίς αιτία (…) Το κράτος έχει δομές, με τις οποίες εξυπηρετεί τις διάφορες ανάγκες», δήλωση Ν.Τόσκα την ίδια μέρα που 29χρονη μετανάστρια στο camp της Softex έχασε τη ζωή της μετά από ανακοπή καρδιάς (γιατρός στο camp δεν υπήρχε και το ασθενοφόρο καθυστέρησε να έρθει).
«(…) Δεν είναι κανείς στο κρύο (…) Κερδίσαμε το στοίχημα του ξεχειμωνιάσματος», δήλωση Ν.Μουζάλα την ώρα που μετανάστες και μετανάστριες στα relocation camps πάλευαν ενάντια στο χιόνι και την παγωνιά.
[22] Η σημαντικότερη τέτοια αυτοοργανωμένη έκφραση διαμαρτυρίας μεταναστών και μεταναστριών από τα camps (όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά όλης της Ελλάδας) έγινε στις 01/09/16. Η συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το πρωί, συνέχισε το απόγευμα με διαδήλωση στο κέντρο της πόλης και κατέληξε έξω από το γερμανικό προξενείο μέχρι το βράδυ, όπου μετανάστες και μετανάστριες θέλησαν να διανυκτερεύσουν κλείνοντας τον κεντρικό δρόμο. Τελικά, τις πρώτες πρωινές ώρες η αστυνομία βίαια τους επέστρεψε στα camps. Εν είδει αυτοκριτικής, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην μηδαμινή στήριξη της κινητοποίησης από το ντόπιο ανταγωνιστικό κίνημα.
[23] Τη διαδήλωση στήριξε και η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Θεσσαλονίκης.
Βιβλιογραφία
Curcio, R.-Franceschini, A. (2007), Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, εκδόσεις Επανοικειοποίηση
Μπακούνιν, Μ. (1986), Θεός και κράτος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
Νάσιος, Χ. (2005), Κείμενα του Χρήστου Νάσιου από την… πλατεία Εξαρχείων, εκδόσεις Ιδιομορφή
Συλλογικό (2002), Στρασβούργο 19-28 Ιουλίου, No Border Camp
Συλλογικό (2004), Θεσσαλονίκη, Ιούνης 2003-Μια κριτική αποτίμηση
Συλλογικό (2008), Ξεγυμνώνοντας την ηθική
Συλλογικό (2008), Anti media-Συλλογή κειμένων, εκδόσεις Αντισχολείο
Συλλογικό (2016), Vogelfrei-Τρία κείμενα για τη μετανάστευση, τις απελάσεις, το κεφάλαιο και το κράτος του, Αντίθεση
Εφημερίδα Εστία Ανομίας
Εφημερίδα No Border #01
Εφημερίδα No Border #02
Κόκκινες Σελίδες #01, Ποια εργατική τάξη; Πάει αυτή!…, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα
Περιοδικό Sarajevo
https://clandestinanews.wordpress.com/
https://noborder.beyondeurope.net/
http://noborder2016.espivblogs.net/el/
http://harekact.bordermonitoring.eu/